Στις 27 Ιουνίου του 1971, διοργανώθηκε το τελευταίο μεγάλο σιρκουί στην πόλη της Κέρκυρας μετά από μία σειρά αγώνων για μία 15ετία.
Την επόμενη χρονιά, σε αγώνα που προηγήθηκε στη Ρόδο, σκοτώθηκε ο περίφημος Γιάννης Μεϊμαρίδης, ο «Έλληνας Τζιμ Κλαρκ», ο οποίος έχασε την ζωή του όταν ύστερα από λάθος του η Alfa Romeο τσακίστηκε στα τείχη της παλιάς πόλης του νησιού, με αποτέλεσμα οι λεγόμενοι αγώνες πόλης σε Ρόδο και Κέρκυρα να σταματήσουν…
Οι αγώνες ελάμβαναν χώρα σε μία περίοδο από τα τέλη Ιουνίου έως τα μέσα Αυγούστου. Ρόδος, Κέρκυρα, Τατόι, Θεσσαλονίκη, Καστέλλα…
Στην Κέρκυρα, τις δεκαετίες του 50 και 60 είχαν διεξαχθεί πολλοί αγώνες αγώνες ταχύτητας. Ο πρώτος αγώνας έγινε τον Ιούλιο του 1959 με 16 συμμετοχές οδηγών, είχε διάρκεια 35 γύρων, με συνολικό μήκος διαδρομής 3,6 χλμ. Σύμφωνα με τις προτιμήσεις των οδηγών, η Κέρκυρα ήταν πολύ καλύτερη από την Ρόδο, τόσο από ποιότητα ασφάλτου του οδοστρώματος, όσο και από ταχύτητα πίστας. Για παράδειγμα, μία JAGUAR E-TYPE στην ευθεία της παραλιακής της Γαρίτσας έφτανε τα 180-200 χιλ. Ακόμη και οι στροφές της διαδρομής ήταν πολύ θεαματικότερες, από αυτές της Ρόδου.
Όταν τα αυτοκίνητα όργωναν την πόλη της Κέρκυρας…
Mε αφορμή την πρόταση που έχει κατατεθεί στον Δήμο Κερκυραίων για την διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτου Formula 3 στην πόλη της Κέρκυρας, το περιοδικό ΕΧΙΤ του αείμνηστου Παναγιώτη Περιστέρη είχε αναζητήσει το 1999 την προϊστορία των αγώνων αυτών που είχαν πραγματοποιηθεί την δεκαετία του 60-70. Ο συνεργάτης του περιοδικού, Δημήτρης Λεβέντης, θυμάται σε κείμενό του γεγονότα, περιστατικά και την γεύση μιας ολόκληρης εποχής που έχει αγκιστρωθεί στη μνήμη πολλών Κερκυραίων. Αποσπάσματα μπορείτε να διαβάσετε στη συνέχεια.
Κείμενο: Δημήτρης Λεβέντης
‘Ήταν ο αγώνας – σιρκουί αυτοκινήτου τουρισμού και μοτοσικλετών που σηματοδοτούσε για τα σκολιαρόπαιδα εκείνης της εποχής το πανηγυρικό τέλος των διακοπών.
Ο αγώνας που σταμάτησε οριστικά το 1972 για λόγους ασφαλείας όπως όλοι οι αγώνες εκτός πίστας μετά το τραγικό ατύχημα του Γιάννη Μεϊμαρίδη – ‘Μαύρου’ στον αγώνα της Ρόδου με την Αλφα GTAM την ‘Αμερικάνα’ που δεν μπόρεσε ποτέ να δαμάσει
φιγουρατζιδες και βοηθοι κριτου
Τα πρώτα χρόνια
Εκείνους τους χρόνους που τίποτα δεν προμήνυε τη σημερινή αλλοτρίωση, η κερκυραϊκή κοινωνία περίμενε τον αγώνα με αδημονία και η τοπική ΕΛΠΑ έκανε τα πάντα για την άρτια οργάνωση του.
