Ο ήχος του κινητού διέκοψε τη σιγή στο δωμάτιο.
- Ναι, ακούστηκε απρόθυμα.
- Ο κύριος Σακκάς; Μια βαριά αλλά ευγενική φωνή ακούστηκε από την άλλη μεριά της τηλεφωνικής γραμμής.
- Ο ίδιος.
- Κύριε Σακκά ονομάζομαι Μαγκίνης. Το τηλέφωνο σας μου έδωσε ο κ. Στάικος, ο δικηγόρος μου. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε από κοντά; Βρίσκομαι στο σπίτι μου στο Κολωνάκι. Σόλωνος 18 στο δεύτερο όροφο, επάνω από το κατάστημα με τα συλλεκτικά είδη. Ο τόνος της φωνής υποδήλωνε μια επιτακτικότητα και παρά την ερώτηση, δεν άφηνε περιθώρια για άλλη απάντηση από την αποδοχή, κι αυτό δε του άρεσε καθόλου.
- Είναι αργά, κ. Μαγκίνη. Οι ώρες λειτουργίας του γραφείου είναι…
- Το γνωρίζω, κ. Σακκά, τον διέκοψε κομψά. Όμως είναι ανάγκη να σας δω απόψε.
- Έπειτα, θα πληρωθείτε για τις υπηρεσίες σας επιπλέον και μάλιστα προκαταβολικά.
Ήταν μια λέξη κλειδί: «προκαταβολικά». Το νοίκι έτρεχε στον τρίτο απλήρωτο μήνα, τα κοινόχρηστα συμπλήρωναν εξάμηνο, το ρεύμα ήταν με διακανονισμό και το νερό δεν είχε καταλάβει γιατί δεν του το είχαν κόψει, έχοντας ξεχάσει πότε πλήρωσε για τελευταία φορά. Οι ενδοιασμοί μηδενίστηκαν, όπως το κοντέρ στο ταξίμετρο: ακαριαία.
- Λοιπόν, κ. Σακκά; Είμαστε σύμφωνοι; Αν λέγαμε σε 40 λεπτά, είναι εντάξει;
Η σιγουριά του κ. Βιαστικού ήταν ένα ακόμη από εκείνα που τον εκνεύριζαν. Φανέρωνε παράδες και εξουσία. Με το πρώτο δεν είχε κανένα πρόβλημα, αρκεί να κατέληγαν στην τσέπη του, κάποια έστω. Το δεύτερο τον είχε φέρει μούτρο με μούτρο με την υπηρεσία, γι’ αυτό και τα βρόντηξε πριν 5 χρόνια. Δεν ήταν όμως σε θέση ισχύος. Υπολόγισε στα γρήγορα την απόσταση απ’ το Παγκράτι και απάντησε:
- Ναι, είναι εντάξει.
- Πολύ ωραία. Μόλις φτάσετε χτυπήστε το θυροτηλέφωνο. Σας ευχαριστώ.
Ούτε που πρόλαβε να μιλήσει. Θα πρέπει να ήταν το πιο ευγενικό κλείσιμο στο μούτρο που είχε φάει. Έτσι είναι αυτοί οι τύποι σκέφτηκε, το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν τη δουλειά τους. Το θέμα είναι ότι έτσι ίσως έκανε κι εκείνος τη δική του. Σηκώθηκε βαριεστημένα, κατέβασε μονορούφι το ουίσκι, κι έκανε ένα μορφασμό καθώς κατέβηκε απότομα στο λαρύγγι οξυγονώνοντας τον εγκέφαλο. Πήγε μέχρι τον ξεβιδωμένο καλόγερο του χολ και άρπαξε το δερμάτινο μπουφάν και το σκούφο. Άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Έψαξε τις τσέπες του μπουφάν και άρχισε να ανοιγοκλείνει τα συρτάρια στο παλιό, φθαρμένο γραφείο βλαστημώντας. Τελικά, κάτω από το περιοδικό με τα σταυρόλεξα, σ’ αυτό που κάποτε ήταν μια γκρι, γυαλιστερή πολυθρόνα, βρισκόταν το 48αρι. Τράβηξε νευρικά το γεμιστήρα, τον τσέκαρε, κι έπειτα το’ βαλε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν. Άφησε ανοιχτό το πορτατίφ. Είχε σκοντάψει πολλές φορές από την τσιγκουνιά του και ακόμη τον πονούσε το κεφάλι από την τελευταία φορά. Λίγο πιο πέρα απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας ήταν παρκαρισμένο το ασημί Μεγκάν. Παρά τα 18 του χρόνια και τις αμέτρητες «δοκιμασίες», ακόμη άντεχε το μαλακισμένο. Άμα θέλουν οι Γάλλοι φτιάχνουν αμάξια. Μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά, πετώντας το τσιγάρο απ’ το παράθυρο. Μετά από άπειρες προσπάθειες, απόψε πέρασε μέσα απ’ τα χωρίσματα και τρύπωσε στο αποχετευτικό φρεάτιο. Ήταν καλό σημάδι, ή τυχαίο; Κάτι του’ λεγε ότι θα μάθαινε σύντομα…
- Σας ανοίγω αμέσως, ακούστηκε η ίδια προσποιητά ευγενική φωνή στο θυροτηλέφωνο.
Χεσμένο τον είχε ο τύπος. Κάποια βρωμοδουλειά ήταν από πίσω. Τους ήξερε αυτούς τους μαλάκες στο Κολωνάκι. Αλλά, για στάσου. Αυτός εδώ έμενε σε πολυκατοικία. Λες να ήταν φραγκάτος ιμιτασιόν; Μπα, αφού ήξερε τον Στάικο. Είχε κονομήσει κάμποσα κελεπούρια από δαύτον παλιότερα. Από τη μέρα όμως που τον έριξε στη φάση με τις Ρωσίδες δε τα πήγαιναν και πολύ καλά. Τι στο διάολο τον θυμήθηκε απόψε; Λες να’ θελε να του φορτώσει καμιά ζοχάδα; Ας είχε το νου του στον τύπο επάνω, για καλό και για κακό. Ποτέ δε ξέρεις από πού μπορεί να τη φας.
Η είσοδος ήταν δίπλα από ένα κατάστημα με αντίκες, παιχνίδια, μικροαντικείμενα και διάφορα συλλεκτικά είδη. Το εσωτερικό του κτιρίου μαρτυρούσε καλοφτιαγμένη κατασκευή, που συντηρούνταν σε εξαιρετική κατάσταση. Επενδύσεις ξύλινες κάλυπταν τα μεταλλικά τμήματα σε τοίχους, σκάλες, ασανσέρ, δίνοντας μια αίσθηση ρετρό στο χώρο. Εδώ θα’ μαιναν τίποτα λεφτάδες σίγουρα. Φαινόταν η δουλειά. Όχι σαν τα δικά μας τα κλουβιά που δε μπορείς ν’ ανασάνεις, κι άμα κοιτάξεις πάνω από 5 λεπτά το φωταγωγό σε πιάνει να φουντάρεις. Τούτοι δω έχουν απ’ όλα τα κομφόρ. Στα τέτοια τους άμα ακριβύνει το πετρέλαιο. Άσε που πρέπει να’ ναι ιδιόκτητα τα διαμερίσματα εδώ. Σιγά μην είναι στο νοίκι. Αυτά είναι για την πλέμπα. Με κάτι τέτοιες σκέψεις ανέβηκε απ’ τις σκάλες στο δεύτερο(δε γούσταρε τα ασανσέρ από τότε που κλειδώθηκε σ’ ένα απ’ αυτά στην πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη το ’82). Το κτίριο είχε 4 ορόφους. Κάθε ένας κι από ένα διαμέρισμα. Χλιδή. 170 τετραγωνικά έκαστο. Τσάμπα πράμα. Άμα είχε εκείνος τέτοιο σπίτι, θα’ βαζε φιλέ στη μέση να παίζει τένις. Τι μαλάκες που’ ναι οι πλούσιοι ρε;
Απέναντι απ’ το ασανσέρ μια καφέ πόρτα ασφαλείας ήταν μισάνοιχτη. Στο άνοιγμα της στεκόταν ένας ξερακιανός καμιά 60αρια χρονών, με γιλέκο και πουκάμισο άσπρο, ίδιος κρουπιέρης σε καζίνο. Τον κοιτούσε με απάθεια, σα να’ ταν μύγα που περίμενε να φύγει. Αυτός όμως είχε έρθει για να μείνει. Οπότε έπρεπε απ’ την αρχή να ξεκαθαρίσει τα πράγματα με τον λακέ και να του ξηγήσει ποιος κάνει κουμάντο. Μη του μπαίνουν τίποτα ιδέες, του λακαμά.
- Ο κύριος Μαγκίνης σας περιμένει στο γραφείο, είπε με στόμφο, κι έπειτα έκανε στην άκρη για να περάσει. Του’ ριξε το βλέμμα το μοβόρο εκείνο που φόβιζε τους δικαστικούς επιμελητές και γλύτωνε τη θυροκόλληση, αλλά δεν έδειξε να μασάει. Τον κοίταξε σαν να μην ήταν εκεί και συνέχισε: ακολουθήστε με, παρακαλώ. Γύρισε τον κώλο του και βάδισε σα σε λιτανεία προς το βάθος του χολ. Στα δεξιά ήταν μια βαριά, δίφυλλη πόρτα. Την χτύπησε.
- Περάστε. Ακούστηκε η γνωστή και καλά ευγενική φωνή του τηλεφώνου.
Για να σε δούμε κι από κοντά ρε αλάνι, γιατί μας τη βγαίνεις πολύ Ομάρ Σαρίφ να πούμε και δε γουστάρουμε έτσι. Το γραφείο ήταν σαν εκείνα που βλέπεις στις ταινίες με τους μεγαλοδικηγόρους(από κοντά δεν είχε δει κανέναν). Τίγκα στο βιβλίο και με ένα γραφείο που θα’ κανε όσο δύο Μεγκάν, μη σου πω και τρία. Τα έπιπλα και τα φωτιστικά, οι κουρτίνες και όλα τα συναφή τέλος πάντων, λέγανε ότι ο τύπος δε το’ παιζε, αλλά κολυμπούσε στο παραδάκι. Ας το πήγαινε λάου – λάου λοιπόν, χωρίς πολλούς τσαμπουκάδες. Ναι, μωρέ, δε γαμιέται. Τα φράγκα του να πάρει και δε πα να γαμηθεί ο φλώρος με τη μωβ ρόμπα τη μεταξωτή και την ασορτί γραβάτα.
Ο τύπος ήταν όπως τον είχε φανταστεί στο τηλέφωνο. Γκρίζα μαλλιά, χτενισμένα στην μπάντα(χωρίστρα ρε μαλάκα; Τι λες τώρα;), ντεμοντέ από πάνω μέχρι κάτω, σα να βγήκε από φιγουρίνι του Πάνθεον. Είχε κι ένα μουστακάκι σα φρενάρισμα από σολεξάκι πάνω σε ασβέστη, που θύμιζε τους χωροφύλακες στις Ελληνικές ταινίες του ’60. Άμα φορούσε και τη γκρι τη στολή τους, ίδιος θα’ τανε. Τον έπαιρνε ο Φίνος για κομπάρσο χαλαρά. Μόνο που το ημερολόγιο στον τοίχο της κουζίνας έγραφε 11 Νοέμβρη του 2021 και το θυμότανε γιατί το πρωί είχε σκίσει καμιά 15αρια μέρες που’ χανε μείνει κολλημένες οι μαλακισμένες, κι έτσι ρετάριζε η καθημερινότητα του και γινόταν ασυνεπής στις πληρωμές. Έτσι έλεγε στους άλλους. Γιατί την πάρτη του δε γινόταν να την ξεγελάσει. Μη λέμε μαλακίες τώρα.
- Καθίστε, κ. Σακκά, είπε δείχνοντας μια αναπαυτική πολυθρόνα στα δεξιά του γραφείου, δίπλα στο πορτατίφ με την πράσινη λάμπα. Λες και είχε μπει σε σκηνικό από σαλούν σε ταινία γουέστερν. Ο τύπος τον κοίταξε με μια καλοσύνη που την είχε δουλέψει κάνα δύο μήνες σε πρόβες και συνέχισε το ίδιο μειλίχια. Θα πιείτε κάτι;
- Ναι, αμέ. Σιγά μη ξηγηθεί ευγενικά. Κάτσε να τους πάρει το αέρα από την αρχή, μη νομίσουνε που κωλώνει και έχουμε ιστορίες. Ο τύπος του γέμισε ένα κρυστάλλινο ποτήρι γεμάτο γωνίες με ουίσκι, από ένα περίεργο μπουκάλι που δε το’ χε ξαναδεί ούτε σε διαφήμιση. Πάγο;
- Όχι, σκέτο. Όχι ρε, δε θα σου πω ευχαριστώ, που μ’ έφερες βραδιάτικα απ’ το Παγκράτι να πούμε. Άντε μπράβο. Τι να πα να πει άμα χρωστάω; Ότι θες θα μας κάνεις επειδή έχεις φράγκα; Ήθελε να τα πει όλα αυτά, κι άλλα πολλά γαμώ τα λεφτά τους να πούμε, αλλά δεν είπε τίποτα. Το σήκωσε και χωρίς να περιμένει να ακούσει τίποτα, κατέβασε το μισό. Του’ φυγε η μαγκιά! Ένα κάψιμο ξεκίνησε απ’ το λαρύγγι και έφτασε στο σβέρκο. Νόμιζε που του πήρε φωτιά το κεφάλι. Ένιωσε να κοκκινίζει όπως τότε που του’ βαλε τη σόμπα ο μαλάκας ο άλλος στο μούτρο για να μαρτυρήσει που είχε κρύψει το φλασάκι με τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των πελατών του μπορντέλου. Σα πρωτάρης την πάτησε. Τι του’ χε δώσει να πιεί ο μαλάκας, γαμώ τα λεφτά του; Συγκράτησε το βήχα για να μη γίνει ρεζίλι και του’ ριξε μια αγριεμένη ματιά που’ ταν όλη δική του.
- Ήθελα να σας προειδοποιήσω, αλλά δεν πρόλαβα. Με συγχωρείτε. Είναι από την Ιαπωνία. Το δωδεκάχρονο Γιαμαζάκι θέλει με μέτρο γιατί είναι ένα απ’ τα πιο δυνατά της κατηγορίας του. Και πάντα με ένα ως δύο παγάκια. Αλλά εσείς είπατε ότι δεν θέλετε και υπέθεσα ότι γνωρίζετε τα χαρακτηριστικά του.
- Όχι, δεν τα γνωρίζω και δεν ήρθα απόψε βραδιάτικα για να τα μάθω. Ούτε κι εσύ με κάλεσες για να πιούμε παρέα. Ε, πήγαινε γυρεύοντας. Δε γινόταν να μην του την πει, που’ θελε ο γερό-μαλάκας να του τη βγει στα ουίσκια. Ποιανού αυτού, που’ χε πιει τη μισή Σκωτία και τα κάστρα μαζί μ’ όλα τα φαντάσματα, τόσα χρόνια τώρα. Ας πήγαινε να ρωτήσει για τον Τζίμη τον Σακκά, τον «Μποτίλια». Αμ, δε ρώτησε όμως. Το’ παιξε ξερόλας ας πούμε, ο γέρο-μπισμπίκης.
- Καταλαβαίνω ότι πιθανόν να σας έβγαλε από το πρόγραμμα σας και ζητώ συγνώμη για την ενόχληση. Ήταν όμως επείγουσα η ανάγκη να μιλήσουμε από κοντά. Όμως, πριν πούμε οτιδήποτε…
Άφησε μετέωρη την κουβέντα του, σπρώχνοντας παράλληλα έναν φάκελο προς το μέρος του, αρκετά φουσκωμένο, αν έκρινε από το πάχος. Τον έπιασε και τον άνοιξε. Μέσα ήταν 200 πενηντάευρα! Είχε κάνει την καλή! Τα μέτρησε στα γρήγορα, έκλεισε το φάκελο και τον άφησε πάλι πάνω στο γραφείο.
- Οκ, το ποσό είναι πολύ μεγάλο. Τι πρέπει να κάνω γι’ αυτό;
- Θα σας εξηγήσω. Κατ’ αρχάς, μετά το πέρας αυτό που θα σας ζητήσω, θα υπάρξει για εσάς ένα ακόμη ποσό, παρόμοιο με αυτό.
- 40 χιλιάρικα είναι πάρα πολλά, για ένα ντετέκτιβ. Να ξεκαθαρίσω και μη με διακόψεις, ότι βρωμοδουλειές δεν κάνω. Καλύτερα άφραγκος και ζωντανός, παρά παραλής και στον τάφο, ή σε κάνα λιμάνι τσιμεντωμένος. Για να μη λες ότι δε στο είπα.
- Η «βρωμοδουλειά», όπως την περιγράψατε με μια ευρεία της έννοια, έγκειται σε πολλές παραμέτρους και διαφορετικές οπτικές. Εκείνο που θέλω να πω κ. Σακκά, είναι ότι αυτό που για εσάς είναι μεμπτό, για κάποιον άλλο μπορεί να είναι απλά άμυνα, ή προληπτική κίνηση για να απεμπλακεί από μια ενδεχόμενη δυσάρεστη κατάσταση. Θα σας εξηγήσω εν συντομία, το τμήμα εκείνο στο οποίο καλείστε να συμμετάσχετε. Τα υπόλοιπα δεν σας αφορούν. Συνεπώς θα μου επιτρέψετε να τα παραλείψω.
- Ακούω, απάντησε με μια δόση αγένειας, κατεβάζοντας το υπόλοιπο ουίσκι, ψιλιασμένος αυτή τη φορά, οπότε το κάψιμο ήταν αναμενόμενο και μικρότερης έντασης. Ακούμπησε με θόρυβο το ποτήρι δίπλα από το σουβέρ και ο οικοδεσπότης το γέμισε ξανά.
- Θέλω να αφαιρέσετε από μια συγκεκριμένη διεύθυνση κατοικίας ένα αντικείμενο και να μου το παραδώσετε εκεί που θα σας κατευθύνω τηλεφωνικά. Υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που πρέπει να τηρηθεί. Η οικία είναι στην Γλυφάδα και η «παρέμβαση» σας πρέπει να γίνει το βράδυ τις 19 του μήνα, λίγο μετά τις 12 και μισή.
- Έχεις ένα ωραίο τρόπο να βαφτίζεις τα πράγματα. «Βρωμοδουλειά», «αφαίρεση», «παρέμβαση». Είμαι σίγουρος που θα’ χεις κι άλλες τέτοιες λέξεις, αλλά τις φυλάς για πιο μετά. Τέλος πάντων, εμένα όπως είπες και πιο πριν δεν με αφορά τίποτα παραπάνω από αυτά που δικαιολογούν το «πακέτο» εδώ, είπε δείχνοντας τον φάκελο.
