Αυτή η βιασύνη για να μεγαλώσουμε, ξινή μας βγήκε στο τέλος. Τρέχεις να καλύψεις το χρόνο, λες και συναγωνίζεσαι ποιος θα φτάσει πρώτος, σε μια κούρσα που έχει από την αρχή γνωστό τον τερματισμό και μένει να ακουστούν τα ονόματα όσων έφτασαν και όχι των νικητών. Γιατί πολλοί σταματούν στα μισά, ή και νωρίτερα. Ήταν πολλά εκείνα που δεν γνωρίζαμε τότε και τα μάθαμε καθώς εναλλάσσονταν τα καλοκαίρια με τους χειμώνες, διακριτικά, απαλά, ξεγελώντας μας με κάτι ενδιάμεσους σταθμούς, βροχή και λιακάδες, ωριμάζοντας το βλέμμα, γεμίζοντας το γραμμές υπομονής, ανικανοποίητου και ζάρες απ’ τα χαμόγελα τα παιδικά, που δε σβήνουν ποτέ τελικά. Όλα όσα εξηγήσαμε και εκείνα που έμειναν αναπάντητα, στριμώχνονταν σε πρόσωπα κουρασμένα, με τα συναισθήματα αποτυπωμένα στου καθενός τα μάτια. Εντυπώσεις από την διαδρομή που ξεκίνησε με τρεχάλα και κατέληξε βάδην. Γιατί τα μάτια, εκτός από καθρέφτης της ψυχής είναι και μια μισόκλειστη πόρτα, με το πόμολο γεμάτο προσμονή για κείνον που θα τ’ αγγίξει…
- Τι έκανες εκεί, παιδί μου;
- Ξυρίστηκα. Τι έκανα;
- Εσύ δεν ξουρίστηκες, ν’ αυτοκτονήσεις πήγες!
- Υπερβολές.
- Κοιτάχτηκες στον καθρέφτη;
- Και πως λες να ξυρίστηκα;
- Πολύ θα’ θελα να’ ξερα. Έλα να σου βάλω κάτι πάνω, που πήγες και σημάδεψες το μούτρο σου και έγινες σα καρνάβαλος. Παντού κόπηκες. Τι ήθελες και τα’ βγαλες τα χνούδια…
- Δεν ήταν χνούδι. Γένια ήταν.
- Ναι, σα του Μάχου του σπανού, που τα’ χει απ’ όταν πηγαίναμε σχολείο και είναι ίσα με το μπάρμπα σου.
- Μεγάλωσα, θεία. Αλλά εσύ δε το καταλαβαίνεις, γιατί νομίζεις που’ μια ακόμη μικρός και με κανακεύεις.
- Ναι, πως. Μπόι έριξες, δε λέω. Αλλά για να μεγαλώσεις θέλεις πολύ ακόμα. Και το καλό που σου θέλω μέχρι τότε να ακούς το λόγο, γιατί…
- Θα πάμε σινεμά με τα παιδιά το Σαββάτο.
- Ααααα, γι’ αυτό σ’ έπιακε η φούρια να μεγαλώσεις, πα να πει. Μωρέ όση ξούρα και να ρίξετε, ο Θανάσης δε σας αφήνει να μπείτε που να χτυπιοσάστενε κάτω σα χταπόδια. Λες και δε ξέρει πόσο χρονώ εισάστενε, που σας ξατρέχει από μιτσά στο χωράφι. Χώρια που σε 5 μέρες δε προλαβαίνουνε να φυτρώσουνε. Εδώ κάμανε 2 χρόνια να γένουνε σα φρεναρισιά από το μοτοσακό του μπάρμπα σου.
- Βέσπα έχει ο θείος.
- Σα τη βέσπα το λοιπόν, πνεύμα αντιλογίας. Δε βαριόσαστε να σας γέρνει κάθε τρεις και λίγο στο ταμείο και να γινοσάστενε ρεντίκολο στα κορίτσια; Τα ακατάλληλα είναι για τσου μεγάλους. Όταν μεγαλώσεις, θα’ ρθει και η δική σου η σειρά να τα δεις. Όχι που χάνεις τίποτα, χαζομάρες είναι και θα το δεις. Πεταμένα λεφτά. Αλλά εσάς, σας έχει φάει το μηλίγγι η φούρια. Πήγαινε να φέρεις τον τενεκέ με το λάδι από κάτω, τι ο μπάρμπας σου έχει…
- Τη μέση του, ξέρω.
- Εμ, έλα που δε ξέρεις. Έχει πάει να ψαρέψει κουτούμπανους σα και του λόγου σου. Περίμενε. Για έλα δω, να δω κάτι.
- Τι;
- Δε πιστεύω να ξουρίστηκες με το λεπίδι το στομωμένο; Εκείνο που’ ναι στο ποτήρι με την οδοντόπαστα. Ανάθεμα την ώρα που δε το πέλυσα! Εκατό φορές του΄χω πει να το πετάξει!
- Γιατί, τι έχει;
- Τι έχει; Θα γιομίσεις σπυράκια και θα γένει το μούτρο σου σα χειμωνιάτικο σκαλτσούνι, αυτό έχει! Διάτανε! Έλα να σου βάλω αλοιφή, μη σε δει η μάνα σου έτσι και πας σινεμά το Μεγάλο Σαββάτο! Τι αμαρτίες πλερώνω ήθελα να’ ξερα, με σένανε και το ποντίγιο σου! Μωρέ δε θα σώσεις το σκολειό, μετά θα δεις. Μόνο φαντάρος θα στρώσεις. Κι εσύ και οι ρέστοι οι ρεμπεσκέδες, οι ανεσίσταγοι!
Ήταν διάχυτη εκείνη σιγουριά, ότι το στρατιωτικό ωριμάζει και φέρνει στα ίσια του τον χαρακτήρα, ακόμη και του πιο ατίθασου και κάθε φορά φρόντιζαν να μας το θυμίζουν υπό μορφή απειλής. Η αλήθεια είναι ότι προκάλεσε αρκετές αλλαγές, στον τρόπο που μέχρι τότε αντιμετωπίζαμε καταστάσεις. Πρόσθεσε μπόλικες εμπειρίες στο σακίδιο, μαζί με τις σκηνές και τα εξαρτήματα, το παγούρι και το κράνος, σ’ όλες εκείνες τις πορείες. Αλλά αυτά τα ξέραμε κάποιοι από τους προσκόπους ήδη. Οι συνήθειες και εκείνα που μάθαμε, τα μικρά, καθημερινά, οι λεπτομέρειες, οι πληροφορίες που περνούσαν απαρατήρητες από μπροστά μας όταν ήμασταν παιδιά, αυτές έκαναν την διαφορά. Και φυσικά, έφεραν μαζί τους και μια νομοτελειακή συνάντηση με την βιασύνη. Γιατί άλλο να ξυρίζεις χνούδια για βγουν γένια και να φανείς μεγάλος στο ταμείο, μήπως και δεις κανένα ακατάλληλο, κι άλλο να αποτελεί υποχρεωτικότητα και τα μάγουλα να τσιμπάνε όπως γύριζε πάνω τους ανάποδα η παλάμη και ο κίνδυνος να χάσεις την έξοδο σε ανάγκαζε να μιμείσαι τους μεγάλους, θέλοντας και μη.
- Για κοίτα τον, ρε συ Γιώργο. Κοίτα που δε λέει να αγοράσει ξυραφάκια και επιμένει σε κείνο το λεπίδι και το βουρτσάκι με την κρέμα επάνω. Μετά, θα δεις, βάνει ταλκ. Σα κι αυτό που μας βάνανε μωρά. Δεν αλλάζουνε συνήθειες οι παλιοί με τίποτα. Γι’ αυτό και μένουνε πίσω, δε μπορούνε να μας καταλάβουνε, ούτε εμάς, ούτε και την εποχή μας. Έχουνε μείνει πίσω, σου λέω. Και κάθε μέρα, έτσι; Μη πάει και δε ξυριστεί κόντρα.
