«Όση αξία έχει στον πόλεμο το σίδερο (τα όπλα) τόση ισχύ έχει στην πολιτική η καλή ομιλία», Σόλων Αρχαίος Αθηναίος νομοθέτης & φιλόσοφος (630-560 π.χ.).! Ας συγκλίνουν λοιπόν οι ηγέτες της αντιπολίτευσης σε ένα κοινό πολιτικό λόγο απέναντι στην πολιτική που αντιπολιτεύονται.!
Φέτος, 2024, η Ελλάδα κλείνει πενήντα χρόνια από την μεταπολίτευση. Πέρασε μισός αιώνας Δημοκρατίας χωρίς αναταράξεις. Ωστόσο, η κοινοβουλευτική μας Δημοκρατία, κάπου είναι κολοβή, λαβωμένη, ελλειμματική. Η χώρα μας κυβερνάται μεν από μια κυβέρνηση δημοκρατικά εκλεγμένη αλλά το πολιτικό μας σκηνικό θυμίζει σε πολλά ολιγαρχία. Ενώ, η κυβερνητική πολιτική απορρίπτεται από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, (σε ποσοστά που ξεπερνούν κατά πολύ το 60 ή και 70%), η κυβέρνηση προηγείται μακράν των αντιπάλων της και ουδείς εξ αυτών πείθει ότι μπορεί να διαδεχθεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αδυνατούν να διατυπώσουν σαφή, εφικτή και πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης της χώρας.
Μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου, την περιφανή νίκη της Νέας Δημοκρατίας και την αντίστοιχη κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ με διαφορά πέραν των 23 μονάδων, στο πολιτικό μας σκηνικό υπάρχει η κυριαρχία του ενός : Πρωθυπουργός και κυβέρνηση, απέναντι σε μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση η οποία αδυνατεί να συγκλίνει σε μια κοινή εναλλακτική πρόταση ακόμα και σε θέματα στα οποία συμφωνεί. Κι εδώ εντοπίζεται η πολιτική παραδοξότητα : Καμιά σύμπλευση για κοινό πόρισμα στην εξεταστική της βουλής για την τραγωδία των Τεμπών, ουδεμία κοινή πρόταση κατά της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, για τα μη κρατικά πανεπιστήμια ή για τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην εθνική μας οικονομία.
Κατά τα λοιπά, όλοι καταδικάζουν την κυβερνητική πολιτική αλλά απέναντί της δεν αρθρώνουν εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης και κυρίως δεν δημιουργούν πολιτική προοπτική αριθμητικής δυναμικής στην αντιπολίτευση. Ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί στα δημοκρατικά – κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης.
Που οφείλονται όλα τούτα.;
Κυβερνήσεις σχηματίζουν οι παρατάξεις – Όχι τα κόμματα
Στην Ελλάδα, όπως μας διδάσκει η σύγχρονή μας πολιτική ιστορία, κυβερνήσεις σχηματίζουν οι παρατάξεις και όχι τα κόμματα. Διόλου τυχαίο ότι, στην προδικτατορική Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας, όταν δημιούργησε την Εθνική Ριζοσπαστική ένωση, (ΕΡΕ), με προσχώρηση στον νέο κομματικό φορέα 8 κορυφαίων στελεχών του τότε Κόμματος των Φιλελευθέρων κι απώλεσε την εξουσία, όταν οι αντίπαλοί του συνασπίστηκαν στην Ένωση Κέντρου, (ΕΚ), υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Την ίδια συνταγή ακολούθησαν στην μεταπολίτευση και κυριάρχησαν πολιτικά, τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με άνοιγμα στο κέντρο, όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου με αμφίπλευρο άνοιγμα προς το κέντρο και τα αριστερά του.!
Η δε, διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη το 1996, αποτελεί κορυφαία πράξη «κομματικής – πολιτικής αυτοσυντήρησης», που πρέπει να διδάσκεται σε πανεπιστημιακή έδρα πολιτικής επιστήμης. Σε μια χρονική περίοδο έντονης συναισθηματικής φόρτισης, λόγω του θανάτου του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, ο κομματικός μηχανισμός δεν εξέλεξε πρόεδρο τον Άκη Τσοχατζόπουλο ή τον Γεράσιμο Αρσένη, (που θεωρούνταν πολιτικά παιδιά του Ανδρέα), αλλά τον «Αντί Ανδρέα», Κώστα Σημίτη, καθώς ήταν ο μόνος ικανός να προσεγγίσει ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς και να διατηρήσει το κίνημα στην εξουσία.
Ακριβώς αυτό έγινε.
Ο Κώστας Σημίτης με αφήγημα ένα «νέο ξεκίνημα» για τον «εκσυγχρονισμό» κέρδισε 2 εκλογικές αναμετρήσεις και κράτησε το ΠΑΣΟΚ για οκτώ χρόνια επιπλέον στην εξουσία, κάτι που δεν θα επετύγχανε ούτε ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ούτε ο Γεράσιμος Αρσένης, περιχαρακωμένοι στα στενά κομματικά όρια ενός πολιτικά κουρασμένου και γερασμένου ΠΑΣΟΚ από το οποίο εξέλειπε και ο ιδρυτής του.
Την παραπάνω «πετυχημένη πολιτική συνταγή», στην τρέχουσα πολιτική περίοδο, χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ περιφρονούν προκλητικά οι αντίπαλοί του.
Η «Μητσοτακική» Νέα Δημοκρατία
Όταν το 2016, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, δήλωσε ότι, «θα διεύρυνε και θα ανανέωνε τη Νέα Δημοκρατία». Όντως, 8 χρόνια πέρασαν από τότε και η Νέα Δημοκρατία δεν θυμίζει σε τίποτε την προηγούμενη του Κώστα Καραμανλή ή εκείνη του Αντώνη Σαμαρά.
Η πολιτική φιλοσοφία του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν εξαρχής σαφής και καθαρή. Στράφηκε προς το φιλελεύθερο κέντρο και διεύρυνε το κόμμα του με στελέχη από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και με σαφές αφήγημα ενός «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού», σε ένα «επιτελικό κράτος», πέτυχε την νίκη του 2019 και τις 2 νίκες του 2023.
Πέραν αυτών των προσωπικών πολιτικών επιλογών του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πλήρη πολιτική του επικυριαρχία, τόσο στο κόμμα του, όσο και στο όλον πολιτικό σκηνικό συνέβαλλαν δύο τραγικά συμβάντα. Η τραγωδία στα Τέμπη έβγαλε εκτός πολιτικής κονίστρας τον Κώστα Αχιλλέα Καραμανλή ενώ η δολοφονία του 36χρονου στο λιμάνι του Πειραιά έβγαλε εκτός πολιτικού νυμφώνος τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη. Αυτόματα τέθηκαν εκτός κάμπου δύο γόνοι μεγάλων πολιτικών οικογενειών της γαλάζιας παράταξης, άρα αποδυνάμωσαν πολιτικά και τις όποιες φιλικές προς αυτούς εσωκομματικές ομάδες.
Τούτων όλων δοθέντων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παίζει στο πολιτικό σκηνικό χωρίς εσωκομματικούς αντιπάλους και με αδύναμους εξωκομματικούς, με αποτέλεσμα να κυβερνά απρόσκοπτα το καράβι Ελλάς, αγνοώντας την όποια εσωκομματική γκρίνια ή την όποια αντιπολιτευτική μομφή.!
Παραμένει εσωκομματικός πόλος, στην γαλάζια παράταξη ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, με τις συχνές διαφοροποιήσεις του, – σε θέματα ελληνοτουρκικών σχέσεων, μεταναστών και γάμου ομόφυλων ζυγαριών – , αλλά η όποια πολιτική αναταραχή μπορεί να επισυμβεί με ένα αρνητικό αποτέλεσμα στις κάλπες των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου.