- Είμαστε σύμφωνοι λοιπόν; Θα το αναλάβετε;
- Τι πρέπει να κλέψω;
- Ακούστε. Δεν πρόκειται για κλοπή, αλλά για την επιστροφή στον κάτοχο τμήματος των περιουσιακών του στοιχείων.
- Σου έκλεψαν κάτι.
- Περίπου. Ας το πούμε έτσι. Κι εσείς καλείστε να το επιστρέψετε, μιας και εκείνοι…
- Εκείνοι; Για πόσους μιλάμε;
- Δύο, κ. Σακκά. Πρόκειται για ένα ζευγάρι.
- Ωραία. Τι πρέπει να σου φέρω πίσω στις 19 του μήνα μετά τις 12 και μισή το βράδυ και γιατί όχι πριν ή πιο μετά;
- Αυτό αφορά εμένα. Είστε σύμφωνος;
Τα μάτια του δεν έφευγαν στιγμή απ’ τον άσπρο φάκελο με τα 200 πενηντάευρα. Ο φραγκάτος φαφλατάς ήξερε τι έκανε. Δε γαμιέται. Μια ψυχή που’ ναι να βγει…
- Μέσα. Αλλά δε θέλω μπερδέματα με τους μπάτσους, εντάξει;
- Αυτό δεν μπορώ να το εγγυηθώ εγώ, αλλά να το φροντίσετε εσείς. Από τα δικά σας χέρια περνάει. Αν το χειριστείτε σωστά, δεν θα υπάρξει το παραμικρό πρόβλημα. Να σας πω σε αυτό το σημείο, ότι αρνηθώ οποιαδήποτε ανάμιξη μου με τις πράξεις σας, σε περίπτωση που συμβεί το παραμικρό απρόοπτο και συλληφθείτε από τις αρχές. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Κρατάτε την προκαταβολή, αλλά δεν με συναντήσατε ποτέ. Έγινα σαφής;
Είχε κάτι στο ύφος του και στη χροιά της φωνής, που δεν του άρεσε καθόλου. Από την ευγένεια και τα φλωρίστικα, είχε περάσει σε ένα αυστηρό τόνο, απειλητικό σχεδόν. Ακόμη και η φάτσα του, του φλούφλη που περιμένει τη νεράιδα να του πει αν είναι παγωμένα τα νερά για να βουτήξει, είχε αντικατασταθεί από μια ύποπτη μουτσούνα, που του θύμιζε κάτι απατεωνίσκους των 50 σεντς που δοκίμασαν να του τη φέρουν παλιότερα, αλλά τους είχε τυλίξει στη λαδόκολλα με μπόλικο χοντρό αλάτι. Τούτος εδώ είχε κάτι το αλλόκοτο, πανάθεμα τον. Είχε εκείνη τη σιγουριά τη γαμημένη, που τον φόβιζε. Παρόλα αυτά, ήξερε ότι έπρεπε να ρισκάρει. Κοίταξε προς τη μεριά του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο, μέσα στο σκαλιστό του κουτί. Ο τύπος τα’ χε ντύσει όλα με σκουρόχρωμο ξύλο, σα να προβάριζε την κάσσα του, ο μαλάκας.
- Πες μου τις λεπτομέρειες, είπε κοφτά και ταυτόχρονα έβαζε τον φάκελο στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν, δίπλα στο 48αρι.
- Κατ’ αρχάς το ζητούμενο είναι η εχεμύθεια, είπε με το γνωστό πια δασκαλίστικο ύφος ο γέρος με τη ρόμπα και το γαμάτο ουίσκι. Εκτός από εσάς, δεν επιθυμώ να μάθει την παραμικρή λεπτομέρεια κανείς. Ούτε συνεργάτης σας, ούτε γνωστός. Δεν με ενδιαφέρει πως θα δράσετε, δεν θέλω να γνωρίζω. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να παραδώσετε το αντικείμενο σε μέρα, ώρα και σημείο για το οποίο θα συνεννοηθούμε κατόπιν τηλεφωνήματος. Έπειτα, δεν θέλω να υπάρξουν θύματα…
Η φράση του έμεινε ημιτελής, ενώ τα μάτια του Τζίμη είχαν ανοίξει ορθάνοιχτα. Έσβησε με απότομες, άγαρμπες κινήσεις το τσιγάρο στο τασάκι και κοίταξε λοξά. Τι μαλακίες είναι αυτές πάλι; Ποια θύματα; Δηλαδή, που πήγαινε να τον μπλέξει ο κωλόγερος γαμώ τα λεφτά του, να πούμε; Τα φιλτράρισε τάχιστα όλα αυτά βέβαια και έβγαλε ένα καμουφλαρισμένο τσιγαρόβηχα, μαζί με λίγη σκληράδα στο ύφος. Έτσι για να μασήσει ο φλώρος.
- Θύματα; Τι θύματα;
- Εννοούσα τυχόν ατύχημα.
- Πρώτον, εγώ σε ατυχήματα δεν μπλέκω. Δεύτερον, δουλεύω μόνος. Άντε να χρησιμοποιήσω για τίποτα αγγαρείες κανένα φίλο για κάνα 50νταρικο. Μέχρι εκεί. Να μάθουν άλλα, δε μαθαίνουν από μένα. Κανένας. Τάφος. Τρίτον… το ξέχασα τώρα. Να σου πω, δε βάζεις άλλο ένα που μου ξεράθηκε λίγο ο λαιμός; Έδειξε το άδειο ποτήρι και ο τύπος το γέμισε. Πως το είπαμε; Ρώτησε κουνώντας το στο φως του πορτατίφ. Είχε δει που το’ καναν σε κάτι ταινίες αστυνομικές του ’40 με τον Μπόγκαρτ. Πολύ τα γούσταρε αυτά τα έργα. Κρίμα που γεννήθηκε στην Ελλάδα του γκαντέμη και της καγκουρίλας, να πούμε, γαμώ το κέρατο του.
- Γιαμαζάκι, 12 ετών. 244 ευρώ το μπουκάλι, με το ΦΠΑ. Τα αγοράζω όμως 12αδες και μου βγαίνει πιο οικονομικά.
- 244; Πας καλά; Πήγε να του κολλήσει η γουλιά στα αυτιά. 244 ευρώ δεν έδινε ούτε στη ΔΕΗ. Τι μαλακίες κάνουνε οι πλούσιοι ρε φίλε; Έχουνε σαλτάρει τελείως, λέμε. Το ξανακοίταξε καλύτερα, αλλά και πάλι, για 23,5 ευρώ η μεζούρα δε φαινότανε. Οκ, λοιπόν, άκου. Μου δίνεις διεύθυνση και τι είναι αυτό που πρέπει να σου φέρω και στις 19 του μήνα, στις 12 και μισή το βράδυ, πηγαίνω και το «αφαιρώ». Έτσι δεν είπες;
- Ακριβώς. Αυτό ακριβώς είπα.
- Ωραία. Για λέγε τώρα. Τι είναι αυτό που θέλει 8 μέρες μέχρι να ωριμάσει;
- Δεν είναι όλες οι ώρες για αστεία, ούτε και όλα τα θέματα.
Τα λόγια ακούστηκαν αδιάφορα στα αυτιά του. Σιγά μη κλάσει ο γέρος μπροστά στα ζόρια που’ χε φάει στη μάπα. Και είχε φάει ουκ ολίγα. Φάπες, κλωτσιές, μπουκέτα, με τάβλα πισώπλατα, μέχρι και μισό κεραμίδι που τον βρήκε ξώφαλτσα, γαμώ τον πούστη εκείνο με το ζιβάγκο πέρσι στην ταράτσα της Μπακνανά. Όχι τίποτα άλλο, το’ σκασε ο μαλάκας πηδώντας στην απέναντι ταράτσα και έχασε το 200αρι. Τι να’ κανε; Δεν ήταν για σάλτα μορτάλε ελόγου του. Η μπάκα από τις μπύρες τον είχε βαρύνει ένα 10αρι κιλά στο νερό, αλλιώς θα του ξηγούσε το παραμύθι. Έκανε τον κουτό γιατί ο φάκελος στην τσέπη τον ζέσταινε ωραία. Μπορεί να’ φταιγε και το ουίσκι. Πήρε ένα ύφος «δε διάβασα σήμερα δάσκαλε αλλά μη με βάλεις τιμωρία» και κατέβασε μια γουλιά ακόμη.
- Θα μπείτε στον τρίτο όροφο αυτού εδώ του κτιρίου, στο διαμέρισμα με το όνομα Τηλέμαχος Βασιλείου, την ημέρα και την ώρα που σας είπα, είπε ακουμπώντας μια φωτογραφία μπροστά του. Στο σαλόνι βρίσκεται ένα γραφείο, στα δεξιά, δίπλα από την βιβλιοθήκη. Έδειξε με το δάχτυλο την επόμενη φωτογραφία. Εκεί, στο τρίτο συρτάρι αριστερά, υπάρχει μια σφραγίδα σε μια ξύλινη θήκη. Αυτήν θέλω να μου φέρετε. Έχετε κάποια απορία;
- Αρκετές. Πρώτα απ’ όλα θα είμαι μόνος στο σπίτι, ή θα’ χουμε τίποτα ντράβαλα;
- Θα είστε μόνος.
- Ωραία. Το συρτάρι θα’ ναι κλειδωμένο;
- Προφανώς. Θα χρειαστεί να…
- Ξέρω, να «αφαιρέσω» την σφραγίδα. Σωστά;
- Πολύ σωστά. Βλέπω ότι αρχίζουμε να συνεννοούμαστε.
- Έχω άλλη μια ερώτηση. Ήπιε μονορούφι τις τελευταίες σταγόνες του ουίσκι στάζοντας τες στο λαρύγγι και άναψε ένα ακόμη τσιγάρο. Πως προέκυψε αυτή η ανάγκη ξαφνικά απόψε;
- Αυτό μπορώ να σας το πω. Απόψε ενημερώθηκα για την ύπαρξη του αντικειμένου στον συγκεκριμένο χώρο.
- Και γιατί στις 19 του μήνα και όχι…
- Μια ερώτηση, είπατε ότι είχατε ακόμη.
- Κάντες δύο.
- Λυπάμαι. Αυτό δεν σας…
- Αφορά, ξέρω, τον διέκοψε και το ευχαριστήθηκε. Έγινε, μίστερ Μαγκίνη. Περιμένω τηλεφώνημα σου. Μέχρι τότε θα κάνω ασκήσεις για να ανοίξω γρήγορα το συρτάρι. Για να μη νομίζεις που προσέλαβες κάποιον τυχαίο.
- Ποτέ δεν αμφέβαλα. Άλλωστε πληροφορήθηκα τα καλύτερα για εσάς.
- Από τον Στάικο;
- Μάλιστα.
- Ναι, σωστά.
Κούνησε το κεφάλι κακόκεφα και έδωσε το χέρι του. Ο τύπος δεν ήξερε ούτε να σφίξει ένα χέρι, ρε μαλάκα. Σα γυναίκα το τράβηξε πίσω. Τι είναι αυτοί οι πλούσιοι; Που ζούνε ρε γαμώτη μου; Σε γυάλες τους μεγαλώνουν; Καληνύχτισε και άνοιξε την πόρτα. Η μουτσούνα του λακέ τον κοιτούσε με την ίδια μαλακισμένη απάθεια. Τον στραβοκοίταξε και του γύρισε την πλάτη. Θα του’ ριχνε ένα φούσκο ξεγυρισμένο, όταν ερχόταν η ώρα του. Κόντεψε να πέσει κατεβαίνοντας το προτελευταίο σκαλοπάτι. Το Γιαμαμότο πως το λένε, έχει το διάολο μέσα του για ουίσκι, γαμώ την Ιαπωνία του, να πούμε. Άκου 244 ευρώ το μπουκάλι! Τι μαλάκες είναι ρε και πάνε και τους τα δίνουνε; Έτσι χαλάτε ρε τη αγορά.
Ο Τζίμης δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Ένα άλλο παρατσούκλι που του’ χανε κολλήσει ήταν το «τρίχας» και δεν είχε καμία σχέση με τα μαλλιά του. Έψαξε για τον Μαγκίνη και έμαθε διάφορα. Ο τύπος πουλούσε αντίκες. Έπιπλα, βιβλία, πίνακες και όλα αυτά που γουστάρουνε οι νεόπλουτοι για να το παίζουν συλλέκτες και καλά. Κονομούσε μια χαρά χρήμα μ’ αυτές τις μαλακίες και εκείνοι κάνανε το κομμάτι τους. Everybody happy(όλοι ευτυχισμένοι), που’ λεγε και κείνος ο παλιομαλάκας ο μπάρμαν στο νησί τα καλοκαίρια, χαμογελώντας σα χάχας στους τουρίστες. Είχε μια αποθήκη στα Σεπόλια με ένα κάρο τέτοιες μαλακίες που του φέρνανε οι «συνεργάτες» του. Κλεφτρόνια που σου αδειάζανε το σπίτι σε 15 λεπτά μέσα. Κανένας δεν είχε αποδείξει ποτέ τίποτα, γιατί «λάδωνε» όπου έβλεπε σκουριά και καθάριζε. Κι έτσι είχε και το εξοχικό του στη Νέα Πέραμο, 5 διαμερίσματα στο κέντρο απ’ αυτή τη μαλακία το μπι εντ μπι, που του βγάζανε χρυσάφι, δύο Aston Martin για να ξαλλάζει και κάποιο μύριο στην τράπεζα. Και το μαγαζί από κάτω απ’ το σπίτι του στη Σόλωνος, όπου εκεί μέσα γινότανε ντίλια πολλά και περίεργα. Ήταν ανακατεμένος σε διάφορα, ο τύπος με τη μωβ ρόμπα. Είχανε ακουστεί και για τοκογλυφίες, κι άλλα πολλά. Πάντα όμως στην από όξω. Το όνομα του δεν κυκλοφορούσε πουθενά επικίνδυνα γι’ αυτόν.
Ο Μάκης απ’ το τμήμα του τα’ χε σφυρίξει όλα, κι έτσι πατσίσανε τη χάρη τότε με τα πλαστά 20εύρα που «χαθήκανε» από το συρτάρι του ένα πρωινό. Τον είχε ξελασπώσει και κράτησε την καρέκλα του. Αν δεν ήταν ο Τζίμης τώρα θα’ κοβε κλήσεις στο Παγκράτι. Του’ πε ακόμη ότι παίζανε λεφτά και στο εξωτερικό. Ο τύπος με τα Γιαπωνέζικα τα ουίσκια είχε πάνω από 2 μύρια στην Ελβετία και τα αβγάτιζε συνέχεια. Αυτές ήταν δουλειές. Η γυναίκα του, ένα ξέκωλο πολυτελείας, ήταν 25 χρόνια μικρότερη. Την είχε παντρευτεί για να καλλιεργήσει προφίλ και κείνη δέχτηκε για να κάνει ζωάρα. Και έκανε. Τον είχε κάνει τον Μαγκίνη να μην περνάει κάτω από βόλτο από τα κέρατα. Τάρανδο Καναδά κανονικό. Τελευταία νταραβεριζότανε με κάποιο μορφωνιό από τη Γλυφάδα, που το’ παιζε μάνατζερ ποδοσφαιριστών της πλάκας για τις μικρές κατηγορίες. Πιο πολλές πιθανότητες είχες να πιάσεις το λότο παρά να σου κάνει μεταγραφή. Παραμύθι φούρναρης. Βιτρίνα για το ζιγκολίκι του ήτανε, το’ χε τσεκάρει κι αυτό. Οπότε του είχε σουφρώσει τη σφραγίδα η δικιά σου μάλλον και ήθελε να την πάρει πίσω. Όλα καλά μέχρι εκεί, οι 20 χήνες όμως παραήταν πολλά λεφτά για μια σφραγίδα. Κάτι πιο χοντρό έπαιζε…
Οι μέρες περνούσανε και ο Τζίμης έκοβε βόλτες γραφείο – κουζίνα – κρεβάτι – καναπέ, με το ίδιο χάλια κινητό, που’ χε μια ραγισιά στη γωνία κάτω σαν ιστό από αράχνη, την τηλεόραση κλειστή, την τοστιέρα με καμένο το καλώδιο και το στερεοφωνικό χαλασμένο από το καλοκαίρι. Τα μόνα λεφτά που’ χε χαλάσει απ’ τα 10 χιλιάρικα, ήταν 5 κατοστάρικα στον μαλάκα τον καφετζή, τον Μαντράκα και άλλα 5 στο τρόμπα τον προποτζή, τον Αριστείδη. Τα υπόλοιπα 9 ήταν ακόμη στο φάκελο. Κάτι δεν του άρεσε καθόλου στην ιστορία τούτη δω που’ χε μπλέξει και κρατούσε μια πισινή. Ένα χιλιάρικο θα το δικαιολογούσε σαν αμοιβή, αν χρειαζόταν να τα επιστρέψει. Παραπάνω όμως, όχι. Μεθαύριο θα έπρεπε να μπουκάρει στο διαμέρισμα του Βασιλείου για να «αφαιρέσει» τη σφραγίδα και προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει το ρίσκο, προβλέποντας που θα μπορούσε να στραβώσει η φάση. Ο ζιγκολό είχε πάει εκδρομούλα με τη λεγάμενη και θα γύριζε κατά τις 1 τα ξημερώματα. Έτσι είχε υπολογίσει ο γέρο-μπισμπίκης. Να ήξερε μόνο τι διάολο σφραγίδα ήταν και γιατί καιγόταν ο μαλάκας με το Καβασάκι, το ουίσκι εκείνο που σε καίει σα να καταπίνεις ταμπάσκο, για να την πάρει πίσω. Η απάντηση κρυβόταν πίσω από το λόγο για τον οποίο του την «αφαίρεσαν»…
Πάρκαρε το Μεγκάν στη γωνία, απέναντι απ’ την παιδική χαρά και βγήκε με σηκωμένους τους γιακάδες. Δε το’ παιζε μπάτσος σε ασπρόμαυρο αστυνομικό, απλά έκανε πουλόκρυο. Έτριψε τα χέρια και έψαξε στην δεξιά τσέπη του μπουφάν. Το πασπαρτού ήταν εκεί. Να’ ναι καλά ο Λάμπης ο κλειδαράς. Είχε καθαρίσει με δαύτο 7-8 καλές υποθέσεις και τώρα θα του χρησίμευε και σε τούτη δω. Μια ανατριχίλα σκαρφάλωσε από το σβέρκο και κατέβηκε στην πλάτη. Έμπασε το κεφάλι μέσα στο μπουφάν, με μια κίνηση που θύμιζε γκαφατζή σε κινούμενα σχέδια. Κάτι μεταξύ Ντόναλντ και Ντάφυ. Να’ τανε το κρύο, ή καμιά προαίσθηση; Θα το μάθαινε σύντομα. Κοίταξε δεξιά – αριστερά καθώς περνούσε τη διάβαση. Μη πάει και τον πάρει παραμάζωμα κανένας πιωμένος βραδιάτικα. Με τη γκαντεμιά που τον έδερνε, όλα ήταν πιθανά. Σταμάτησε μπροστά απ’ την είσοδο και τσέκαρε το ρολόι του. 12 και τέταρτο. Μια χαρά. 12 και μισή θα’ χε μπουκάρει. Αν όλα πήγαιναν καλά, σε ένα τέταρτο θα’ χε καθαρίσει. Άνοιξε την πόρτα με το πασπαρτού και κοίταξε τα γραμματοκιβώτια. Ο κ. Τρυπίδης έμενε στον τρίτο και δύο φάκελοι προεξείχαν από τη σχισμή του γραμματοκιβώτιου του. Τους τράβηξε για να δει. ΔΕΗ και τράπεζα. Υπήρχε άραγε κανένας σε τούτη τη χώρα που να μη χρωστούσε; Πως μας την είχαν φέρει έτσι, ρε πούστη μου; Τους ξανάβαλε μέσα και ανέβηκε απ’ τις σκάλες. Η παλιά καλή φοβία με τα μαλακισμένα τα ασανσέρ. Λαχάνιασε. Και στάθηκε μπροστά απ’ την πόρτα του διαμερίσματος. Πήρε τις ανάσες του, έβγαλε το πασπαρτού και άνοιξε. Μέχρι εδώ, ήταν πιο εύκολο κι απ’ το να αλλάξει λάμπα.
Στάθηκε για 1-2 λεπτά, όσο χρειάστηκε για να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι, κι έπειτα άναψε τον μικρό φακό. Κινήθηκε προς το δωμάτιο με το γραφείο, έχοντας αποτυπώσει στο νου του τον χώρο από τις φωτογραφίες. Μόλις έσπρωξε την μισάνοιχτη πόρτα, η φωνή κόντεψε να τον στείλει μια ώρα αρχύτερα για ρεζερβέ στον Άγιο Πέτρο.
- Ακίνητος. Πέτα το όπλο σου στο πάτωμα. Ταυτόχρονα, ένα πορτατίφ άναβε στο μικρό καθιστικό απέναντι. Η φωνή είχε μια ερασιτεχνική χροιά σιγουριάς, λίγο τρέμουλο φα μαντζόρε και μια υποψία φόβου του πρωτάρη. Ο τύπος δεν είχε ξανακάνει κάτι παρόμοιο, ούτε και το’ χε προβάρει καλά. Έπρεπε να τον ψαρώσει.
- Άκου, φιλαράκο…
- Εσύ να ακούσεις και να κάνεις αυτό που σου είπα. Η φωνή παρέμενε στη σφαίρα του ατζαμή, όμως είχε μια περίεργη αποφασιστικότητα, που θα μπορούσε να του βγει σε κακό. Ήταν σίγουρο ότι του την είχε στημένη ο μαλάκας. Ο φλούφλης με τη μωβ ρόμπα και το Γιαπωνέζικο ουίσκι του την είχε φέρει. Έβγαλε το 45αρι και το πέταξε στο χαλί μπροστά του.
- Πήγαινε στη γωνία, εκεί δίπλα στο γραφείο. Γύρνα προς το μέρος μου. Δεν έχω τίποτα μαζί σου. Κι οι δύο μας θύματα είμαστε. Εσένα σε έστειλε να πάρεις τη σφραγίδα και μένα με έβαλε πάνω η γυναίκα του. Αυτή είναι η διαφορά μας μόνο.
- Τι είναι η γαμωσφραγίδα ρε μεγάλε και γιατί έχουνε σαλτάρει όλοι με την πάρτη της, να πούμε;
- Την έχει για τις επιταγές που παίρνει απ’ τις τοκογλυφίες.
- Του τη σούφρωσε η γκόμενα και την ήθελε πίσω. Ωραία, το’ πιασα αυτό. Εμένα γιατί με μπέρδεψε;
- Μπορεί να νόμιζε ότι έτσι θα μας έβγαζες απ’ τη μέση. Ξέρω γω;
- Ναι, δεν αποκλείεται. Η άλλη που είναι;
- Εδώ. Ακούστηκε μια ξερή φωνή από το βάθος. Πίσω απ’ την κουρτίνα φανερώθηκε μια βαμμένη ξανθιά με μαύρα φρύδια και μπόλικο θράσος. Έκανε δύο βήματα και στάθηκε δίπλα στον γκόμενο της με υφάκι μπλαζέ. Να πάνε να πηδηχτούνε κι οι δύο, αυτόν να μην τον ζαλίζουν βραδιάτικα. Τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, ίσως να κρατούσε τα 9 χιλιάρικα για αποζημίωση, να πούμε.
- Ακούστε. Εγώ αγγαρεία κάνω. Δε σας ξέρω, δε με ξέρετε. Κρατήστε τη γαμωσφραγίδα και αφήστε με να πάω στην ησυχία μου. Από μένα δεν κινδυνεύετε.
- Δε γίνεται, ξέρεις πολλά. Είπε η ξανθιά.
- Μωρό μου, μήπως… Έκανε ο χλεχλές που το’ παιζε ζόρικος.
- Ξέχνα το. Τα’ χουμε ξαναπεί. Ρίξτου να τελειώνουμε με δαύτον. Πολύ τσαμπουκαλεμένη η τύπισσα. Ήθελε δύο χαστούκια ξεγυρισμένα, αλλά πώς να της τα δώσει…
Κι εκεί που ο αποτυχημένος μάνατζερ με τα κοντά μαλλιά και το σπορ σακάκι είχε αρχίσει να πείθεται, μια φωνή ακούστηκε πίσω του. Επιβλητική, κοφτή. Έπεσε σα τασάκι πάνω σε μάρμαρο, σκορπίζοντας γυαλιά παντού. Κοκάλωσαν και οι τρεις:
- Έπρεπε να το καταλάβω ότι είστε κατώτερος των συστάσεων σας, κ. Σακκά. Εκτός από άξεστος και αγενής, δεν διαθέτετε ούτε καν τις στοιχειώδεις ικανότητες του επαγγέλματος σας.
Ο φλώρος δε φορούσε ρόμπα αυτή τη φορά, αλλά ένα σκούρο σακάκι και είχε ξεφορτωθεί τις ευγένειες για τα καλά. Κρατούσε μια αρχαία μπερέτα, βγαλμένη από κάποια τζαμαρία του παλιατζίδικου του σίγουρα. Το θέμα ήταν ότι από τη μια δεν ήξερε αν δούλευε το μαραφέτι και από την άλλη βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πιστόλια και το δικό του ήταν στο πάτωμα. Η νύχτα όμως είχε πολύ δρόμο μπροστά της και τα πιστόλια δεν είχαν φανερωθεί όλα…
- Θα μας λύσεις τις απορίες θείο, μιας και θα μας στείλεις να δούμε τα ραδίκια ανάποδα; Το δικαιούμαστε, σωστά;
- Μπορεί να το κάνετε με έναν άκομψο τρόπο, είστε όμως άμεσος και ευθύς. Ίσως αυτό να είναι και το μοναδικό σας προτέρημα. Όπως σωστά μάντεψε ο κ. Εραστής από εδώ, σκοπός μου ήταν να βγάλετε τα μάτια σας και να μου αδειάσετε όλοι την γωνιά. Φυσικά, επειδή δεν μου αρέσει να αφήνω τίποτα στην τύχη, ήρθα για να βεβαιωθώ ότι το πράξατε. Μετά λύπης μου διαπίστωσα την ανικανότητα σας, κ. Μποτίλια. Συνεπώς θα ολοκληρώσω εγώ την αποστολή και όπως καταλαβαίνετε, θα πάρω πίσω το ποσό της προκαταβολής. Δεν νομίζω να διαφωνείτε.
- Μα, τι λες τώρα; Για 9 ψωροχιλιάρικα θα τα χαλάσουμε; Δε μου λες κάτι άλλο, εγώ έπαιζα το ρόλο του μαλάκα, του θύματος ας πούμε, όπου θα δικαιολογηθεί η «απώλεια» μου σε φάση αντιζηλίας; Κάτι τέτοιο;
- Χαίρομαι για τις αναλαμπές σας εξυπνάδας των τελευταίων λεπτών και λυπάμαι που δεν τις είχατε νωρίτερα. Και τώρα, θα μου επιτρέψετε να σας… αποχαιρετίσω.
Ο μαλάκας που του’ χε κάτσει στο μάτι απ’ την αρχή, εκείνος ο σερβιτόρος με το γιλέκο και το άσπρο πουκάμισο, ο λακές του γέρο μπισμπίκη, άνοιξε ένα ακόμη χαρτί στο τραπέζι και φανέρωσε ένα ακόμη πιστόλι. Η φωνή του ακούστηκε σαν του Σταυρίδη στις κωμωδίες του ’60. Με ένα κόμπιασμα δουλοπρέπειας, που του’ χε σκαλώσει στο λαιμό μετά από τόσα χρόνια που ανοιγόκλεινε πόρτες και σερβίριζε φραγκάτους, ακούστηκε πίσω απ’ τον τοκογλύφο. Ωραία παρέλαση. Ο ένας πίσω απ’ τον άλλο με ένα πιστόλι στο χέρι. Τώρα ήταν η σειρά του φλώρου να πετάξει το δικό του στο πάτωμα. Σε λίγο θα κουτουλούσαμε από τα πολλά πιστόλια.
- Λυπάμαι, κύριοι, αλλά είμαι στην δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσω ότι τα δεδομένα άλλαξαν για εσάς ξανά, με μάλλον δυσάρεστο τρόπο. Κι εσείς κύριε, κινηθείτε παρακαλώ προς το μέρος του χωριάτη αυτού, αφού πετάξετε το πιστόλι σας πρώτα. Τα δόντια της ξανθιάς έλαμψαν στο ημίφως.
- Καλέ μου Γαβρίλη! Είχα αρχίσει να ανησυχώ.
- Δεν έβρισκα να παρκάρω, κυρία. Ήταν ένα Μεγκάν που έπιανε θέση για δύο, με τις αριστερές ρόδες πάνω στο πεζοδρόμιο. Αγροίκοι και κρετίνοι, κατοικούν σε τούτη την πόλη πλέον. Αρκετά τους ανέχτηκα.
Κοίταξε με τρόπο το ρολόι του. 12:35. Που στο διάολο…
- Πέτα το μη σε πάρει και σε σηκώσει, φίλε! Άντε γιατί με τρώει το δάχτυλο!
Το καλό πράμα αργεί μέχρι και πέντε λεπτά, σκέφτηκε και γέλασε σατανικά. Την ώρα που ο Γαρβίλης πετούσε το δικό του, ο Τζίμης έσκυβε να μαζέψει το 45αρι. Απόλυτος συγχρονισμός. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, τα έκοβε για 2,5 χιλιάρικα τα σιδερικά στο πάτωμα.
- Αν ξαναργήσεις άλλη φορά, θα’ ναι η τελευταία σου Τόλη. Είχαμε πει στις 12 και μισή, ρε μαλάκα. Τούτοι δω είχανε σκοπό να με ξεκάνουνε και ήτανε μπόλικοι!
- Ρε συ Τζίμη, δεν έβρισκα να παρκάρω και το άφησα με τα αλάρμ πίσω από ένα Μεγκάν στην παιδική χαρά κοντά, με τον κώλο όξω στο δρόμο. Δε πιστεύω να’ τανε το δικό σου, ε;
- Είσαι πολύ μαλάκας, αλλά ήρθες στην ώρα. Έχε χάρη. Παιδιά, το πάρτι τελείωσε όπως καταλαβαίνετε. Να με συμπαθάτε αλλά πήρα το θάρρος και κάλεσα τους μπάτσους. Οπότε σε κάνα δεκάλεπτο θα τους τα εξηγήσετε όλα. Σας έχω εμπιστοσύνη. Γαβρίλη, δέσε τα παιδιά από δω μη πάνε και πέσουν πάνω στα έπιπλα μέσα στα σκοτάδια και χτυπήσουν. Είδατε ρε που σας προσέχω; Μπάρμπα, την επόμενη φορά που θα διαλέξεις θύμα, φρόντισε να’ ναι κανένας χαζός. Αν και δε σε κόβω να ξανακάνεις μαγκιές σε νωρίτερα από 20 χρονάκια. Βλέπεις η σφραγίδα αυτή θα σε βοηθήσει να μάθεις τα κατατόπια στον Κορυδαλλό καλύτερα κι απ’ το σπίτι σου. Ματζμουαζέλ, σου συνιστώ να κόψεις τις μπογιές στη στενή.
Ο Γιώργος Κοσκινάς είναι αρθρογράφος, συγγραφέας. Το κείμενο είναι προδημοσίευση από το “Ρεμπόμπο 2”, το νέο βιβλίο που ετοιμάζει