Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος ή Ντίνος Θεοτόκης; Ερώτημα ρητορικό ίσως για όλους εσάς που είστε συμπατριώτες του ή έχετε διαβάσει κάποιο ή κάποια από τα ωραία βιβλία του και που οπωσδήποτε ήρθατε από ενδιαφέρον στην εκδήλωση. Ωστόσο αυτή ακριβώς η εκδήλωση φέρνει στην πλατιά δημοσιότητα τον Θεοτόκη ποιητή και τη σχέση του με τη μουσική, δύο στοιχεία ελάχιστα γνωστά στον πολύ κόσμο.
Ας αρχίσω όμως με μια πολύ σύντομη παρουσίαση του Θεοτόκη, για να τον φέρουμε μπροστά μας. Μέλος της μεγάλης οικογένειας των Θεοτόκηδων, γεννήθηκε το 1872 και πέθανε το 1923. Φιλομαθής και ταλαντούχος, από μικρός έδειξε τόσο εξαιρετική κλίση στις θετικές επιστήμες και στα γράμματα, ώστε ο θείος του Αλέξανδρος Θεοτόκης έμεινε ανύπαντρος για να διαθέσει την περιουσία του για τις σπουδές τού ανιψιού του. Ο Ντίνος, ωστόσο, εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Παρίσι, παντρεύτηκε την κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερή του βοημή βαρόνη Ερνεστίνα φον Μάλοβιτς και επέστρεψε στην Κέρκυρα. Μέχρις εδώ η ζωή του παρουσιάζει πολλά από τα τυπικά χαρακτηριστικά καταγωγής και παιδείας της επτανησιακής λογιοσύνης: αριστοκρατική γενιά και οικονομική άνεση, που επιτρέπει πρώτα μακρές σπουδές στο εξωτερικό σε θεωρητικές κυρίως επιστήμες και κατόπιν δίνει τη δυνατότητα σε έναν άεργο βίο αφοσιωμένο στη μελέτη και τη λογοτεχνική δημιουργία. Ο Θεοτόκης ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, τις μεταφράσεις και την φιλολογική μελέτη, αν και από τις μελέτες του πολλές χάθηκαν ανέκδοτες.
Στην ίδια πνευματική πορεία και τάση ζωής τείνει και η μέχρι το 1900 περίπου παρουσία ως μέντορα στη ζωή του τού συμπολίτη του Λορέντζου Μαβίλη, που φλόγιζε τη φιλοπατρία του, τον συγκρατούσε στη λογοτεχνική παράδοση της Επτανήσου και τον οδήγησε στην ενασχόληση με την ποίηση, στην εκμάθηση νεκρών γλωσσών, στις περίτεχνες μεταφράσεις εκτενών ποιημάτων από τα λατινικά, Βεδικών ύμνων και αποσπασμάτων του ινδικού έπους Μαχαμπαράτα. Κάπως παράδοξα και ο Μαβίλης και ο άλλος πνευματικός συνομιλητής και στενός φίλος του Θεοτόκη, ο Αγρινιώτης Κώστας Χατζόπουλος, τον έστρεψαν στη γερμανική φιλοσοφία. Ο πρώτος στον πεσιμισμό του Σοπενάουερ και στον Νίτσε, ο δεύτερος στις μαρξιστικές ιδέες. Η συνάντηση με τον Χατζόπουλο έγινε αναμφίβολα στο περιοδικό Τέχνη (1898˗1899) του Κ. Χατζόπουλου και του Γ. Καμπύση, το πιο προωθημένο έντυπο των χρόνων του που πρόβαλλε τις καλλιτεχνικές ζυμώσεις της εποχής.
Η φιλόδοξη και πολύ εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση του Θεοτόκη στα γράμματα έγινε το 1895, σε ηλικία μόλις 23 ετών, όταν τύπωσε στο Παρίσι το γραμμένο στα γαλλικά πρώτο βιβλίο του, το μυθιστόρημα La vie de montagne, με την υπογραφή Κόμης Comte C. Théotoky. Της ίδιας χρονιάς είναι και οι Αντιφεγγίδες, πεζά ποιήματα, που αποτελούσαν κατεξοχήν ειδολογική έκφραση του αισθητισμού και στα οποία η Μουσική ως ιδέα, ως μελωδία και αρμονία, έχει καθοριστικό ρόλο. Ακολουθούν πεζογραφήματα λυρικής αφήγησης στο ίδιο πλαίσιο του αισθητισμού και του νιτσεϊσμού με θέματα ιστορικά ή μυθολογικά, παρμένα από αρχαιοελληνικές και ινδικές παραδόσεις. Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να ασχολείται με έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μετέφρασε τραγωδίες του Σαίξπηρ, αλλά και Σίλλερ, Γκαίτε, Χάινε, Τουργκένιεφ, Φλωμπέρ κ.ά. Σας βεβαιώνω ότι ακόμη και αν το έργο του περιοριζόταν στις μεταφράσεις, θα του έδινε μια σημαντική θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων.
