Ο υποστράτηγος ε α Δελλής Σπυρίδων υπηρετούσε πριν από 50 χρόνια στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου, στην ΕΛΔΥΚ, όπως είναι γνωστή.
Ήταν αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα πριν, κατά και μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20/07/1974.
Στο κείμενο που ακολουθεί περιγράφει συνοπτικά το κλίμα και την επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα και την Κύπρο και τις κυριότερες μάχες, που έλαβαν χώρα στους 2 Αττίλες.
Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο πριν από 50 χρόνια και είναι ακόμα εκεί, με 40.000 τουρκικού στρατού να κατέχουν το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι 200.000 Ελληνοκύπριοι, που εξαναγκάστηκαν τότε να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, όπου ζούσαν και οι πρόγονοί στους χιλιάδες χρόνια πριν, είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα.
Έτσι το Κυπριακό Ζήτημα παραμένει ανοιχτό και η λύση του το ζητούμενο.
Επί μία εικοσαετία περίπου, πριν από την τουρκική εισβολή, προηγήθηκαν γεγονότα ιδιαίτερα ατυχή, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο, τα οποία πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας, που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της.
Αυτό συνέβη, διότι την πολιτική του μέτρου και της σωφροσύνης των δημοκρατικών κυβερνήσεων και των πεπειραμένων διπλωμάτων, που κρατούσαν κλειστές τις πόρτες της Κύπρου στον τούρκο εισβολέα, ακολούθησε ο τυχοδιωκτισμός και η αφροσύνη του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου που τις άνοιξε διάπλατα στον εισβολέα. Ο σχεδιασμός και οι προετοιμασίες των Τούρκων, για εισβολή στη Μεγαλόνησο, ξεκίνησαν 20 χρόνια πριν από το 1974. Αναζητούσαν αφορμή την κατάλληλη στιγμή για την πραγματοποίησή της.
Συγκεκριμένα, η σχεδίαση για εισβολή στην Κύπρο και επιβολή διχοτομικής λύσης, ξεκίνησε από την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων το 1955, προς αποτίναξη του βρετανικού αποικιακού ζυγού και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο τετραετής επικός αγώνας των Ελληνοκυπρίων, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, διήρκησε 4 χρόνια, 1955-1959, και προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Όπως είναι γνωστό η Κύπρος ήταν βρετανική αποικία από το 1925.
Οι Βρετανοί, για να ματαιώσουν το στόχο των Ελληνοκυπρίων, προκάλεσαν το ενδιαφέρον των Τούρκων, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν ρητά παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.
Στις 16/08/1960 υπογράφηκαν τα τελικά κείμενα των συμφωνιών στη Λευκωσία για τη δημιουργία ανεξαρτήτου Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά από τόσους αιώνες ξένης διακυβέρνησης και κατοχής, με πρώτο πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και αντιπρόεδρο τον Τουρκοκύπριο Δρ Φαζίλ Κιουτσούκ. Από αυτή την ημέρα άρχισε και επισήμως η λειτουργία του νέου κράτους.
Οι Ελληνοκύπριοι αριθμούσαν τότε 410.000 ή το 82% του συνολικού πληθυσμού και οι Τουρκοκύπριοι 93.000 ή το 18% του πληθυσμού.
Αυτή την ημέρα αποβιβάστηκε στην Αμμόχωστο η ΕΛΔΥΚ.
Η λειτουργία όμως του νέου κράτους ήταν προβληματική, διότι το σύνταγμα που δόθηκε στους Κυπρίους και το οποίο δεν εγκρίθηκε ποτέ από αυτούς ήταν ένα νόθο προϊόν της αγγλοτουρκικής συνεργασίας. Δεν έλυνε κανένα πρόβλημα, αντίθετα περιέπλεκε τα πάντα.
Ήταν το εκτενέστερο σύνταγμα του κόσμου με 199 άρθρα και 3 παραρτήματα.
Η Τουρκία, με αυτό το σύνταγμα, αντιμετώπιζε την Κυπριακή Δημοκρατία ως ένα ευάλωτο κράτος, το οποίο με συστηματική υπονόμευση θα μπορούσε να διχοτομήσει.
Η ανακοίνωση και μόνο της προθέσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να ζητήσει από τις 3 εγγυήτριες δυνάμεις, Μεγάλη Βρετανία – Τουρκία – Ελλάδα, την αναθεώρησή του, τον Αύγουστο του 1963, πυροδότησε θλιβερά γεγονότα στην Κύπρο. Άρχισε ανοικτή ένοπλη ρήξη από τις 21 Δεκεμβρίου μεταξύ των 2 κοινοτήτων.
