«Μη βαδίζεις μπροστά μου γιατί μπορεί να μη σε ακολουθήσω. Μη βαδίζεις πίσω μου γιατί μπορεί να μη σε οδηγήσω. Βάδιζε πλάι μου και γίνε ο σύντροφός μου», έγραφε για τις συνεργασίες και τις συνδημιουργίες, ο Αλμπέρ Καμύ – Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ένας από τους πιο δημοφιλείς φιλόσοφους του 20ου αιώνα, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1957, (1913-1960).!
Από διπολικό σε πολυπολικό σύστημα διακυβέρνησης
Στην Ελλάδα συνηθίζεται, την επαύριον των όποιων εκλογών και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, να ανοίγει ευρύτατα η συζήτηση για τις επόμενες εκλογές, Παρά ταύτα, η συζήτηση στην παρούσα χρονική περίοδο για ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών και συνακόλουθα για μια ενδεχόμενη αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού νόμου, δεν θεωρείται βεβιασμένη, έστω κι αν η κυβέρνηση έχει νωπή την λαϊκή ετυμηγορία, (40,56% τον Ιούνιο του 2023), η δε ενδεχόμενη αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού νόμου, (με το κλιμακωτό bonus στην κατανομή των εδρών), θα γινόταν από την ίδια κυβέρνηση, που τον εμπνεύστηκε και τον θεσμοθέτησε.
Παρά την κατά κράτος εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, σε συνδυασμό και με την εκλογική και πολιτική κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, (17,83%), στις εκλογές του Ιουνίου του 2023, – δημιουργία πολιτικού σκηνικού «ενάμιση κόμματος», το ονόμασαν οι εκλογολόγοι – , το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2024, με την κυβερνώσα γαλάζια παράταξη να κατρακυλά από το 40,56% στο 28,1% θεωρήθηκε και ερμηνεύτηκε ως μια πρόσκαιρη «χαλαρή ψήφος» ή «τιμωρητικής» διάθεσης των ψηφοφόρων.
Σε αντίθετη φορά από τις εν λόγω ερμηνείες, όλες οι δημοσκοπήσεις, κατά την περίοδο μετά την ευρωκάλπη κι εντεύθεν, καταδεικνύουν μια «πολιτική κόπωση» ανάκαμψης στην γαλάζια παράταξη με τάσεις περαιτέρω μείωσης των δημοκοπικών ποσοστών της. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ως αξιωματική αντιπολίτευση στην παρούσα βουλή, κυριολεκτικά καταρρέει, εκτοπιζόμενος στην 5η θέση του πολιτικού μας σκηνικού, ενώ η ελάσσον αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, δείχνει να εισπράττει μεν, «δημοσκοπικούς πόντους», μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην προεδρία, αλλά ουδόλως δείχνει να απειλεί, την έστω και αναιμική πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας.
Στην δεξιά όχθη της Νέας Δημοκρατίας, (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ του Κυριάκου Βελόπουλου – ΦΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗΣ της Αφροδίτης Λατινοπούλου – ΝΙΚΗ του Δημήτρη Νατσιού – και λοιποί μικρότεροι σχηματισμοί), συγκεντρώνεται ένα σημαντικό ποσοστό «αντισυστημικής» ψήφου, η οποία στην εκτίμηση ψήφου αγγίζει το 20%. Ανάμεσα στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και την δεξιά του ΚΚΕ, εντοπίζεται επίσης μια αριστερόστροφη «αντισυστημική» ψήφος, αθροίζοντας σε εκτίμηση ψήφου ένα 10 με 12%.
Πέραν όλων τούτων, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση των τάσεων της κοινής γνώμης από την εταιρεία MARC για τον ANT1, η γαλάζια παράταξη φέρεται να χάνει ψήφους προς τα δεξιά της, (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ και κυρίως ΦΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗΣ) και προς το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ενώ η ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, προσθέτει ποσοστά κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΝ, προς την ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ και ΜΕΡΑ 25.
Οι ανωτέρω τάσεις στο εκλογικό σώμα, οι οποίες κατά γενικήν ομολογία και λίαν διακριτά, παγιώνονται από τις Ευρωεκλογές του 1ουλίου 2024 κι εντεύθεν, καταμαρτυρούν δύο τινά :
- Το τέλος της παντοκρατορίας Μητσοτάκη, και
- Την αλλαγή του κομματικού χάρτη από το «διπολικό» σύστημα διακυβέρνησης, (με την εναλλαγή 2 κομμάτων στη διακυβέρνηση), σε πολυπολικό σύστημα διακυβέρνησης, (με κυβερνήσεις συνεργασίας, εξαιτίας του κατακερματισμού των μέχρι τούδε γνωστών κομμάτων.
Μέσα στο ανωτέρω περιγραφέν κλίμα, εύλογα ανάβει, κυρίως στο κυβερνητικό επιτελείο, η συζήτηση για εκλογές και για αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Αλλαγή εκλογικού νόμου.;
Το μεγάλο ερώτημα, «Αλλαγή εκλογικού νόμου ή κυβερνήσεις συνεργασίας», παραμένει στο τραπέζι πρωτίστως στα επιτελεία των Μεγάρων Μαξίμου και Πειραιώς και στην πραγματικότητα έχει βραχυκυκλώσει ακόμα και του πιο έμπειρους «εκλογομάγειρες».