Οδοδείκτης του Θεοτόκη, που του χάραξε σταθερό δρόμο προς την καταξίωσή του ως πεζογράφου, υπήρξε ο σοσιαλισμός. Έτσι απέκτησε τον χαρακτηρισμό του «εισηγητή της κοινωνιστικής πεζογραφίας» μαζί με τον Κ. Χατζόπουλο.
(…)
Ενώ με τα πεζά του ο Θεοτόκης έγινε πασίγνωστος, από την ποίησή του ωστόσο, που έμεινε ως σχετικά πρόσφατα ανέκδοτη, γνωρίζαμε πολύ λίγα. Ο αείμνηστος Φίλιππος Βλάχος, ο Κερκυραίος ρέκτης, ιδρυτής των Εκδόσεων Κείμενα κατόρθωσε να συγκεντρώσει 69 δημοσιευμένα και ανέκδοτα σονέτα του συμπατριώτη του συγγραφέα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Φίλιππος Βλάχος αναζωπύρωσε τη δεκαετία του 1970 το ενδιαφέρον για τον Θεοτόκη και τον αποκατέστησε στη θέση που του άξιζε στον χώρο της λογοτεχνίας μας.
Ας ακούσουμε πρώτα λίγους στίχους από ένα σονέτο του δημοσιευμένο το 1916 στο περιοδικό Κερκυραϊκή Ανθολογία, που αναφέρεται στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράζοντας τη λύπη του που η Ελλάδα δεν συμμετέχει στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας:
Βάφει τη μάνα γη ποτάμι το αίμα /
και απ’ άκρη σ’ άκρη του Άρη η οργή μανίζει. /
Καίονται οι στεριές, η θάλασσα καπνίζει /
και βασιλεύει ο φθόνος και το ψέμα. /
Του Τεύτονα ρηγάρχη το άγριο βλέμμα /
πάνω στα ερείπια ακοίμητο βιγλίζει /
Δυστυχώς και σήμερα αυτό το ποίημά του είναι επίκαιρο, όπως τραγικά επίκαιρα είναι το σχόλιο του στην αφιέρωση το 1914του έργου του η Τιμή και το Χρήμα στην Ειρήνη Δεντρινού, όπου η αναφορά του και πάλι στην αγριότητα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μάς θυμίζει τους σημερινούς πολέμους στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή:
«Ήταν η τύχη του φαίνεται, το ειρηνικό διήγημά μου να προβάλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματος βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ’ ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων».
Τα περισσότερα όμως από τα σονέτα του Θεοτόκη, είδος στο οποίο διακρίθηκε ο φίλος του ο Μαβίλης, είναι ερωτικά και απευθύνονται στην Κερκυραία Ειρήνη Δεντρινού, μούσα του και αντικείμενο του έρωτά του. Γραμμένα στο Κερκυραϊκό ιδίωμα, που ο Θεοτόκης επέβαλε και στις μεταφράσεις του, διακρίνονται για τη λυρική του ένταση. Πάθος, πόνος, εξιδανίκευση του έρωτα και της αγαπημένης του, αναφορές στη φύση μαζί με το όραμα μιας ουράνιας, ονειρεμένης ζωής, τον έκαμαν να πει:
Πικρό για με κ’ η αγάπη είναι μαρτύριο! /
Μυστήριο είναι όλα κι ο ‘Ερωτας μυστήριο. /
Στο πεζογραφικό του έργο πρόβαλε με τις ιστορίες του τις διαχρονικές διαστάσεις αυτού του ερωτικού μυστήριου και τη διαρκή, βασανιστική παρουσία του στην ανθρώπινη ζωή. Τον ίδιο προβληματισμό εκφράζει και στα έξοχα σονέτα του. Η μελοποίησή τους τώρα δεν αναδεικνύει μόνο τη μουσικότητά τους και τα συναισθήματα του δημιουργού τους, αλλά γίνεται αφορμή για να διερευνηθεί και να αποκαλυφθεί η ιδιαίτερη σχέση του Θεοτόκη με τη μουσική στη ζωή και το έργο του.
Η γυναίκα του που «έπαιζε έξοχα πιάνο», έγραψε στις αναμνήσεις της ότι ο άντρας της αγαπούσε τη φύση και τη μουσική. Και αφηγείται: «Από το Ινσμπρουκ πήγαμε στο Μόναχο […] Εδώ άκουσε για πρώτη φορά τον Λόενγκριν του Βάγκνερ, που του έκανε μεγάλη εντύπωση. Μολονότι δεν ήταν ο ίδιος μουσικός κι ούτε ειδικός σ’ αυτή την τέχνη, ένιωθε αμέσως τη νέα τούτη γι’ αυτόν μουσική και λυπόταν συχνά στην κατοπινή του ζωή που δεν μπόρεσε ν’ ακούσει περισσότερα έργα του Βάγνερ.» Γράφει ακόμη ότι η κόρη τους που την έχασαν παιδάκι, «είχε πολύ καλό μουσικό αυτί και τον διασκέδαζε πολύ τραγουδώντας του λιανοτράγουδα, που τα θυμόταν από μια φορά πού ‘χεν ακούσει τη μελωδία τους» Και συμπληρώνει: «To βράδυ έπρεπε να παίξω μουσική – έλεγε πώς δεν τον ανησυχούσε αυτό και αγαπούσε ιδιαίτερα την κλασική μουσική, που όσο μπορούσα κατόρθωνα να του δίνω με τις μικρές μου δυνάμεις και εκτελέσεις, και του γνώρισα τ’ αριστουργήματα του Bach, Beethoven, Schumann, Mozart, Schubert κ.λ. – Δεν ήθελε ν’ ακούει ελαφρά πράγματα, οπερέτες ή κομματάκια, όλο σοβαρά έργα και από τραγούδια προτιμούσε τον Σούμπερτ. Τα ήξερε όλα απ’ έξω και σχεδόν σωστά -τον ErlKoening [τραγούδι του Γκαίτε που μελοποίησε ο Σούμπερτ] ήθελε συνεχώς να τον επαναλαμβάνω και όταν πια κι ο Μαβίλης ήταν σπίτι μπορούσε συχνά να κάθουμαι όλη τη βραδιά να τραγουδώ, έχοντας ενθουσιώδεις ακροατές».
Στην πεζογραφία γενικά οι περισσότερες εικόνες είναι οπτικές, ωστόσο ο Θεοτόκης δίνει αρκετό χώρο στα πεζά του σε ακουστικές εικόνες και συνδέει συχνά το αίσθημα της αγάπης με τη μουσική.
Τρία μόνο μικρά παραδείγματα θα σας δώσω για να μην σας στερήσω χρόνο από τη μουσική που ακολουθεί.
Στο διήγημά του «Η ζωή του χωριού» (1904) δυο ερωτευμένοι περνούν μαζί τη νύχτα στην εξοχή. Και τότε: «Το φεγγάρι είχε σηκωθεί καμπόσο, κι ακούστηκε τ’ αηδόνι να ψάλλει την αρμονικότατη μελωδία του. Αθέλητα την αφοκραστήκαν κ’ οι δύο τους με συγκίνηση· πόσο ήταν γλυκιά· απλή πρώτα πρώτα και λίγο λίγο ψιλότερη και στολισμένη· συργουλιστά υμνούσε τ’ ανοιξιάτικο τραγούδι του την ανάσταση της φύσης, τον πόθο που εφώλιαζε σ’ όλα τα πλάσματα, την επιθυμιά της δημιουργίας· και ετρίλιζε κι εγουργουλούσε κι επαραπονιότουν· και η αχοί που ανάδινε το μικρό λαρούγγι τούς εσάλευαν τα σπλάχνα, τους έκαναν να λησμονούν το κορμί τους. Σε λίγο και τ’ άλλα πουλιά εβαλθήκαν να ψάλουν ·το χάραμα ερχότουν και οι αγαπημένοι εσηκωθήκαν να φύγουν.»