Η Τουρκία έπαψε να αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και απείλησε 2 φορές, τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1964, με εισβολή στην Κύπρο, αλλά υπαναχώρησε κατόπιν αμερικανικών αντιδράσεων.
Οι Τουρκοκύπριοι, τους οποίους διοικούσαν τούρκοι αξιωματικοί, συγκεντρώθηκαν σε 6 θύλακες στο 4,8% της κυπριακής επικράτειας. Οι μεγάλες πόλεις διχοτομούνται πλην Λεμεσού και Λάρνακας, με την πράσινη γραμμή, την οποία επέβαλε και εξασφάλιζε με στρατεύματά της η Μεγάλη Βρετανία. Συντελέστηκε έτσι η πρώτη πράξη διχοτόμησης της Κύπρου.
Η υπονόμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίστηκε τον Αύγουστο 1964 με τουρκικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Τυλληρίας στα ΒΔ της Νήσου. Αντικειμενικός σκοπός των Τούρκων ήταν η δημιουργία προγεφυρώματος για να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο επιχειρήσεων σε όλη την Κύπρο.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, μετά από αυτά τα γεγονότα, θωράκισε την Κύπρο το 1964 με μια ολόκληρη Μεραρχία, προκειμένου να ματαιώσει κάθε παραπέρα σχεδιασμό της Τουρκίας προς διχοτόμηση.
Όμως 3 χρόνια αργότερα, 15 Νοεμβρίου 1967, οι Τούρκοι σκηνοθέτησαν αριστοτεχνικά τα γεγονότα της Κοφίνου – Αγίων Θεοδώρων με σκοπό να φύγει από την Κύπρο ο ελληνικός στρατός, η Μεραρχία Μ, όπως ήταν το όνομά της.
Η αποχώρηση της Μεραρχίας έγινε το Δεκέμβριο του 1967.
Διαπράχθηκε έτσι μεγάλο έγκλημα κατά της Κύπρου και του Έθνους, διότι αποδυναμώθηκε η αμυντική δυνατότητα της Κύπρου. Την κατέστησε ευάλωτη σε τουρκική στρατιωτική επέμβαση, όταν θα δινόταν το πρόσχημα.
Η απόσυρση της Μεραρχίας σηματοδότησε και άλλες εξελίξεις. Οι Τουρκοκύπριοι στις 28 Δεκεμβρίου 1967 ίδρυσαν την «Προσωρινή Διοίκηση των Τουρκοκυπρίων».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διακηρύσσει επισήμως και διαχωρίζει το «εφικτόν από το ευκταίον», που σημαίνει ότι εγκαταλείπεται η ιδέα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας επανήλθε στην Κύπρο τον Απρίλιο του 1971 και αρχίζει την στρατολογία για τη συγκρότηση της ΕΟΚΑ Β.
Η όλη κατάσταση στην Κύπρο, πριν από το πραξικόπημα της 15/07/1974, ήταν κατάσταση διχασμού και εμφύλιου πολέμου μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Η Ελλάδα αυτήν την περίοδο βρισκόταν σε διεθνή απομόνωση, λόγω του κρατούντος δικτατορικού καθεστώτος.
Μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973 επικρατούσε βαρύ κλίμα μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, επειδή υπήρξε πλήρης διάσταση απόψεων, εξαιτίας της αδιαλλαξίας, του ανεύθυνου και της άγνοιας του δικτατορικού καθεστώτος Ιωαννίδη, που αντιμετώπιζε την Κύπρο με ελαφρότητα και τυχοδιωκτισμό.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, προς ανατροπή του Αρχιεπισκόπου, προκάλεσε παγκόσμιο σάλο και δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο. Καταγράφηκε ως η μελανότερη σελίδα του Κυπριακού, διότι είχε κίνητρα ποταπά, σκοπούς ανόητους και αποτελέσματα ολέθρια. Χάρισε στην Τουρκία την τυπική αφορμή και το νομικό πρόσχημα για να εισβάλει στην Κύπρο 5 ημέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, με το δόλιο επιχείρημα της αποκαταστάσεως της διαταραχθείσης νομιμότητας.
Ο Αττίλας Ι ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου με σαρωτικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ και των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς. Στις 0730 ώρα ξεκίνησε η αποβατική επιχείρηση στην περιοχή Πέντε Μίλι δυτικά της Κυρήνειας, δηλαδή με δύο ώρες καθυστέρηση, διότι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την ακτή αποβάσεως. Στον απέραντο τουρκοκυπριακό θύλακα βορείως της Λευκωσίας λάμβανε χώρα αεραποβατική επιχείρηση.
