21η Φεβρουαρίου 1913 – 21η Φεβρουαρίου 2024:
111 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Εκατόν έντεκα χρόνια συμπληρώνονται τις ημέρες αυτές (21 Φεβρουαρίου) από την απελευθέρωση της Ηπειρωτικής πρωτεύουσας Ιωάννινα και την επανένωση της Ηπειρωτικής γης, στον κύριο ελλαδικό κορμό. Η διαδικασία αυτή χρειάσθηκε περίπου πέντε αιώνες, για να μπορέσει να τελεσφορήσει.
Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα, διαμόρφωσαν διαχρονικά ένα τρίπολο ή κατά κυριολεξία μια ΤρίΠολη, στο Βόρειο/Βορειοδυτικό ελλαδικό χώρο. Αυτό τεκμαίρεται επιγραμματικά, για τις δύο πρώτες πόλεις, από την περίοδο της (πρώτης) Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως (1204, Δ΄ Σταυροφορία) και την κατάλυσή τους από τους Φράγκους. Σε ελάχιστα χρόνια (1222) ο Ηγεμόνας της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας Κομνηνός τις απελευθερώνει και τις ενοποιεί στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σύμφωνα, όμως, με την έγκριτη ακαδημαϊκό και Βυζαντινολόγο καθηγήτρια Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ «μετά το 1204, το Βυζάντιο νομοτελειακά ήταν καταδικασμένο να κατακτηθεί από τους Οθωμανούς». Αυτή η εξέλιξη πραγματοποιήθηκε το έτος 1430 με την ταυτόχρονη κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων από τους από πεντηκονταετίας και πλέον ευρισκόμενους στη Βαλκανική και χρησιμοποιούμενους ως μισθοφόρους από το Βυζάντιο Οθωμανούς. Στους Ιωαννίτες, μάλιστα, αναγνωρίστηκαν ειδικά Προνόμια από τους κατακτητές, μέχρι το μαρτυρικό έτος 1611, όταν ο επίσκοπος Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος (Σκυλόσοφος) ξεσήκωσε τους υπόδουλους ραγιάδες, σε μια από τις ογδόντα και πλέον (τοπικές και αποτυχημένες) εξεγέρσεις της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τον εθνικό ιστορικό Κωνσταντίνο Σάθα. Περίοδος Δουλείας, όπου η Εκκλησία διέσωσε τη συνείδηση του Γένους στους περισσότερους ορθόδοξους Ρωμηούς (Έλληνες, Σέρβους, Βούλγαρους, Βλάχους κ.ά.).
Με την Κέρκυρα ανέπτυξαν οι Ιωαννίτες μια άλλη αμφίδρομη σχέση. Σ’ όλες τις δύσκολες περιόδους για τη μαρτυρική Ήπειρο, η πρώτη στάθηκε το «νησί της σωτηρίας» για τους εμπερίστατους αδελφούς τους, μια ιδιότητα που κατέχει η Κέρκυρα από την Ομηρική εποχή. Αλλά και στη μακραίωνη Ενετοκρατία, όταν για 532 έτη δεν υπήρχε ορθόδοξος επίσκοπος στην Κέρκυρα, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων (συνεπικουρούμενος συχνά από τον επίσκοπο Λευκάδος ή τον επίσκοπο Φιλαδελφείας στη Βενετία), συμπλήρωνε το θεσμικό κενό που δεν μπορούσαν να καλύψουν οι «πρωτοπαπάδες» στην Κέρκυρα. Κι αυτό το σημαντικό εκκλησιαστικό κενό, που διακρίνει τον επίσκοπο από τον πρεσβύτερο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η χειροτονία των κληρικών. Για το λόγο αυτό μέχρι τις ημέρες μας συμπληρώνεται ο τίτλος (Φήμη) του εκάστοτε Μητροπολίτη Ιωαννίνων, με τη φράση «Έξαρχος πάσης Ηπείρου και Κερκύρας». Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός, ότι αυτές τις τρεις πόλεις επέλεξαν και οι καταδιωκόμενοι από τη Δύση Εβραίοι, προκειμένου να δημιουργήσουν τις τρεις μεγαλύτερες κοινότητές τους στον ελλαδικό χώρο. Έτσι και στην περίπτωση των τελευταίων, η ιουδαϊκή θρησκεία (Συναγωγή/Καχάλ) διέσωσε τους επί δεκαεννέα συνολικά αιώνες εμπερίστατους Εβραίους, εποχή κατά την οποία οι θρησκείες αποτελούν κύριο στοιχείο εθνικού αυτοπροσδιορισμού.
