Η κυβέρνηση πρόσφατα ανακοίνωσε ότι 12 ξένα πανεπιστήμια υπέβαλαν αίτηση για να ανοίξουν παραρτήματα στην Ελλάδα μέσα στο επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Ένα επιπλέον πανεπιστήμιο ζητά να ξεκινήσει τη λειτουργία του τη μεθεπόμενη χρονιά. Σχεδόν όλα τους είναι είτε βρετανικά δεύτερης γραμμής είτε κυπριακά, με προϋπάρχουσες σχέσεις με κολέγια στην Ελλάδα, τα οποία τώρα αναβαθμίζονται, τουλάχιστον στα χαρτιά. Τα Πανεπιστήμια που έρχονται περιλαμβάνουν το University of York, το University of Essex και το Open University. Τίποτα το ανατρεπτικό, τίποτα που να θυμίζει «επενδυτικό σοκ» στον τομέα της παιδείας.
Όχι, τελικά το Χάρβαρντ δεν ήρθε στην Ελλάδα
Βέβαια, αν πιστεύαμε τα κυβερνητικά αφηγήματα, θα έπρεπε ήδη να προετοιμαζόμαστε για την άφιξη του Χάρβαρντ και του Στάντφορντ. Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε Πανεπιστήμια που, για να το θέσουμε κομψά, αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα υποβάθμισης στη χώρα τους. Τόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον των παγκόσμιων ακαδημαϊκών κολοσσών για την «μικρή και φτωχή» ελληνική αγορά…
Σώζουμε την παιδεία με… παράρτημα δευτέρας διαλογής
Εξάλλου, η σύγκριση αυτών των παραρτημάτων με τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια είναι προβληματική σε κάθε επίπεδο. Μας είπαν ότι θα έρθει το Πανεπιστήμιο του York που είναι πάνω από το καλύτερο ελληνικό πανεπιστήμιο. Το μητρικό μπορεί. Δεν θα έρθει το μητρικό στην Ελλάδα όμως! Ένα παράρτημα δεν είναι ποτέ ισότιμο με το μητρικό Πανεπιστήμιο. Δεν έχει ούτε τους ίδιους καθηγητές, ούτε την ίδια ερευνητική δραστηριότητα, ούτε το ίδιο κύρος. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο, είτε κοροϊδεύει τον εαυτό του είτε απλώς εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες. Ουσιαστικά, συγκρίνουμε οργανισμούς τοπικής εμβέλειας με ακαδημαϊκά ιδρύματα με δεκαετίες έρευνας και πορείας.
Η μεγάλη «παραπλάνηση» και η συστηματική υποβάθμιση
Πέρα από το εκπαιδευτικό σκέλος, υπάρχει ένα σοβαρό συνταγματικό πρόβλημα. Το άρθρο 16 του Συντάγματος απαγορεύει ρητά την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Όποιος θέλει να το αλλάξει, πρέπει να κάνει συνταγματική αναθεώρηση. Αντί αυτού, η κυβέρνηση επινοεί νομικές κατασκευές με παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων και βαφτίζει το κρέας ψάρι. Μάλιστα, σε μία αποκαλυπτική στιγμή, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, απαντώντας σε πρόταση δυσπιστίας για τα Τέμπη (!), θεώρησε σκόπιμο να αναφερθεί και στην ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16, λες και η κατάρρευση της δημόσιας παιδείας και η εθνική τραγωδία είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Επαναλαμβάνω, η κυβέρνηση, με περίσσεια ανυπομονησία, πέρασε έναν αντισυνταγματικό νόμο, ευελπιστώντας να αλλάξει εκ των υστέρων το Σύνταγμα. Με το επιχείρημα ότι «θα έρθει το Χάρβαρντ στην Ελλάδα». Μαντέψτε : Δεν ήρθε!
Από την υποχρηματοδότηση στην ιδιωτικοποίηση
Ας είμαστε ειλικρινείς. Το πραγματικό σχέδιο είναι να υποβαθμιστούν τα δημόσια Πανεπιστήμια μέσα από χρόνια υποχρηματοδότηση και απαξίωση, ώστε να εμφανιστούν τα ιδιωτικά «παράθυρα» ως αναγκαία λύση. Αυτό συμβαίνει ήδη. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, και αυτό το λέω αντλώντας και από την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, θα ενδιαφέρονται για την αγορά εργασίας, θα βιάζονται να σε διώξουν, θα βιάζονται να σε περάσουν το μάθημα, ώστε να μπορέσουν να εγγράψουν τον επόμενο φοιτητή, ο οποίος θα αφήσει τον οβολό του. Θα θέλουν να σε στείλουν στην αγορά. Τα ελληνικά Δημόσια Πανεπιστήμια σκοπεύουν να σε κάνουν ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Παλεύουν με ανεπαρκείς πόρους, διαλυμένες υποδομές και έλλειψη στήριξης, όχι λόγω ανικανότητας αλλά επειδή έτσι το επέλεξαν οι κυβερνώντες. Η πρόφαση των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι μια δικαιολογία ακόμα από την κυβέρνηση για να εγκαταλείψει τα δημόσια Πανεπιστήμια. Αφήνει σε αθλιότατη κατάσταση τις υποδομές, τόσο των φοιτητικών εστιών, όσο και των κτηρίων των πανεπιστημίων, προκειμένου να τα εγκαταλείψει τελείως στον ορίζοντα, ευαγγελιζόμενη ότι δεν αποδίδουν.
Η πολιτική επιλογή είναι σαφής: αντί να επενδύσουμε στην αναβάθμιση του δημόσιου Πανεπιστημίου, το αφήνουμε να μαραζώσει, για να χειροκροτήσουμε μετά τις “σωτήριες” λύσεις της αγοράς. Η κοινωνία δεν θέλει άλλη μια δικαιολογία για να εγκαταλειφθούν οι δημόσιες δομές, δεν θέλει τον ευτελισμό της δημόσιας παιδείας, θέλει παιδεία χωρίς να χρειάζεται να περνάει μέσα από το σωλήνα του κέρδους.