“Απαράδεκτη είναι η εξέλιξη με την απόλυση 47 εργαζομένων του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας & Διαποντίων Νήσων μετά από τη δικαστική απόφαση” σημειώνει η παράταξη Μπορμπότη.
Και συνεχίζει ως εξής:
Οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι, έχοντας ξοδέψει χιλιάδες ευρώ σε δικαστικά έξοδα, ζητούν το αυτονόητο δικαίωμα τους στη δουλειά. Ένα δικαίωμα που σταθερά κυβερνήσεις, Δήμοι και Περιφέρειες υπονομεύουν και το μετατρέπουν σε άπιαστο όνειρο για κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να ξεφύγει από την ανασφάλεια και καταλήγει να αρκεστεί στα ψίχουλα των κοινωφελών και άλλων προγραμμάτων που έχουν ημερομηνία λήξης. Τέτοια ακριβώς ήταν 8μηνα και 4μηνα προγράμματα (Μπάλλος, πυροπροστασία, κοινωφελές και συμβάσεις ορισμένου χρόνου) στα οποία δούλευαν οι απολυμένοι, πλέον, εργαζόμενοι
Το επόμενο διάστημα αναμένονται και οι αποφάσεις για άλλους 78 εργαζόμενους του Δήμου από την εποχή των προσλήψεων για τον COVID – 19 αλλά και προγενέστερα.
Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι ο νόμος απαγορεύει σε αυτούς τους εργαζόμενους, που απολύθηκαν να διεκδικήσουν κάποια από τις 41 θέσεις (και πάλι διάρκειας 8 μηνών) που έχει προκηρύξει ο Δήμος για το επόμενο διάστημα, για να μην θεσμοθετήσουν εργασιακά δικαιώματα.
Οι εργαζόμενοι είναι όμηροι των ολιγόμηνων συμβάσεων, όμηροι σε εργασιακές σχέσεις που είναι κεντρική επιλογή και κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υλοποίησαν και υλοποιούν όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Δήμο μας υπάρχουν σχεδόν 10 διαφορετικές σχέσεις εργασίας και πλέον οι συμβασιούχοι αποτελούν περίπου στο 50% του συνόλου των εργαζομένων!
Η ανεργία από τη μία και η απαξίωση των υπηρεσιών από την άλλη. Το κράτος και οι κυβερνήσεις έχουν πολύ σοβαρή ευθύνη. Στερούν αναγκαίους πόρους και προσωπικό από την τοπική διοίκηση και τα κατευθύνουν μακριά από τις λαϊκές ανάγκες. Την ώρα που παρακρατούν τουλάχιστον 20 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο από το Δήμο μας, χρηματοδοτούν τους επιχειρηματικούς ομίλους, μοιράζουν ζεστό χρήμα σε λίγους και εκλεκτούς όσο οι κρατικές δομές υποστελεχώνονται.
Ο Δήμος δεν πρέπει να υποταχθεί στην «κανονικότητα» που διαμορφώνεται με τη λογική κόστους – οφέλους που τελικά οδηγεί στην απαξίωση των κρατικών υπηρεσιών. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως δεν φτάνουν τα λόγια και οι επιστολές, χρειάζεται σύγκρουση με την κεντρική πολιτική που τη στηρίζει.
Γι’ αυτό είναι υποκρισία να εμφανίζονται ως τιμητές των εργαζομένων όσοι στηρίζουν την πολιτική και τις κυβερνήσεις που θάβουν τη ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Καλούμε τους εργαζόμενους να δυναμώσει η σύγκρουση με την πολιτική που δημιουργεί εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων που τους μετατρέπει σε άνεργους, να δυναμώσει ο αγώνας και η διεκδίκηση για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους τους συμβασιούχους, για μόνιμες προσλήψεις που θα καλύπτουν το σύνολο των κενών θέσεων του Δήμου.