Αντίθετα, στη Τιμή και το χρήμα σε μια ολοζώντανη σκηνή οι εργατικοί άντρες που μαζεύονται στην ταβέρνα για να πιουν, να πουν τα βάσανά τους και να ξεδώσουν, τραγουδούν λαϊκά τραγούδια:
«Τώρα ο Αντρέας εβάλθηκε να τραγουδάει:
Ανάρια ανάρια να βρεθεί, κάπου και κάπου α λάχει, /
Κοπέλα με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια να ’χει. /
Οι δύο συντρόφοι τού ’καναν ο ένας σιγόντο, ο άλλος αμπάσσο· και στες τελευταίες νότες όλη η ταβέρνα τον εσυνόδεψε σε διάφορες φωνές, βαστώντας στα τελευταία για πολλήν ώρα το ίσιο.
[…Και λίγο παρακάτω] γελώντας ο Αντώνης κι εβάλθηκε να τραγουδάει:
Κακά τα χίλια πέρπερα κι η κακοειδή γυναίκα, /
Τα χίλια πέρπερα πετούν κι η κακοειδή απομένει. /
[Καθώς περνά η ώρα οι θαμώνες φεύγουν. Αλλά υπάρχει καιρός για ένα ακόμη τραγούδι]
«Στην ταβέρνα τώρα οι χωριάτες είχαν φύγει. Κι από ένα άλλο τραπέζι αντήχησε από πολλά στόματα ένα άλλο τραγούδι:
Σαν απεθάνω θάψε με δω μέσα στην ταβέρνα /
να με πατεί η ταβερναριά κι η κόρη που μ’ εκέρνα. /
[Κι ενώ αρχίζει πολιτική συζήτηση, οι νέοι ξεσπούν πάλι σε ένα ερωτικό τραγούδι:] «Και η κουβέντα ήταν γενικιά. […] Εμιλούσαν […] για τους φόρους που έβαζε η κυβέρνηση,κάθε Κυβέρνηση,ετοιμάζοντας πόλεμο, για να στέρνει του τόπου τα πλούτη, τον ίδρο του εργάτη, σε ξένα πουγγιά, των πλούσιων της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας, και κάπου κάπου αντίσκοφτε την ομιλία ένα αρμονικό τραγούδι σαν τούτο:
Κορίτσι δεν αγάπησα ποτέ με τον παρά μου /
παρά με το τραγούδι μου και με τον ταμπουρά μου. /
Ας περάσουμε όμως στο μυθιστόρημά του Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, στο οποίο ο Θεοτόκης κατορθώνει σε μια σκηνή μέρος της οποίας θα ακούσετε τώρα, να ενώσει με τρόπο θαυμαστό τη μουσική με τα συναισθήματα απογοήτευσης και τις πικρές σκέψεις της γυναίκας που χωρίστηκε από αυτόν που αγαπά και βρίσκει μικρή παρηγοριά, παίζοντας στο πιάνο έναν αγαπημένο σκοπό:
«Στο ωραίο παλάτι του γιατρού Στεργιώτη, σε μια μικρή, ψηλή και ολοκαίνουργη κάμαρα, η Ευλαλία εκαθότουν μπρος στο πιάνο κ έπαιζε. Κι ο Γιώργης Οφιομάχος […]παρακολουθούσε προσεχτικά τον αρμονικό σκοπό, που ρυθμικά περιπλεγμένος ξετυλιγότουν αδιάκοπα. […] Ο νους τους ήταν αφοσιωμένος όλος στη μουσική εκείνες τες στιγμές, λησμονώντας τις καθημερινές φροντίδες.[…] τα δάχτυλα της γλιστρούσαν πάνου στα φιλντισένια τάστα, πότε αργά, πότε γοργά, πότε σμίγοντας μαζί, πότε ανοίγοντας, γεννώντας έτσι τη ρυθμική αρμονία […]. Η μεγάλη σονάτα που ’χε αρχίσει από έναν απλό σκοπό, με μια βαριά συνηχία, είχε σηκωθεί άξαφνα τεράστια, παρόμοια σ ένα μεγάλο οικοδόμημα, μπλέκοντας ξεχωριστές μελωδίες, σε μια αψιά και παθητική αρμονία, που ολόκληρα και αδιάκοπα υψωνότουν, τρέμοντας, φωνάζοντας, κλαίγοντας, και ολομεμιάς ησυχάζοντας· και αδιάκοπα εγενότουν πολυπλοκότερη, προσπαθώντας να ξεχειλίσει στην ανθρώπινη καρδιά, να την κυριέψει με το πάθος της, με την τραγική τρικυμία της, που ανάγκη δεν είχε από λόγια, και μεγαλόπρεπη τέλος εκλειούσε έπειτα από μια βαρυσήμαντη σιωπή, με μία νεκρώσιμη ακολουθία, κυλώντας αργά αργά, ρωτώντας και απαντώντας, οδηγώντας έτσι στην τελική καταστροφή, με πόνο κι έλεος, σα για να δείξει κι εκείνη σκληρή κι άσκοπη μέσα στον κόσμο την ύπαρξη…[…]
Αχ! της φαινότουν τώρα πως ο Άλκης την είχε μάθει να νιώθει και να αισθάνεται τη γλώσσα εκείνης της μουσικής… Μία γλώσσα σαν άλλου κόσμου, που ανάγκη δεν είχε από λόγια κι ορισμένες έννοιες για να ξηγά τη ζωή, την αγάπη, τον πόθο, για να γεννά μέσα στην καρδιά τον φόβο και το έλεος… Εσωμάτωνε η μουσική, σα σ’ ένα όνειρο, την αρμονία της αγάπης, που έλειπε από τη ζωή της, τη δίψα ενού έρωτα, που ξεσκέπαζε της ζωής τα μυστήρια, το θλιβερόν πόνο, που εγινότουν μία άυλη θλίψη, ένα αναθύμημα παρμένο από τούτον τον κόσμο, που εσβηνότουν στον άλλον που τον δημιουργούσε τ΄ όνειρο μιας απέραντης ευτυχίας!….
Ξανάπαιζε την ίδια σονάτα. Όλη η κάμαρα εγέμισε από τες παθητικές αρμονίες της, που έμπαιναν μέσα στην καρδιά της, συνταράζοντάς την, κάνοντας να ανατριχιάζει το κορμί της, συμφωνώντας μέσα στα βαθύτατα του είναι της με τη λύπη της, σα να της έδινε της μουσικής ο ρυθμός µίαν άλλη ζωή, σαν να την έκαναν πλιο πιαστή τα μελωδικά παράπονα.»
Η μελωδία που ακούνε τα δύο πρόσωπα του έργου, η ηρωίδα και ο αδελφός της, αποδίδει την εσωτερική ψυχική ταραχή της γυναίκας, αλλά παράλληλα κάνει πιο υποφερτή τη ζωή της.
Για τον δικό του ανεκπλήρωτο έρωτα ανάλογη παρηγοριά ανάμεικτη με λύπη προσπαθεί να βρει ο Θεοτόκης γράφοντας ένα σονέτο του, στο οποίο εκφράζει τα προσωπικά του αισθήματα:
Τραγούδα, ψάλε πάλι στο προστάζει /
Κι ας τήζεσαι κι ας λυώνεις απ’ τη θλίψη /
Με μια γλυκιά ματιά θα σ’ ανταμείψει /
Που αχ, πλιό πικρό θα κάμει το μαράζι. /
Κι αν υποφέρνεις τόσο τι πειράζει, /
τι πειράζει αν το πάθος σε συντρίψει, /
δεν πρέπει το τραγούδι να της λείψει /
θέλει με σε η κυρά να διασκεδάζει! /
Κ’ ύμνο ποτέ χαράς δεν θα τονίσει /
η λύρα μου που αδιάκοπα την κρούω /
τέτοια κυρά γιατί θα με αγαπήσει; /
Με αυτά τα σύντομα σχόλιά μου θέλησα να σας δείξω το ρόλο της μουσικής και του τραγουδιού στη ζωή και την τέχνη του Θεοτόκη.
* Το κείμενο είναι τμήμα της ομιλίας της ομότιμης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Έρης Σταυροπούλου, στην εκδήλωση – συναυλία «Ντίνος Θεοτόκης: “Σ’ ένα πέλαο πλέω”», που έγινε την Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024 στην αίθουσα εκδηλώσεων του αθηναϊκού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» (ολόκληρη η ομιλία θα δημοσιευτεί στο κερκυραϊκό περιοδικό «Πόρφυρας»). Έχουν γίνει τεχνικές προσαρμογές. Ο πλήρης τίτλος της ομιλίας είναι «”Τραγούδα, ψάλε”, μουσική και ποίηση στο έργο του Κ. Θεοτόκη».