ΟΠΟΥ να ’ναι ανοίγει η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η τελευταία έγινε το 2019. Αυτή η Βουλή θα είναι η προτείνουσα προς την επόμενη σύνθεση της Βουλής, η οποία θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές. Εχουμε χρόνο λοιπόν να σκεφτεί σοβαρά το πολιτικό μας σύστημα ποιες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος θα πρέπει να αναθεωρηθούν. Και όταν λέω σοβαρά, εννοώ κυρίως ότι θα πρέπει να διαλογιστεί τι έχει πια καλυφθεί από την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης του λαού με τραγικό τρόπο. Ο λαός, σε ένα μεγάλο ποσοστό, δεν βλέπει με καμία συμπάθεια όλους όσοι συνδιαμορφώνουν το πολιτειακό και πολιτικό περιβάλλον της πατρίδας μας.
Χρειάζεται αυτός ο πρόλογος, γιατί ήδη με τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ακούστηκαν κάποιες προτάσεις σε σχέση με τον τρόπο εκλογής, τη χρονική διάρκεια της θητείας, τα πολιτικά χαρακτηριστικά του Προέδρου κ.λπ. Τη συζήτηση άνοιξε από τις αρχές του Ιανουαρίου ο πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατίας, Στ. Κασσελάκης, υποστηρίζοντας την άποψη της εφάπαξ εκλογής του/της Προέδρου της Δημοκρατίας και της εξαετούς διάρκειας της θητείας. Κύριο επιχείρημά του είναι ότι η επανεκλογή του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα για μια δεύτερη θητεία, όπως ισχύει σήμερα, δημιουργεί σχέση εξάρτησης αυτού με τους κομματικούς μηχανισμούς που τον στήριξαν. Αυτή η εξάρτηση μάλιστα γιγαντώνεται όταν επιθυμεί την επανεκλογή του.
Αυτή τη θέση, προς μεγάλη έκπληξη, υιοθετεί και ο κ. Μητσοτάκης, χωρίς καν να αναφέρει ποιος την έθεσε στη δημόσια διαβούλευση. Φυσικά, αυτή η παράλειψή του δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ευγένεια και το αναμενόμενο πολιτικό θάρρος από έναν πρωθυπουργό.
Αλλά αυτή είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια που μόνο χαμόγελα προκαλεί.
Εξαιτίας αυτών λοιπόν μου δίνεται η αφορμή, ως υπεύθυνος του Κινήματος Δημοκρατίας στον τομέα Δικαιοσύνης, να εκφράσω, συμπληρώνοντας την πρόταση του προέδρου του Κινήματός μας, τη δική μου θέση, η οποία φυσικά δεν αποτελεί ακόμη θέση του Κινήματός μας.
Πιστεύω, μετά από ενδελεχή μελέτη θέσεων επιστημόνων μεγάλου κύρους, ότι πρέπει πλέον να εξετάσουμε με σοβαρότητα το θέμα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από πρόσωπα μεγάλου πολιτικού κύρους, επιστημονικής επάρκειας και λαϊκής υποστήριξης.
Δηλαδή προτείνω τη σύσταση εκλεκτορικού σώματος που θα έχει αυτή την αυξημένη συνταγματική αρμοδιότητα.
Να πάψει η Βουλή, με τις εγγενείς και εν τοις πράγμασι παθογένειές της, να θέτει υπό την κρίση της την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ετσι θεωρώ βασίμως ότι θα διαφυλαχθεί ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας από το να αποτελεί αντικείμενο κομματικών σκοπιμοτήτων, ισορροπιών και κυρίως μικροπολιτικής.
Ο τρόπος εκλογής και τα πρόσωπα που θα αποτελούν το προτεινόμενο εκλεκτορικό σώμα θα πρέπει να γίνουν αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας και αυτό έχουμε καθήκον να κάνουμε.
Ομοίως σοβαρό ζήτημα αποτελεί και η αναπλήρωση σε περίπτωση κωλύματος ή θανάτου, που είναι ουσιαστικής και κομβικής σημασίας. Ολα συντείνουν στην ανάγκη, κατά την αναθεώρηση του άρθρου 30 και επόμενων του Συντάγματος, να προβλεφθεί ως αναπληρωτής του Προέδρου της Δημοκρατίας ένας πρόεδρος Ανώτατου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να μην υπάρχει οποιαδήποτε εμπλοκή ακόμη και σε αυτή την περίπτωση από τη Βουλή.
Θέτοντας αυτά ως μια πρώτη συζήτηση, νομίζω ότι κάλλιστα μπορεί κάποιος να πει την άποψή του στον δημόσιο διάλογο.
Σημ.: Παρόμοιες θέσεις έχουν κατατεθεί δημόσια κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019, αλλά δεν είχαν γίνει δεκτές, από εξαιρετική επιστημονική ομάδα υπό τον ομότιμο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του ΕΚΠΑ, Νίκο Αλιβιζάτο.
*Άρθρο Αλέξανδρου Αυλωνίτη στην ΕφΣυν