Ο κυρ Θόδωρος, ο εισπράκτορας του αστικού, με κείνη την μισοχαμογελαστή μουτσούνα, ήταν πράος, καλοκάγαθος και ήρεμος άνθρωπος. Όχι σαν τους κατσουφιασμένους συνάδελφους τους, που ήταν αυστηροί και μιλούσαν απότομα. Τον παρακολουθούσαμε εκείνο το απόγιομα απ’ το παραθυράκι του μπάνιου, κρυμμένοι πίσω απ’ την απιδιά, περιμένοντας να τελειώσει με το ξύρισμα για να σκαρφαλώσουμε και να τα λεηλατήσουμε. Τα αγαπημένα μας κλεψιμέικα ήταν, μαζί με τις τζίντζολες του κυρ Μανώλη πιο κάτω. Μου έκανε εντύπωση η ιεροτελεστία των κινήσεων και το σταθερό χέρι. Πρώτα το δεξί μάγουλο, μετά ο λαιμός, έπειτα το αριστερό, το μουστάκι και στο τέλος το πηγούνι. Μια ακολουθία από την οποία δεν παρέκλινε ποτέ. Γιατί, περιμένοντας να βρούμε την κατάλληλη στιγμή, τον πετύχαμε πολλές φορές πάνω στο ξύρισμα. Ενδιάμεσα, βουτούσε το λεπίδι στο ζεστό νερό, το ξέπλενε, έπιανε με το ένα χέρι το σημείο που θα ξύριζε και το τέντωνε και με το άλλο περνούσε από πάνω επιδέξια, αφήνοντας έναν ήχο όπως το κασάρι του θειού μου, όταν θέριζε το χόρτο. Ανατριχιαστικό.
- Έσωσε. Πάμε;
- Φύγαμε.
Οι εποχές των άλλοθι και της αφέλειας κάποια στιγμή πέρασαν και έδωσαν τη θέση τους στο μεσοδιάστημα εκείνο, που οδηγεί από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ένας διάδρομος όπως στα σπίτια, που από την εξώπορτα πήγαινε τα βήματα μέχρι το σαλόνι. Τόσο μικρός μου φαίνεται σήμερα και τόσο μακρινός πια, που δε θυμάμαι για πόσο τον διάνυσα. Τότε μετρούσαμε μόνο τα απαραίτητα. Τα βήματα πριν το πέναλτι, την ώρα για να χτυπήσει το κουδούνι, τις μέρες μέχρι να’ ρθει το Σάββατο, τα παγωτά και τα μπάνια, τα μπλουζ που χορέψαμε, τη στιγμή που τα γένια θα τσιμπήσουν επιτέλους στο πρόσωπο και ποτέ μα ποτέ τις λέξεις, πριν τους δώσουμε μορφή. Στο στόμα, ή στη γραφή. Τώρα, για κάποιους από μας τουλάχιστον, το ηλεκτρονικό χαρτί στον υπολογιστή τις μετράει και το βλέμμα ανατρέχει διαρκώς εκεί, προκειμένου να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός για το επόμενο κείμενο. Με ένα περίεργο τρόπο, από ένα σημείο κι έπειτα μοιάζει σαν να’ χουν αντιστραφεί όλα και να πηγαίνουμε με βήματα προς τα πίσω, όπως τότε που παίρναμε φόρα για να πηδήξουμε τον μαντρότοιχο και να φέρουμε πίσω τη μπάλα. Και κάπως έτσι, σε ανύποπτη στιγμή, έρχονται οι μνήμες, για να προβάλλουν σε διαφάνειες αποσπάσματα από εκείνα τα ξεσπάσματα παιδικότητας…
- Φτάνει, ωρέ παιδί. Το’ καμες σιάδι! Σκιάζεσαι μη τηνε τσιμπήσουνε τα γένια τσι κακοφανεί;
- Ντίνο… Θα σου πω τίποτα απογεματιάτικα.
- Πηγαίνει 7 και τέταρτο και τσι 8 πρέπει να’ μαστε στο σπίτι του Άκη, που άμα ξέχασες, είναι στην πόλη και θέλουμε κάνα μισάωρο στο νερό. Ρίξε άφτερ σέιβ να σώσουμε.
- Έχεις πολύ γκρίτα πάνω σου, το ξέρεις; Και αγχώνεσαι με το παραμικρό. Σε πάρτι πάμε . Κι έπειτα, έχουμε το μηχανάκι, δε θα πάμε με τα ποδάρια. Έλα αμιά.
- Πες το, το λοιπόν, που με κάνεις και κοιτάω μια εσένα και μια το ρολόι, σαν το Τζώνι. Θυμάσαι κόλλημα που’ χε φάει, όταν του το’ χανε αγοράζει οι δικοί του; Εκείνο το κουάρτζ, με την ψηφιακή οθόνη.
- Μωρέ κι αυτό το θυμάμαι και τις φάπες που του’ ριχνε ο Γρηγόρης, του τσαμένου. Τον είχε βρει του χεριού του. Αλλά κι εκείνος, όλο τσι μάζευε, κι όλο πίσω μας ερχότανε.
- Ε… δεν είχε παρέα, τι να κάμει; Έσωσες;
- Ντακάπο τα ίδια; Λύσιαξες. Ναι, έσωσα. Αλλά… το πράσινο το πουκάμισο πηγαίνει με το παντελόνι; Δε ρωτάς την αδελφή σου που ξέρει απ’ αυτά;
- Βουρλίστηκες τελείως, μου φαίνεται. Μια χαρά πηγαίνει. Πάμε κι εμείς να φύγουμε, να πηγαίνει καλύτερα στο μηχανάκι!
Τα πάρτι εκείνα στα σπίτια των φίλων, ήταν πολύ περισσότερο από μια ευκαιρία για διασκέδαση, ή μεταξύ μας συναντήσεις. Κανένα απ’ τα δύο δε μας έλειπε, άλλωστε. Είχαν μια προσμονή κι ένα χτυποκάρδι, που προκαλούσε τρέμουλο και κοκκίνιζε τα μάγουλα, χωρίς να’ χεις ξυριστεί. Μπαίναμε με προσδοκίες, στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης και φεύγαμε άλλοι με κομμένα φτερά, κι άλλοι με ένα πλατύ χαμόγελο και την αίσθηση ότι τα πόδια αιωρούνταν καμιά δεκαριά πόντους πάνω απ’ το χαλάκι της εισόδου. Για τον καθένα μας επιφύλασσε και κάτι διαφορετικό. Μια γκάμα συναισθημάτων που έσερνε τα πόδια της στην ντροπή, τη δειλία, τις αμφιβολίες, κι ένα κόμπο στο λαιμό πολλές φορές, αλλά και αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση, θάρρος και θράσος, ικανά να σπρώξουν τα βήματα μπροστά. Μια πρόγευση των όσων μας περίμεναν στα χρόνια που ακολούθησαν, όταν ενήλικες πλέον διαχειριζόμασταν τις ζωές μας, με συγκάτοικους την επιβεβαίωση και την απογοήτευση, σε καθημερινές εναλλαγές. Εκεί, κάτω απ’ το ημίφως, με τις μελωδίες να παρασέρνουν τις σκέψεις, η αμηχανία του απρόοπτου, αυτού που στιγμή δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό σαν προοπτική, έκανε ξεχωριστές στη μνήμη τις ίδιες τις στιγμές. Τους έδινε μια μυθική υπόσταση. Αξέχαστη.
- Μα… Να σου πω…
- Τι έγινε; Που πάει η Ρένα;
- Ξέρω, ρε Ντίνο, να πάρει ο διάολος τα ξυραφάκια όλα και τους αφρούς από δω ίσα με το λιμάνι;
- Ρε, θα με τρελάνεις βραδιάτικα; Αφού…
- Δεν έχει αφού και ξαφού. Πουθενά δε τις βρίσκεις. Μια το ένα, μια το άλλο. Ούτε που ξέρουνε τι θέλουνε.
- Πάμε έξω να μου πεις.
- Τι να σου πω, μωρέ Ντίνο;
- Τι έγινε;
- Της άρεσα καλύτερα αξύριστος λέει, γιατί έβγαζα περισσότερο ανδρισμό. Ενώ τώρα, της θυμίζω το γυμνάσιο που όλο για μπάλα μιλούσαμε και το μυαλό μας ήτανε από 10 χρονών παιδιά. Άει στο διάολο για ξύρισμα! Θα τα’ αφήσω σα του παπά – Γιάννη, να δω τι θα πει την επόμενη φορά!
- Μέχρι να γίνουνε σα του παπά – Γιάννη…
- Τι εννοείς;
- Μην αρπάζεσαι. Να, δεν είμαστε ακόμα μεγάλοι. Εντελώς, δηλαδή, θέλω να πω. Και μέχρι τότε, θα’ χεις γνωρίσει άλλες Ρένες και θα’ χεις ρίξει ξούρες, οοου…
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει