Σε μερικές ημέρες, στις 19 Απριλίου συγκεκριμένα, θα μπορείτε να κρατήσετε στα χέρια σας μια ανθολογία εικόνων και στιγμών, συναισθημάτων και συνύπαρξης με τον χρόνο τον κλέφτη, που τα θολώνει όλα αναπάντεχα και τα κουβαλά μαζί του στην ξέρα της λήθης. Πρόκειται για το νέο βιβλίο του παραγωγικότατου συγγραφέα, μεταφραστή, επιμελητή κόμικ, αρθρογράφου Γιώργου Κοσκινά που κυκλοφορεί αυτή την ημέρα με μία πανηγυρική παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο Πλους!
1964 – 1984. Μια Κέρκυρα που ζει πλέον μέσα από μνήμες, σελίδες και παλιές φωτογραφίες.
Το “Ρεμπόμπο” θα σας περιμένει την Παρασκευή 19 Απριλίου στο βιβλιοπωλείο Πλους, στις 8:30 το απόγευμα, σε μια βραδιά άκρως νοσταλγική και με μια ευκαιρία να ενώσουμε μνήμες και κοινή πορεία!
Σκηνές από τις ζωές των σημερινών 50ρηδων, 60ρηδων
Και όπως λέει ο ίδιος ο Γιώργος: “5 σχεδόν χρόνια από την στιγμή που γράφτηκαν οι πρώτες, νοσταλγικές παράγραφοι αυτού του ταξιδιού στον Κερκυραϊκό χρόνο, το «Ρεμπόμπο» και οι ιστορίες του από τα χρόνια του ασπρόμαυρου, της εφευρετικότητας και του ανεπιτήδευτου, οδεύουν προς έκδοση. Δεκάδες σκηνές από τις ζωές των σημερινών 50ρηδων, 60ρηδων – και βάλε – μέσα από λέξεις που χάνονται στη τεχνολογική βουή της καθημερινότητας και που κάποτε χαρακτήριζαν την πορεία όλων σε τούτο τον τόπο της υπερβολής και των μικρών, εφικτών κατορθωμάτων. Η ντοπιολαλιά μας, τα καμώματα μικρών και μεγάλων, μπόλικα παθήματα και ακόμη περισσότερα μαθήματα, με χιούμορ και ευαισθησία, αλλά και αγάπη για ότι συμβολίζουν, καθώς ξεθωριάζουν σαν τις παλιές φωτογραφίες στα συρτάρια της μνήμης. Μαζί, θα βρείτε στις σελίδες του και κάποιες εκπλήξεις, αλλά αυτά θα έχουμε χρόνο να τα πούμε εκτενώς, όταν θα έρθει η στιγμή της παρουσίασης του βιβλίου, που ήθελα πολύ να το δω τυπωμένο, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο ως τώρα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον εκδότη μου κ. Διονύση Μαραθιά και σε όλους όσους ενθαρρύνατε και παροτρύνατε αυτό το εγχείρημα, όπως και σε εκείνους που συνέβαλαν με τον δικό τους, ξεχωριστό τρόπο, προσφέροντας πολύτιμη στήριξη. Ας είμαστε όλοι υγιείς, σωματικά και πνευματικά και ας θυμόμαστε βρε παιδιά. Να μην ξεχνάμε πως φτάσαμε ως εδώ. Δύο δεκαετίες τώρα αυτό παλεύω: να κρατάω ζωντανό το χθες στα μάτια και το νου”.
Το σημείωμα στο οπισθόφυλλο
Ιστορίες από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στο νησί(Κέρκυρα), βγαλμένες πότε μέσα από τα καμώματα της παρέας και πότε από την οικογενειακή καθημερινότητα, σε εποχές με πολύ διαφορετικές αξίες και συναισθηματικό κόστος, όπου όλα κινούνταν σε ένα ρυθμό αυθορμητισμού και αφέλειας. Με τον χρόνος σε ένα διακριτικό ρόλο παρατηρητή και την περιέργεια για οδηγό, κύλησε αβίαστα η νιότη μέσα στην βιασύνη και την ανυπομονησία της. Κι όταν όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους, αποκαλύφθηκε του καθενός το πάζλ, αυτό που πάνω του θα συνέχιζε η ατομική πορεία, με λιγότερες ή περισσότερες μνήμες, αλλά με μια άσβεστη δίψα για εξερεύνηση.
Ποιος είναι ο Γιώργος Κοσκινάς
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Ιούλιο του 1964. Μετά το Λύκειο, παρακολούθησε μαθήματα προγραμματισμού Η/Υ σε ιδιωτική σχολή. Από τις πρώτες στιγμές της ελεύθερης ραδιοφωνίας, ασχολήθηκε με την παραγωγή εκπομπών, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε μουσικά περιοδικά και εφημερίδες. Η αγάπη του για τα ελληνικά κόμικς, την καταγραφή και την ιστορία τους ήταν το κίνητρο για να ασχοληθεί με τη συλλογή, αλλά και την ενεργή ενασχόλησή του με τον χώρο. Από τον Σεπτέμβριο του 2007, αποτελεί ενεργό μέλος της ελληνικής on line κόμικς κοινότητας Greek Comics. Σχεδιάζει και γράφει σενάρια, που μέχρι στιγμής δεν έχουν εκδοθεί.
Υπήρξε έλος της οργανωτικής και κριτικής επιτροπή του φεστιβάλ animation Be there Για Δύο χρόνια (2015 – 2016). Από τον Αύγουστο του 2023 αποτελεί μέλος της επιτροπής πολιτισμού του δήμου Κεντρικής Κέρκυρας.
Συγγραφέας των βιβλίων “Χάρτινοι ήρωες”, “Έτσι κατακτήσανε τη Δύση”, “Ζαγκόρ”, “Ασκήσεις ηρωισμων”, “Χάρτινα καταφύγια”, “Ζούγκλες στη γειτονιά”, “Κακόμοιρος και Απολειφαδιος”, “Ημερολόγιο μοναξιάς”, “Ματωμένα βέλος”, “Ο θάνατος έσταζε κερί”, “Γουεντικο”, “Τα Χριστούγεννα σταμάτησαν στο Γουειβερλι”,” Ο Σκορπιός “,” Δε μπορείς να πεθάνεις δύο φορές “,” Ένα έξυπνο θύμα”.” Η μπανανοφλουδα “,” Ρεμπόμπο”. Σεναριογράφος της τηλεοπτικής σειράς ” Χάρτινες διαδρομές – Η ιστορία των Ελληνικών παραλογοτεχνικων περιοδικών και κόμικς 1939 – 1990″, της κινηματογραφική ταινίας μεγάλου μήκους “Κλεψύδρα”, με την Γιούλη Νικολάου, τρίτομη εγκυκλοπαίδεια για τα κόμικς “Τα εξώφυλλα του Μικρού Καουμπόι” (βρίσκεται ήδη στον 2ο τόμο της και τον Φλεβάρη 2024 ολοκληρώνεται με τον 3ο).
Eνασχόληση με τις μεταφράσεις κλασικών ταινιών των δεκαετιών του ’30, ’40, ’50, ’60 και ’70 (συνολικά 575), από το 2011 μέχρι σήμερα.
Από τις πρόβες στην Καλλιτεχνική Σκηνή, για την αφήγηση αποσπασμάτων στην βραδιά της παρουσίασης του “Ρεμπόμπο” (Νότα Δαρμανή και Βασίλης Πανδής)
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ένας Σάντσο Πάντσο για τον κυρ Νίκο…
Σκυφτός, με τα πόδια να στραβώνουν από την κούραση, γύριζε ο κυρ Νίκος απ’τη δουλειά. Έφευγε με το πρώτο νυσταγμένο φως και γύριζε με τη σκιά του να τον προσπερνά και να υψώνεται μέχρι πέρα το καντούνι, μέχρι που σκάλωνε στο μπαλκόνι της κυρά Ευρυδίκης, με τα γεράνια και το γιασεμί. Με φόβιζε εκείνη η σκιά. Δε ξέρω γιατί, όμως έκανα στο πλάι μέχρι να την δω να περνάει. Η μπατανόβουρτσα απ’ τη μια φάνταζε σα το κοντάρι του δον Κιχώτη και ο κουβάς με το περίσσευμα από χρώμα πήγαινε πέρα δώθε, στο άλλο, το ξεκούρδιστο χέρι. Μια φιγούρα θαρρείς βγαλμένη μέσα από κείνες τις ιστορίες που διάβαζα στα κόμικς και με κρατούσαν ξύπνιο τα βράδια.
“Πάλι τον κέρδισε ο ανεμόμυλος “, έλεγα από μέσα μου, καθώς τον κοιτούσα από το μικρό παράθυρο του σαλονιού, το φιλιστρίνι των μικρών, καθημερινών μου μπάρκων στο ιστιοφόρο της φαντασίας. Και τι δεν είχα ονειρευτεί εκεί μπροστά, με τα πόδια τεντωμένα στις μύτες των παπουτσιών, σε μια βιασύνη να κοιτάξω στα μάτια τον κόσμο των μεγάλων. Μα κείνο το σούρουπο ήταν αλλιώτικο, είχε κάτι από τα χρόνια που θα’ρθουν. Σα τη ματιά πίσω απ’ τη μισόκλειστη πόρτα. Καρέ εικονογραφημένο, που το διάβαζα ενώ το μελάνι του έδινε μορφή.
Ένα νιαούρισμα παραπονιάρικο, αδύναμο, φοβισμένο, ακούστηκε, κοντά κάπου στα πόδια του κυρ Νίκου του μπογιατζή, με το πλατύ χαμόγελο και τα γερασμένα μάτια. Όσες δυσκολίες κι αν τον έβρισκαν, δε το’χανε το χαμόγελο αυτό. Καλοκάγαθος, όλοι τον αγαπούσαν στη γειτονιά. Και τα λίγα του ήταν πολλά και πότε δε γκρίνιαξε, δε παραπονέθηκε. Ξάφνου, τον είδα κάτι να ψιθυρίζει στον κουβά και ναι, δεν είχα κάνει λάθος, ήταν το γνώριμο ψι ψι ψι!
“Πάψε βρε, φτάσαμε. Θα πιεις γάλα μέχρι που θα γίνουν άσπρα τα μουστάκια σου. Όπως ο Δούρειος Ίππος, θα μπεις, μούργο. Μη φωνάζεις όμως, γιατί αν μας ακούσει η Ντάντα… αλλοίμονο μας. Τρωικό πόλεμο θα’χουμε βραδιάτικα”.
Στο φως του φαναριού, μια μουσούδα τόσο δα μικρή ξεμύτισε από τον κουβά. Αντί για χρώμα, είχε περισσέψει ανθρωπιά, κι αντί για ανεμόμυλους, ο κυρ Νίκος τα’χε βάλει με το τέρας κείνο το τρομερό της αδιαφορίας, που κάνει τον άνθρωπο κτήνος. Και το’χε κερδίσει. Κι εγώ, ήμουν εκεί, με τα πόδια τεντωμένα πάνω στο παγκούλι. Κι από τότε δε με ξαναφόβισε η σκιά του ποτέ ξανά και γίναμε φίλοι με το γατάκι, που όταν μεγάλωσε έγινε ένας παμπόνηρος, ασπρόμαυρος γάταρος και τριβότανε στα πόδια μου νιαουρίζοντας, με την ουρά του να χορεύει μαγεμένη σαν από αυλό φακίρη. Πάρη τον έβγαλε, κι εγώ το ήξερα από το βράδυ που τον έφερε κατσιασμένο και πεινασμένο, μέσα σε ένα άδειο κουβά από χρώμα, σε μια από κείνες τις κοσμογονίες που σημάδεψαν και τη δική μου κόντρα με τους ανεμόμυλους της ζωής. Τελικά, είχε βρει τον Σάντσο Πάντσο του, ο κυρ Νίκος, κι αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα.
Σημείωμα CorfuPress.com
Ευχαριστούμε το συγγραφέα Γιώργο Κοσκινά που μας εμπιστεύτηκε το κείμενο από το νέο του βιβλίο πριν αυτό κυκλοφορήσει. Καλοτάξιδο!
*Από την έντυπη έκδοση της καυριακάτικης CorfuPress.com