Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε, τα πρωτοβρόχια έφερναν μια περίεργη ανυπομονησία για να καθίσουμε ξανά στα θρανία. Το βρεγμένο χώμα ανέδυε μυρωδιές γνώριμες και συνάμα ξεχασμένες. Όλο εκείνο το χρώμα στο γρασίδι, από τα φύλλα της κερασιάς, της μηλιάς και της λεμονιάς, στις αποχρώσεις του κίτρινου και του καφέ, προξενούσε μια ανεξήγητη προσμονή. Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά του καινούργιου στο χαρτί, καθώς άνοιγαν τα ντοσιέ και τα τετράδια, έτοιμα να αφηγηθούν τις αγωνίες πίσω από τις λευκές σελίδες. Η ψιλή κουβέρτα πάνω απ’ το σεντόνι και η ψύχρα τα βράδια, μας έβαζε στο κλίμα μιας επερχόμενης αλλαγής στη φορά, του αβασάνιστου, νωχελικού ανέμου, που συνόδευε την καλοκαιρινή ραστώνη.
Όσο κι αν ο νους εξακολουθούσε να πηγαίνει ακόμη σε παραλίες με βότσαλα και άμμο, βουτιές και χαρούμενες φωνές, ένας κύκλος ετοιμαζόταν να κλείσει για ακόμη μια φορά, δίνοντας την θέση του στον επόμενο, με ότι εκπλήξεις μπορούσε να επιφυλάξει, ευχάριστες και δυσάρεστες. Η προσμονή θα παρέμενε, αλλάζοντας σχήμα και απόσταση. Οι γιορτές, οι Κυριακές, το κουδούνι στο σχόλασμα, θα έσπαγαν και πάλι την μονοτονία, οδηγώντας στο επόμενο μας, μεγάλο διάλειμμα από τον κόσμο των μεγάλων. Όμως όλα αυτά ήταν ακόμη μακριά, που μόνο το δίχτυ της φαντασίας μπορούσε να τα αιχμαλωτίσει. Για την ώρα, μπροστά στεκόταν ο Σεπτέμβρης, τα καινούργια αθλητικά με τα λευκά κορδόνια, ο σάκος που ακόμα απορώ πως χωρούσε τόση γνώση, οι πιο μικρές μέρες και οι μεγαλύτερες νύχτες και τα …κουνούπια. Οι μικροσκοπικοί, ιπτάμενοι μικροβιολόγοι, που υπενθύμιζαν σε κάθε τσίμπημα την παρουσία τους, ως αναπόσπαστο τμήμα ενός κεφαλαίου που όσες φορές κι αν διαβάζαμε, ποτέ δεν έμελε να μάθουμε απ’ έξω…
Με εκείνο το ενοχλητικό, προειδοποιητικό ζουζούνισμα στα αυτιά, ανοιγόκλειναν οι μέρες μας μαζί με τα πατζούρια. Το σούρουπο έφερνε μαζί του μια ηχητική παραφωνία και σμήνη από δαύτα, έτοιμα να εφορμήσουν σε κάθε έξοδο.
- Που να βγω, ρε θεία; Αυτά με περιμένουν στη βεράντα για να με πετσοκόψουν. Από δω τα βλέπω. Να, κοίτα εκεί, στο λέανδρο. Μιλιούνια είναι!
- Έλα τώρα, άντρας πράμα, που φοβάσαι τα κουνούπια. Πήγαινε να φέρεις τα ψώνια. Να, εδώ στα έχω γραμμένα. Τι θέλεις, να πάει ο θειός σου, γέροντας άνθρωπος;
- Ναι, τώρα είναι γέροντας. Όταν κλαδεύει τις ελιές είναι νέος. Ότι σε βολεύει.
- Θα πας, ή να μαγειρέψω χόρτα πάλι; Στο νεροχύτη τα’ χω. Δεν αργώ. Πήγαινε τι μεσημέριασε και δε θα προλάβω να κάμω το παστίτσιο.
- Μεσημέριασε; 9 η ώρα είναι ακόμα. Το μεσημέρι τι θα λες, που νύχτωσε;
- Ααααα…
- Καλά, καλά. Πάω. Φέρ’ το χαρτί.
Οι συμβιβασμοί εκείνων των χρόνων, ήταν το όχημα που οδηγούσε σε μια σύγκλιση πορείας με όσα επρόκειτο να συναντήσεις μπροστά σου. Μια μικρή, στυφή γεύση υποχώρησης, πικρή καμιά φορά, σαν τις πικραλίδες και τις ζαχουλιές της θείας, που όσο λεμόνι κι αν έβαζες από πάνω δε νοστίμιζαν και που τώρα πια τις νοσταλγώ, μαγειρεμένες έστω για δεύτερη φορά σε μια βδομάδα, μέσα στο παραλήρημα εκείνο εξαναγκασμού. Γιατί τις γεύσεις τις κάνουν οι άνθρωποι. Οι μορφές που πέρασαν απ’ τη ζωή σου και την διαμόρφωσαν. Κι όχι οι άνθρωποι τις γεύσεις. Από μόνες τους είναι άνοστες, όσα μπαχάρια και να ρίξεις.
Οι Ιταλοί έχουν την πιο περιγραφική λέξη για τα κουνούπια. Το έμαθα χρόνια μετά. Zanzara(προφέρεται τζαντζάρα). Είναι τόσο αντιπροσωπευτική, που φέρνει στο αυτί τον ήχο εκείνο. Κάτι σαν βραχνιασμένο μελίσσι- σοπράνο, που σχίζει τον αέρα προσπαθώντας μάταια να τσιρίξει, σε μια χορωδία – σκορποχώρι, όπου το καθένα πατάει σε νότες αέρα φρέσκωνε, που λέγανε κι οι παλιοί Κορφιάτες. Τους ακούγαμε στα μπακάλικα και τα καφενεία όταν μας στέλανε για θελήματα και η τραγουδιστή, παραφρασμένη Ιταλική τους προφορά, ηχούσε ξεκαρδιστική. Τόσες άγνωστες λέξεις, κι όμως τόσο οικείες, εκείνα τα χρόνια. Κεφάτες και παιχνιδιάρικες.
- Μωρέ και τσι γρίλιες να σφαλίσεις, θα μπούνε μέσα οι διάσκαντζοι και θα σε βλογιοκόψουνε, που να μη σηφτάκουνε! Τσι προάλλες με πίτυχε ένα στ’ αυτί, κι από τη φαγούρα ξιόμουνα όλη μέρα, μέχρι που γέννηκε σα τα παντζάρια τσι κυρά Κούλας!
- Δε βάνετε φιδάκι;
- Σιγά μη τα σκιάξει το φιδάκι. Βαρούνε τσιμπιές αβέρτα ότι κι αν τσου βάλεις. Έχω γιομίσει βορδούνους πατόκορφα, να μπει η μαλίνια μέσα τους!
- Ξύδι να βάνεις.
- Στ’ αυτί; Δα τι είναι, αυγολέμονο, μη πάει και κόψει;
Με τον καιρό έμαθα ότι δεν τσιμπάνε παρά μόνο τα θηλυκά, γιατί το ανθρώπινο αίμα έχει θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται για τα αυγά τους και τα αρσενικά περιορίζονται στο νέκταρ των λουλουδιών. Έμαθα κι άλλα, που δεν ήξερα τότε. Δε τα’ γραφαν στα βιβλία του σκολειού, αλλά άνοιξα την αραχνιασμένη εγκυκλοπαίδεια στο σαλόνι ένα απόγιομα που’ βρεχε και διαφωτίστηκα. Τσιμπάνε έγραφε κατά προτίμηση στα πόδια και τους αστραγάλους, γιατί εκεί έχει περισσότερους μύκητες. Τα προσελκύει η μυρωδιά του σώματος, η ομάδα αίματος, το χρώμα των ρούχων, ο ιδρώτας και η κατανάλωση μπύρας. Αυτό το τελευταίο, μου εξήγησε πολλά, στις κουβέντες εκείνες των παλιών.
- Πιάκε ωρέ βουρλίτα μια άρφα, τι στέγνωσε το στόμα μου από την κάψα. Από το ψυγείο, όχι τσι άλλες που’ ναι κάτουρο. Που τσιγκουνεύεσαι φόρσι και το ανοίξεις, μη παει και φύγει η ψύξη. Και που να πάει, ωρέ μιτζιβίρη; Θα βάλει τσι κόρσες σα και λόου σου εψές, που σ’ έπιακε ο Τσάντος με το καλάμι στη παυλοσουκιά; Εσύ μόμολε τι κακαρίζεις; Δεν έχετε σκολειό σήμερα, ή έκαμες σκάμπα;
- Να ψωνίσω ήρθα. Τα σχολεία ανοίγουν την άλλη εβδομάδα.
- Α, μπα; Και δε μου λες, εσείς έχετε κουνούπια, ή δεν ανεβαίνουνε εκεί πάνω επειδής έχετε πολλές σκάλες;
- Πως, έχει. Τρέχοντας ήρθα και πάλι δε γλύτωσα.
- Να βάνετε φιδάκι.
- Σε είδαμε κι εσένα που’ βαλες. Σου κάμανε ένα σβέρκο από 20 φούσκους σκάρσα! Άφηκε το, το παιδί ιμπάντο και σύρε να βάλεις ξύδι. Από κείνο που μας το φερμάρισες για κρασί την άλλη φορά! Που θα το ορμηνέψεις κι από πάνω, κούτιακα.
- Τσόπα, ωρέ Φίλη. Ξελύσιαξε, τι μας πήρες τα αυτιά με τη γκρίτα σου και τρώω τσι ξερές αβέρτα! Έλα αμιά! Δώκε του μια μπύρα από μένανε, να πάψει να μιλεί.
- Εγιόμισε το μπακάλικο νιοραντιά, μου κάζεται. Άμα θέλεις ησυχία, πήγαινε να μάσεις το πομοντόρο, που κοντεύει να σαπίσει και άφηκε τσι ξερές. Από μόνο του δε μαζόνεται. Την έχεις κοψομεσιάσει τη Ντάντα. Ο θείος σου τι κάνει, εσένανε; Από προψές έχουμε να τον δούμε.
- Έχει τη μέση του.
- Μπα; Από πότε;
- Από τη Δευτέρα, που πήγε να μαζέψει… τις ντομάτες.
- Τ’ ακούς, ωρέ σμπαρλάδε, που τα ξέρεις όλα; Επήγε ο άνθρωπος να μάσει τσι ντομάτες και κοίτα τι έπαθε! Που τα ξέρεις όλα! Περαστικά να του πεις, Γιώργη.
- Τι βαρείς εσύ παλαμάκια, πάλε; Σας άκουσα. Τη φέρνω τη μπύρα. Ένα μεζέ σας έκαμα, φόρσι και ξελυσιάξετε εσήμερα.
- Τα κουνούπια βαρώ, όχι παλαμάκια. Να μπει ο διάολος μέσα τους και να’ ναι και τσαγκάρης!
- Δε βάνει κι ένα φιδάκι…
Τα θελήματα αυτά ήταν το αλατοπίπερο της κάθε μέρας. Μάθαινες λέξεις, γελούσες, άκουγες ένα σωρό πρωτότυπα πειράγματα, γνώριζες τις ιδιοτροπίες και τα κουσούρια των γειτόνων, τις ανασφάλειες και τα άγχη τους, καλά κρυμμένα πίσω από αστείες φράσεις. Κάποιες απ’ αυτές άντεξαν στο χρόνο και αποτυπώθηκαν στο νου. Μετά, έφτασε η στιγμή που δίχως να το καταλάβω, άρχισα να τις χρησιμοποιώ κι εγώ, συνεχίζοντας άθελα μου μια παράδοση ντοπιολαλιάς που σιγά- σιγά έσβηνε απ’ τα στόματα και τη θέση της έπαιρναν τα πρωτευουσιάνικα. Μια πιο ορθή εκφορά του λόγου, χωρίς ιδιαιτερότητα στην προφορά, άγευστη και κοινότυπη, που σταδιακά αντικατέστησε μια ολόκληρη εποχή. Μα, μέχρι τότε, υπήρχε ακόμη μπόλικος χρόνος και δίψα για γνώση. Ή μάλλον κίνητρα για να διαφοροποιηθεί κανείς στην παρέα, τονίζοντας με την τραγουδιστή υπερβολή την καταγωγή του και όσα τον διαφοροποιούσαν μέσα από αυτήν.
- Εγώ λέω να πάμε να φύγουμε. Θα μας φάνε ζωντανά αυτά!
- Κι εγώ! Άσ’ τους να κερδίσουν και μια φορά, ρε Γρηγόρη! Όλο εμείς τους κερδάμε.
- Ντίνο, άμα θέλεις να φύγεις άμε στο καλό. Εγώ τον αγώνα δεν τον χαρίζω! Πως κάνετε έτσι, ρε μαλάκες για λίγα κουνούπια;
- Λίγα τα λες αυτά; Κόντεψα να καταπιώ!
- Να μην είσαι χάχας και να παίζεις με κλειστό το στόμα! Και φτάνει να κοιτάς το ρολόι, μη στο πετάξω στη λίμνη και κάνει παρέα στα βατράχια!
- Τσου καρλάκους!
- Τους ποιους;
- Για πες το πάλι, πλάκα έχει!
- Τσου καρλάκους!
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει