Η Διεθνής Ενωση Εταιρειών Κρουαζιέρας εξακολουθεί να ενίσταται για το μέτρο ζητώντας ουσιαστική διαβούλευση και εφαρμογή του από το 2026, ενώ το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Μυκόνου κάνει λόγο για επιπτώσεις στην τουριστική κίνηση και την τοπική κοινωνία.
Το έκτακτο τέλος επιβάτη κρουαζιέρας, που η κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμοστεί από το 2025 και όπως ήδη ανακοίνωσε τη Δευτέρα η υπουργός Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη για τα λιμάνια της Μυκόνου και της Σαντορίνης θα ανέρχεται στα 20 ευρώ και για τα υπόλοιπα λιμάνια στα 5 ευρώ, εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις και διαφωνίες στον κλάδο της κρουαζιέρας.
Με νέα της ανακοίνωση η Διεθνής Ενωση Εταιρειών Κρουαζιέρας (CLIA) τονίζει ότι κατανοεί την επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να διασφαλίσει έναν ισορροπημένο και βιώσιμο τουρισμό στην Ελλάδα, ωστόσο επισημαίνει ότι πρέπει να εξετάσει τον πιθανό οικονομικό αντίκτυπο του νέου τέλους για τον τουρισμό κρουαζιέρας και επαναλαμβάνει την έκκλησή της για ουσιαστική διαβούλευση με τις εταιρείες κρουαζιέρας, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα λιμάνια και τους φορείς του τουρισμού που επηρεάζονται από αυτό.
Πιέσεις για διορθώσεις των τελών σε τουρισμό και βραχυχρόνιες μισθώσεις
Τη μέγιστη δυνατή πίεση εν όψει της θεσμοθέτησης της αύξησης του τέλους ανθεκτικότητας και του τέλους κρουαζιέρας, καθώς και των κινήτρων – αντικινήτρων για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις προσπαθεί να ασκήσει η τουριστική αγορά, ώστε να πετύχει έστω και κάποιες βελτιώσεις των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί.
Στην επιστολή που απέστειλε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Παράσχης προς τους αρμόδιους υπουργούς κάνει λόγο για μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν αποδειχτεί αναποτελεσματικά, καθώς πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Υπογραμμίζει ότι ο ΣΕΤΕ αξιολογεί θετικά μέτρα τα οποία αφορούν τον τουρισμό και στοχεύουν στη βελτίωση της λειτουργίας της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, «εφόσον είναι συμμετρικά, στοχευμένα και συνοδεύονται από ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αναβάθμιση υποδομών, τη διαχείριση προορισμών, καθώς και τη βελτίωση διαδικασιών διαφάνειας και ελέγχου». Ζητούμενο για τον ΣΕΤΕ είναι η διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης του τομέα και ουσιαστικό αποτύπωμα για τις τοπικές κοινωνίες.
Μέτρα
Στη βάση της εξειδίκευσης των «μέτρων στήριξης» από τους αρμόδιους υπουργούς, ο Γ. Παράσχης ασκεί κριτική σε πέντε σημεία:
Η επικείμενη αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή, η οποία μπορεί να φτάσει ανά είδος καταλύματος +400% σε λιγότερο από ένα έτος εφαρμογής του μέτρου, χωρίς να έχει προηγηθεί απολογισμός για τη χρήση των πόρων που συγκεντρώθηκαν από την καθιέρωσή του, εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητά του. Ο ΣΕΤΕ σημειώνει ότι τέτοιου είδους μέτρα δεν εξυπηρετούν την εθνική στρατηγική για χωρική και χρονική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά επίπεδα τιμών και τις γεωγραφικές διακυμάνσεις, «ενώ κινδυνεύουν να ενισχύσουν φαινόμενα παραβατικότητας». Στη σωστή κατεύθυνση η διεύρυνση του μειωμένου τέλους και τον Μάρτιο, αλλά δεν αντισταθμίζει τις υπέρμετρες αυξήσεις των υπόλοιπων μηνών.
Για την επιβολή τέλους στην κρουαζιέρα, οποιαδήποτε αύξηση στα ισχύοντα λιμενικά τέλη χωρίς τις απαραίτητες λειτουργικές παρεμβάσεις σε λιμένες και νησιά που παρουσιάζουν υπερσυγκέντρωση κρουαζιέρας, η επιβολή τελών ως μοναδική παρέμβαση δεν θα έχει το επιδιωκόμενο αποτελέσματα για τη βιωσιμότητα των προορισμών.
Αφενός, οι ανακοινωθείσες επιβαρύνσεις μειώνουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ειδικά σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή των υπηρεσιών. Αφετέρου, οι δημοσιονομικές ανάγκες που απορρέουν από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης δεν μπορούν να καλύπτονται αποκλειστικά από έναν τομέα της οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι βρίσκεται σε διαβούλευση από το ΥΠΕΣ σχέδιο νόμου που προβλέπει δυνητική αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων σε ποσοστό από 0,50 σε 0,75. Οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση (επιχειρήσεων και επισκεπτών) θα έχει αρνητικές συνέπειες στην εικόνα της χώρας και στην ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, αναφέρει ο ΣΕΤΕ και καλεί κεντρική διοίκηση και τοπική αυτοδιοίκηση να διαχειρίζονται ορθολογικά τους πόρους από τις επιβαρύνσεις, εξασφαλίζοντας ότι οι τοπικές κοινωνίες απολαμβάνουν τα οφέλη.
Τέλος, ο ΣΕΤΕ υπενθυμίζει ότι ο Αναπτυξιακός Νόμος που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2022 δεν έχει ακόμη να επιδείξει κάποια απόφαση υπαγωγής για τουριστική επιχείρηση. Οι διαθέσιμοι πόροι, που είναι κρίσιμο να αυξηθούν, ανέρχονται σε 300 εκατ. ευρώ και οι αιτήσεις ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά το ΕΣΠΑ, οι τουριστικές επιχειρήσεις αναμένουν νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ για την υποβολή των επενδυτικών τους σχεδίων αλλά και νέες προκηρύξεις του Αναπτυξιακού Νόμου, ο οποίος δεν έχει ακόμα δημοσιεύσει πρόσκληση εντός του 2024.