Το ολέθριο λάθος του Αλέξη Τσίπρα
Το ερώτημα, «γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές του 2019», δεν έχει απαντηθεί ακόμα στην Κουμουνδούρου. Όλοι γνωρίζουν, αλλά ουδείς κάθισε σε επίπεδο παρέας, έστω «κουζίνας» ή «ταβέρνας», να αναλύσει και να εξηγήσει…, το Γιατί…, «ρε γαμώτο».;
Το 31,5%, που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 δεν ήταν ποσοστό του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ του 3 έως 5%. Ήταν ποσοστό του Αλέξη Τσίπρα. Όλοι το ψιθύριζαν στα κομματικά όργανα αλλά ουδείς το έλεγε δημόσια. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μεγάλο έως και ολέθριο πολιτικό λάθος του Αλέξη Τσίπρα.
Παρά την ήττα στις εκλογές του 2019, η ελληνική κοινωνία είχε πολιτικά συγχωρήσει τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος κατά την διακυβέρνηση 2015 – 2019, διέψευσε τις ελπίδες του 2012 με 2015 και δεν κατόρθωσε να την προστατεύσει από τις μνημονιακές καταστροφές και του έδωσε μια ακόμη ευκαιρία να ανοίξει, με το περήφανο 31,5%, μια νέα πολιτική προοπτική με ένα νέα κοινωνικό συμβόλαιο με τον λαό. Κι εδώ υπήρξε η δεύτερη διάψευση των προσδοκιών της ελληνικής κοινωνίας από τον Αλέξη Τσίπρα. Παρέμεινε εγκλωβισμένος στις παραδοσιακές ιδεοληψίες του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα επέδειξε μία μικρόψυχη και κοντόθωρη αλαζονεία απέναντι στους πρώην «πράσινους» ψηφοφόρους, τους οποίους μεταχειρίστηκε ως «πολιτικούς πρόσφυγες», παρά το γεγονός ότι αυτοί ήταν εκείνοι που τον εκτόξευσαν στην εξουσία εγκαθιστώντας τον στο Μέγαρο Μαξίμου, ως τον πρώτο αριστερό πρωθυπουργό στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Το πολιτικό παράδοξο στην περίπτωση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ είναι ότι δεν ακολουθεί την πετυχημένη συνταγή του Κυριάκου Μητσοτάκη και όλων των πρωθυπουργών της μεταπολίτευσης, ενώ το σημερινό ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ παλεύει να πάρει τη πολιτική ρεβάνς στοχεύοντας στον επαναπατρισμό παλαιών του ψηφοφόρων.
Αναγκαία η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ
Μέσα στο ανωτέρω περιγραφέν τοπίο, η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων προκύπτει ως πρωταρχική αναγκαιότητα, πρώτιστα για την ομαλή λειτουργία της ίδια της Δημοκρατίας μας, στην οποία πρέπει να υπάρχει αντιπολίτευση.
Επιπλέον, μόνον μια σύμπραξη των δημοκρατικών, προοδευτικών δυνάμεων, μπορεί να προβάλλει αντίσταση στις πολιτικές της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, που διευρύνουν δραματικά τις ανισότητες, συρρικνώνουν το πραγματικό εισόδημα ευρύτατων κοινωνικών κατηγοριών και εκτινάσσουν τα κέρδη επιχειρηματικών ομίλων και ταυτόχρονα ρέπουν σε καθεστωτικό αυταρχισμό.
Πέραν της όποιας κομματικής ορθοδοξίας, η αναγκαιότητα, όχι μόνο της κοινής δράσης αλλά πολύ περισσότερο μιας ευρύτερης σύγκλισης των αριστερών και προοδευτικών, πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία αναβλύζει από κάθε κύτταρο των αριστερών και προοδευτικών πολιτών.!