Τρεις επιδημίες ιλαράς εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα το 2005-06, 2010-11 και 2017-18. Τι αναφέρουν τα νέα δεδομένα από τον ΕΟΔΥ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ανακοινώθηκαν συνολικά 4.151 νέα κρούσματα ιλαράς σε όλη τη χώρα, με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 1,92 ανά 100.000 πληθυσμού. Η πλειοψηφία αυτών των κρουσμάτων αφορούσε Έλληνες Ρομά (56,9%), καθώς και νεαρούς ενήλικες από τον γενικό πληθυσμό που δεν είχαν εμβολιαστεί ή δεν είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους.
Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι η νόσος είχε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών. Καταγράφηκαν επίσης συνολικά 4 θάνατοι, με μέση ετήσια θνητότητα 0,02%.
Ως αποτέλεσμα, η επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου και η έγκαιρη εφαρμογή του εμβολιασμού θεωρούνται τα κύρια μέτρα για τον έλεγχο της εξάπλωσής της.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η επίγνωση των επαγγελματιών υγείας και να επιταχυνθεί ο εμβολιασμός, με έμφαση στις ειδικές πληθυσμιακές ομάδες, τους νέους εφήβους και τους ενήλικες που δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους στο παρελθόν.
Τι είναι η ιλαρά
Η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Πρόκειται για RNA ιό που ανήκει στην ομάδα των παραμυξοϊών του γένους Morbillivirus. Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου: το πρόδρομο (καταρροϊκό), το εξανθηματικό και το στάδιο της αποδρομής.
Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται από 7-21 ημέρες (συνήθως 10-12 ημέρες από την έκθεση έως το πρόδρομο στάδιο και 14 ημέρες από την έκθεση έως την εμφάνιση του εξανθήματος).
Η νόσος μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αερογενώς, με σταγονίδια και με άμεση επαφή με ρινικές ή φαρυγγικές εκκρίσεις ασθενών. Σπανιότερα, μεταδίδεται μέσω αντικειμένων προσφάτως μολυνθέντων με ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις. Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει σε μολυσμένες επιφάνειες και στον περιβάλλοντα χώρο (σε σταγονίδια) μέχρι 2 ώρες μετά την αποχώρηση του ασθενούς.
Η ιλαρά παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως 90% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Για να σταματήσει η μετάδοση της νόσου απαιτείται ανοσία του πληθυσμού σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95%. Η μετάδοση γίνεται 4 ημέρες πριν την έκθεση του εξανθήματος έως 4 ημέρες μετά.
Τα κρούσματα ιλαράς εμφανίζονται συνήθως στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης και η νόσος είναι πιο σοβαρή σε βρέφη και ενήλικες κυρίως λόγω επιπλοκών.
Η ιλαρά παραμένει μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως, με περίπου 9,7 εκατομμύρια περιστατικά και περισσότερους από 140.000 θανάτους το 2018, κυρίως σε παιδιά <5 ετών, παρά την ύπαρξη ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων.
Η ιλαρά αποτελεί νόσο-στόχο του Π.Ο.Υ. προς εξάλειψη.
Το νέο παγκόσμιο στρατηγικό πλαίσιο του Π.Ο.Υ. 2021-2030 έχει σαν όραμα την επίτευξη και διατήρηση ενός κόσμου χωρίς ιλαρά, ερυθρά και σύνδρομο συγγενούς ερυθράς.