Οι πρώτες συμμετοχές – μη ανταγωνιστικές περισσότερο φιγουρατζίδικες – οι ‘Τζούλιες’ και τα ΤΤ έφταναν από την Δευτέρα για να ανεβοκατεβαίνουν τη διαδρομή τα σούρουπα τρομάζοντας τα κορίτσια που εκείνη την ώρα έβγαιναν στην πιάτσα για βόλτα με τους θορύβους των ελευθέρων εξατμίσεων.
Ο αέρας ήταν βαρύς απ΄ το καμένο φυτικό λάδι και η πιτσιρικαρία – πλήρως ενημερωμένη για τ΄ αθλητικά – έψαχνε να βρει απ΄ τον κατάλογο των εφημερίδων και το αντίστοιχο νούμερο ποιος ήταν εκείνος που κατέβαινε τη Γαρίτσα με το πολύχρωμο ‘εργαλείο’ του.
Μαθαίναμε τα ξενοδοχεία που έμεναν οι αγωνιζόμενοι και τα καυτά μεσημέρια καθόμασταν με τις ώρες να χαζεύουμε τα παρδαλά τέρατα που δεν τα έβλεπες κάθε μέρα.
Σημειώναμε τους τύπους από τις ζάντες, τα λάστιχα, τα πρόσθετα φανάρια και τα φάϊμπερ – γκλας ακόμα και λίγα διαφημιστικά αυτοκόλλητα.
Οι πιο σοβαρές συμμετοχές έρχονταν την Παρασκευή. Ο Τζώννυ Πεσματζόγλου με τη λευκή ‘Στρίγγλα’ (Σεβρολέτ – Κορβέτ, Στινγκ – Ρευ), ο ‘Μαύρος’ με το κόκκινο τραίνο την Αλφα GTA και ο Φωτιάδης – αντιπρόσωπος τότε της Αλφα και της Σκόντα για την Ελλάδα – άφηναν τα καθαρόαιμα σκεπασμένα με καλύμματα έξω απ΄ το Κορφού Παλλάς και απέφευγαν την κυκλοφορία.
Οι ενήλικες και πιο περπατημένοι από μας κόλλαγαν στους υπεύθυνους της τοπικής ΕΛΠΑ για να διοριστούνε ¨βοηθοί κριτού’ ώστε να ζήσουν τον αγώνα από κοντά.
Προσωπικά βιώματα
Σαν τέτοιος βίωσα τον αγώνα το ΄69 και το ΄70 αλλά και σαν φανατικός φίλαθλος όλους σχεδόν τους προηγούμενους. Με τον φίλο μου τον Πέτρο περνάγαμε ώρες ατελείωτες στα προγνωστικά, στην ανάλυση των μηχανών, των σασί, των εξαρτημάτων, στο ψάξιμο του ¨πουσαρίσματος’.
Σκιτσάραμε τότε και οι δύο τις δικές μας επινοήσεις και λέγαμε να γίνουμε σχεδιαστές αυτοκινήτων. Ενημερωνόμαστε από το L΄ Automobile το Quattro Ruote και το Αuto Car που αγοράζαμε τακτικά απ΄ τον Μπούρα.
Προσπαθούσαμε να μπούμε στα ζητήματα της αρνητικής άνωσης και των κενών αέρος στα προσπεράσματα, στη σχέση του αρνητικού κάμπερ με την υπερστροφή, αγωνιζόμαστε να μπούμε στο πνεύμα του ‘Βάνκελ’, αναρωτιόμαστε για την εφαρμογή εκείνων των περίεργων διπλών αεροτομών όταν πρωτοεφαρμόσθηκαν στο πρωτότυπο Σάπαραλ του Τζιμ Χωλ στη Ντεϊτόνα.
Παραπέρα ονειρευόμαστε ένα ταξίδι στη Μόντσα, να δούμε τις κόκκινες Φερράρι των ’μον και Ιξ να κοντράρονται με τις γαλάζιες Ματρά των Σπούαρτ – Μπελτονάζ και τις γκριζοπράσινες λότους των Ριντ – Χιλλ και να βγαίνουν όλες μαζί απ΄ την Παραμπόλικα για τον τερματισμό – κι ας μας έπαιρνε ο χάρος που λέει ο λόγος.
Η διαδρομή
Η διαδρομή του σιρκουί ήταν η εξής : Η εκκίνηση δινόταν από την είσοδο του Παλαιού Φρουρίου μέχρι το ύψος του Μαβίλη, κατέβαινε τη τεράστια ευθεία της Γαρίτσας μέχρι τη κλειστή φουρκέτα του Δεσύλλα. Γύριζε δεξιά τη Μ. Αθανασίου διέσχιζε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας δεξιά στροφή της Μ. Δουκίσσης Μαρίας – παρατεταμένη σικαίην μεταξύ Ορφέα και Φοίνικα μετά κατηφόριζε μέχρι τον Καποδίστρια – και με καρφωμένη δευτέρα αριστερή στην Ιόνια Ακαδημία κατέβαινε γεμάτα την ευθεία της Καποδιστρίου μέχρι την ανοικτή διπλή δεξιά φουρκέτα της Κοφινέτας και ευθεία μετά μ΄ όλα τα άλογα στο δρόμο πάλι για Μποσκέτο – Μαβίλη – Γαρίτσα.
Η ανάβαση της Τρουμπέτας έγινε μόνο τα τρία τελευταία χρόνια (΄70 – ΄72) και πραγματοποιούνταν Σάββατο με δοκιμαστικά Παρασκευή απόγευμα.
Η άλλη ανάβαση του Αχιλλείου με μόνιμο σχεδόν νικητή τον Γ. Ραυτόπουλο ήταν φιλικός ανεπίσημος αγώνας που δεν μετρούσε στο πρωτάθλημα.
Πάντως η τοπική ΕΛΠΑ σχεδίασε στα τέλη του ΄60 μια διαδρομή τοπικού Ράλλυ και κάποια δεξιοτεχνία που ποτέ δεν έγιναν. Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών Κώστας Μπότσιος ανερχόμενος αστέρας του Μπάνκιγκ Σύστεμ τότε, σημερινός διευθυντής της τοπικής Τράπεζας Εργασίας, προσπάθησε τα μάλλα αλλά η κεντρική ΕΛΠΑ δεν προχώρησε στις εδώδιμες απαιτήσεις.
Τότε δεν υπήρχαν τα οργανωμένα εργοστασιακά τιμ αλλά ηρωικοί οδηγοί που ήσαν ταυτόχρονα και μηχανικοί που έπιαναν τη βλάβη απ΄ τους ήχους της μηχανής ενώ έτρεχαν και πλήρωναν όλα τα έξοδα ή σχεδόν όλα απ΄ τη τσέπη τους – έτσι για να κάνουν το κομμάτι τους.
Ο αέρινος και ψύχραιμος ‘Μαύρος’ – ιδιοκτήτης των Αθηναϊκών μεγαλοκαταστημάτων ’κρον – Ίλιον – Κρυστάλ – που τερμάτισε τη ζωή του στο τείχος της Ρόδου, ο αειθαλής Τζώννυ Πεσμαζόγλου αντιπρόσωπος της Τζένεραλ Μότορς στην Ελλάδα με τις Σέβυ και τις Όπελ, ο πληθωρικός Ψύχας με τα θηριώδη Volvo 544, ο αιώνια άτυχος Ανέστης με BMW και Πόρσε, ο δυναμικός Καπετανάκης με Ε – TYPE και BMW, ο Γιάννης Χρονίδης – ήρεμη δύναμη – με Ε – TYPE, ο μέγας ¨Είπωρχ’ (Σ. Σοφιανόπουλος), που το ψευδώνυμο του ήταν αναγραμματισμός της εταιρείας του της γνωστής ‘ΧΡΩΠΕΙ’ και που εγκατέλειψε για πάντα τους αγώνες μετά το θάνατο του αδελφού του που συνέ-τριψε τ΄ αεροπλάνο του στα βουνά της Εύβοιας και τέλος ο καλύτερος όλων ο Γιώργος Ραυτόπουλος που πάνω σ΄ ένα δίχρονο DKW F12 των 1.300 κυβικών άφηνε πίσω τα θηρίαΤα πρώτα χρόνια αρχές του ΄60 τα περισσότερα αυτοκίνητα αγωνίζονταν τελείως νορμάλ χωρίς μετατροπές γι΄ αυτό και ο συναγωνισμός για τη κορυφή περιοριζόταν στα πολλά κυβικά. Οι Τζάγκουαρ Ε TYPE των Κοτσώνη, Μαρκομιχελάκη, Καπετανάκη, Χρονίδη και η λευκή Σέβυ VII του Τζώνυ Πεσματζόγλου, η περίφημη ‘γουρούνα’, μονοπωλούσαν το συναγωνισμό.
