Αλίμονο αν καταντήσουμε να θεωρούμε «σύνηθες φαινόμενο» τις διώξεις εναντίον αγωνιστών και αγωνιστριών, που παλεύουν για τα δικαιώματα των εργαζομένων, των ανέργων, των τοπικών κοινωνιών, της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι προφανές ότι η επιβολή αντιλαϊκών πολιτικών συνοδεύεται πάντοτε από την όξυνση του αυταρχισμού και της καταστολής κι από την ένταση των διώξεων. Άλλο τόσο προφανές είναι, όμως, ότι οι διώξεις αντικατοπτρίζουν και τον υπαρκτό φόβο των καταπιεστών και εκμεταλλευτών απέναντι ακόμα και στο παραμικρό σκίρτημα αντίστασης και ανυπακοής.
Η ελπίδα απέναντι στο φόβο, λοιπόν. Σε αυτήν τη σύγκρουση, εάν θέλουμε να υπηρετήσουμε την ελπίδα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την καταφυγή στη δημόσια συζήτηση και στη λαϊκή συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Όταν πυκνώνουν οι διώξεις, πρέπει να πυκνώνουν και να βαθαίνουν και οι όποιες κινήσεις συμπαράστασης, από συλλογικότητες και άτομα.
Στον εκπαιδευτικό χώρο, βιώνουμε το τελευταίο διάστημα μια αρκετά σοβαρή ένταση των διώξεων. Πέρα από την πασίγνωστη κυβερνητική τακτική της «επιδείξεως πυγμής», προς τέρψη και καθησυχασμό του ακροδεξιού ακροατηρίου, αίτιο των διώξεων είναι η ύπαρξη αληθινών αγώνων. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σε όλη τη χώρα και σε καθημερινή βάση, μέσα σε αμέτρητες δυσκολίες και αντιφάσεις, πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά σωματεία, σύλλογοι διδασκόντων, φοιτητικοί σύλλογοι διεξάγουν, με δύναμη και υπομονή, έναν άνισο αγώνα: τον αγώνα για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ο οποίος βάλλεται συντονισμένα από το μαύρο μέτωπο κυβέρνησης-καθεστωτικών πολιτικών κομμάτων-καθεστωτικών ΜΜΕ και οργανικών διανοουμένων του συστήματος. Ο αντίπαλος έχει στα χέρια του κάθε είδους εργαλεία, νομοθετικά, εκτελεστικά, δικαστικά, κατασταλτικά, ιδεολογικά, από την υποχρηματοδότηση, τις ποικιλώνυμες «αξιολογήσεις», τα εξεταστικά πλέγματα και τις «ελάχιστες βάσεις εισαγωγής» μέχρι την προπαγάνδα, τα ΜΑΤ και τις πειθαρχικές και δικαστικές διώξεις. Το εκπαιδευτικό κίνημα διαθέτει τη συλλογική αγωνιστική του παράδοση, εμπειρία και αντοχή.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις διώξεων στην εκπαίδευση είναι οι διώξεις εναντίον μελών της ΕΛΜΕ Πειραιά, της Ε ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης και της ΕΛΜΕ Ημαθίας, καθώς και οι πολύ πρόσφατες διώξεις στο ΕΚΠΑ, που φτάνουν μέχρι και το στήσιμο παραπομπής σε διαδικασία απόλυσης συμβασιούχου συναδέλφου διοικητικού υπαλλήλου. Όλα αυτά τα κρούσματα διώξεων αφορούν ουσιαστικά την ίδια τη συνδικαλιστική δράση και το δικαίωμα άσκησής της, αν και οι εμπνευστές τους προσπαθούν να τα παρουσιάσουν ως στρεφόμενα ενάντια σε δήθεν πειθαρχικά παραπτώματα. Μορφή δίωξης και κατατρομοκράτησης συνιστούν, οπωσδήποτε, οι σποραδικές κλήσεις, ανά την Ελλάδα, διευθυντών υπό κατάληψη σχολείων σε αστυνομικά τμήματα, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, προκειμένου να «δώσουν εξηγήσεις». Παρόμοιο περιστατικό αντιμετώπισε και η ΕΛΜΕ Κέρκυρας, στις αρχές του Φλεβάρη, με την ανάλογη κινητοποίηση.
Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι η αντιμετώπιση των διώξεων και η δημιουργία κύματος αλληλεγγγύης προϋποθέτουν σταθερότητα, μετωπική αντίληψη για τους αγώνες και σεβασμό στην αυτοτέλεια των μαζικών κινημάτων. Η πρόταξη μικροπαραταξιακών σκοπιμοτήτων ή η προσπάθεια υποβάθμισης του χαρακτήρα και της έκτασης των διώξεων, πέραν του ότι δείχνουν πολιτική μυωπία, δυσκολεύουν σοβαρά την παρούσα και μελλοντική συνδικαλιστική συσπείρωση και δράση.
Είναι επείγουσα και ζωτική ανάγκη κάθε συλλογικότητα και άτομο που ενδιαφέρεται για την υπεράσπιση των στοιχειωδών εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων να εκφράσει την αλληλεγγύη της/του με κάθε δυνατό και πρόσφορο τρόπο. Ας μην αφήσουμε κανένα συναγωνιστή και καμία συναγωνίστρια μόνο/η! Η έμπρακτη αλληλεγγύη μας είναι, ουσιαστικά, η μοναδική εγγύηση της συνέχισης των αγώνων μας, μέχρι τη νίκη.