Σχεδόν μετρημένα τα ΄χε τα βήματα, από τη βενετσιάνικη πύλη, του αγίου Νικολάου των λουτρών, μέχρι το σκαλοπατάκι που σ΄ ανεβάζει στον τσιμεντένιο πρόβολο, κάτι σαν μπαλκονάκι, με το κιγκλίδωμα ολοτρόγυρα, με το μανουάλι άμμου στη μπροστινή γωνία και τα σκεύη καθαριότητας στην πίσω, σύρριζα στο μουράγιο. Από τα μουράγια, τα βενετσιάνικα τείχη δηλαδή, είχε πάρει τ΄ όνομά της κι ολόκληρη τούτη η συνοικία, Μουράγια απ΄ την πλευρά του λιμανιού, αλλά και Φορτιά, από τα εναπομείναντα τείχη που βρίσκονται πίσω από το Κορφού Παλάς και τη Ρολίνα. Πριν πατήσει το πόδι στο σκαλοπάτι, ύψωνε πάντα το βλέμμα προς τα πάνω, προς την ταράτσα του Αντρανίκ. Σαν ένα είδος τελετουργικού. Αντρανίκ Καπιγκιάν, Αρμένιος πρόσφυγας, στο Μεσοπόλεμο είχε ανοίξει το ονομαστό καφενείο, όπου πήγαινε ο κόσμος να ξεσκάσει, ν΄ ακούσει την τραγουδίστρια, μέχρι και τη δεκαετία του εξήντα, ίσως και λίγο αργότερα. Το καφενείο διασώθηκε ως καφέ μπαρ για αρκετά χρόνια ακόμα, όσο που το σάρωσε η συνταξιοδότηση του παρτσινέβελου* δεύτερης γενιάς, για να καταλήξει δύο πανομοιότυπα μαγαζιά, πίτσα, πάστα και σαλάτα. Στη θέση των επιβλητικών μαρμάρινων τραπεζιών απλώνονται τώρα πλαστικά τραπεζοκαθίσματα κι εξίσου πλαστικά μενού.
Πολύ θα επιθυμούσε, από πάντα, η Παναγιοπούλα να ΄βγαζε και επιτάφιο, όπως σχεδόν όλες οι εκκλησιές της πόλης που λειτουργιούνται ταχτικά, αλλά και πλήθος εκκλησάκια κι εκκλησόπουλα, που ανοίγουνε μία, το πολύ δύο φορές το χρόνο. Άλλη μία, αδικημένη Παναγίτσα που δε βγάζει επιτάφιο είναι μάλλον εκείνη στη σπιατζέτα, πίσω από τα σπίτια που βρίσκονται απέναντι από την είσοδο του πρώτου δημοτικού, στο Νέο Φρούριο. Μέχρι κι η εκκλησιά του πρώτου νεκροταφείου βγάζει επιτάφιο, η περιφορά γίνεται ωραία ωραία και κατανυκτικά ανάμεσα απ΄ τους τάφους, παλιότερα, μάλιστα, δεν πήγαινε καν φιλαρμονική, άκουες μόνο τον παπά και τον ψάλτη. Αυτός είναι αληθινός επιτάφιος, έλεγε η Λίλα, η κρυφή μεγάλη αγάπη των εφηβικών του χρόνων, κόρη μεγαλέμπορα, αλλά σεμνή και σοβαρή, που ήταν και στη ΜΟΔΝΕ1.