[…]
Ο αγώνας του 1963
Το ΄63 ο Γιάννης Χρονίδης οδηγώντας συντηρητικά αλλά σταθερά γρήγορα πήρε κεφάλι από τους Πεσμαζόγλου – Ραυτόπουλο και παρά τη γερή κόντρα, πήρε την καρρώ σημαία. Στον ίδιο αγώνα θαυματούργησε με το ψευδώνυμο ‘Τάκις’ και ο Μπάρκουλης, όπως θα δούμε παρακάτω. Ο τοπικός ήρωας Πέτρος Ασωνίτης – ο ατρόμητος ‘Τσούτσας’ γνωστός επιχειρηματίας των Φέρυς και γόης εποχής που ‘έφερνε’ προς τον Έρολ Φλυν συμμετείχε στον αγώνα τρεις φορές. Το 1962 σε μια ανοικτή Σεβρολέτ Νας – σαν αριστοκρατικό ταξί – είχε πάει να βρει τον ‘Άνταμ’ στον κήπο του παλατιού μετά είχε κάνει την παρέλαση του με ένα Κονβερτιμπλ Ντεκαβέ και στο τελευταίο του αγώνα το ΄63 με το ‘στρογγυλεμένο’ του Auto Union – το ίδιο αμάξι που έκανε τη δουλειά του – είχε τη Τζάγκουαρ του Χρονίδη για τρεις ολόκληρους γύρους στους καθρέπτες του που ετοιμαζόταν να του ρίξει γύρο, πριν τη κατηφόρα της ΝΑΟΚ έκανε ένα τρομερό στριφογυριστό τετ – α – κε ανεβαίνοντας τα πεζοδρόμια, σκορπώντας τον πανικό στο φιλοθεάμον κοινό αλλά και στο Χρονίδη που δεν τον εμβόλισε από σπόντα.
Ένας άλλος κερκυραίος αριστοκράτης ο Μπέμπης Βελιανίτης είχε επιχειρήσει να δείξει τις οδηγικές του ικανότητες στην ανάβαση του Αχιλλείου με μια μαύρη Άρμστρονγκ Σίντλευ. Ένα πελώριο, μπαρόκ αυτοκίνητο που το θυμάμαι κάθε απόγευμα να κάνει την βόλτα του στο Λιμάνι.
Ο αγώνας του 1964
Το ΄64 ο Κώστας Τσάτσας – σήμερα τουριστικός πράκτορας στα βραδινά δοκιμαστικά του Σαββάτου καβάλησε το F12 του επιστήθιου φίλου του Γ. Ραυτόπουλου και έκανε μαγικά πράγματα πηγαίνοντας σαν τον άνεμο.
Εκείνο το Σάββατο μες το πρωινό ενώ το ασημένιο DKW ήταν παρκαρισμένο στο ‘Ακταίον’ κάποιος καλοθελητής έσπασε την τάπα και έριξε ζάχαρη στη βενζίνη. Το σαμποτάζ έγινε γρήγορα αντιληπτό και ο Κ.Τ. μετέφερε το τραυματισμένο αυτοκίνητο στο συνεργείο της BP του Σταύρου στη Λ. Αλεξάνδρας όπου η μηχανή λύθηκε, πλύθηκε και καθαρίστηκε μέσα σε ώρες για να είναι έτοιμη για τα δοκιμαστικά που τότε γίνονταν αργά.Ο Κώστας γεννημένος πιλότος με πάθος για τον κίνδυνο και τον αθλητισμό σακατεύτηκε νωρίς στα κάγκελα του Μποσκέτου με μια Φλορέτα και οι αγωνιστικές του φιλοδοξίες μαράθηκαν. Έτσι το παιδί – ζαρκάδι εγκατέλειψε και τα δοκάρια του τοπικού ’ρη όπου έπαιζε ως τερματοφύλακας. Και παρ΄ ότι είχε συμμετάσχει σε Ράλλυ ως συνοδηγός του Ραυτόπουλου εξήντλησε τις ικανότητες στα πούλμαν που οδηγούσε στις εκδρομές του πρακτορείου του.
Αξέχαστη σε εκείνον τον αγώνα του ΄63 έχει μείνει και η συμμετοχή του ζεν πρεμιέ Αντρέα Μπάρκουλη σ΄ ένα ανοικτό MGA, που επιβράδυνε στις ευθείες για να στείλει φιλάκια στα κορίτσια που λιώνανε. Τόσο δε είχε απορροφηθεί από την ανταπόκριση των κορασίδων όπου δεν κατάλαβε ότι η εξάτμιση του είχε ‘κρεμάσει’ και καιγόταν από το ύψος του ΝΑΟΚ – παρά μόνον όταν έφθασε στο ‘Δεσύλλα’ για να εισπράξει τη γενική θυμηδία των καραδοκούντων για ευτράπελα Κερκυραίων.
Την προηγούμενη χρονιά ένα προχειροφτιαγμένο καρτ βγήκε για επίδειξη στα πρωινά δοκιμαστικά της Κυριακής κι έτσι όπως ερχότανε σαν θορυβώδες ζουζούνι από την Καποδιστρίου για να μπει στο Λιστόν δεν πάτησε την γωνία του τέλους της κατηφόρας, βρέθηκε στον αέρα κι έσκασε εμπρός στο Κορφού του Τσιμή για να διαλυθεί στα εξών συνετέθη με τον άμοιρο οδηγό να είναι με το τιμόνι στα χέρια, καθισμένος στην άσφαλτο: ‘Ω ρε σκασιά που ΄φαε σαν τον Μπάστερ Κήτον’ παρατήρησε το ‘καρφί’ της παρέας ο αείμνηστος πνευματώδης Πίπος Αναγνώστης που καθόταν δίπλα μας με τους Ρούσσηδες (πατέρα – υιό) και όλοι ξέσπασαν σε γέλια.
Highlights
Tο καλύτερο σημείο για να παρακολουθήσει κάποιος τον αγώνα ήταν κατά τη γνώμη μου η στροφή του Καποδίστρια. Ακόμα ψηλά στα ερείπια της Ακαδημίας μπορούσες να δεις το σιρκουϊ να κατεβαίνει όλη την κατηφόρα από την αυλή του Δεύτερου γυμνασίου να στρίβει αριστερά ‘πατημένο’ όλη την Καποδιστρίου μέχρι το Λιστόν και μετά τους έβλεπες να ξαναβγαίνουν με γεμάτη τετάρτη στο Ακταίον και να κατεβαίνουν την ΝΑΟΚ οπότε είχες τη δυνατότητα να παρατηρήσεις τις μη ορατές μεταβολές – προσπεράσματα που συνήθως γινόταν στα φρένα της Κοφινέτας .
