Σε ένα κατάμεστο Εργατικό Κέντρο από πολλούς φίλους και φίλους της ποίησης παρουσιάστηκε την Κυριακή το “ΛΑΖΑΡΕΤΟ/Προσκυνώ”.
Όπως αναφέρει ο Κώστας Ρούσσινος:
Ευχαριστώ τη διοίκηση του Εργατικού Κέντρου για τη φροντισμένη διοργάνωση.
Ευχαριστώ την υπέροχη χορωδία του Συλλόγου ΑΛΣΟΣ ΓΑΡΙΤΣΑΣ και τον Ανδρέα Πολίτη για τη πανέμορφη συμμετοχή τους.
Ευχαριστώ την Ελένη Ξάνθου, τη Ρούλα Καρδάμη, τον Γιάννη Κυριακίδη, τον Τάσο Παπατσώρη, τη Χρύσα Μαξούτη και τα κοριτσάκια του Κόκκινου Αερόστατου για την εκπληκτική διαδραστική παρουσίαση του έργου.
Ευχαριστώ τον Στέλιο Καραγιάννη, τον Ανδρέα Παργινό και τον Λεωνίδα Βιτουλαδίτη για την τεχνική υποστήριξη, τον Ανδρέα Χονδρογιάννη και τον Δάνο Γαβριηλίδη για τη γενική βοήθεια.
Ευχαριστώ το Φωτοτυπείο Γαγγάδης και το Corfu Channel που ήταν χορηγοί επικοινωνίας.
Ευχαριστώ τον ζωγράφο Γιώργο Παπαβλασόπουλο για το υπέροχο έργο του εξώφυλλου του βιβλίου και φυσικά τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΥΠΟΙΣ που συνιστούν και το νέο μου έργο.
Ευχαριστώ τέλος όσους ανταποκρίθηκαν παρακολουθώντας με προσοχή και ζεστό τρόπο την εκδήλωση, όσους μίλησαν για το έργο (Σταμάτης Πελάης, Γιάννης Κρανιάς, Γιάννης Μπορμπότης, Παναγιώτης Παπαδάτος, Κώστας Θύμης) και όσους τίμησαν το βιβλίο εξαντλώντας ολη τη διαθέσιμη ποσότητα (100).
Τα έσοδα από το έργο “ΛΑΖΑΡΕΤΟ/ Προσκυνώ” ενισχύουν τη συντήρηση των μνημείων του ΛΑΖΑΡΕΤΟ και την ανάδειξη του νησιού ως τόπος θυσίας των 112 αλύγιστων αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
O φιλόλογος Γιώργος Δουλόπουλος για το βιβλίο
Αναμφισβήτητα, δε θα πρωτοτυπήσουμε χαρακτηρίζοντας την ποίηση του Κώστα Ρούσσινου έργο ενός στρατευμένου δημιουργού. Πηγή έμπνευσης της νέας του δημιουργίας αποτελεί το νησάκι Λαζαρέτο της Κέρκυρας, τόπος εκτέλεσης και συνάμα σύμβολο αντίστασης των αδούλωτων κομμουνιστών στα πέτρινα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Το ΛΑΖΑΡΕΤΟ Προσκυνώ, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη επετειακό αφιέρωμα, ούτε απλώς ως ένα ποιητικό εγχείρημα απότισης τιμής στους νεκρούς ενός δίκαιου αλλά ακόμη αδικαίωτου αγώνα. Ο ποιητής επιχειρεί για άλλη μια φορά να διερευνήσει τις επιπτώσεις του ιστορικού πισωγυρίσματος που συντελέστηκε με τις δραματικές εξελίξεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες στα τέλη του περασμένου αιώνα μέσα από μια «οικογενειακή» ιστορία η οποία στην πραγματικότητα αναδεικνύει τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης γενιάς. Μιας γενιάς που εκπαιδεύεται να θεωρεί φυσιολογική την καθημερινή εργασιακή ανασφάλεια και τη «ζωή με το κομμάτι» και να αντιδρά με απάθεια στις «παράπλευρες απώλειες» των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» εκείνων που πάντα τάσσονται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Μιας γενιάς που, της διδάσκουν το «αναπόφευκτο» και το «ωφέλιμο» της εθελοδουλίας απαξιώνοντας στη συνείδησή της τα απελευθερωτικά οράματα και λοιδορώντας τους συλλογικούς αγώνες για την κοινωνική δικαιοσύνη και την πανανθρώπινη αδελφοσύνη. Η αναζήτηση του φαινομενικά ανυποψίαστου εγγονού Ηλία στο προσωπικό αρχείο του εκτελεσμένου στο Λαζαρέτο κομμουνιστή και συνονόματου παππού του τον φέρνει αντιμέτωπο με προσωπικά βιώματα που, στην ουσία, αφηγούνται την ιστορία του ίδιου του λαϊκού κινήματος. Βουτώντας βαθιά στο παρελθόν και ακολουθώντας τα ίχνη του προγόνου του, ο ήρωας στην πραγματικότητα ανακαλύπτει εκ νέου τον εαυτό του. Μέσα από αυτήν την ιδιότυπη «κολυμβήθρα» θα αναδυθεί αναβαπτισμένος διαθέτοντας πλέον μια νέα ταυτότητα, μια νέα συνείδηση. Η συνειδητοποίηση του ήρωα δεν προκύπτει ως «οικογενειακό καθήκον», ως το μεταφυσικό προϊόν μιας αναπόφευκτης βιολογικής κληρονομικότητας. ούτε ως πρόσκαιρο αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας συναισθηματικής φόρτισης. Ο εγγονός σαν έτοιμος από καιρό, τοποθετώντας τα χέρια του στον διάτρητο από τις σφαίρες των εκτελεστικών αποσπασμάτων τοίχο του Λαζαρέτου ανακαλύπτει το κόκκινο νήμα που συνδέει την παλιά φρουρά με τη νέα σπορά των αγωνιστών. Ιχνηλατώντας την πορεία του παππού του, αναζητάει σαν άλλος Οδυσσέας τον δικό του Νόστο που δεν είναι άλλος από το ξετύλιγμα αυτού του νήματος που συνδέει το χθες με το σήμερα.
Την ίδια στιγμή, μακριά από μελοδραματισμούς και εύκολες συγκινήσεις, οι επιστολές των μελλοθάνατων αγωνιστών λειτουργούν ως ιστορικά τεκμήρια, αδιάψευστοι μάρτυρες του ατομικού βιώματος που μετουσιώθηκε σε συλλογική πράξη αντίστασης και αυτοθυσίας. Τόσο οι εμφανείς όσο και οι υπαινικτικές αναφορές στις οργανωμένες συλλογικότητες του ΚΚΕ και της ΕΑΜικής Αντίστασης αλλά και σε ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος –χαρακτηριστική εκείνη του «Κόμπα ζευγά» (Ιωσήφ Στάλιν)- δεν αφαιρούν τίποτα από το λυρισμό και τη συναισθηματική δύναμη του στίχου. Αντίθετα, προσθέτουν στη δυναμική του ποιητικού λόγου καθιστώντας τον ταυτόχρονα αφηγητή και σχολιαστή της ανολοκλήρωτης επαναστατικής διαδικασίας που συγκλόνισε τον εικοστό αιώνα.
Ο ποιητής αναδεικνύει την αδήριτη αναγκαιότητα καταπολέμησης του Σκότους που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονοι Προμηθείς καταφεύγοντας στη συνδρομή του μύθου. Του μύθου ως αλληγορίας που με τους συμβολισμούς του αφηγείται με πιο εύληπτο τρόπο την Ιστορία. Οι μορφές των αρχαίων δαιμόνων της «Σκύλλας βροχής» και του «Άργου πανόπτη φρουρού» αποτυπώνουν με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο τον ζόφο που τις τελευταίες δεκαετίες ακολούθησε την προσωρινή οπισθοχώρηση του λαϊκού κινήματος. Τα τέρατα που σκύλεψαν τους ηττημένους αγωνιστές είναι τα ίδια που λεηλατούν σήμερα ζωές και εξανδραποδίζουν συνειδήσεις.
Διαβάζοντας το Λαζαρέτο Προσκυνώ νιώθεις την έντονη οργή του δημιουργού για την προσωρινή οπισθοδρόμηση της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα τη βαθιά του έγνοια για την ανάταση του απελευθερωτικού κινήματος. Την ίδια, όμως, στιγμή δεν μπορείς να μην διακρίνεις τη διάχυτη αισιοδοξία του για το αναπόφευκτο της συντριβής των Τεράτων και την εκτόπιση του Σκότους στα Τάρταρα της Ιστορίας. Μια αισιοδοξία η οποία, μακριά από μεσσιανισμούς και χιλιαστικές προσδοκίες, πηγάζει από τη γνώση των νόμων της διαλεκτικής που ρυθμίζουν την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Το Λαζαρέτο Προσκυνώ περισσότερο από προσκλητήριο των νεκρών αδικαίωτων μαχητών είναι ένα κάλεσμα στράτευσης στον δύσβατο αλλά όμορφο δρόμο του πανάρχαιου αγώνα για να ανθρωπέψει ο άνθρωπος.