«Οι ευκαιρίες δεν χάνονται, απλώς τις παίρνει κάποιος άλλος», έλεγε ο Ιταλός διπλωμάτης, συγγραφέας, φιλόσοφος και ιστορικός Νικολό Μακιαβέλι, κατά την περίοδο της Αναγέννησης.!
Αν κάνουμε μια όπισθεν προβολή στο, όχι και τόσο, μακρινό 2012 θα πεισθούμε πως ο Αλέξης Τσίπρας άρπαξε, «από τα κέρατα», την ευκαιρία που του προσέφερε η ένταξη της χώρας μας στην «μνημονιακή πειθαρχία», – με όλες τις συνεπαγόμενες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αρνητικές συνέπειες – , και με άρμα ένα κόμμα του 4%, εμφανίστηκε ως ο «Σώζων» την ελληνική κοινωνία από την «μνημονιακή λαίλαπα». Κέρδισε τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 με 36,34% και 149 έδρες κι έγινε πρωθυπουργός συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου με το 4,75% και τις 13 έδρες τους. Έκτοτε ο Αλέξης Τσίπρας, έχασε όλες τις ευκαιρίες που του προσέφερε η πρωθυπουργική του θητεία και η «περήφανη ήττα» με 31,53% και 86 έδρες, στις εκλογές του 2019. Απλά : ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΚΟΜΜΑ.
Στη παρούσα φάση ποιος ΔΕΝ θα χάσει την ευκαιρία…, το ΠΑΣΟΚ, ο νέος ΣΥΡΙΖΑ ή η Κεντροδεξιά.;
Η ψευδαίσθηση της «Κυβέρνηση Πρώτη Φορά Αριστερά»
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε, με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα, μετά την εκλογική νίκη της 25ης Ιανουαρίου 2015, βαφτίστηκε ως «Κυβέρνηση Πρώτη Φορά Αριστερά». Ο χαρακτηρισμός – προσδιορισμός ήταν απόλυτα ψευδής και πολιτικά επιπόλαιος και ανιστόρητος. Πέραν της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ του δεξιού Πάνου Καμμένου, που συνέπραξαν στο σχηματισμό κυβέρνησης με μόνο κοινό στόχο την απεμπλοκή της χώρας από τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 δεν ήταν ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ. Ήταν ένα μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ, οι ψηφοφόροι του οποίου ένιωσαν προδομένοι από τις κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου και τις κυβερνήσεις συνεργασίες που στήριξε ή συμμετείχε το κίνημα κι έστερξαν στην κάλπη του νέου πολιτικού πρωταγωνιστή, που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Αναμφίβολα και σαφέστατα, οι κυβερνήσεις υπό τον Αλέξη Τσίπρα προσέφεραν πολλά στην χώρα και δη σε μια δύσκολη περίοδο. Είχαν θετική συνεισφορά στο να κρατηθεί η χώρα και η κοινωνία όρθια κατά την διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Σαφώς και έγιναν λάθη και υπέκυψαν σε εκβιασμούς δανειστών και εταίρων. Η ανατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, όπως και η μη αλλαγή κυβερνητικού εταίρου μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, καταλογίζονται στην αρνητική κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ και του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα . Ωστόσο, ουδείς θα αρνηθεί τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους το 2018, με ανταμοιβή την έξοδο της χώρας από τον σφικτό εναγκαλισμό της μνημονιακής εποπτείας, τον Αύγουστο του 2018, το πάγωμα τόκων στα συναφθέντα δάνεια μέχρι και το 2030, και φυσικά το «μαξιλάρι» των 37 δις ευρώ, εγγύηση στα κρατικά ταμεία για τις όποιες μετέπειτα διεθνείς συναλλαγές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν έγινε ποτέ κόμμα
Πέραν όλων τούτων, και παρά τον πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο από το 2012 μέχρι το 2015 ως αξιωματική αντιπολίτευση, από το 2015 έως και το 2019 ως κυβέρνηση κι από το 2019 ως δυναμική αξιωματική αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά και ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ στη συνέχεια, δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει ένα μαζικό, λαϊκό κόμμα της Κέντρο – Αριστεράς με όρους κοινωνικής διασύνδεσης. Από το 2019 και μετά, όταν βρέθηκε στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν κατόρθωσε να αρθρώσει ένα «ολοκληρωμένο εναλλακτικό κυβερνητικό σχέδιο». Ο νεφελώδης όρος της ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ του Αλέξη Τσίπρα μπροστά στην κάλπη του 2023 δεν βρήκε ανταπόκριση. Αντίθετα απευθυνόταν σε «ώρα μη ακουόντων», άρα χωρίς συγκεκριμένη απεύθυνση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ μετά από 12 ολόκληρα χρόνια ως πρωταγωνιστής στο πολιτικό σκηνικό, παραμένει μακριά από τις κοινωνικές διεργασίες και χωρίς αντιστοίχιση στην νεολαία, στα συνδικάτα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η συντριπτική ήττα στις εκλογές του 2023 έφερε στην επιφάνεια όλες τις παθογένειες του παρελθόντος, με αποκορύφωμα την «εκλογή Κασσελάκη», η οποία ήταν το σύμπτωμα της προγενέστερης εσωκομματικής κρίσης και όχι η αιτία της.
Τούτων όλων δοθέντων, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν μπορεί να επανέλθει μόνος του και να διεκδικήσει μια νέα διακυβέρνηση. Αντίθετα, μπορεί να συμβάλει στη συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου μαζί με άλλες αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις μέσα από προγραμματικές συγκλίσεις και με στόχο την αριστερή εναλλακτική διακυβέρνηση του τόπου.
Σύστημα με Δεσπόζον Κόμμα (Δεξιά ή Αριστερά)
Το πολιτικό μας σύστημα – διακυβέρνησης, από διπολικό, (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μέχρι και το 2010, ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ από το 2012 μέχρι και το 2019), εξελίχθηκε σε σύστημα ενός δεσπόζοντος κόμματος, (της ΝΔ από τις εκλογές του 2023), και τείνει να καταλήξει σε πολυπολικό σύστημα, (με πολλούς πρωταγωνιστές, εάν μειωθεί περαιτέρω το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας κάτω από το 25% και αυξηθεί ανάλογα το ποσοστό του όποιου δεύτερου κόμματος, χωρίς να ξεπερνά το 20%).
Οι διενεργούμενες δημοσκοπήσεις προφανέστατα αναδεικνύουν την αγωνία της Νέας Δημοκρατίας να παραμείνει «Δεσπόζον κόμμα» πέριξ του 25 με 30%, ενώ πέριξ του 15 με 20% διαγκωνίζονται δεύτερο και τρίτο κόμμα και όλοι οι υπόλοιποι συνωστίζονται στην ζώνη του 4 με 7%, εάν φυσικά ανέβουν το σκαλί εισόδου, (3%), στη Βουλή, εάν δεν γίνει 5% με μια ενδεχόμενη αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού νόμου.
Μέσα στο ανωτέρω περιγραφέν κλίμα, της ψυχρής αριθμητικής, το επιτελείο της γαλάζιας κυβερνώσας παράταξης απεργάζεται σενάρια αλλαγής εκλογικού νόμου με περαιτέρω ενδυνάμωση του bonus στο πρώτο κόμμα, ευελπιστώντας προφανώς ότι θα παραμείνει «δεσπόζον κόμμα», διατηρώντας την πρωτιά με τις συνεπαγόμενες πολιτικές πρωτοβουλίες. Αντίστοιχα, στην κεντροαριστερά, η δημοσκοπική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ την ψευδαίσθηση πως μπορεί να κλέψει την πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας, να έρθει σε θέση «δεσπόζοντος κόμματος» και να καταστεί κυβέρνηση με την βοήθεια όμορων εταίρων.
Είναι σαφές, πως σε σύστημα με «δεσπόζον κόμμα», είτε στην κεντροδεξιά, είτε στην κεντροαριστερά, μοιραία πέφτει στο τραπέζι το ζήτημα των συνεργασιών, κάτι πρωτόγνωρο στα ελληνικά πολιτικά χρονικά. Το ζήτημα των συνεργασιών με τη σειρά του αναδεικνύει την ανάγκη προγραμματικών συγκλίσεων, είτε κεντροδεξιάς, είτε κεντροαριστεράς πολιτικής.
Η ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ
Μέσα στις πολλές παραδοξότητες της ελληνικής πολιτικής σκηνής ήταν και η παραχώρηση του ρόλου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, που το κατείχε μέχρι προχθές. Με την αποχώρηση της βουλευτή Πέλλας, Θεοδώρας Τζάκρη, η οποία προορίζεται για επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του νέου κόμματος Κασσελάκη εφόσον αυτή δημιουργηθεί, η λαϊκή ετυμηγορία ανατρέπεται εκ των έσω και ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ γίνεται πλέον τρίτο κόμμα στη Βουλή, ενώ στις δημοσκοπήσεις αναδεικνύεται ακόμα και πέμπτο.
Στο ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη δόθηκε μια ευκαιρία. Από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εξελιχθεί σε «δεσπόζον κόμμα» και να επαναπροσεγγίσει τον χώρο του κέντρου, που είχε κατακτήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και να συμπράξει με τους κεντροαριστερούς για μια ευρεία παράταξη, ένα δημοκρατικό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο των προοδευτικών δυνάμεων το οποίο θα είναι σε θέση να στήσει ένα ανταγωνιστικό εκλογικό σχήμα στη δεξιά ή το όποιο σχήμα της ήθελε δημιουργηθεί ενόψει εκλογών.
Όσο η κρίση στην οικονομία βαθαίνει, οι εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα δημιουργούν αντιπαραθέσεις στην κυβερνώσα παράταξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραπαίει και η διεθνής ειρήνη κινδυνεύει, τόσο οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και οι πρόωρες εκλογές δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποκλείονται.
Μπροστά σ αυτό το ενδεχόμενο, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να προσφέρουν σαφή, εφικτή και πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.!