Η άποψη της Λίλας ότι στους άλλους επιταφίους, τους κοσμικούς, οι άνθρωποι πάνε, για να φανούνε, τον εύρισκε απόλυτα σύμφωνο. Αν και δηλωμένη άθεη, σήκωσε, ωστόσο, όταν ήρθε η σειρά της, τον επιτάφιο του αη – Γιαννιού, με τις προσκοπίνες. Τα ήθη του νησιού επέτρεπαν από τότε σε κορίτσια και γυναίκες να ψέλνουνε στη λειτουργία, να συμμετέχουνε στο κόρο* της εκκλησίας κατά την περιφορά των επιταφίων και των λιτανειών, ακόμα και να σηκώνουνε τον επιτάφιο. Το ίδιο βράδυ, είχανε μαζευτεί στην αυλή της Αλεξάνδρας, για το καθιερωμένο κέρασμα της παρέας, μετά τον επιτάφιο της Μητροπόλεως, στα γρήγορα, βέβαια, και χωρίς φασαρία, όπως το καλούσε η μέρα και το ξύπνημα αξημέρωτα το Μέγα Σάββατο για τη λιτανεία τ΄Αγιού. Τους τράταρε η μάνα της Αλεξάνδρας τη σουμάδα και σ΄ όποιον ήθελε και λικέρ κουμ κουάτ, ήτανε, πλέον, τελειόφοιτοι, βλέπεις. Εκεί ήταν που τους είπε η Λίλα σοβαρά σοβαρά ότι ο ώμος της ακόμα πονούσε, παρ΄ όλο που είχε βάλει και σφουγγάρι, για να σηκώσει τον επιτάφιο, τα δε χέρια της είχανε γιομίσει φουσκάλες. Ακόμα θυμάται, σα να ΄ναι τώρα, πόσο λαχταρούσε να παραμερίσει ελάχιστα το πουκάμισο της στολής της, σεμνά, διακριτικά, χωρίς ούτε υποψία άκαιρης λαγνείας, να σκύψει ένα ελάχιστο, πέντε πόντους πιο ψηλός της ήταν, άλλωστε, και να της φιλήσει απαλά τον πληγιασμένο της ώμο, να γιάνει. Την ποθούσε και, παράλληλα, τη σεβόταν, του το ΄βγαζε η κοπέλα αυτό το κάπως παλιομοδίτικο. Ούτε ακατάδεχτη, ούτε ψηλομύτα, ούτε απρόσιτη, ούτε στριμμένη. Εξέπεμπε, όμως, έναν αέρα φιλικής σοβαρότητας, που, αυτόματα, την ανέβαζε σε βάθρο, άσε που περπατούσε καμαρωτή καμαρωτή κι αγέρωχη, να τρίζει η γης.
Χρόνια αργότερα, την είδε, από μακριά, μια και μοναδική φορά στο καφενείο, θηλάζουσα μητέρα με μωρό, το μαλλί της το ατίθασο ίσα που έπαιρνε να γκριζάρει. Του κόπηκε η ανάσα. Είχε ακούσει για τη λαμπρή καριέρα της, έξω, σε μεγάλο πανεπιστήμιο, για την αρρώστια της και την απόσυρσή της, άνοιξε μαγαζί στην Ικαρία, λέγανε κάποιοι. Ποια αρρώστια και ποιο μαγαζί, ήταν αυτή, η ίδια, η Λίλα ολοζώντανη, ολόιδια, λες και δεν πέρασε μια μέρα. Έμεινε και την κοίταζε σαν αποσβολωμένος. Με ένα μαγικό τρόπο, αισθάνθηκε ότι αυτό το παιδί ήταν δικό του, δικό της και δικό του, καρπός μιας άσβεστης αγάπης, που, ακόμα και τώρα, στα εβδομηντακάτι του, τον συνοδεύει, του παραστέκεται, του δροσίζει την ψυχή, όσο άλλη καμιά.
Αν έβγαζε, λοιπόν, επιτάφιο η Παναγιοπούλα, σίγουρα θα πήγαινε. Όχι με πίστη χριστιανική, γιατί τέτοια πίστη δεν είχε. Μάλλον θα προσερχόταν όπως πήγαινε στις ακολουθίες των Παθών στα παιδικά του χρόνια, τότε, που, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιεί, βίωνε τα δρώμενα της μεγαλοβδομάδας με όλα του το είναι, πλημμυρίζοντας μέσα του από την ιαματική τους θεατρικότητα. Μόνο το Πάσχα πήγαινε στην εκκλησιά, τις άλλες μέρες άφαντος, κι αυτό μέχρι την πρώιμη εφηβεία του, οπότε αποφάσισε ότι δεν υπάρχει θεός. Η μάνα του, γνήσια ευσεβής, τράβαγε τα μαλλιά της, εκείνος, όμως, δεν ένιωθε ότι διαπράττει κάποια ασέβεια. Πήγαινε με το σχολείο στον επιτάφιο και στη λιτανεία, για την παρέα, και μέχρι εκεί. Έτσι όπως πάει και σήμερα στην Παναγιοπούλα και, μάλιστα, ανάβει και κερί. Όχι για τη μητέρα του θεού. Για τις μανάδες των ανθρώπων. Και για τις έρημες και πονεμένες ψυχές.
