Απορούσα πως γινόταν να χωρέσουν τόσα πράγματα σε μια μέρα, κι εκείνη να κυλάει σα νερό, γεμίζοντας την πίντα δίχως να το καταλάβω. Έτσι, που στο τέλος της έμοιαζε με κατόρθωμα, ότι πρόλαβα να δω όλες τις σταγόνες της ρουτίνας εκείνης, που αποτελούσε την καθημερινότητα, να ανεβάζουν σταδιακά τη στάθμη. Ίσως δεν ήταν αυτή η πραγματική μορφή του χρόνου, αλλά μια άλλη, που του δίναμε για να τον μετράμε σε σχέση με εμάς και τα «πρέπει», τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του καθενός. Κάποια ακόμη από τις εφευρέσεις των μεγάλων, που σκοπό της είχε να προσθέσει μια λέξη στο λεξιλόγιο μας: άγχος, προετοιμάζοντας το έδαφος για τα επόμενα χρόνια. Εκείνα, όπου το δύσκολο δεν ήταν απλά να ξυπνήσεις το πρωί για να πας στο σχολείο, αλλά για να μάθεις να ζεις παραχωρώντας ώρες και μέρες, με αντάλλαγμα απατηλές, καλοφτιαγμένες προσδοκίες . Μπορεί πάλι να ακολουθούσαμε υπνωτισμένοι μια παραφρασμένη ερμηνεία, απ’ αυτές που έκαναν κάθε λεπτό να μοιάζει με κυνήγι γύρω από μια αόρατη ουρά, σαν τα κουτάβια που παίζουν προσπαθώντας να την συνηθίσουν. Δεκαετίες μετά η απορία παραμένει. Οπότε, είτε την έχω αποδεχτεί, είτε έμαθα πια να μην δίνω σημασία στις σταγόνες και απλά να ξεδιψάω πίνοντας μονορούφι απ’ την πίντα, βιαστικά, για να προλάβω και να’ μαι εγκαίρως στη δουλειά. Ναι, άλλαξαν πολλά , στον ρυθμό της κοινωνικής μας ένταξης, αλλά και πάλι, μερικά παρέμειναν ίδια και απαράλλαχτα, όπως κάποιες απορίες. Τότε, τις χαρακτήριζε η αφέλεια και η απλοϊκότητα της σκέψης. Τώρα, τις συνοψίζουν φράσεις με διάθεση κριτικής, όπως το: «δε μεγάλωσες ποτέ»…
- Θα χάσεις το λεωφορείο.
- Δεν το χάνω.
- Και είκοσι, είναι. Δε θα σε περιμένει εσένα να ντυθείς.
- Ντυμένος είμαι. Βάζω τα παπούτσια μου και κατέβηκα.
- Κάμε καλά. Και κοίτα, βάλε σπορτέξ, για να πας γρήγορα με τα ποδάρια…
- Δεν θα το χάσω, σου είπα.
- Τι κάθομαι κι ασχολούμαι; Εγώ ξεσκόλισα. Και δεν είχαμε λεωφορεία τότες. Από τσι οχτιές κατεβαίναμε σα τα κατσίκια, μέσα στους λόγγους, αχάραγα, κι έπειτα βάναμε τα ποδάρια στην πλάτη και…
- Ναι, ξέρω. Και πηγαίνατε 7 χιλιόμετρα μέχρι το σκολειό, κι άλλα τόσα στο γυρισμό. Και μετά στο κτήμα για να βοηθήσετε τους γονείς σας και γυρίζατε νύχτα και διαβάζατε με το σπερματσέτο, γιατί δεν είχε ρεύμα και το φαί σας ήτανε μια φέτα ψωμί με λάδι. Αλλά τα προλαβαίνατε όλα, όχι όπως εμείς σήμερα που τα’ χουμε στο πιάτο και όλο γκρινιάζουμε. Ξέχασα τίποτα;
- Κορόιδευε. Να δούμε όταν μεγαλώσεις…
- Και δε θα προκάνω ούτε να σκεφτώ, όχι να ντυθώ.
- Κοίτα, μπορεί να μη σε φτάνω εγώ, αλλά σε φτάνει η βίτσα. Και τσι εξυπνάδες να τσι κόψεις, το καλό που σου θέλω. Έλα αμιά, πρωί – πρωί, που κάθομαι και σε περιμένω να κατέβεις. Έχω αφήκει τόσες δουλειές ιμπάντο για χάρη σου.
- Φακό να πάρεις, μη ντέσεις σε κάνα πιτέρι…
Το χιούμορ από μόνο του σαν στοιχείο διαφοροποίησης, σε σύγκριση με την παθητικότητα, ή την γκρίνια, έδινε εκείνη την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης, ορθώνοντας την ασπίδα της αντιλογίας απέναντι στο δεδομένο και την υποχρεωτικότητα. Επιπλέον, παραμόρφωνε την εικόνα, σαν τους καθρέφτες στα λούνα παρκ, προσθέτοντας κυματιστές αντανακλάσεις αντιδραστικότητας. Κι αυτό ήταν κάτι που άλλοτε κατέληγε σε ένα ελαφρύ μειδίαμα και άλλοτε στον επικίνδυνο φράχτη της ειρωνείας, κι από εκεί στην παρεξήγηση. Οπότε χρειαζόταν επιδέξιο χειρισμό, αν ήθελες να αποφύγεις την πραγματική σύγκρουση. Ένα παιχνίδι κι αυτό δηλαδή, με τα όρια και τις αντοχές, το σημείο ελαστικότητας όπως μας μαθαίνανε στην φυσική, πριν κοπεί ο ιμάντας. Κάπου εκεί ενδιάμεσα υπήρχε μια υποτυπώδης ασφάλεια, την οποία δοκιμάζαμε σε κάθε ευκαιρία. Το μόνο ψεγάδι με το χιούμορ, ήταν ότι δεν το καταλάβαιναν όλοι, κι αυτό είχε απρόβλεπτα αποτελέσματα, όχι ιδιαίτερα ευχάριστα πολλές φορές…
- Δεν πρόλαβες; Τι πάει να πει, δεν πρόλαβες; Μια ολόκληρη μέρα είχες μπροστά σου;
- Ε, όχι και μια ολόκληρη μέρα. Στις 2 σχολάσαμε. Μέχρι να πάω στο σπίτι πήγε 3. Έρχομαι με το λεωφορείο. Οπότε…
- Οπότε; Από τις 3 που έφτασες σπίτι, γιατί πηγαίνεις με το λεωφορείο, είχες μισή μέρα για να λύσεις τις ασκήσεις.
- Ναι, αλλά δεν είχα μόνο αυτό το μάθημα..
- Ναι, ε; Σε κουράζουμε, πα να πει; Μήπως θέλεις κανένα ρεπό;
- Γίνεται;
- Πως, αμέ. Πήγαινε στο γραφείο του διευθυντή να του πεις ότι στο’ δωσα εγώ. Και που’ σαι; Πάρε όλη τη μέρα, όχι μόνο τη δική μου ώρα. Αύριο κιόλας. Για να προλάβεις να λύσεις τις ασκήσεις. Αυτές που ήταν για σήμερα και αυτές εδώ, που είναι για την Τετάρτη.
- Μα, κύριε, ένα αστείο ήτανε…
- Αστείο; Στο μάθημα, Ντίνο δε κάνουμε αστεία. Αυτά είναι για όταν σχολάσετε.
- Ναι, αλλά άμα κάνουμε αστεία όταν σχολάσουμε, δεν θα προλάβουμε να λύσουμε τις ασκήσεις…
- Μου φαίνεσαι κι εσύ κάπως κουρασμένος, ξέρεις; Δε παίρνεις ένα ρεπό να διαβάσετε μαζί με τον Βασίλη;
- Μα, κύριε…
- Κεριά και λιβάνια. Να, πάρε κι εσύ τις ασκήσεις της Τετάρτης.
- Εγώ τις έκανα τις σημερινές…
- Να τις ξανακάνεις για σιγουριά. Ποτέ δε ξέρεις. Μπορεί να υπολόγισες μέσα – κατά λάθος βέβαια – και το σκορ του χθεσινού παιχνιδιού. Είδατε τι ωραία που είναι όταν κάνουν κι οι δύο καλαμπούρια, κι όχι μόνο ο ένας;
Η εξίσωση του χρόνου – τότε τουλάχιστον – είχε μια μόνο λύση: συνέπεια Χ πειθαρχία +- υπευθυνότητα : ταλάντευσης στην αναισθησία Χ ετυμολογία στο τετράγωνο. Όσοι έλυσαν έτσι τις ασκήσεις εκείνες, μπορεί να μην έπιασαν ούτε τη βάση στο σκολειό, όμως ξεγέλασαν τους χειμώνες και παρέμειναν με το μισοχαμογελαστό βλέμμα, σαν να περπατούν και να σκαρφίζονται ανέκδοτα. Βέβαια, κι αυτό είχε επιπτώσεις. Όλα έχουν. Δράση και αντίδραση. Οι τολμηροί τούτου του κόσμου, που αψηφούν και αμφισβητούν τους κανόνες, στο τέλος αποκομίζουν χλεύη, απόρριψη και καμιά φορά, κατακόκκινο σβέρκο από τις φάπες, τις εικονικές, τις μεταφορικές και τις άλλες, τις κανονικές.
- Σιγά μη προλάβουμε. 10 λεπτά θέλει ακόμα και τρώμε 2 γκολ.
- Ε, και; Γυρνάει ρε, το ματς. Τσαβάτες είναι, άμπαλοι.
- Ναι, αλλά μας βάλανε δύο ωστόσο…
- Γιατί κοιμόσουνα όρθιος πάλι! Θέλεις και κουβέντες από πάνω. Πάμε γερά να τσου ξηγήσουμε τ’ όνειρο. Ελάτε, ρε! Τι μούτρα είναι αυτά; Κωλώνετε;
- Ρε Γρηγόρη, στα λόγια είναι εύκολο.
- Άσε τις φιλοσοφίες για μετά Ντίνο. Τώρα παίζουμε μπαλόνι.
- Και χάνουμε…
- Ποιος το’ πε αυτό;
- Ο Τάσος…
- Μολογούρη, ε μολογούρη!
- Δε πιστεύεις ότι τσου νικάμε;
- Δε προλαβαίνουμε.
- Και που το γράφει αυτό; Στα μαθηματικά, για στη Γεωγραφία;
- Πουθενά. Είναι απλή λογική. Έχουν μείνει 8,5 λεπτά. Θέλουμε 1 λεπτό για την σέντρα και άλλα 2 μέχρι να φτάσουμε στην περιοχή τους. Μένουν 5,5 λεπτά. Και γκολ να βάλουμε αμέσως, θα μας φάνε 2-3 λεπτά μέχρι να κάνουνε εκείνοι σέντρα. Σε 2 λεπτά προλαβαίνεις να βάλεις 2 γκολ για να κερδίσουμε;
- Ναι, βλέπεις, το’ πε κι ο Τάσος.
- Και το εξήγησε κιόλας.
- Έτσι, ε; Το εξήγησε καλά;
- Αμφιβάλλεις ότι είναι έτσι; Εγώ βγάζω 17 φέτος και πάω για 18 απολυτήριο. Εσύ;
- Εγώ βγάνω 14 και με τα φλαπίδια που θα φας, πάω για 12 και επειδή είσαι χέστης, μαρτυριάρης και κότα, χαλάλι της και η αποβολή!
- Θα κάνετε ρε χέστηδες τη σέντρα, ή τα παρατήσατε;
- Κουτοί είναι να φάνε κι άλλα;
- Χα χα χα!
- Μας κοροϊδεύουνε κι από πάνω.
- Ε, αφού προλάβανε και βάλανε τα γκολ…
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει