Αγάπιος το όνομά του, Μπουμπούνας το επίθετό του και παρέπεμπε σε «αγύριστο κεφάλι» και σε βροντή. Πολλοί τον φώναζαν «Αγκόπ», αυτό ήταν παρατσούκλι του.
Είναι ένα από τα ονοματεπώνυμα που το πρωί της Κυριακής 20 Οκτώβρη στην κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο θα αντηχήσουν σαν κεραυνός. Ένα-ένα όλα θα εκφωνηθούν πάλι περήφανα σαν μπουμπουνητό τα ονόματα των 112 αγωνιστών που εκτελέστηκαν κατά κύματα από το μεταπολεμικό αστικό κράτος στον ιστορικό αυτό βράχο σιμά στην πόλη του νησιού, κυρίως την περίοδο 1947-1949. Ως μελλοθάνατοι στις φυλακές της Κέρκυρας, δικασμένοι για τη δράση τους στο πλευρό του ΕΑΜ και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και τα κατοπινά, αρνήθηκαν να αποκηρύξουν το δίκιο του λαού. Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, στο Λαζαρέτο, έπεσαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, του ελληνικού λαού.
Πρόσωπο χαρισματικό, όπως τον παρέδωσαν στη μνήμη συναγωνιστές του στον ΕΛΑΣ του Πειραιά και συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα, ο Αγάπιος Μπουμπούνας, πατέρας δύο μικρών παιδιών, δεν είχε «μασήσει» τα λόγια του ενώπιον άδικου δικαστηρίου της Αθήνας που τον καταδίκασε για κατοχικά δήθεν αδικήματα τρις σε θάνατο, ακριβώς όσες φορές στην απολογία του ανέφερε τη λέξη κομμουνιστής: «Ήμουν κομμουνιστής, είμαι κομμουνιστής και αν χρειαστεί θα πεθάνω σαν κομμουνιστής», είπε στους δικαστές του, αφού πρώτα κατέρριψε τις εις βάρος του κατηγορίες.
Συγκρατούμενός του για μήνες στο ίδιο κελί στην Κέρκυρα, ο ΕΛΑΣίτης σύντροφός του Ερρίκος Βακαλόπουλος, κατοπινό στέλεχος του ΚΚΕ ως τη δύση του, παρέδωσε την εξής μαρτυρία για τον Αγάπιο:
«Από τις κακουχίες υπέφερε πολύ από τη μέση του, είχε φριχτούς πόνους, ζητούσε φάρμακα και δεν του έδιναν. Μήνες ολόκληρους, για να μπορεί να περπατάει χωρίς να υποφέρει, βάδιζε συνέχεια σκυφτός. Εκείνο το βράδυ, που μπήκαν στο κελί και είπαν πως ήρθε η ώρα του για το Λαζαρέτο, καθώς τον έβλεπα σκυφτό και στενοχωρημένο έσκυψα πάνω του και του είπα κάποια λόγια: “Αγάπιε, μη στενοχωριέσαι… Δεν θα πάνε χαμένες οι θυσίες μας. Ο λαός θα νικήσει. Θα εκδικηθούμε…”. Και μου απάντησε: “Όχι Ερρίκο, δεν στενοχωριέμαι γι’ αυτό. Είναι η γαμ……. μέση που με πονάει. Και θέλω να φύγω όρθιος, με το κεφάλι ψηλά”. Λίγο μετά, καθώς περνούσε μπροστά από τα κελιά αποχαιρετώντας την αχτίνα, είδα για πρώτη φορά τον Αγάπιο να περπατά ολόρθος και όχι σκυφτός, με το κεφάλι ψηλά».
Όπως και οι αντίστοιχες εκδηλώσεις των προηγούμενων χρόνων, έτσι και η φετινή καθιερωμένη ετήσια εκδήλωση τιμής και μνήμης –που η Τομεακή Επιτροπή Κέρκυρας του ΚΚΕ οργανώνει αυτή την Κυριακή στον νησιωτικό βράχο των 72 στρεμμάτων– γίνεται αφορμή για να διευρυνθεί η κιβωτός των στοιχείων που σταδιακά συγκεντρώνονται και παρουσιάζονται για τους 112 (γνωστούς έως τώρα με τα ονόματά τους) εκτελεσμένους εκεί αγωνιστές εργάτες, αγρότες και επαγγελματίες βιοπαλαιστές. Για όλους εκείνους που οι δήμιοί τους στις φυλακές τούς χαρακτήριζαν «μπουμπούνες» επειδή δεν γονάτιζαν και δεν υπέγραφαν «δήλωση μετανοίας» ή και αποκήρυξης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ώστε να γυρίσουν με το κεφάλι κάτω στα σπίτια τους, ενώ εκείνοι με την ανένδοτη στάση τους μπουμπούνιζαν ζωή περήφανη, βροντούσαν «ψηλά το κεφάλι», αγαπούσαν κι επιζητούσαν ανυποχώρητα τη ζωή μ’ όλη τη χάρη, τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια που της πρέπει, σύμφωνα με τα υψηλότερα ιδανικά. Νέα στοιχεία έχουν συγκεντρωθεί, μεταξύ άλλων, για τον – εικονιζόμενο πάνω σε νεαρή ηλικία – αγωνιστή.
Ήταν συνισταμένη όλων εκείνων, θαρρείς, ο εκτελεσμένος στο Λαζαρέτο μαχητής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, εργάτης κομμουνιστής Αγάπιος Μπουμπούνας (το όνομά του σώθηκε και ως Μπουρμπούνας), η εγγονή του οποίου, Μαρία Καραπιπέρη, έστειλε στην ΤΕ Κέρκυρας του ΚΚΕ για την κυριακάτικη εκδήλωση, μαζί με σχετικά στοιχεία για τον παππού της, το εξής μήνυμα:
«Δεχθείτε τον χαιρετισμό μας στην εκδήλωσή σας, στη μνήμη των αγωνιστών του λαού που εκτελέστηκαν εκεί, μεταξύ των οποίων και ο πολυαγαπημένος μας πατέρας και παππούς Αγάπιος Μπουμπούνας. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε από το αστικό κράτος για την ηρωική του δράση, ως μαχητή του ΕΛΑΣ και αλύγιστου κομμουνιστή, στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας το 1949, σε ηλικία 29 ετών. Στέλνουμε τον χαιρετισμό μας στο Κόμμα που τίμησε με τη δράση του κι έδωσε τη ζωή του, στο Κόμμα που τον τιμά μέχρι σήμερα φροντίζοντας να μείνει ζωντανός, αντιπαλεύοντας τη λήθη και την παραχάραξη της Ιστορίας. Συνεχίζουμε στα χνάρια του, πιστοί στα ιδανικά του και των αλύγιστων συντρόφων του για μια δίκαιη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η κόρη του Μαρίνα Μπουμπούνα – Καραπιπέρη, η εγγονή του Μαρία Καραπιπέρη, τα δισέγγονά του Διονυσία, Αντώνης και Μαρίνα Διβόλη».
Από οικογένεια Πειραιωτών με τέσσερα παιδιά, η οποία για δουλειά στο λιμάνι της Ρόδου είχε μετακομίσει για λίγο εκεί, καθώς η μητέρα του είχε ροδίτικες ρίζες, ο Αγάπιος Μπουμπούνας γεννήθηκε το 1920 στο νησί της Δωδεκανήσου. Μεγάλωσε κι έζησε περίπου ως τα 27 του χρόνια στη συνοικία Ταμπούρια στο Κερατσίνι.
Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών και δούλευε στη Δραπετσώνα, εργάτης στη μεγάλη υαλουργία της Εταιρείας Χημικών Λιπασμάτων της οικογένειας των μεγαλοβιομήχανων Κανελλόπουλων.
Αφεντικό του ήταν ο επικεφαλής της επιχείρησης διαβόητος «ευφυής» φασίστας πρόεδρος της ΕΟΝ («Εθνική Οργάνωση Νεολαίας») της δικτατορίας Μεταξά, Αλέξανδρος Κανελλόπουλος, που προσπέρασε με ευκολία μετά τον πόλεμο κάθε αποκάλυψη για τη δράση του και αργότερα, το 1949, δηλαδή τη χρονιά της εκτέλεσης του Αγάπιου Μπουμπούνα, ξεμπέρδεψε μ’ ένα… πρόστιμο όταν δικαστήριο τον έκρινε ένοχο με ποινή πολυετή φυλάκιση για λαθρεμπόριο χρυσού.
Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες και στοιχεία που έχουν συλλέξει απόγονοί του, ο Αγάπιος Μπουμπούνας, ενώ την περίοδο της Κατοχής αγωνίστηκε ως μέλος τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΕΑΜ και του εφεδρικού ΕΛΑΣ στον Πειραιά, μετά τη γνωστή Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945 για «ειρήνευση» πιάστηκε και οδηγήθηκε σε δικαστήριο. Του αποδόθηκαν η ιδιότητα «φρούραρχου της ΟΠΛΑ» (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) τα χρόνια της Κατοχής και η ευθύνη για την εκτέλεση μέλους οικογένειας δοσιλόγων, αλλά η κατηγορία του φόνου κατέπεσε. Μερικούς μήνες αργότερα οι διώκτες του επανήλθαν με παρόμοιο κατηγορητήριο, τον ενέπλεξαν επιπλέον σε… κύκλωμα μαστροπείας (!!!), τον ανάγκασαν με την απειλή απαγωγής των παιδιών του να παραδοθεί στις αρχές και τον παρέπεμψαν πάλι σε δικαστήριο σκοπιμότητας, που τον καταδίκασε σε θάνατο με ψεύτικες μαρτυρίες. Πριν τον μεταφέρουν στην Κέρκυρα, τον έκλεισαν για καιρό στη φυλακή Αβέρωφ στην Αθήνα. Εκεί, καθώς ήταν μελλοθάνατος, η διεύθυνση δέχθηκε και τον άφησε να «φιλοξενήσει» για τρεις μέρες σε ειδικό χώρο τη μικρή κόρη του Μαρίνα, τις παραμονές της μεταγωγής του στην Κέρκυρα.
Όλη σχεδόν η οικογένεια του Αγάπιου Μπουμπούνα, κάποια στοιχεία για τον οποίο περιλαμβάνονται και σε τόμο της έκδοσης του ΚΚΕ «Έπεσαν για τη ζωή», είχε πάρει ενεργά μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Ένα μάλιστα από τα τρία αδέλφια του, ο Αργύρης Μπουμπούνας, είχε οδηγηθεί από τους ναζί στο Νταχάου.
Οι συγκρατούμενοι του Αγάπιου στην Κέρκυρα Λάμπρος Κασσελούρης και Σταμάτης Σκούρτης σε βιβλία τους άφησαν κι άλλα στοιχεία και περιγραφές για εκείνον, εξαίροντας την προσωπικότητά του. Ανέφεραν, μεταξύ άλλων:
«Μπουμπούνας Αγάπιος ή Αγκόπ του Δαμιανού, εργάτης από τον Πειραιά, 29 χρονών. Το παρατσούκλι Αγκόπ το πήρε στις φυλακές. Και τούτο γιατί έπαιζε θέατρο και έπαιζε πάντοτε το ρόλο του Αγκόπ που τον απέδιδε καταπληκτικά. Γι’ αυτό τον φώναζαν όλοι με το όνομα Αγκόπ. Πολλοί (…) νομίζουν ότι αυτό ήταν το επώνυμό του. Ήταν ένα ήρεμο, καλοκάγαθο κι ευγενικό παλικάρι (…) Τα ωραία και μεγάλα λαμπερά μάτια του με τη φυσική καλοκάγαθη συμπεριφορά του σου γεννούσαν μια ιδιαίτερη εκτίμηση απέναντί του (…) Και το όνομά του Αγάπιος συνταίριαζε απόλυτα με το χαρακτήρα του».
Συμμετείχε σε θεατρική ομάδα των πολιτικών κρατουμένων, συχνά υποδυόμενος με δική του καλόγουστη εκδοχή τον ευφάνταστο γνωστό κωμικό ρόλο του λαϊκού τύπου «Αγκόπ», ως Μικρασιάτη Αρμένιου πρόσφυγα με ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Στο «κελί του Γολγοθά», όπου συνήθως μεταφέρονταν οι υπό εκτέλεση για να περάσουν με έναν συγκρατούμενο της επιλογής τους τις τελευταίες ώρες τους πριν τους οδηγήσουν στο Λαζαρέτο, είχε τη δύναμη και συμμετείχε, τρία τέταρτα περίπου πριν τους πάρουν για τη νησίδα, σε αποχαιρετιστήριο θεατρικό σκετς. Με έναν από αυτούς παρουσίασε σκετσάκι «Αγκόπ και Σουρπουίτσα». Λίγο νωρίτερα, είχε τραγουδήσει το τραγούδι της Κοκκινιάς με τον χαρακτηριστικό στίχο «Μπλοκάρανε την Κοκκινιά», για το γνωστό δολοφονικό μπλόκο που είχαν κάνει οι ναζί και δοσίλογοι τον Αύγουστο του 1944 στην Κοκκινιά. Ως το τέλος του, ακόμη και σκυφτός, ανάβλυζε τη χαρά και την πνοή της ζωής.
«Γεια σας και γρήγορα στα σπίτια σας…», ήταν ο στερνός του αποχαιρετισμός στους συντρόφους του στο κερκυραϊκό κάτεργο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τα χαράματα της 16ης Ιούνη 1949, στα 29 του, μαζί με τους επίσης ατρόμητους συναγωνιστές του Μάρκο Καφούρο, Σαράντη Μπάσιο, Μιχάλη Μωραΐτη και Σίμο Τσαρτσαρίδη (αναφέρεται και ως Τζαντζαρίδης). Επιστολές και παραστάσεις γνωστών και συγγενών του Αγάπιου στην τότε βασίλισσα Φρειδερίκη και κρατικούς αξιωματούχους, για την απονομή χάρης, είχαν πέσει στο κενό, θυμάται στην όγδοη πια δεκαετία της ζωής της η κόρη του Μαρίνα. «Στέκει φάρος της ζωής μας», προσθέτει η εγγονή του Μαρία.
Στερνό γράμμα του δεν έφτασε ποτέ στη φαμίλια του, παρόλο που επιτρεπόταν στους υπό εκτέλεση να στείλουν ένα στους δικούς τους λίγες ώρες πριν τους οδηγήσουν στο Λαζαρέτο. Σώθηκαν άλλα, λογοκριμένα. Σ’ ένα άλλο προέτρεπε τους δικούς του να γράψουν την αδελφή του Ελένη στη (μεταπολεμική) ΕΠΟΝ.
Ξεχείλιζαν από αγάπη τα γράμματά του στη μητέρα του, Μαρία. Σώθηκε και ανάλογο, εξίσου συγκινητικό, απαντητικό γράμμα του στην περίπου επτάχρονη τότε κόρη του, Μαρίνα.
Ένα άλλο, με ημερομηνία 7.9.1948, δηλαδή εννιά περίπου μήνες πριν εκτελεστεί, συνοδευόταν από φωτογραφία του στο μπουντρούμι της Κέρκυρας και απευθυνόταν στον αδελφό του Αργύρη («Στον Αγαπημένο μου Αδελφό Αργύρη»). Έλεγε το γράμμα:
«Από τούτη τη μακρινή γωνιά της χώρας μας, σου στέλνω τη φωτογραφία για ενθύμιο και εύχωμε γρίγορα να ξαναβρεθούμε πάλι Αγαπημένε μου Αδελφέ.
7.9.1948
Κέρκυρα».