Το αντίπαλο δέος στη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να συγκροτηθεί στη βάση του «μεσαίου χώρου», δηλαδή μιας πολιτικής που δεν θα είναι και τόσο διαφορετική από αυτή που ασκείται σήμερα. Το αντίπαλο δέος θα συγκροτηθεί μόνο στη βάση μιας αριστερής πολιτικής πρότασης, εκ διαμέτρου αντίθετης από την πολιτική Μητσοτάκη. Για να ανατραπούν οι συσχετισμοί χρειαζόμαστε μια ρηξικέλευθη πολιτική πρόταση που θα επανασυνδέσει τον προοδευτικό χώρο με τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία.
Γράφω αυτές τις γραμμές τη μέρα που ένας ανώτερος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ δήλωσε ότι πρέπει να ετοιμαζόμαστε για πόλεμο, που το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ανακοίνωσε τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων κατά 8,3%, που μια καταστροφική πυρκαγιά απειλεί τον αστικό ιστό της Αττικής. Αυτές είναι οι εξελίξεις που καθορίζουν τη ζωή μας. Και αυτές υπαγορεύουν αντίστροφα τις μεγάλες προκλήσεις για τη σύγχρονη Αριστερά: υπεράσπιση της ειρήνης, αναδιανομή του πλούτου υπέρ των πολλών, θωράκιση των κοινωνιών μας έναντι της κλιματικής κρίσης.
Δυστυχώς, στις πρόσφατες ευρωεκλογές η ατζέντα αυτή δεν επικράτησε. Το αντίθετο. Βρισκόμαστε σε ένα δύσκολο πολιτικό τοπίο. Τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ελλάδα μάς κληροδοτούν τρεις διαπιστώσεις: α) την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος με τα υψηλά ποσοστά αποχής, β) την αναντιστοιχία μεταξύ της κοινωνικής δυσφορίας για τη Νέα Δημοκρατία και της πολιτικής της έκφρασης προς την Αριστερά, γ) την ενίσχυση της Ακρας Δεξιάς.
Κανένα παιχνίδι με τους αριθμούς δεν μπορεί να κρύψει το πραγματικό πρόβλημα: η Αριστερά –ή και ευρύτερα αυτό που αποκαλούμε προοδευτικός χώρος– δεν εμφανίζει δυναμική. Και άρα δεν εμπνέει, δεν συγκινεί, δεν κινητοποιεί. Η αδυναμία αυτή έρχεται σαν αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πορείας ενσωμάτωσης της σοσιαλδημοκρατίας και άλλων προοδευτικών δυνάμεων στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Επιπλέον, μια πολιτική που ασκείται με τους όρους της εξουσίας για την εξουσία και της medioκρατίας αποξενώνει τις προοδευτικές δυνάμεις από τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία.
Τα εκλογικά αποτελέσματα έχουν ήδη πυροδοτήσει μια δίδυμη κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ κάτω από το ερώτημα της «επόμενης μέρας». Είναι ασφαλώς θετικό ότι όλοι πλέον αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα των στρατηγικών των δύο κομμάτων και ανοίγει πλατιά η συζήτηση για την ανεύρεση μιας αποτελεσματικής απάντησης στη Νέα Δημοκρατία. Ωστόσο, σε αυτή τη συζήτηση βλέπουμε να αναπαράγονται οι γνωστές παθογένειες που οδήγησαν τα πράγματα στο σημερινό τέλμα: Η πλήρης υποτίμηση της σημασίας της προγραμματικής πρότασης, η εμμονική αναζήτηση ενός Μεσσία που θα σώσει τον προοδευτικό χώρο, η επιφανειακή διαδικασιολογία μέσω της οποίας επιχειρείται να παρακαμφθεί η ουσιαστική πολιτική συζήτηση.
Μα πάνω απ’ όλα, δεν μπορεί να αγνοείται ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Το αντίπαλο δέος στη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να συγκροτηθεί στη βάση του «μεσαίου χώρου», δηλαδή μιας πολιτικής που δεν θα είναι και τόσο διαφορετική από αυτή που ασκείται σήμερα. Το αντίπαλο δέος θα συγκροτηθεί μόνο στη βάση μιας αριστερής πολιτικής πρότασης, εκ διαμέτρου αντίθετης από την πολιτική Μητσοτάκη. Για να ανατραπούν οι συσχετισμοί χρειαζόμαστε μια ρηξικέλευθη πολιτική πρόταση που θα επανασυνδέσει τον προοδευτικό χώρο με τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία.
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα στην Ευρώπη και η Νέα Δημοκρατία στη χώρα μας προωθούν την παλινόρθωση μιας αντιδραστικής ατζέντας με την υποστήριξη της Ακρας Δεξιάς. Η ατζέντα αυτή στηρίζεται στην πολιτική του επανεξοπλισμού με ορίζοντα τον πόλεμο, την ένταση της κοινωνικής ανισότητας ως φυσικού φαινομένου της εποχής μας καθώς και στην άρνηση της κλιματικής κρίσης μέσα από την εγκατάλειψη των στόχων της δίκαιης πράσινης μετάβασης. Αν θέλουμε μια πειστική απάντηση της Αριστεράς –και κατά συνέπεια και μια αλλαγή του πολιτικού χάρτη–, η συζήτηση και οι ανάλογες διεργασίες οφείλουν να εκκινήσουν από τα τρία αυτά ζητήματα με ένα φιλόδοξο και επιθετικό πρόγραμμα σύγκρουσης και αναστροφής των προτεραιοτήτων σε άλλη κατεύθυνση.
Είναι σαφές ότι οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ σε καίρια ζητήματα δεν διαφοροποιούνται στρατηγικά από την ατζέντα της Δεξιάς. Το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 οχυρώνονται πίσω από την αυτάρκεια της ιδεολογικής τους καθαρότητας. Ο ιστορικός όμως χρόνος είναι αμείλικτος. Η εποχή μας απαιτεί ένα δημιουργικό σοκ. Να μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Η Νέα Αριστερά στην προεκλογική περίοδο έθεσε με ένταση τα λαϊκά προβλήματα και την ανάγκη της επιστροφής της πολιτικής. Της πολιτικής με αριστερό πρόσημο. Απέτυχε εκλογικά. Καμία αντίρρηση. Αλλά την ανάγκη αυτή που εξέφρασε προεκλογικά η Νέα Αριστερά υιοθετούν σήμερα φωνές σε όλο το προοδευτικό φάσμα. Αυτό είναι θετικό.
Πιστεύω ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στην προτεραιότητα του πολιτικού περιεχομένου. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλουμε να προχωρήσουμε και οι ίδιοι σε μια βαθιά αυτοκριτική διαδικασία για να κατανοήσουμε το αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου, χωρίς όμως να πέσουμε στην παγίδα της εσωστρέφειας και της μειοψηφικής αλαζονείας. Με τη δράση μας εντός και εκτός Βουλής θα αποδείξουμε ότι η Νέα Αριστερά είναι μια πολιτική δύναμη χρήσιμη για την κοινωνία. Παράλληλα, θα αναλάβουμε τις πρωτοβουλίες εκείνες που μας αναλογούν για να ανοίξει η προγραμματική συζήτηση, να οργανωθούν οι οριζόντιες δικτυώσεις και εντέλει να δώσουμε χώρο σε όλες τις ανήσυχες φωνές –εντός και εκτός κομμάτων– που θέλουν μια πραγματική και όχι ψευδεπίγραφη νέα αρχή. Η μαχητική και ανοιχτόμυαλη Αριστερά θα ανταποκριθεί στο λαϊκό αίτημα για μια αριστερή εναλλακτική λύση που θα βγάλει τη χώρα από το τέλμα Μητσοτάκη.