Με τα ανοιξιάτικα χρώματα να εναλλάσσονται στην παλέτα και το φως να παίζει κρυφτούλι με τα σύννεφα, αφήσαμε πίσω τον αχό της πόλης και κινήσαμε για την Βορειοδυτική πλευρά του νησιού και το μεγαλοχώρι των Γιαννάδων, που αποτέλεσε το Ελντοράδο των Ανδεγαυών(1267 – 1386), στην μετά – Σταυροφόρων τυχοδιωκτική Ευρώπη, για να συναντήσουμε τον ακουαρελίστα Δημήτρη Αναλύτη. Μια κουβέντα με έναν αντισυμβατικό καλλιτέχνη, ανήσυχο, με κοφτερή ματιά και ακόμη πιο κοφτερό χιούμορ, που δεν διστάζει σε πειραματισμούς, ούτε και γυρίζει την πλάτη σε προκλήσεις.
ΓΚ. Απόδραση με άρωμα από το χθες, τις μνήμες και το σήμερα, σε ένα αντάμωμα αρκετά αρμονικό. Με φόντο την υπέροχη θέα από την πλατεία του χωριού, τους Γιαννάδες. Άλλες εικόνες. Θα ήταν καλύτερα αν τα λέγαμε στην πόλη;
ΔΑ. Καθόλου(γελάει).
ΓΚ. Που νιώθεις πιο ελεύθερα;
Δ.Α. Το ρωτάς αυτό σε ένα ζωγράφο. Εδώ, φυσικά.
ΓΚ. Από πού αντλείς θέματα; Αν θέσουμε την περιοχή εδώ, με την ευρύτερη της έννοια, ως ορμητήριο.
ΔΑ. Από την καρέκλα που καθόμαστε και το πεζούλι απέναντι, μέχρι τη θέα που απλώνεται μπροστά σου στην πλατεία.


ΓΚ. Αγαπημένη εποχή του χρόνου;
ΔΑ. Άνοιξη. Αλλάζει η διάθεση.
Πρέπει να έχεις περάσει από όλα τα στάδια, να έχεις εμπεδώσει την γνώση και να έχεις πειραματιστεί επί μακρόν, προκειμένου να αποδώσεις την εικόνα στην ακουαρέλα |
ΓΚ. Κλασική απάντηση ζωγράφου.
ΔΑ. Έχει και ο χειμώνας τη δική του χάρη, λόγω της υγρασίας. Γιατί τον ακουαρελίστα τον βοηθάει. Μεταφέρει τις κλιματικές συνθήκες στον πίνακα. Αν ξέρει τον τρόπο, βέβαια. Για να αποτυπώσεις την υγρασία πρέπει να είσαι ολοκληρωμένος ζωγράφος και να έχεις περάσει πρώτα από όλα τα υλικά. Η ακουαρέλα είναι το τελευταίο στάδιο της ζωγραφικής. Δεν είναι όπως λανθασμένα νομίζουν ίσως κάποιοι, πως «άντε δύο χρώματα είναι, θα τα προσθέσω». Δεν αποδίδει έτσι. Πρέπει να έχεις περάσει από όλα τα στάδια, να έχεις εμπεδώσει την γνώση και να έχεις πειραματιστεί επί μακρόν, προκειμένου να αποδώσεις την εικόνα στην ακουαρέλα. Το χαρτί σε συνάρτηση με τα χρώματα που είναι διάφανα, αν γνωρίζεις τον τρόπο, μπορείς να αποτυπώσεις τις κλιματικές συνθήκες. Την υγρασία, την ζέστη, το κρύο, τη βροχή. Όλα. Είναι τέτοια η φύση του υλικού – χαρτί – που μπορείς να αποδώσεις καλύτερα τις καιρικές συνθήκες, από ότι στα ακρυλικά. Αν γνωρίζεις την χρήση των ακρυλικών και του λαδιού, στην ακουαρέλα θα έχεις ένα 30% καλύτερο αποτέλεσμα.
ΓΚ. Για να φτάσεις λοιπόν στην ακουαρέλα, πέρασες από όλα τα στάδια.
ΔΑ. Ναι. Από μολύβια, λάδια, ακρυλικά, όλα. Κι έπειτα, άλλα δύο χρόνια πρακτική. Υπολόγισε 2-3.000 ώρες. Αν δεν έχεις συμπληρώσει 10.000 ώρες στη ζωγραφική, το ταλέντο δεν φτάνει για να έρθεις στο σημείο να αντιληφθείς και να αποδώσεις την εικόνα. Φυσικά και είναι επίπονο ως διαδικασία. Έχει πάντα ένα κόστος. Θυσιάζεις πράγματα. Προσωπική ζωή, πάνω από όλα. Πρέπει να διαλέξεις όμως, τον δρόμο της έκφρασης. Όλα μαζί δεν γίνονται. Σε κυνηγάει ξέρεις. Παντού. Σε κάθε σκέψη, σε κάθε απόφαση.


ΓΚ. Γιατί ακουαρέλα, Δημήτρη;
ΔΑ. Την ακουαρέλα την μισούσα. Όσες έβλεπα στο νησί δεν με ικανοποιούσαν. Τεχνοτροπία, επανάληψη, προχειροδουλειά. Οι επιρροές μου από την κλασική ζωγραφική, λόγω και του θείου μου, του Καρδιόπουλου – του κάναμε και την αναδρομική έκθεση πέρσι, στην Πινακοθήκη, στην Αβραμίου – αρχικά ξεκίνησα να ζωγραφίζω κλασικά, μετά σουρεαλιστικά, κι έπειτα φανταστικό ρεαλισμό, που έχει και τον κλασικισμό μέσα. Οπότε προσπάθησα να προσεγγίσω με μια πιο κλασική διάθεση την ακουαρέλα. Ήταν η περίοδος που αναζητούσα μια αλλαγή. Ένα κίνητρο για να ξεκινήσω ξανά, γιατί είχα βαρεθεί. Είχα πάθει κάτι σαν burned out. Μια υπερκόπωση, για να το πούμε Ελληνικά, μια εξάντληση θεμάτων. Είχε χαθεί το κίνητρο με τα ακρυλικά και τα λάδια. Με ώθησε η περίοδος εκείνη και τα όσα βίωνα. Οι συναισθηματικές συνθήκες, κυρίως. Εκείνη την εποχή με χαρακτήριζαν ως …σκούρο. Οπότε χρειαζόμουν την προσθήκη του χρώματος. Έψαχνα ένα κίνητρο. Έπιασα την ακουαρέλα, αλλά την παράτησα για ένα χρόνο, γιατί θεώρησα ότι δεν είχα την απαραίτητη γνώση για να καταπιαστώ μαζί της. Μετά από τόσα χρόνια και τόσες εκθέσεις, διαπίστωσα ότι δεν ήξερα τίποτα για την ακουαρέλα. Κατάλαβα ταυτόχρονα, ότι δεν είχα και τα σωστά υλικά.
ΓΚ. Απογοητεύτηκες σε αυτή την διαδρομή;
ΔΑ. Στην αρχή, ναι. Τα παράτησα, για ένα χρόνο. Μετά πείσμωσα. «Γιατί οι άλλοι μπορούν, κι όχι εγώ;» Παρακολούθησα πολλά βίντεο, από αναγνωρισμένους, καταξιωμένους διεθνώς ακουαρελίστες. Κι εκεί ήταν που με βοήθησε η τριβή μου, οι γνώσεις μου. Γιατί καταλάβαινα τι έκαναν, την τεχνοτροπία τους. Βάλθηκα λοιπόν να τους μιμηθώ, αντιγράφοντας τους αρχικά. Μέχρι που βρήκα το δικό μου ύφος. Χρειάστηκαν, δύο χρόνια προκειμένου να βρω τα χρώματα της Κέρκυρας. Δε στα λέω! (γελάει). Έχει μεγάλη σημασία αυτό. Αν κάποιος για παράδειγμα ζωγραφίζει Σκωτία, πρέπει να ζήσει εκεί για να πετύχει την ατμόσφαιρα του τόπου. Χρειάζεται χρόνος προσαρμογής. Δεν μπορείς έτσι να αποτυπώσεις την εικόνα, την ιστορία, τον τόπο. Καθένας τόπος έχει και άλλα χρώματα. Αν ζωγραφίσω από δω ένα πίνακα με σκοτσέζικο τοπίο, ο Σκοτσέζος θα πει «δεν το’ χει περπατήσει». Αν δεις τον πίνακα και σου βγάλει το συναίσθημα ότι ο ζωγράφος έχει περπατήσει εκεί, έχει μυρίσει τα αρώματα, τότε έχει πετύχει. Έχει αποτυπώσει στο έπακρο την εικόνα. Όλες οι αισθήσεις πρέπει να ενεργοποιούνται στη θέα ενός πίνακα. Το πιο δύσκολο δε στην ακουαρέλα, είναι να πετύχεις τις σκιές.
ΓΚ. Ήταν η επόμενη ερώτηση. Ποιος είναι ο συσχετισμός σκιάς – ακουαρέλας;
ΔΑ. Αν προσέξεις τις σκιές του Γυαλινά – που είναι φανταστικές – θα παρατηρήσεις ότι είναι καθαρές. Οι σκιές του δεν είναι ένα απλά σκούρο χρώμα. Η ακουαρέλα θέλει φυσική σκιά. Στην αρχή δεν μπορούσα να το πετύχω. Με δυσκόλεψε η σκιά. Τις μελέτησα. Το ζητούμενο ήταν να βλέπεις καθαρά μέσα τους. Μέσα στη σκιά. Έπειτα, η σκιά δεν έχει ποτέ ένα χρώμα. Χρειάζεται 2-3 χρώματα, για να φανεί φυσική. Είναι ζωντανή. Παίζει σπουδαιότερο ρόλο από ότι το φως. Είναι απαραίτητη η αντίθεση. Για να υπάρξει φως, χρειάζεται η σκιά. Αν δεις ένα λευκό χαρτί, δεν σου προξενεί εντύπωση. Πρέπει να υπάρχει η σκιά για να δεις το φως. Γενικά και όχι μόνο στην ακουαρέλα, η σκιά είναι το δυσκολότερο στη ζωγραφική. Πειραματίστηκα ένα χρόνο, για πετύχω την φυσική σκιά.

ΓΚ. Άλλη δυσκολία στην ακουαρέλα, εκτός της σκιάς;
ΔΑ. Δεν επιτρέπεται λάθος. Το αποτέλεσμα πρέπει να είναι το πολύ 4 στρώματα χρώματος. Το πιο σκούρο από όλα, αποτελεί το 5% του πίνακα. Το 70% είναι μονοπινελιά, ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι δεύτερη πινελιά και ένα 20% μια τρίτη, για να διευκρινίσουμε ορισμένα σημεία, τα οποία είναι σε wet on wet συνήθως. Δηλαδή, δεν υπάρχει νερό μέσα. Και στο τέλος, πάμε στο ξηρό χρώμα, όπου πέφτουν και οι σκιές. Ένα 5% τελικά κάνει όλη την διαφορά. Έχει πολλά μυστικά η ακουαρέλα. Πρέπει να ξέρεις ακριβώς πόση υγρασία έχει το χαρτί, πόση θα έχει το πινέλο, ποιο είναι το χρώμα σου. Δε γίνεται να αλλάζεις χαρτί εύκολα. Κινδυνεύει να σου λασπώσει το χρώμα, μετά το 3ο-4ο πέρασμα. Συνεπώς πρέπει να ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να αποτυπώσεις και να έχεις καθορίσει την κατεύθυνση του φωτός. Να είσαι σίγουρος για το σχέδιο. Την υγρασία την πετυχαίνεις στην αρχή, στο πρώτο στάδιο. Το πολύ δεύτερο. Αναφερόμαστε στην υγρασία, γιατί η ακουαρέλα έχει νερό μέσα. Το χαρτί δεν το αλλάζεις ποτέ. Όταν αλλάξεις χαρτί, ψάχνοντας αυτό που σου ταιριάζει, χρειάζεσαι ειδική εκπαίδευση. Πρέπει να το κατακτήσεις. Είναι σαν την εξοικείωση κάποιου με το κιβώτιο ταχυτήτων του αυτοκινήτου. Μόλις φτάσεις στο επίπεδο αυτό, αλλάζεις ταχύτητες μηχανικά.
Υπάρχει θεραπεία μέσα από την ζωγραφική, ξέρεις. Η δημιουργία δίνει σε όλους αυτούς τους ανθρώπους το κίνητρο για να συνεχίσουν, ξεπερνώντας τα προβλήματα τους. Αυτά που τους οδήγησαν ως εδώ |
ΓΚ. Συγχωράει η ακουαρέλα;
ΔΑ. Όχι. Το παραμικρό λάθος, οδηγεί στο να πετάξεις το σχέδιο. Ενώ στα άλλα είδη ζωγραφικής υπάρχει περιθώριο λάθους. Ας μην ξεχνάμε, ότι στην ακουαρέλα το φως έρχεται αφαιρετικά. Τα highlights στα άλλα χρώματα τα προσθέτεις στο τέλος, ενώ στην ακουαρέλα πρέπει να τα προσδιορίσεις εξαρχής. Να γνωρίζεις που θα τοποθετήσεις το φως και πως θα οδηγήσεις το μάτι του θεατή. Μέσω των σκιών και του φωτός, πρέπει να κατευθύνεις το μάτι. Να δει μέσα στον πίνακα. Πρέπει ο πίνακας να έχει μια δυναμική, ώστε το μάτι του θεατή – χωρίς να καταλάβει το γιατί – να οδηγηθεί κάπου. Όταν τον ακούς να θαυμάζει ένα πίνακα, είναι γιατί έχεις καταφέρει να διεισδύσεις στο υποσυνείδητο του και ξέρεις πώς να οδηγήσεις την ματιά του. Κι αυτά πρέπει να γνωρίζεις από πριν. Χρειάζεται να έχεις φανταστεί το τελικό αποτέλεσμα. Είναι πολλά τα μυστικά και χρειάζεται μαεστρία, που έρχεται ,μέσα από την ενασχόληση και την εμπειρία. Είναι όπως εσύ, που πρέπει να έχεις δει το φινάλε του βιβλίου σου. Το ίδιο είναι.

ΓΚ. Διδάσκεται η ακουαρέλα;
ΔΑ. Μέχρι ενός σημείου. Μετά… πηγαίνεις μόνος σου. Ακολουθείς ένα δικό σου δρόμου. Από το 80% ενός πίνακα μου και μετά, δεν ξέρω τον λόγο που έφτασε μέχρι εκεί. Πρέπει να μου το πει κάποιος άλλος. Κι ούτε διδάσκεται αυτό. Αυτό το 20%, είναι ίσως το ένστικτο. Μια ενστικτώδης αντίληψη-αποτύπωση.
ΓΚ. Τι σε οδήγησε στο να διδάξεις; Να μοιραστείς όλες αυτές τις εμπειρίες;
ΔΑ. Η διδασκαλία μου δίνει την ικανοποίηση της δημιουργίας και της γνώσης που μοιράζεται. Έπειτα, είναι η χαρά που νιώθεις βλέποντας κάποιον να προχωρά, μαθαίνοντας από εσένα και να νιώθει καλύτερα. Εκείνος. Η δική του πρόοδος, η δική του ικανοποίηση, μου δίνει κι εμένα ικανοποίηση. Δεν είναι κάτι ματαιόδοξο, ούτε υστεροφημία. Δεν θέλω να αφήσω κληρονόμους, επίγονους, συνεχιστές της τεχνοτροπίας μου. Βλέπω την ευφορία που νιώθει, λίγες ώρες μετά το τέλος του μαθήματος. Αντιμετωπίζει ίσως με άλλο μάτι την ζωή, βιώνει διαφορετικά συναισθήματα που ίσως να μην γνώριζε καν την ύπαρξη τους. Μέσα από όλη αυτή την διαδρομή του μαθητή, αντλώ ικανοποίηση. Είναι η ντοπαμίνη μου. Και να μην ζωγραφίζω εγώ, βλέποντας τον άλλο να κάνει βήματα μπροστά και να βελτιώνεται, κερδίζω ντοπαμίνη-ικανοποίηση. Είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση. Μου αρέσει να διδάσκω.
ΓΚ. Καλή πάσα για την επόμενη ερώτηση. Μίλησε μας για την δεύτερη σου ιδιότητα, που ίσως να μην γνωρίζουν οι αναγνώστες και όχι μόνο.
ΔΑ. Ναι, είμαι σύμβουλος ψυχικής υγείας. Ασχολήθηκα πάνω από 10 χρόνια και το συνδυάζω με την ζωγραφική και την διδασκαλία. Δηλαδή, την ψυχική ευφορία των μαθητών. Με έχει βοηθήσει στο να τους βρίσκω τρόπο να σκέφτονται. Ο καθένας σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο και πρέπει να βρω στον καθένα τον τρόπο που θα σκεφτεί. Η ζωγραφική είναι σκέψη, αντίληψη και όσοι διακατέχονται από περιοριστικές πεποιθήσεις, δεν μπορούν να ζωγραφίσουν. Πρέπει πρώτα να τις ξεπεράσει αυτές τις πεποιθήσεις – την σχέση του με την οικογένεια και πολλά άλλα – κι έπειτα να πιάσει το πινέλο. Οι ίδιες πεποιθήσεις που σε εμποδίζουν να πετύχεις στη ζωή σου σε οποιοδήποτε πεδίο, σε περιορίζουν και στην ζωγραφική. Το βίωσα με τους μαθητές μου. Προσπαθώ λοιπόν να διαγνώσω αν διακατέχονται από κάτι τέτοιο, να μάθω τι είναι αυτό που τους περιορίζει, κι έπειτα τους μαθαίνω να την διαχειρίζονται, ώστε να μπορούν να ζωγραφίσουν.
ΓΚ. Πρέπει πρώτα να νικήσει τους δαίμονες του.
ΔΑ. Βεβαίως. Πολλοί ζωγραφίζουν αυτό ακριβώς: τους δαίμονες τους. Όπως κι εγώ. Τους εμποδίζει να τους αποτυπώσουν όμως η έλλειψη τεχνικής. Θα βρει ίσως το θέμα, αλλά δεν μπορέσει να του δώσει μορφή. Θα ακούσεις να λένε: «φοβάμαι να ρίξω μια πινελιά ακόμη, μήπως και το χαλάσω». Ένας που μαγειρεύει, θα πει: «δεν προσθέτω άλλο αλάτι, γιατί μπορεί να χαλάσει το φαγητό». Αυτός ο φόβος σε κρατάει, σε εμποδίζει. Κι έτσι δεν προχωρούν, όπως και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής τους. Στο σπίτι τους, για παράδειγμα. Λειτουργούν υπό συνθήκες. Αποφεύγουν να κάνουν κάτι, υπό τον φόβο της απόρριψης. Ο ίδιος φόβος υπάρχει και στην ζωγραφική. Το έχω δει με τα μάτια μου. Σε όσους το δέχονται – γιατί δεν το δέχονται όλοι – επιχειρώ να τους κάνω να ξεπεράσουν αυτούς τους δισταγμούς, τους σκοπέλους, πάντα με την εύρεση ενός ξεχωριστού τρόπου για τον καθένα. Γιατί όλοι αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά καθετί. Έχει να κάνει και με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο. Συνδυάζω την συμβουλευτική ψυχικής υγείας στην ζωγραφική. Με την πρώτη πινελιά, μπορώ να σου πω τι άνθρωπος είσαι.
ΓΚ. Σε βοηθάει και η παρουσία σου στον «Διάπλου», φαντάζομαι.
ΔΑ. Πολύ. Ήμουν 5 χρόνια στην δομή απεξάρτησης. Προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τις ζωγραφιές των θεραπευομένων, ή κρατουμένων, ώστε να τους βοηθήσω στην απεξάρτηση, μαθαίνοντας μέσα από αυτές για τους ίδιους. Μάθαινα για την ψυχική τους κατάσταση μέσα από αυτά που απεικόνιζαν. Υπάρχει θεραπεία μέσα από την ζωγραφική, ξέρεις. Η δημιουργία δίνει σε όλους αυτούς τους ανθρώπους το κίνητρο για να συνεχίσουν, ξεπερνώντας τα προβλήματα τους. Αυτά που τους οδήγησαν ως εδώ. Σε μόνο 4 μήνες, είδα ανθρώπους να αλλάζουν προς το καλύτερο. Κάποιοι απ’ αυτούς ενδιαφέρθηκαν και μετά το πέρας της περιόδου απεξάρτησης, έχοντας φύγει από την δομή. Αγόρασαν βιβλία, επένδυσαν στην ζωγραφική, συνέχισαν στο δρόμο της δημιουργίας. Θεραπεύτηκαν και επανεντάχθηκαν. Είδα την ζωή μέσα από μια άλλη οπτική. Απέκτησαν το κίνητρο που είχαν χάσει. Τα έβλεπαν μονοδιάστατα και ξοδεύονταν στην χρήση. Μετά, τα κίνητρα αυτά πολλαπλασιάστηκαν, αντλώντας ικανοποίηση από το αποτέλεσμα της δημιουργίας. Παρατήρησα στη διάρκεια των συνεδριών, την αλλοίωση στα πρόσωπα των συμμετεχόντων. Είδα την εναλλαγή συναισθημάτων πάνω τους. Τους είδα να χαμογελούν, ενώ βρισκόταν σε μια κατάσταση κατάθλιψης. Ένιωσαν ικανοποίηση. Ξεχνούσαν την ύπαρξη του χρόνου. Δεν ήθελαν να σηκωθούν από το τραπέζι. Περίμεναν με προσμονή την επόμενη συνεδρία.


ΓΚ. Διακρίνω ένα πάθος, καθώς αναφέρεσαι τόσο στην ζωγραφική, όσο και στην παρουσία-συμμετοχή σου στις δράσεις αυτές. Τι από τα δύο σε γεμίζει περισσότερο;
ΔΑ. Και τα δύο. Δεν μπορώ να διαλέξω. Μπορεί και να προτιμούσα να ασχοληθώ περισσότερο ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, κάποια στιγμή. Η ζωγραφική όμως είναι σαν την σκιά μου, όλων μας. Με/μας κυνηγάει. Αν καταπιαστώ με κάτι άλλο, θα’ ρθει να μου χτυπήσει την πόρτα, λέγοντας: «φίλε, ξεστράτισες μου φαίνεται, γύρνα πίσω». Κάπως έτσι νιώθω. Και το’ χω νιώσει, γι’ αυτό στο λέω. Όταν παθαίνω αυτό που αποκαλώ burned out, συνεχίζω μέσα από την πρόοδο των μαθητών να είμαι στη ζωγραφική και κάποια στιγμή επανέρχομαι.
ΓΚ. Μετά από πόσο;
Έξη μήνες, ένα χρόνο. Ανάλογα. Είναι αναγκαία αυτά τα διαλείμματα, η αποχή αυτή. Είναι όπως όταν κάποιος σταματήσει να διαβάζει βιβλία, γιατί έχει διαβάσει πολλά. Το ξέρεις αυτό το συναίσθημα.
ΓΚ. Ναι, είναι γνώριμο(γέλια και οι δύο). Που σου αρέσει να εκθέτεις περισσότερο;
ΔΑ. Στον ανεμόμυλο, στη Γαρίτσα. Νιώθω πιο οικεία, πιο άνετα. Έρχονται πιο πολλοί φίλοι, είναι ο χώρος πιο ανοιχτός στον θεατή, δεν νιώθει άβολα όπως σε μια πινακοθήκη. Σου ανοίγεται περισσότερο. Είναι ίσως και πιο άμεσος, πιο ειλικρινής. Έπειτα, μ’ αρέσει η θάλασσα.
ΓΚ. Ναι, αλλά στις ακουαρέλες σου δε βλέπω συχνά θάλασσα.
ΔΑ. Εκεί θα δεις(γελάει). Γιατί ταιριάζει στο τοπίο. Είναι και το άλλο. Άμα βάλω χώμα ας πούμε, θα’ ρθει το Oikos και θα το κάνει βίλες!(γέλια). Όταν έκανα φανταστικό ρεαλισμό, ζωγράφιζα βάρκες στην έρημο, ή κουπιά. Να μην κάνω και το φρούριο έτσι!(ξανά γέλια)
ΓΚ. Εκτός της ζωγραφικής και της ιδιότητας σου ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, υπάρχουν κι άλλα με τα οποία καταπιάνεσαι. Ερασιτεχνικά για την ώρα.
ΔΑ. (Γελάει). Θα σου πάρω τη δουλειά! Ναι, μου αρέσει να γράφω, ευθυμογραφήματα κυρίως. Κάποια στιγμή θα εκδοθούν κι αυτά. Και σου ρίχνω και το γάντι της συνεργασίας!
ΓΚ. Βλέπω καμιά φορά τον τρόπο που παρατηρείς ένα διαβάτη. Έχω την αίσθηση ότι δεν το κάνεις με το μάτι ενός ζωγράφου, προσπαθώντας να αντλήσει ίσως στοιχεία και να τα μεταφέρει στο χαρτί. Το δικό σου βλέμμα είναι αλλιώτικο. Σαν να βαδίζεις μαζί τους.
ΔΑ. Τους βλέπω σαν υποψήφιους θεραπευόμενους. Ο καθένας τους κάτι κουβαλάει.
ΓΚ. Κουβαλάμε όλοι το ίδιο;
ΔΑ. Ναι. Τις πεποιθήσεις μας.
ΓΚ. Έχουν το ίδιο βάρος σε όλους;
ΔΑ. Όχι. Άλλος έχει 10 κιλά, άλλος 70, άλλος 10 σακιά, άλλος τίποτα. Αυτοί(χωρίς βάρος), είναι και οι πιο υγιείς. Όχι απαραίτητα και πνευματικά. Τελικά, έχουν ένα κοινό σημείο, όλοι οι διαβάτες εκείνοι που λες. Περπατούν σαν να’ χουν δίκιο…