Έχει πέσει στο τραπέζι η εγκατάλειψη του εκλογικού νόμου του 2020, της πρώτης κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με το κλιμακωτό bonus στην κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών και την επαναφορά του εκλογικού νόμου Παυλόπουλου με το bonus των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ακόμα και με μια ψήφο διαφορά από το δεύτερο. Ωστόσο, ακόμα και μ αυτήν την αλλαγή, η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία θα ήταν δύσκολο να κατακτηθεί, όταν στην καλύτερη των περιπτώσεων, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η Γαλάζια Παράταξη, στροβιλίζεται γύρω στο 30% και με τάσεις περαιτέρω μείωσης, ενώ θα έπρεπε να αποσπάσει ένα 35%.
Δεύτερο χαρτί αλλαγής που έχει πέσει στο τραπέζι είναι η αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή, (ποσοστό κατωφλίου), από το 3% στο 5%. Κι αυτή η αλλαγή, φέρεται να σκοντάφτει στις ίδιες δημοσκοπήσεις, καθώς τα κόμματα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ του Κυριάκου Βελόπουλου, ΦΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗΣ της Αφροδίτης Λατινοπούλου και ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ της Ζωής Κωνσταντοπούλου, δεν φέρονται να αδυνατούν να περάσουν το κατώφλι της βουλής, έστω και με 5%, καθώς τα ποσοστά τους δείχνουν αυξητικές τάσεις.
Επιπλέον όλων τούτων, μια ενδεχόμενη αύξηση του ποσοστού για την είσοδο στη Βουλή, από το 3% στο 5%, θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσπειρώσεις τόσο στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, όσο και στην ευρύτερη κεντροαριστερά. Μ αυτούς τους υπολογισμούς, οι επιτελείς των Μεγάρων Μαξίμου και Πειραιώς δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει, προς ώρας τουλάχιστον, κι αυτό το σενάριο.
Λίαν απευκταίο σενάριο για τους γαλάζιους επιτελείς, θα ήταν σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση και με ισχύοντα τον εκλογικό νόμο της πρώτης κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη του 2020, να επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις στην «πρόθεση» ψήφου κι όχι στην «αναγωγή» επί των αναποφάσιστων. Σ αυτήν, την περίπτωση, αν κανένα κόμμα δεν υπερέβαινε το 25%, δεν θα υπήρχε bonus και η κατανομή εδρών θα γινόταν με την απλή αναλογική.
Κυβερνήσεις συνεργασίας.;
Τούτων, όλων των ανωτέρω δοθέντων και με δεδομένα τα ευρήματα των μέχρι τώρα δημοσκοπήσεων, εύλογα πέφτει στο τραπέζι και το χαρτί των κυβερνήσεων συνεργασίας. Πέφτει όμως στο τραπέζι κομμάτων ενός πολιτικού σκηνικού χωρίς «πολιτική παιδεία συνεργασίας».
Όσες φορές συγκροτήθηκε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα κυβέρνηση συνεργασίας, έγινε απλά για να «κάνει τη δουλειά», χωρίς συγκροτημένο πρόγραμμα διακυβέρνησης και με οδυνηρές μετέπειτα πολιτικές συνέπειες για τα κόμματα που συνεργάστηκαν.
Λίαν πρόσφατο παράδειγμα είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η οποία χωρίς σαφές, συγκεκριμένο, εφικτό και πειστικό κυβερνητικό σχέδιο, προσδοκούσε να αντιπαρατεθεί στους δανειστές. Αποτέλεσμα της συγκυβέρνησης ήταν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015 να γίνει ΝΑΙ, να υπογραφεί το τρίτο μνημόνιο, να ολοκληρωθεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, να παραδοθούν οι δανειολήπτες στα funds. Από τους δυο εταίρους της συγκυβέρνησης, οι ΑΝΕΛ αφανίστηκαν και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την υπερήφανη ήττα του 2019 με 31.6%, μη δυνάμενος να γειωθεί με την ελληνική κοινωνία, στην μεταμνημονιακή της πραγματικότητα, έχει περιέλθει σε καταφανές στάδιο αυτοδιάλυσης και αυτοδιασυρμού.
Είχε προηγηθεί η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, με τη στήριξη ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ. Κι αυτή η συγκυβέρνηση κατέπεσε υπό το βάρος των μνημονίων και με τους κυβερνητικούς εταίρους να πληρώνουν τις συνέπειες. Η ΔΗΜΑΡ αφανίστηκε, το ΠΑΣΟΚ κατέπεσε στο 4, 5 %, ενώ η ΝΔ υπέστη τη δική της εκλογική καθίζηση.
Με όλες αυτές τις εμπειρίες, όλα τα κόμματα του πολιτικού μας σκηνικού οφείλουν να αποκτήσουν πολιτική παιδεία συνεργασιών. Πρώτιστα και κυρίαρχα, η Νέα Δημοκρατία στην Κεντροδεξιά και το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού ξεπεράσει τα εσωκομματικά του προβλήματα, οφείλουν να ηγηθούν των προσπάθειών για συνεργατικές κυβερνήσεις είτε με κεντροδεξιό, είτε με κεντροαριστερό πρόσημο, σύμφωνα με την λαϊκή βούληση.