Η ΕΛΔΥΚ αντέδρασε άμεσα με 2 επιθετικές ενέργειες, μία στις 9 το πρωί και μία στις 7 το απόγευμα, κατά του παραπάνω θύλακα.
Έφερε τους Τούρκους σε πολύ δύσκολη θέση, όπως το ομολόγησε αργότερα με δηλώσεις του στο ξένο τύπο, ο τότε αρχηγός της τουρκικής αεροπορίας.
Είπε συγκεκριμένα σε δηλώσεις του το 1976, μεταξύ των άλλων, ότι «αναχαιτίσαμε την προέλαση των Ελλήνων με την αεροπορία, διαφορετικά ερχόταν η καταστροφή…».
Στην περιοχή της αποβάσεως, δυτικά της Κυρήνειας, αποβίβασαν στη διάρκεια της ημέρας, 20 Ιουλίου, ένα τάγμα πεζικού και λίγα άρματα μάχης, παρά το γεγονός ότι έκαναν την απόβαση σχεδόν ανενόχλητοι, αφού εδώ δεν υπήρξε αποφασιστική ελληνική αντίδραση. Να υπογραμμίσουμε εδώ ότι στον Αττίλα Ι οι Τούρκοι ενήργησαν με το μισό πολεμικό τους ναυτικό και τεράστιο αεροπορικό δυναμικό. Αυτή η εξέλιξη προβλημάτισε ιδιαίτερα την τουρκική ηγεσία, όπως αναγράφει στο βιβλίο του ο τούρκος δημοσιογράφος Αλί Μπιράντ. Τις βραδινές ώρες της 20ης Ιουλίου 4 μοίρες καταδρομών της Εθνικής Φρουράς προσπάθησαν να καταλάβουν την στρατηγικής σημασίας διάβαση της Αγύρτας στο όρος Πενταδάκτυλος. Οι συγκρούσεις υπήρξαν σφοδρότατες και οι απώλειες μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία και στο Πολεμικό Ναυτικό δεν επετράπη να δράσουν από τον τότε Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο.
Στην κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, ο ταξίαρχος Γεωργίτσης Μιχαήλ κατέθεσε μεταξύ των άλλων «… όταν στις 13 Αυγούστου 1974 επέστρεψα στην Αθήνα πληροφορήθηκα μεταξύ των άλλων από επιτελείς ότι ο Μπονάνος τους είπε να τους αφήσουμε τους Τούρκους για λόγους τιμής και γοήτρου να ακουμπήσουν κάπου στην περιοχή της Κυρήνειας, ιδίαν αντίληψη δεν έχω…».
Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και το ύψωμα Β, δυτικά του στρατοπέδου, βομβαρδιζόταν συνεχώς. Αριθμός τουρκικών αεροσκαφών κτυπήθηκε από δικά μας πυρά και κατέπεσε.
Το πρωί της 21ης Ιουλίου διεξήχθη σφοδρότατη αεροναυμαχία νοτίως της Πάφου, μεταξύ της τουρκικής αεροπορίας και του τουρκικού ναυτικού. Πέντε αεροσκάφη των Τούρκων κατέπεσαν στη θάλασσα και 3 αντιτορπιλικά έπαθαν σοβαρές ζημίες, το ένα από αυτά, το Κοτζά Τεπέ, βυθίστηκε.
Η αεροναυμαχία αυτή προκλήθηκε από εσφαλμένη εκτίμηση των Τούρκων, ότι δηλαδή ελληνικός στόλος ενεργεί απόβαση στην Πάφο, ενώ επρόκειτο για το αρματαγωγό Λέσβος, το οποίο αποβίβαζε τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει προ διημέρου για την Ελλάδα, προκειμένου να απολυθούν.
Τη νύχτα της 21ης προς 22α Ιουλίου μεταφέρθηκε στην Κύπρο η Α’ Μοίρα Καταδρομών με 13 αεροσκάφη Noratlas. Δυστυχώς 3 από αυτά προσβλήθηκαν από πυρά της Εθνικής Φρουράς κατά την προσγείωσή τους στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Ένα από τα 3 κατέπεσε και βρήκαν τραγικό θάνατο 33 καταδρομείς και το πλήρωμα του αεροσκάφους. Από τις 10 το πρωί της 22ας Ιουλίου προσβλήθηκε το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και το ύψωμα Β με πολυβολισμούς, ρουκέτες και εμπρηστικές βόμβες, παράλληλα με βροχή όλμων από τα ολμοβολεία του Kιόνελι. Η περιοχή μεταβλήθηκε σε πραγματική κόλαση.
Τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, στις 4 η ώρα, κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός. Όμως οι Τούρκοι την παραβίασαν κατάφωρα και από τις 8 το βράδυ εξαπέλυσαν νυκτερινή επίθεση κατά της ΕΛΔΥΚ, που διήρκησε 7 ώρες. Οι Τούρκοι αποκρούστηκαν επιτυχώς, χωρίς δικές μας απώλειες.
Οι Τούρκοι στο τριήμερο 20-22 Ιουλίου δεν είχαν πετύχει τίποτε το εντυπωσιακό στην Κύπρο.
Στη συνομιλίες της Γενεύης, που ακολούθησαν, συμμετείχαν προσχηματικά, προκειμένου να μεταφέρουν στην Κύπρο ανενόχλητοι μεγάλο όγκο δυνάμεων προς εξαπόλυση του Αττίλα 2.
Στο διάστημα αυτό παραβίασαν την εκεχειρία 80 φορές με σταδιακή προώθηση των θέσεών τους.
Στην Ελλάδα επικρατούσε το απόλυτο χάος, στην προσπάθεια του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή να αποκαταστήσει τη δημοκρατία.
Ο Αττίλας 2 ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 14 Αυγούστου με 2 τουρκικά σώματα στρατού, που εκτός των άλλων μέσων περιλάμβαναν 200 άρματα μάχης, 300 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 100 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων.
Η τουρκική επίθεση διενεργήθηκε σε 3 κατευθύνσεις, μία προς την Αμμόχωστο, μία προς τη Μόρφου και μία προς τη Λευκωσία. Η αεροπορική υποστήριξη των επιτιθέμενων ήταν διαρκής και συνεχής σε όλη τη διάρκεια του Αττίλα 2.
Η ΕΛΔΥΚ είχε αναδιαταχθεί και κατείχε θέσεις αποκρούσεως, κυρίως δυτικά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ παρέμειναν 2 λόχοι πεζικού και στο ύψωμα Β το μεγαλύτερο μέρος του λόχου διοικήσεως. Προς υποστήριξη των ο λόχος βαρέων όπλων. Η τουρκική επίθεση εναντίον του λόχου διοικήσεως και του στρατοπέδου έγινε από μία μηχανοκίνητη ταξιαρχία με 40-50 άρματα, και τμήματα της ΤΟΥΡΔΥΚ. Η αεροπορία παρείχε συνεχή αεροπορική υποστήριξη, κυρίως με βόμβες ναπάλμ, που μετέβαλαν την περιοχή σε κρανίου τόπο.
Οι Τούρκοι διεξήγαγαν λυσσαλέες επανειλημμένες επιθέσεις επί τριήμερο, για να καταλάβουν το ύψωμα B και το στρατόπεδο. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, τόσο για τους επιτιθέμενους όσο και για τους αμυνόμενους. Χαρακτηριστική η δήλωση του τούρκου υπουργού άμυνας 2 χρόνια αργότερα «… Εάν οι Έλληνες είχαν αποστείλει έστω και 4 αεροσκάφη στην Κύπρο, εμείς θα αναγκαζόμασταν να ματαιώσουμε τη συνέχιση της επιχείρησης…».
Από την ΕΛΔΥΚ έπεσαν στα πεδία των μαχών, στους 2 Αττίλες, 105 αξιωματικοί και οπλίτες. Πολλοί ήταν και οι τραυματίες.
Η Κύπρος φρόντισε εξαρχής να αποδώσει τον οφειλόμενο σεβασμό και τη δικαιούμενη τιμής στους νεκρούς της ΕΛΔΥΚ και να τους εναποθέσει αξιοπρεπώς στα ματωμένα χώματα της.
Οι Ελδυκάριοι πολέμησαν αβοήθητοι και μόνοι για να περισώσουν την εθνική αξιοπρέπεια και την τιμή των ελληνικών όπλων, μέχρις εξαντλήσεως και του τελευταίου φυσιγγίου.
Ήταν όλοι τους γνήσιοι απόγονοι ευκλεών, ανδρείων και γενναίων πολεμιστών. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τους ελληνοκύπριους συμπολεμιστές τους.
Σε όλους αυτούς ταιριάζουν απόλυτα αυτά που είχε πει ο Καβάφης «τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους ώρισαν και φυλάνε Θερμοπύλες και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν και πολλοί προβλέπουν πως ο εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κ’ οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούν».