Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, κυρίως στα ανώτατα κλιμάκια. Ωστόσο, για τον απλό πολίτη, η πραγματική επαφή με τη δικαιοσύνη δεν συμβαίνει στα υψηλά επίπεδα, αλλά στις καθημερινές διαδικασίες που αφορούν τα αστικά δικαστήρια, τα ποινικά δικαστήρια, τις εισαγγελικές αρχές και άλλες βασικές λειτουργίες του δικαστικού συστήματος.
Εκεί εντοπίζεται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα: η εν τοις πράγμασι προσβασιμότητα.
Δεν πρόκειται απλώς για το ζήτημα της ταχύτητας της απονομής δικαιοσύνης. Μια ουσιαστική και αιτιολογημένη κρίση, ακόμα και «αργοπορημένη», είναι πολύ καλύτερη από μια γοργή, αλλά «τυπολατρική». Αντί η δικαιοσύνη να λειτουργεί ως ένας μηχανισμός προστασίας των δικαιωμάτων, πολλές φορές μετατρέπεται σε ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός αποκλεισμού, όπου η ουσία της υπόθεσης δεν φτάνει ποτέ να κριθεί.
Ενώ το πρόβλημα της δυσκολίας πρόσβασης στη δικαιοσύνη υπήρχε και στο παρελθόν, σήμερα έχει λάβει νέες διαστάσεις. Παρότι η φύση των νομικών ζητημάτων παραμένει ίδια, οι διαδικασίες που απαιτούνται για την επίλυσή τους έχουν πολλαπλασιαστεί.
Τα αστικά δικαστήρια, οι εισαγγελικές αρχές και άλλες κρίσιμες διαδικασίες γίνονται ολοένα και πιο δυσπρόσιτες, καθώς διαρκώς προστίθενται νέα στάδια, νέες απαιτήσεις και νέες διατυπώσεις – είτε ψηφιακές είτε μη. Η επίτευξη μιας ουσιαστικής δικαστικής κρίσης δεν εξαρτάται μόνο από την ουσία της υπόθεσης, αλλά και από τη δυνατότητα του διαδίκου να ανταποκριθεί στις συνεχώς αυξανόμενες διαδικαστικές απαιτήσεις που καθιστούν τη δικαιοσύνη απροσπέλαστη.
Τα συνεχή διαδικαστικά, δικονομικά και γενικά απαράδεκτα που εισάγονται ή εφευρίσκονται, μπορούν να οδηγήσουν σε απόρριψη υποθέσεων χωρίς εξέταση της ουσίας τους. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν την (ανεξήγητη συχνά) αοριστία των ισχυρισμών, την συμπεριλήψη (αχρείαστων) παραβόλων (δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές), την ελλιπή παράσταση των διαδίκων (συνεχείς εξουσιοδοτήσεις), την ασάφεια στην διαδικασία και την αρμοδιότητα, την θέσπιση ασφυκτικών προθεσμιών που τελικά δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην ταχύτητά της απονομής, και την θέσπιση δικονομικών διαδικασιών που συχνά δεν μπορούν να τηρηθούν (διαμεσολάβηση, κοινοποίηση στο εξωτερικό, καταχώρηση αγωγών στο κτηματολόγιο κτλ). Η μη τήρηση αυτών των αυστηρών προϋποθέσεων, τις περισσότερες φορές συνδυαστικά, οδηγεί σε απόρριψη υποθέσεων για λόγους καθαρά διαδικαστικούς, και όχι στην ύπαρξη βάσιμων νομικών ή πραγματικών ισχυρισμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι διάδικοι να αντιμετωπίζουν πρόσθετα εμπόδια στην αναζήτηση δικαιοσύνης, επιβαρύνοντάς τους με επιπλέον κόστος και καθυστερήσεις, αλλά και δημιουργώντας επιπλέον βάρος και για την ίδια την δικαιοσύνη, αφού τις περισσότερες φορές επανέρχονται.
Μην πέσετε στην παγίδα να πείτε «ας τα ψηφιοποίησουμε όλα». Δεν είναι εκεί η λύση, και ενέχει ακόμα μεγαλύτερες παγίδες αποκλεισμού και γραφειοκρατικές λίμπο.
Η υπερβολική δικονομική τυπολατρία και η διαρκής εισαγωγή νέων διαδικαστικών φραγμών οδηγεί σε μια κατάσταση όπου ο πολίτης όχι μόνο αποθαρρύνεται, αλλά πολλές φορές αδυνατεί να εκφράσει σωστά το αίτημά του. Η ανάγκη για ουσιαστική δικαστική κρίση μετατρέπεται σε ένα περίπλοκο λαβύρινθο διαδικασιών, με αποτέλεσμα πολλοί πολίτες να εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης πριν καν φτάσουν ενώπιον του δικαστηρίου. Και εκεί ξεκινάει το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στα πιο καθημερινά θέματα : Μια δυσπρόσιτη δικαιοσύνη, που πολύ δύσκολα θα λάβεις μια ουσιαστική κρίση.
Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι προσιτή και αποτελεσματική για όλους. Απαιτούνται θεσμικές παρεμβάσεις που θα απλοποιήσουν τις διαδικασίες, θα μειώσουν τα δικονομικά απαράδεκτα και θα διασφαλίσουν ότι η ουσία των υποθέσεων χωρίς περιττά εμπόδια. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει μια αρχή για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα και θα διασφαλιστεί η ισονομία.