Απ΄ τη ζηλευτή – για τους εφήβους εκείνης της εποχής – θέση του βοηθού κριτού ήσουν ενεργό μέρος του αγώνα άκουγες τα σχόλια και τα κουτσομπολιά από πρώτο χέρι, συγκέντρωνες διαφορετικές και ώριμες απόψεις για τις μετατροπές των ‘εργαλείων’, προσέφερες ουσιαστικό έργο ανεβοκατεβάζοντας τις σημαίες επιβράδυνσης δίπλα απ΄ τα αυτοκίνητα αλλά πάνω από όλα ήσουν κοντά σ΄ αυτή την ατμόσφαιρα του κινδύνου, που πλανιόταν σαν νέφος εκκλησιαστικού μυστηρίου, και μας παράσερνε σ΄ ένα πρωτόγνωρο γλυκό πυρετό!Δυσάρεστη στιγμή ήταν ο θάνατος του πρωταθλητή Αυστραλίας στα 500 κυβικά μοτοσικλέτας του άτυχου Μακ Ντόναλντ που μια εβδομάδα πριν είχε νικήσει στο Γκραν – Πρι της Βουδαπέστης και είχε κατέβει τον Αύγουστο του ΄70 στην πόλη μας, όπου στα απογευματινά δοκιμαστικά του Σαββάτου καρφώθηκε από τον πρώτο γύρο στα κάγκελα του κηπαρίου της Ρανιατέλας.
Το ατύχημα του Σαλιάρη
Την ίδια χρονιά είχε ένα παραλίγο μοιραίο ατύχημα ο Μάκης Σαλιάρης σε βραδινή αναγνωριστική της ανάβασης που έστειλε την Άλφα 1750 στους γκρεμούς αλλά βγήκε ζωντανός σε (προσωρινό) κώμα για να θερίσει τα επόμενα χρόνια τα πρωταθλήματα και την νυχτερινή ζωή της Αθήνας με τη θρυλική ντίσκο Αυτοκίνηση.
Το διαλυμένο όμορφο αυτοκίνητο είχε μείνει στη λαϊκή στο χώρο του σημερινού πάρκινγκ – ένα μήνα – σαν παρμένο λάφυρο και λεηλατήθηκε κυριολεκτικά.
Από ΄67 και δώθε είχαμε τους αγώνες των μοτοσικλετών που τους έπαιρναν πάντα ξένοι και που ήταν μετά το Ακρόπολις ο μόνος αγώνας με συμμετοχές αλλοδαπών διεθνούς εμβέλειας.Ενώ οι οδηγοί απ΄ τα αυτοκίνητα ήσαν από καλοστεκούμενες οικογένειες και καλοζωισμένοι οι Έλληνες μηχανόβιοι ήταν άλλες φάτσες, μυστήριες και πρωτόγονες, με κορμιά σπασμένα απ΄ τα καθημερινά ατυχήματα και το στοίχημα με το χάρο μες το αγριεμένο βλέμμα τους.
Οι μετέπειτα θρύλοι
Ο Γκουντούφας, ο Ίσαρης, ο Λέκκας, ο Αντωνιάδης, ο Φλαμής, ο Χατζημιχάλης, ο Παπαδάτος πριν ακόμα γίνουν επίσημοι αναβάτες των μεγάλων εταιρειών ήταν παιδιά που ερχόταν εδώ, αφού ετοίμαζαν τις μηχανές τους στην αυλή του σπιτιού τους. Μετέφεραν τις κόντρες τους στην ευθεία του λιμανιού κάθε νύχτα και έκαναν τις κυράδες να χάνουν τον ύπνο τους και τους συνταξιούχους να ωρύονται. Οι αγώνες ξεκίνησαν το ΄67 και οι Αυστριακοί Βέρχεσερ και Μαξ έκαναν το 1-2 με Μάτσλες. Μισό γύρο πίσω πρώτος Έλληνας ο Γ. Παπαδάτος.Στον δεύτερο αγώνα είδαμε ένα αέρινο δίχρονο 150άρι – Αερμάκι και ένα κακομαθημένο Σπανιόλικο Μπουλντάκο να δαγκώνουν τις γιαπωνέζες 500άρες και 750άρες και τα 450άρια Μάτσλες και να κάνουν το ένα – δύο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον δεκαοχτάρη τότε Κωστόπουλο πάνω σε μια νορμάλ 350άρα Suzuki χωρίς αεροδυναμική θωράκιση (φέϊρινγκς) να στέκεται εμπρός απ΄ τον πρωταθλητή Γαλλίας Ραβέλ – στον αγώνα του ΄69 – για δέκα ολόκληρους γύρους και έκανε Έλληνες και ξένους να τρίβουν τα μάτια τους. Ο Ραβέλ – μακρυμάλλης και αγέρωχος – που τρία χρόνια μετά διάβηκε την Γαλλική Αχερουσία αφού γκρεμίστηκε με μια Καβασάκι Φάϊτερ στα βουνά της Ωβέρνης. Εκείνο τον αγώνα καθώς και τον επόμενο τον ‘καθάρισαν’ Ιταλοί. Ο Περόνε με Μάτσλες 500 και ο Τραμπαλζίνι με Τζιλέρα 500 που στον προηγούμενο αγώνα ήταν τρίτος.
Ο Νίκος Γκουντούφας ο καλύτερος αναβάτης όλων των εποχών για τη ώρα μας έδειξε τα δόντια του στον αγώνα του ΄70 αλλά έπεσε νωρίς.
Ο Χατζημιχάλης στην ανάβαση έφερε καλύτερο χρόνο κατά 2′ από το πρώτο αυτοκίνητο. Στη βρεγμένη Κέρκυρα του ΄70 οι Ιταλοί φάνηκαν πολύ διαβασμένοι αφού χάραξαν τις γραμμές τους απάνω στα φύλλα των δένδρων που είχαν συσσωρευτεί σε στρώματα κοντά στα ρείθρα του δρόμου καλυτερεύοντας τη πρόσφυση τους.
Κρύος ιδρώτας!
Σαν περνούσαν τα μηχανήματα τους έδειχναν με αρχοντιά αυτό που ήταν: απόλυτα όπλα. Στα δοκιμαστικά του Σαββάτου αυτής της χρονιάς ήμουν βοηθός κριτή στην θέση Κ1 δηλαδή λίγο πιο πέρα από την εκκίνηση προς το ‘Ακταίον’. Όλοι έφυγαν μπροστά αλλά η κόκκινη 350άρα δίχρονη Χόντα του Χατζημιχάλη έμεινε ακίνητη χωρίς να μπορεί να ‘βγάλει’ ανάφλεξη. Αυτός μου έκανε σήμα να τον βοηθήσω σπρώχνοντας τον πράγμα που απαγορευόταν από τον κανονισμό. Δίστασα, αλλά το αίσθημα αλληλεγγύης προς τους ριψοκίνδυνους αναβάτες και το τσαμπουκαλίδικο ύφος του πρωταθλητή μας μ΄ έκαναν να αψηφήσω την απαγόρευση και να μπω μες την πίστα και βάλθηκα να τον σπρώχνω τρέχοντας.
Δεν πιστεύω να φοβάσαι… (με καθησύχασε, ενώ από το Καβαλιέρι ακούγονταν ο συριστικός ήχος του πρώτου μηχανήματος που κατέβαινε).
Όχι βέβαια! (απάντησα… ενώ με είχε κόψει κρύος ιδρώτας, γιατί είμαστε καταμεσής του δρόμου, λίγο πριν την είσοδο του ΝΑΟΚ).
[…]
Η πρόοδος
Η επιρροή – έστω και οπτικά – στην Κέρκυρα με την ευρωπαϊκή εξέλιξη καθώς και το πάθος για ανταγωνισμό έφερε πρόοδο στην ελληνική μοτοσικλέτα. Χρόνο με το χρόνο μηχανές και άνθρωποι βελτιώνονταν.
Μετά τον αγώνα έκανα μια βόλτα στα πιτ που ήταν στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Μποσκέτο, εκεί όταν είδα τους μηχανικούς βουτηγμένους στη λάσπη και στη κάπνα τα εξαρτήματα χυμένα φίρδην μίγδην και τις μηχανές λυμένες κατάλαβα καλά ότι αυτό που βλέπαμε ήταν μια αστραφτερή βιτρίνα και ότι ο πραγματικός αγώνας παιζόταν αλλού.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ CORFUPRESS.COM (23/6/24)