Το εμβληματικό έτος της Γαλλικής Επανάστασης (1789) αποτελεί έτος ορόσημο και για τα Ιωάννινα, αφού καθίσταται Πασαλίκι (έδρα του Αλή Πασά), δηλαδή Διοικητικό, αλλά ταυτόχρονα και Πολιτισμικό Κέντρο. Στην πόλη αυτή, εισρέουν αρκετοί Διδάσκαλοι του Γένους, ακόμη και από τον Επτανησιακό Ελληνισμό, ενδυναμώνοντας το Κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Τα Ιωάννινα αναδεικνύονται «πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Λίγα χρόνια αργότερα πληροφορούνται με χαρά τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους των νεοτέρων χρόνων (1800: Επτάνησος Πολιτεία και από το 1814: Ιόνιο Κράτος), ενώ αμέσως μετά ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση (1821), όπου και οι Ηπειρώτες συμμετέχουν ανάλογα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Με τη λήξη της Επανάστασης ιδρύεται (1828) η ιστορική Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, που τόσα έχει προσφέρει στον ελληνισμό, ενώ το ίδιο έτος αναλαμβάνει Κυβερνήτης του νεοσύστατου (δεύτερου) Ελληνικού Κράτους ο μέγιστος Ιωάννης Καποδίστριας. Οι Ιωαννίτες διατηρούν σχέσεις και με τα δύο ελληνικά κράτη του 19ου αι., προετοιμαζόμενοι για τη δική τους εθνική απελευθέρωση.
Στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο (1912-13) συντελείται ένα θαυμαστό γεγονός στην Βαλκανική Ιστορία. Υπήρξε μια από τις ελάχιστες φορές, όπου συνεργάστηκαν αρμονικά τα τέσσερα Βαλκανικά κράτη (Ελλάς, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο), αντίθετα από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στη «Βαλκανική Συμμαχία», να επιβάλλει τις διεκδικούμενες από αυτήν πολιτικές λύσεις στη Βαλκανική. Ο Ελληνικός στρατός χρειάσθηκε περίπου ογδόντα πέντε ημέρες (29/11/1912 έως 21/2/1913) και θυσία αρκετών ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο πατριώτης Βουλευτής Κερκύρας Λορέντζος Μαβίλης, για να ενσωματώσει την πρωτεύουσα της Ηπείρου στην Ελλάδα. Η νίκη αυτή υπενθυμίζει διαχρονικά μια ιστορική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ο ελληνισμός επιτυγχάνει ενωμένος. Ενότητα εξωτερική, με τους βαλκάνιους συμμάχους, αλλά και εσωτερική, αφού η κυβέρνηση του κερκυραίου πρωθυπουργού Θεοτόκη, είχε ολοκληρώσει ένα δεκαετές πρόγραμμα απόκτησης πολεμικού εξοπλισμού και στρατιωτικής εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να καταστούν ισχυρές οι Ελληνικές Στρατιωτικές Δυνάμεις. Αυτό το δεδομένο αξιοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο ο μεγάλος πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος. Βρισκόμαστε ακόμη προ του εθνικού διχασμού. Την 21η Φεβρουαρίου 1913 εισήλθε θριαμβευτής στα Ιωάννινα ο Βασιλέας Κωνσταντίνος. Τελικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα εγκαταλείψει τις βαλκανικές κτήσεις της, μετά από πέντε περίπου αιώνες.
Η υπερτρισχιλιετής εθνική μας ιστορία έχει διδάξει ότι ΜΟΝΟΝ ενωμένος ο Ελληνισμός επιτυγχάνει. Δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους σημερινούς δύσκολους χρόνους που και πάλι ο λαός μας φαίνεται διχασμένος, την πολυτέλεια ενός νέου Εθνικού Διχασμού. Η Κέρκυρα, το νησί της σωτηρίας για τρεις τουλάχιστον χιλιετίες, στάθηκε και εξακολουθεί να στέκεται ο φιλόξενος τόπος, προέκταση της ιδιαίτερης Ηπειρωτικής πατρίδας, για χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους αδελφούς μας. Είναι τεράστιο το κεφάλαιο της προσφοράς των Ηπειρωτών στη νεότερη και σύγχρονη κερκυραϊκή ιστορία. Την πραγματικότητα αυτή μαρτυρούν τα δεκάδες ηπειρωτικά οικογενειακά επίθετα που φέρουν Κερκυραίοι, ταυτίζοντας ουσιαστικά τους Κερκυραίους με τους Ηπειρώτες. Η κοινή μας Μητέρα και Προστάτις Παναγία η Φανερωμένη (των Ξένων/Στερεωτών), με τον ναό της οποίας έχουν συνδεθεί οι εν Κερκύρα Ηπειρώτες, να σφυρηλατεί, να ενισχύει και να επευλογεί την ενότητά μας.
Αιωνία η μνήμη στον Λορέντζο Μαβίλη και όλους τους ήρωες του πολέμου. Είθε να φανούμε άξιοι κληρονόμοι της ελευθερίας, που εκείνοι μας κληροδότησαν.
*To παραπάνω κείμενο αποτελεί τον Πανηγυρικό της ημέρας, στη Δοξολογία για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα.