Μία συνδυαστική λύση που αφορά την πλήρη αντικατάσταση του υδρευτικού δικτύου της Κέρκυρας με ταυτόχρονη μεταφορά νερού από τις ηπειρωτικές ακτές και ταυτόχρονα την επέκταση των υποδομών και σε Θεσπρωτία, Ήπειρο, συζητείται πλέον από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίοι κλήθηκε να εξετάσει σχετική πρόταση της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ. Όμως, τι σημαίνει μία εργοληπτική εταιρία – μεγαθήριο να αναλαμβάνει πρωτοβουλία να καθορίσει αυτή τις λύσεις για ένα τέτοιο μείζον θέμα;
Η εργοληπτική εταιρία κατέθεσε στο αρμόδιο υπουργείο τρεις “πρότυπες προτάσεις”, μία εκ των οποίων αφορά την επίλυση του υδρευτικού προβλήματος της Κέρκυρας (οι άλλες δύο αφορούν επεκτάσεις της Αττικής Οδού τον οδικό άξονα Ελευσίνα).
Το Υπουργικό Συμβούλιο συζήτησε υπό τον Κ. Μητσοτάκη αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο των πρότυπων προτάσεων, ώστε να ενεργοποιηθεί το μοντέλο αυτό της υλοποίησης έργων λόγω του ενδιαφέροντος που έχει προκύψει.
Αποφασίζει ο ιδιώτης, εκτελεί το κράτος;
Τι σημαίνει όμως να προτείνει έργο τέτοιου μεγέθους, δηλαδή να διαμορφώνει επί της ουσίας την πολιτική του κράτους απέναντι σε μεγάλες υποδομές αντί να έχει αυτή την πρωτοβουλία το κράτος που μετά θα βρει τρόπο υλοποίησης; Ένας (αρκετά ισχυρός) οικονομικός φορέας μπορεί να ενεργοποιήσει μία απόφαση που θα έπρεπε να ήταν κατά κύριο λόγο πολιτική και, σύμφωνα με τη νομοθεσία, πέραν αυτού, θα έχει και το δικαίωμα να αναζητήσει δικαστική προστασία σε περίπτωση που δεν επιτύχει τον σκοπό του ή και να αποζημιωθεί για τον… κόπο που κατέβαλε για να προετοιμάσει τη σχετική πρόταση! Πρόταση που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μία αίτηση προς τη δημόσια διοίκηση, κάτι σαν “πνευματικά δικαιώματα” για το μέλλον ενός τόπου!
Όπως σμειώνει εύστοχα ο Αργύρης Δεμερτζής στο ecopress.gr, ο σχετικός νόμος τρία χρόνια από τη θεσμοθέτηση του, έμεινε ανενεργός και στο μεταξύ επικρίθηκε ότι «είναι εργαλείο απευθείας ανάθεσης συμβάσεων» και «για χώρες της Αφρικής» αλλά και επικροτήθηκε ως «μόνη λύση για να γίνουν μεγάλα έργα για τα οποία δεν υπάρχει χρηματοδότηση». Τώρα, αναθεωρείται το σύστημα των «πρότυπων προτάσεων» για έργα υποδομής άνω των 200 εκατομμυρίων ευρώ όπως παρουσιάστηκε στο υπουργικό συμβούλιο της Παρασκευής 10 Ιανουαρίου 2025 υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Τι πρότεινε η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα του ειδικού Τύπου περί οικονομικών θεμάτων και θεμάτων υποδομών, η πρόταση της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ για την ύδρευση της Κέρκυρας “αποτελεί ένα φιλόδοξο έργο, που στοχεύει στη βελτίωση του υδροδοτικού συστήματος του νησιού, ενώ παράλληλα εξετάζεται η δυνατότητα επέκτασής του στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου”.
Συγκεκριμένα, το προτεινόμενο έργο αφορά στη βελτίωση των δικτύων και γενικότερα των υποδομών ύδρευσης ανοίγοντας το δρόμο για τη μεγαλύτερη εμπλοκή ιδιωτικών επενδύσεων στη διαχείριση κρίσιμων φυσικών πόρων, όπως το νερό!
Φαίνεται να σχετίζεται συσχετίζεται και με τις αλλαγές που προωθεί το Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος για τη συνένωση των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και των υπηρεσιών ύδρευσης των ΟΤΑ, αλλαγές για τις οποίες οι περισσότεροι Δήμοι αντιδρούν σφόδρα, μιλώντας ανάμεσα σε άλλα και για την μεταβίβαση σημαντικών έργων διαχείρισης του νερού σε ιδιώτες επενδυτές.
Τι είναι οι «Πρότυπες Προτάσεις»
Πρόκειται για μια διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορεί να υλοποιήσει νέα έργα. Οι προτάσεις θα μπορεί να είναι για υλοποίηση δημόσιου έργου, παραχώρησης ή ΣΔΙΤ. Μπορούν να περιλαμβάνουν επέκταση δικτύων υποδομών ή νέα έργα τα οποία θα υπάγονται στα υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Υποδομών και Μεταφορών. Οι προτάσεις που θα κατατίθενται θα πρέπει να είναι ύψους άνω των 200 εκατ. ευρώ.
Θα πρέπει να μην αντιτίθενται στον υφιστάμενο σχεδιασμό, αλλά και να έχουν καινοτομικά χαρακτηριστικά, να είναι σχεδιαζόμενα ή έργα που για διάφορους λόγους δεν έχουν ωριμάσει.
Η πρόταση κατατίθεται στην Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων υπό τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, εντός 90 ημερών θα αξιολογείται η πρόταση και η επιτροπή θα εισηγείται ανάλογα με την κρίση της.
Εφόσον κριθεί θετικά, τότε η πρόταση θα πρέπει να εγκριθεί από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας.
Στη συνέχεια κηρύσσεται διεθνής διαγωνισμός και είτε ο προτείνων αναλαμβάνει το έργο, ή, αν δεν το αναλάβει, του καταβάλλονται “έξοδα φακέλου” και διατηρεί «δικαίωμα διεκδίκησης» που του επιτρέπει να δώσει βελτιωμένη προσφορά εντός 20 ημερών.
Αν είναι ο μόνος υποψήφιος, τότε θα πρέπει να περάσει από την κρίση ανεξάρτητου εκτιμητή για τον αν κινείται στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος.
Κριτική και προβληματισμός για την ευρωπαϊκή νομιμότητα
Η σχετική νομοθεσία πέρασε το 2022 και έκτοτε , επί της ουσίας, δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη, παρά το ότι η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ήταν πάλι η εταιρία που κατέθεσε προτάσεις (για οδικούς άξονες κυρίως) και το 2023 και το 2024.
Η κριτική που ασκείται είναι πολλαπλή και έχει να κάνει τόσο με το αν υπάρχει υγιής ανταγωνισμός σε τέτοια μεγάλα έργα, πόσο μάλλον όταν αυτός που προτείνει ουσιαστικά φτιάχνει όλο το φάκελο του έργου, αλλά και για το ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις δεν καταρτίζονται απαραίτητα με τη λογική του δημόσιου συμφέροντος αλλά πρωτίστως, όπως είναι λογικό να κάνει μια εταιρία που θέλει να το παρει, με κύριο γνώμονα το κέρδος. Επίσης, η δυνατότητα του προτείνων να καταθέσει νέα βελτιωμένη προσφορά αν στο διαγωνισμό που θα γίνει για την εκτέλεση του έργου δεν μειοδοτήσει, αλλοιώνει τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.
Η κυβέρνηση έχει διαρρεύσει ότι συζητά αλλαγές ώστε η νομοθεσία περί “πρότυπου έργου” να είναι πιο συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ:
www.energygame.gr
ecopress.gr
powergame.gr
Οι εταιρίες αναλαμβάνουν και την... πολιτική του κράτους;
Σε εκτενές τους κείμενο οι πανεπιστημιακοί Βασίλης Τσιγαρίδας και Χαράλαμπος Κουρουνδής έχουν επισημάνει αρκετά από τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει ο σχετικός νόμος.
Όπως αναφέρουν, ο ν. 4903/2022 αποτυπώνει μία ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος, που έγκειται στην ανατροπή της παραδοσιακής σχέσης δημοσίου-ιδιώτη κατά την ανάθεση μίας δημόσιας σύμβασης. Και ναι μεν το κράτος φαίνεται να διατηρεί τον «τελευταίο λόγο» (αφού, πάντα, μπορεί να απορρίψει μία πρότυπη πρόταση) πλην όμως οι δυνατότητες επίδρασης του οικονομικού φορέα τόσο στη διοικητική διαδικασία όσο και στο περιεχόμενο της σύμβασης είναι πρωτοφανείς για τα δεδομένα του ενωσιακού δικαίου.
Μάλιστα, θεωρούν ότι το νέο νομοθέτημα καταλήγει στη sui generis λειτουργική ιδιωτικοποίηση κάποιων κλασικών αρμοδιοτήτων του κράτους, τις οποίες ο ίδιος ο ενωσιακός νομοθέτης επεφύλασσε διαχρονικά στις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς.
Πλέον, ένας (αρκετά ισχυρός) οικονομικός φορέας μπορεί να ενεργοποιήσει την -κατά τα λοιπά πολιτική- απόφαση υλοποίησης ενός έργου υποδομής. Και όχι μόνον αυτό αλλά, επιπλέον, του παρέχεται το δικαίωμα να αναζητήσει δικαστική προστασία σε περίπτωση που δεν επιτύχει τον σκοπό του ή/και να αποζημιωθεί για τον κόπο που κατέβαλε για να προετοιμάσει τη σχετική πρόταση (η οποία δεν είναι επί της ουσίας τίποτα άλλο παρά μία αίτηση προς τη διοίκηση). Τέτοιο περιθώριο δεν αναγνωρίζεται (ούτε και αναγνωρίστηκε ποτέ) σε πολίτες ή άλλους φορείς που μπορεί να ταλανίζονται από την έλλειψη βασικών έργων υποδομής στην ελληνική επικράτεια. Επιπλέον, τα πλεονεκτήματα και οι δυνατότητες που παρέχονται στον προτείνοντα καθιστούν το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ένα ευνοϊκό πεδίο για την εκκόλαψη πρακτικών διαφθοράς. Η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα γίνεται με πρωτοβουλία του δεύτερου και με ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας του, αλλά χωρίς επαρκείς εγγυήσεις για το δημόσιο συμφέρον, ιδίως απέναντι στον κίνδυνο καρτελοποίησης.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά: “ […] Μπορούν να διατυπωθούν ευρύτερες αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του νέου θεσμού με το ενωσιακό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. Ο προτείνων έχει τουλάχιστον δύο καίρια πλεονεκτήματα σε σχέση με οποιονδήποτε δυνητικό ανταγωνιστή του κατά την διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης:
Πρώτον, κατά την υποβολή της πρότασής του είχε την ευκαιρία να διατρέξει κάθε λεπτομέρεια που αφορά στο προτεινόμενο έργο, συμβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, στην προετοιμασία των συμβατικών τευχών. Αυτό συνεπάγεται, σχεδόν αυτόματα, προβάδισμα τόσο κατά την προετοιμασία της προσφοράς του στον διαγωνισμό (που από μόνη της αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα σε αντικείμενα τέτοιας περιπλοκότητας) όσο και κατά την κατάστρωση του περιεχομένου της. Πράγματι, γνωρίζοντας όλες τις παραμέτρους του έργου -περιλαμβανομένων του χρονοδιαγράμματος και του χρηματοοικονομικού μοντέλου – μπορεί να σχεδιάσει την πλέον συμφέρουσα οικονομική προσφορά, εκμηδενίζοντας τον κίνδυνο από τους ανταγωνιστές του. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο που το άρθρο 73 παρ. 4 ν. 4412/2016 θεσπίζει ως δυνητικό λόγο αποκλεισμού την «κατάσταση στρέβλωσης του ανταγωνισμού από την πρότερη συμμετοχή των οικονομικών φορέων κατά την προετοιμασία της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης». Και ναι μεν ο αποκλεισμός του οικονομικού φορέα σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί την έσχατη λύση για την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα,[57] πλην όμως η κάθε περίπτωση οφείλει να εξετάζεται in concreto εφόσον ανακύπτουν οι σχετικοί προβληματισμοί. Από την άλλη πλευρά, ο ν. 4903/2022 αποκλείει a priori κάθε σχετική έρευνα ή προσπάθεια διασφάλισης της μη στρέβλωσης του ανταγωνισμού αφού τυποποιεί ποικιλοτρόπως τη συμμετοχή του προτείνοντος στην διαδικασία ανάθεσης του έργου.
Δεύτερον, ο προτείνων προστατεύεται με διάφορους τρόπους και κατά τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης. Ο κυριότερος εξ αυτών είναι, φυσικά, η δυνατότητά του να υποβάλει βελτιωμένη προσφορά στην περίπτωση που έτερος υποψήφιος έχει καταταγεί υψηλότερα στον πίνακα κατάταξης. Αυτή η δυνατότητα, που προϋποθέτει το άνοιγμα και την αποκάλυψη των προσφορών στους ανθυποψηφίους, δεν αναγνωρίζεται, τουλάχιστον με αυτήν την μορφή, στις κλασικές διαγωνιστικές διαδικασίες του ν. 4412/2016 (αλλά ούτε και του ν. 4413/2016)”.
Βασίλης Τσιγαρίδας
O Βασίλης Τσιγαρίδας είναι Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στο αντικείμενο της διοικητικής δικονομίας. Είναι εντεταλμένος διδάσκων στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και μέλος ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και ασχολείται με υποθέσεις δημοσίου δικαίου. Η διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Η αρχή iura novit curia στη διοικητική δίκη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Άρθρα, μελέτες και σχόλιά του έχουν δημοσιευτεί σε νομικά περιοδικά ενώ συμβολές του έχουν φιλοξενηθεί σε συλλογικούς τόμους και ερμηνείες κατ’άρθρο.
Χαράλαμπος Κουρουνδής
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκπονήσει μεταδιδακτορική έρευνα με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Διδάσκει από το 2018 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει γράψει τα βιβλία «Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη “βαθεία τομή” του 1963 στο Σύνταγμα του 1975» (Νήσος, 2018) και «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές» (υπό έκδοση), άρθρα και μελέτες σε συλλογικούς τόμους κι έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή και εγχώρια συνέδρια.