Αφιερωμένο εξαιρετικά
Κουβέντα της Λουκίας, σε μια απ΄ τις παλιές μας απεργίες, νομίζω την ηρωικότερη των νεοτέρων χρόνων, την απεργία του ΄97. Απεργιακή επιτροπή, φουλ γυναικομάνι, άλλες πολύ νέες, άλλες μωρομάνες, εγώ, θυμάμαι, θήλαζα κιόλας. Οι γλάστρες της απεργιακής επιτροπής, έλεγε η Μαρία. Χαχανίζανε με τη Γιώτα, τη Γιώτα που μας άφησε εδώ και καιρούς, σατιρίζοντας εαυτές και αλλήλους, και μας τις ίδιες και τους παλιούς και έμπειρους άρρενες συνδικαλιστές, που, όσο και να ΄ναι, μας βλέπανε με κάποια συγκατάβαση. Μάθαμε πολλά, η αλήθεια είναι, για χρόνια μετά ανταποδώσαμε την πείρα που αποχτήσαμε πλαισιώνοντας το σωματείο, φτάνοντας και μέχρι το αξίωμα της προέδρου. Τότε, λοιπόν, αφού ήδη είχαμε κλείσει μήνα στην απεργία κι είχανε σφίξει για τα καλά οι κώλοι κι εξαπλωνόταν σιγανά και ύπουλα η κούραση, η ανασφάλεια κι η ηττοπάθεια, τότε την αμόλησε η Λουκία την παρόλα της. Μα έπρεπε να μου πείτε να φέρω την πινιάτα(*) τση μάνας μου… Απεργιακό συσσίτιο, κάτι τέτοιο μας είχε κάτσει και τα λέγαμε αυτά πρωί πρωί, περιφρούρηση στα Λύκεια, κρύο και υγρασία του σκοτωμού και , πάντα, οι απαραίτητες αψιμαχίες με κάποιους που κλωθογυρίζανε να σπάσουνε την απεργία, να μπούνε για δουλειά.
Παρόμοια, κάπως, η σημερνή συνθήκη, πρωί, υγρασία και επιτακτική αναγκαιότητα. Τώρα, σίγουρα λιγότερο μαζικοί, αλλά λίγο πιο σε κίνηση, η τρομοκρατία δε θα περάσει / του λαού η πάλη θα τη σπάσει, βαδίσαμε συντεταγμένα από την είσοδο των Λυκείων μέχρι το αστυνομικό μέγαρο, δίπλα δίπλα σχεδόν τα ιδρύματα, ούτε εκατό μέτρα απόσταση. Αν δε μεσολαβούσε ο βρεφονηπιακός σταθμός, κολλητάρια θα είχαμε γίνει, που λέει ο λόγος, μαζί θα τρώγαμε τη μαρέντα(*) μας. Όταν το νοσοκομείο μεταφέρθηκε εκτός πόλης, στο άψε σβήσε τα σώματα ασφαλείας στρογγυλοκάθησαν στο κτίριο, τη επινεύσει και μεσολαβήσει ντόπιου κυβερνητικού παράγοντα. Βρε, δεν πα΄ να μάλλιασε η γλώσσα μας για τις κτιριακές ανάγκες των σχολείων, συγκροτήματα ολόκληρα χαρακτηρισμένα επικίνδυνα, στέγαση σε πρώην πολυκατοικίες και σουπερμάρκετ, λυόμενα, κοντέινερ και πάει λέγοντας. Τα σώματα ασφαλείας über alles, κι ας περισσεύουν πτέρυγες ολόκληρες του κτιρίου να ρημάζουν αναξιοποίητες…
Επιπλέον, είναι και Σάββατο. Κλήσεις διευθυντών σχολείων προς απολογίαν ακόμα και για Σάββατο. Εδώ , βέβαια, μπορούν και να μας ψέξουν οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες για την μη ακρίβεια των λεγομένων μας. Κλήση στα πλαίσια προκαταρκτικής έρευνας, με εισαγγελική εντολή, με ανακριτικούς υπαλλήλους αστυνομικούς του γραφείου, παλιούς σας μαθητές, τι διαμαρτύρεστε συνέχεια, άμα φτάσουμε σε προανακριτική και η υπόθεση δεν πάει αρχείο, βλέπουμε. Και δώστου να περισσεύουνε οι εκφράσεις εκτιμήσεως προς τους εκπαιδευτικούς για το υψηλό λειτούργημα που επιτελούν, σιγά τα σορόπια, ρε παιδιά, θα γλιστρήσουμε. Αν θέλετε να βάλετε λίγο πλάτη, διαμαρτυρηθείτε στην εισαγγελία, για υπερβάλλοντα φόρτο εργασίας, για ό,τι σας φωτίσει ο θεός, τελοσπάντων. Δεν τρελαθήκαμε κιόλας, να απαιτούμε από σας να θέσετε ζητήματα δημοκρατίας δια της υπηρεσιακής οδού, αν είχατε τη βούληση, θα τα έθεταν τα συνδικαλιστικά σας όργανα. Διότι η ουσία όλου αυτού που ζούμε είναι σκέτη κατατρομοκράτηση και πραγματική κλήση σε απολογία. Όταν καλούν διευθυντές και τους ζητάνε ονόματα πρωταιτίων σε μαθητικές καταλήψεις ( πρωταίτιος, αχ, τι λέξη με άρωμα δεκαετίας του πενήντα) ή αν εκπαιδευτικοί αρνήθηκαν να κάνουν τηλεκπαίδευση εν καιρώ καταλήψεων( αυτό θυμίζει και τους συνοδοιπόρους18 λιγουλάκι, δε βρίσκετε…) ή ακόμα και προσωπικά στοιχεία μελών συλλόγων γονέων και κηδεμόνων ( όπου απομείνανε κι αυτοί…), εσάς σας θυμίζει κάτι άλλο, δηλαδή;
Το έδαφος είναι ελαφρώς ανηφορικό μπροστά απ΄ την καγκελόπορτα του μπατσομεγάρου. Στη γωνία αριστερά το φυλάκιο, διαπραγματεύσεις για συγκρότηση αντιπροσωπείας, ε, θα μπει μέσα το σωματείο πριν κι απ΄ τον πρώτο απολογούμενο, δεν το συζητάμε, αλλιώς γιατί ήρθαμε δω πέρα. Άσε που, κανονικά, έπρεπε να μπούμε όλοι μέσα, αμάν πια μ΄ αυτά τα ιερά και άβατα των μηχανισμών νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής και…κατασταλτικής καταστολής… Εν πάση περιπτώσει, προσπαθούμε, όσο είναι δυνατόν, να κρατάμε την ψυχραιμία μας. Τα λεκτικά ξεσπάσματα δεν υποκαθιστούν την όποια πολιτικοσυνδικαλιστική πίεση μπορούμε να ασκήσουμε. Οπότε, φάε στόμα μου κουφέτο…
Γενικό νομαρχιακό νοσοκομείο Κέρκυρας « Η Αγία Ειρήνη». Διάδρομοι και θάλαμοι με μωσαϊκό, χρώμα πράσινο στα χαμηλά, γκρίζο ανοιχτό στα ψηλά. Εκεί που πηγαίναμε για ατυχήματα, ιατρικές εξετάσεις και νοσηλεία αγαπημένων προσώπων, πάμε τώρα για ταυτότητες, έγγραφα κι άμα λάχει, προσαγωγές μετά από διαμαρτυρίες, πορείες και ιστορίες σαν τη σημερινή. Ακόμα θυμάμαι τη μάνα μου ν΄ αργοσβήνει πάνω στο μεταλλικό κρεβάτι, κατάχλωμη, αδυνατισμένη, με πεσμένα τα μαλλιά, με το σωληνάκι της παροχέτευσης υγρών να ξεπροβάλει σεμνά από την κουβέρτα. Άσε που, προπολεμικά, εδώ ήτανε το εβραϊκό νεκροταφείο, το ένα από τα δύο της πόλης. Αεροφωτογραφίες δείχνουν το χώρο, με τα μνήματα ανεσκαμμένα από τους βομβαρδισμούς, πλούσια η σοδειά των βομβών στην Κέρκυρα, ρίξανε οι Ιταλοί, ρίξανε οι Γερμανοί, εμπρηστικές στο φουλ, ρίξανε το ΄44 κι οι Εγγλέζοι, πριν έρθουνε να φέρουν το Γεώργιο. Κι έπειτα, μετά τον πόλεμο, αλλαγή χρήσης του χώρου, μετακομιδή, ανακομιδή, πώς να την πούμε, των οστών στο καινούριο εβραϊκό νεκροταφείο, μεταφορά της μνήμης μιας κοινότητας ανθρώπων φριχτά αποδεκατισμένης από εκτοπίσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης και θαλάμους αερίων, πέντε ψύλλοι που γυρίσανε, ανέστιοι και παραπεταμένοι τι να πρωτοπρολάβουν, μέσα σ΄ ένα θαυμαστό καινούριο μεταπολεμικό κόσμο, που ηδονιζόταν να σβήνει τα ίχνη τους, δια λόγους ευνοήτους… Σίγουρα έχουνε ξεμείνει κόκαλα εδώ από κάτω, που τώρα τα πατούμε, τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε…
Ήρθε, λοιπόν, ξανά η κουβέντα στην πινιάτα, μετά από τόσα χρόνια. Κι όχι μόνο για να χαριτολογήσουμε. Εξάλλου, την είχαμε κάνει την πλάκα μας πιο πριν, με την πιπίλα που ευρέθη έξωθεν του μεγάρου, εις τα κράσπεδα της οδού, παράπλευρες απώλειες των αστυνομικών επιχειρήσεων. Μην είναι δική σας ρε παιδιά… Επίκαιρη η συζήτηση για πινιάτες και λαϊκά συσσίτια, ραγδαία, πλέον, η πτώση του βιοτικού μας επιπέδου, οι μισθοί των νεοδιόριστων υποδιπλασιάστηκαν με τα μνημόνια και των παλιότερων πέσανε κατά το ένα τρίτο και πλέον, τα δώρα κοπήκανε, τα εφάπαξ εξανεμισμένα, σύνταξη στα εξήντα εφτά, που τόσες να ΄ν΄ οι ώρες τους, και ούτω καθεξής. Κι όταν βάζεις αιτήματα για μια κάποια ενίσχυση, τελοσπάντων, κάποιο επίδομα, κάποια στέγαση και σίτιση, έστω των νεοδιόριστων και των αναπληρωτών, αιτήματα που, παλιότερα, δε τα βάζαμε καν, θεωρούσαμε ότι αποδυναμώνουνε το αίτημα το κύριο, να ζούμε μ΄ αξιοπρέπεια μόνο απ΄ το μισθό, ε, όταν τα βάζεις αυτά, εισπράττεις από τοπικούς και κεντρικούς αρχόντους το βλέμμα της αγελάδας και την αιδήμονα σιωπή τους…
Το διαγώνισμα έτοιμο απ΄ την εισαγγελία, οι ερωτήσεις φιξαρισμένες, κοιλαράδες μπλέδες με κράνη, για να σκιαχτούμε, ασφαλίτες να ενημερώνουν για την παρουσία μας απ΄ τα γουόκι τόκι, αμάν, ρε παιδί μου, επιχειρησιακή ετοιμότητα ωσάν να επρόκειτο για τη νέα συνωμοσία των πυρήνων της φωτιάς, ρότε αρμέε φρακτσιόν15 τουλάχιστον και δε συμμαζεύεται. Κι ύστερα, φήμες υφέρπουσες για κάτι έγγραφα ετοιματζίδικα προς υπογραφήν που θυμίζανε δηλώσεις μετανοίας, εκεί σου φεύγει και κάνα γαμοσταυρίδι, άνθρωπος είσαι, ο άνθρωπος, πώς να συγκρατηθείς. Και δώστου σχόλια για τη χαμηλή μαζικότητα της κινητοποίησης, άντε να τα δεχτείς από τους συμμετέχοντες, αλλά ο κάθε άσχετος από τον καναπέ του, ε, όχι, αυτός δε δικαιούται δια να ομιλεί, να πάρει τον κώλο του και να ΄ρθει κατά δω κι έπειτα μιλάει, πολιτική με τα λάικ, το βρήκαμε τώρα, σημεία των καιρών. Μαύρο χιούμορ, έτσι να βγαίνει λίγο πιο πολιτισμένα η πικρία κι ο εκνευρισμός, τόσο για την ύπαρξη όσο και για το ποιον των ερωτήσεων, όσο κι αν η εκφώνηση ήταν αρκούντως γραφειοκρατική έως και νυσταλέα, στον τάκο μας βγάλανε πάλι, υπό διωγμόν, άλλος ένας αμυντικός αγώνας, άλλη μια μάχη χαρακωμάτων. Ταινία φαστ φόργουορντ, η συνέχεια προσεχώς, μία απ΄ τα ίδια και χειρότερα, ρετροσπεκτίβες εκπαιδευτικών απορρυθμίσεων – έχουμε τόσες, δα, τα τελευταία χρόνια, που χάσαμε το μέτρημα …
Βγαίναν ένας ένας οι συνάδελφοι διευθυντές, στην αρχή είχε ένα κάποιο σασπένς, μετά αρχίσαμε να βαριόμαστε σιγά σιγά. Διευθυντές και συνάδελφοι ταυτόχρονα, όπως καταλήξανε τα πράματα, δύσκολος γρίφος. Και παλιότερα υπήρχε ζωντανά η αντίφαση, στο ίδιο σωματείο ανώτεροι και κατώτεροι στην ιεραρχία, αλλά μπορούσες να το διαχειριστείς καλύτερα. Ανέκαθεν, βέβαια, μερικά στραβόξυλα προσπαθούσαν να μας κάτσουν στο στομάχι, αλλά εμείς δε μασάγαμε. Σταθερά και, αναλόγως των περιστάσεων, ενίοτε και από θέσεως ισχύος, τους υπενθυμίζαμε τα όρια και το κόστος, αν επιμένανε στα καουμποϊλίκια.Τους πάταγαν κι οι συνάδελφοι, οι σύλλογοι διδασκόντων πόδι γερό, το περιρρέον κλίμα, βλέπεις, δεν ευνοούσε αυταρχισμούς, καριερισμούς, κατά μέτωπο σύγκρουση με το συνδικαλισμό και τα σωματεία κι όλ΄αυτά τα τωρινά σκατολοΐδια. Ήταν αυτή η άτιμη η κληρονομιά της μεταπολίτευσης, που τα όποια απομεινάρια της κάνουν, ακόμα και σήμερα, τους πρετεντέρηδες να σκυλιάζουν, να μιλάνε απαξιωτικά για το λαό και τη χώρα, ως την τελευταία σοβιετία. Η κληρονομιά των απεργιακών επιτροπών και των απεργιακών φρουρών, του πόθου και του ονείρου να μορφώσουμε τα παιδιά του λαού, της περηφάνιας που οι εκπαιδευτικοί δεν είναι συντεχνία / παλεύουν για δημόσια και δωρεάν παιδεία. Και της πινιάτας…
Πραγματικά, η πινιάτα ήταν αυτή που μας έλειπε. Δε θα απογείωνε μόνο το σκηνικό, έτσι, σαν σε ταινία του Κεν Λόουτς. Θα μας ζέσταινε και το στομάχι, αφού μεσημεριάσαμε ξεροσταλιάζοντας έξω απ΄ της … πολιτσίας το κάγκελο. Μα, πάνω απ΄ όλα, θα μας ζέσταινε και την ψυχή. Αυτή κι αν κινδυνεύει να μαργώσει, τούτους τους παγερούς καιρούς. Έχουμε, ωστόσο, κι εμείς τ΄ αμέντι μας. Κάνουμε και θα κάνουμε ό,τι πρέπει, για να ζεσταίνουμε τις καρδιές και τ΄ Όνειρο. Έτσι είμαστ΄ εμείς. Σαν τους γύφτους / σφυροκοπάμε / αδιάκοπα / στο ίδιο αμόνι.