Βλασφημία και ύβρις; Κάθε άλλο. Τόσο ο ίδιος ο χώρος, κάτι ανάμεσα σε καμάρα και σκαφτή σπηλιά στα έγκατα του βράχου, όσο και τα θρυλούμενα γι΄ αυτόν συνηγορούν και επαυξάνουν. Παλιά τη λέγανε Λιμνιώτισσα, ή Παναγιά της θάλασσας, του αιγιαλού, αλλιώς και Sotto Mura, δηλαδή κάτω απ΄ τα τείχη. Μόνο ένα τμήμα της εσώθηκε από την κατεδάφιση, επί Αγγλοκρατίας, προκειμένου να επεκταθεί η περιτείχιση και να διαπλατυνθεί ο περιφερειακός δρόμος. Την έχει στην καρδιά του. Ακόμα και το ίδιο το όνομα, το υποκοριστικό, του στέλνει μήνυμα γλυκό. Παναγιοπούλα, Παντοκρατορέλι, αη – Γιαννόπουλος, αη – Νικολόπουλος. Ονόματα οικεία τρυφερά, στην κλίμακα του ανθρώπου. Δείχνουνε μια διάθεση για μοίρασμα της καθημερινότητας με τα ιερά πρόσωπα, όπως πολύ εύγλωττα μάς περιγράφει κι ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τις συμφωνίες με τον άγιο. Δεκατεσσάρω χρονώ, θέλει το δικό του, προσωπικό άγιο, μακάρι και όχι για πολύ χριστιανικό σκοπό, για να εκδικηθεί το άκαρδο αφεντικό του που τον ρεζίλεψε. Ανθρωπομορφισμοί, θα μου πεις. Οπωσδήποτε. Η καθαρά πνευματική( και ανεικονική) μονοθεϊστική αντίληψη περί θεότητας προϋποθέτει ανεπτυγμένη την ικανότητα αφαιρετικής σκέψης. Καθώς μάς υπενθυμίζει η κριτική κοινωνική ψυχολογία, η ικανότητα αυτή δεν αποτελεί έμφυτο πανανθρώπινο χαρακτηριστικό, αλλά είναι πολιτισμικά, μορφωτικά – άρα και ταξικά- προσδιορισμένη. Ειδικά δε και η λατρεία της Παναγίας, επάξιας διαδόχου της προαιώνιας Μητέρας-Θεάς, δεν μας παραπέμπει και στη βαθιά τη δίψα του ανθρώπου να λάβει εμπερίεξη, άνευ όρων και ορίων, να επανέλθει, έστω για κλάσματα χρόνου, στη μακαριότητα της μήτρας και του αμνιακού υγρού;
Η αξίωση για μια προσωπική σχέση δούναι και λαβείν του πιστού με το θεό του, η τόσο ταιριαστή με το ομηρικό σύμπαν, σηματοδοτεί την ανάγκη του ανθρώπου για ασφάλεια και παρηγοριά, αυτήν που τόσο εύκολα και αδίστακτα εκμεταλλεύονται οι απανταχού θεσμοποιημένες θρησκείες, ώστε να τον χειραγωγούν. Οδηγημένος από τούτη την ανάγκη την αδήριτη, την ανάγκη για μια στοργική αγκαλιά, ένα αποκούμπι, δεν ήρθε κάποτε εδώ, στην Παναγιοπούλα, κι ο Μιχαήλ Μητσάκης; Ψυχογράφος ευθύβολος, όσο λίγοι, αυτός, ο Κάλβος του πεζού λόγου, ήρθε ν΄ αναπάψει, έστω για λίγο, την ταραγμένη του την ύπαρξη. Άφησε, μάλιστα, και μια λογοτεχνική περιγραφή του χώρου, που, τώρα κρέμεται, καδραρισμένη, στην καγκελένια πόρτα της καμάρας. Ποιος ξέρει σε ποιο διάλειμμα της παραμονής του στο εδώ φρενοκομείο, στη διάρκεια ποιας ολιγόωρης άδειας εξόδου, που, με κάποιο τρόπο εξασφάλισε, ήρθε για παρηγοριά σ΄ αυτό το καταφύγιο. Ίσως να ΄ρθε κι αφού βγήκε απ΄ το άσυλο, πριν πάρει το δρόμο του γυρισμού για την Αθήνα, για να πάει να θαφτεί ζωντανός κοντά είκοσι χρόνια στο Δρομοκαΐτειο. Βιζυηνός, Μητσάκης, Γιαννούλης Χαλεπάς, και πόσοι ακόμα, ανώνυμοι κι ανώνυμες, στον εγκλεισμό, στις αποθήκες σωμάτων και ψυχών. Πόσο μικρό το διάλειμμα των κινημάτων για τα δικαιώματα των ψυχασθενών, της αντιψυχιατρικής, της κοινωνικής και κοινοτικής ψυχιατρικής. Νεκρές ετικέτες πια, σε ακαδημαϊκά αποθετήρια συγγραμάτων, τα σάρωσαν οι νεοφιλελεύθεροι χλεχλέδες, που γίνονται Μένγκελε, ευθύς ως πάρουν εξουσία. Στα άσυλα, στο κοινωνικό περιθώριο και στο χημικό ζουρλομανδύα δε στέλνουνε, ακόμα και σήμερα, οι ανεπτυγμένες κοινωνίες μας όχι μόνο όσους ακούνε φωνές, αλλά, πλέον, κι όποιον νιώθει λίγος ή αδύναμος ή αλλιώτικος…
Δεν είναι καν ανάγκη ν΄ αληθεύουν όσα λέγονται για κάποιον κατατρεγμένο, ίσως και παράνομο, που ήρθε και φώλιασε εδώ, σ΄ αυτή τη σκήτη την ιδιότυπη, στα ριζά μιας πολιτείας από τότε πολύβουης και πολυάνθρωπης και πολυτάραχης. Ίσως και να ΄ταν ναυτικός, πολυταξιδεμένος και θαλασσοδαρμένος, ίσως κυνηγημένος από έρωτα ανεκπλήρωτο. Αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος ζωγράφισε την εικόνα της Μεγαλομάτας πάνω στο βράχο ή κάποιος άλλος, αυτό λίγη σημασία έχει. Η τοιχογραφία στέκει ακόμα εκεί, απρόσβλητη απ΄ τη μούχλα και την υγρασία που νοτίζει, μαζί με το νησί, και τις ψυχές των κατοίκων του. Ίσως κάποιος δεινός γνώστης και μελετητής της βυζαντινής και μεταβυζαντινής αγιογραφίας θα μπορούσε να αποφανθεί σε ποιον αγιογραφικό τύπο της Παναγίας προσιδιάζει, στην Παρηγορήτισσα, ίσως, ή και στη Γλυκοφιλούσα, αν είχε λίγο πιο γερμένο το κεφάλι της κι ακούμπαγε στοργικά εκείνο του γιου της, μάγουλο με μάγουλο. Ό,τι και να πει, πάντως, ο ειδικός, εκείνη θα συνεχίσει να κοιτάζει ήρεμα, καρτερικά, εντελώς ακίνητη, περιτριγυρισμένη απ΄ όλα κείνα τα εικονίσματα και εικονισματάκια, τα τάματα, τις κορδελίτσες και τα κεντίδια και τα φτωχά χαλάκια, τ΄ ανθοδοχεία και κείνα τα κακόγουστα πλαστικοκάντηλα, φερμένα απ΄ τα κινέζικα. Βλέμμα ίσια μπροστά, πάνω απ΄ τα κεφάλια μας, στραμμένο στον ορίζοντα, στη μικρή φετούλα ορίζοντα που φαίνεται απ΄ το άνοιγμα της καμάρας. Λίγος ορίζοντας, μαζί με λίγο απ΄ το νησί του Βίδου, το πάλαι ποτέ νησί των καταραμένων, των φυλακών,του αναμορφωτηρίου, των ποινικών και των πολιτικών κρατουμένων. Δεν καταφέραν να το πάρουνε οι σεΐχηδες στη δεκαετία του εβδομήντα, ως κι ο πρώτος μεταδικτατορικός δήμαρχος, ο κεντρώος, πρωτοστατούσε στις επιτούτου λαϊκές κινητοποιήσεις. Τώρα τ΄ αρπάξαν μια χαρά οι μεγαλοκεφαλαιούχοι του τουρισμού, με τις ευλογίες της τοπικής μαρκησίας, για ιδιωτικό θέρετρο της πελατείας τους, που να τους γίνει φέρετρο το θέρετρο, μπας και βρούμε την υγειά μας…
Αν κάτσει να το καλοεξετάσει κανείς, όχι μόνο ο θεός δεν υπάρχει, αλλά ούτε καν ο άνθρωπος, κατά κυριολεξία. Ο άνθρωπος, το άτομο, είναι μια αφαίρεση του αστικού πολιτισμού, από την Αναγέννηση και μετά, μην πούμε κι απ΄ το Διαφωτισμό και μετά. Όταν η κυρίαρχη τάξη κι οι οργανικοί της διανοούμενοι μιλούν για τον άνθρωπο σήμερα, προφανώς εννοούν τον αστό, όχι τον οποιοδήποτε άνθρωπο, ενίοτε, δε, ούτε καν την αστή. Ανέκαθεν οι κυρίαρχοι έτειναν να αντιλαμβάνονται μόνον τα μέλη της προνομιούχας τάξης ή της κάστας τους ως ανθρώπους, επιφυλάσσοντας για τα μέλη των υποτελών τάξεων την απόδοση της ιδιότητας του κτήνους, του υπανθρώπου, του ζου του όρθιου, που ανήκει στον χύδην όχλο, στο πόπολο μπάσο*.
Σε πολλά βοήθησε αυτή η αφαίρεση, η έννοια άνθρωπος, φερειπείν στη διεκδίκηση δικαιωμάτων, αλλά και σε πολλά μάς μπέρδεψε, θόλωσε τον ορίζοντα αρκετά, ώστε να διευκολύνει τη συντριπτική κυριαρχία του ατομικισμού. Ουσιαστικά, ακολούθησε πιστά τον προδιαγεγραμμένο δρόμο όλων των αριστοτελικών εννοιών: ως συμπεριληπτικές τάξεις, βοηθούν στη γρήγορη συνεννόηση μεταξύ των μελών της κοινότητας, αλλά πολλές φορές απολήγουν σε παγωμένη και στερεοτυπική σκέψη. Αυτό που, πράγματι, υφίσταται, και μάλιστα με εντελώς υλικούς όρους, είναι η κοινότητα, το μεγαλύτερο ή μικρότερο σύνολο ανθρώπων που συμβιώνουν. Οπότε, στα πλαίσια της κοινότητας, πλάθει και το δίποδο τούτο θηλαστικό, που θαυμαστά εξελίχτηκε χάρη στη συμβιωτική εργασία, τους θεούς του, κατ΄ εικόνα ανθρώπου και της κοινωνίας αυτού. Ακοπότερο, αλλά και πιο αρχαϊκό, να πειθαρχούν οι κοινότητες στη θρησκευτική / μεταφυσική τάξη και ηθική – και στις νεότερες μετεξελίξεις και μεταμφιέσεις τους σε οικονομικό, κοινωνικό , πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο. Κομμάτι δυσκολότερο, τι λέμε, πολύ απαιτητικότερο, να ανιχνεύουν συλλογικά τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας κοσμικής, μη θεοκρατούμενης τάξης και ηθικής και να στοιχειοθετούν συλλογικά οράματα για μια αξιοβίωτη ζωή, με πλήρη επίγνωση της ατελούς, άρα προσωρινής τους φύσης. Στο κάτω κάτω της γραφής, μπορεί να θεωρηθεί, άραγε, αμελητέο εφόδιο η παραδοχή ότι η συλλογική βούληση και δράση των θνητών εμπεριέχει το νόημα και την ελπίδα;
Eίναι γενναία η πίστη στην ανθρωπότητα, ως εκλεκτό τέκνο της τύχης και της αναγκαιότητας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Μαθητική Οργάνωση Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας(ΜΟΔΝΕ): Μετωπική μαθητική οργάνωση της ΚΝΕ. Ιδρύθηκε στις αρχές του 1973 και ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα μεταπολιτευτικά.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
κόρο, το: η χορωδία
παρτσινέβελος, ο: το αφεντικό
Πόπολο μπάσο (popolo basso): κατώτερος λαός(κατά λέξη), πληβείοι