Λίγα λόγια του Δημάρχου Βόρειας Κέρκυρας Γιώργου Μαχειμάρη για τo σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.
Αναλυτικά:
1η Μαρτίου και τα αστέρια στον ουρανό της Ελλάδας απόχτησαν όνομα… Μαρία, Ελένη, Θώμη, Χρύσα, Νίκος…. Αυτή την ώρα , ενωμένοι σ αυτή την εθνική τραγωδία ,πενθούμε όλοι. Για τα παιδιά , τα αδέρφια, τους φίλους. Η σκέψη μας με τους γονείς , τους συγγενείς… με μια προσευχή να τους δίνει δύναμη ο Θεός να αντέξουν τον πόνο της απώλειας, πόνο πέρα από τις αντοχές, που καμιά παρηγοριά δε μετριάζει. Η σκέψη μας με τους τραυματίες.. να γίνουν σύντομα καλά.
Αλήθεια, πως να εξηγήσεις τα ανείπωτα με τις λέξεις… Βλέπεις …όπως λένε οι ποιητές….Αυτό το «Έαρ το μικρό, το έαρ το βαθύ, το έαρ το συντετριμμένο» … «τα πέλματα της Άνοιξης βάφτηκαν άλικα.
Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος… δεν ξέρει πια που να καλπάσει…
Οι αμυγδαλιές έχασαν τα νιόβγαλτα τους άνθη.
Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά. Δίχως να γνωρίζει, άνοιξε την πόρτα της στον χειμώνα και εκείνος την σκότωσε. Το λευκό φουστάνι της, βάφτηκε κόκκινο.
Μάνες χωρίς να γνωρίζουν, φίλησαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους.
Πατεράδες ερήμην τους, τα παλικάρια τους αποχαιρέτησαν στο τρένο, στερνή φορά.
Γαμπρούς και νύφες θα τους ντύσουν και με θρήνο σπαρακτικό θα ποτιστεί το ελληνικό χώμα».
Κι όμως…
«Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄τα σπίτια τους.
Tριγυρίζουν εκεί. Mπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους, την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαί κι ακούει το νερό να κοχλάζει, σαν να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο…
Πάντα εκεί.
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα, σάμπως να πιάνει σιγανή βροχή καταμεσής καλοκαιριού στα ερημικά χωράφια…
Δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά.
Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ΄τα πλευρά μας δεν είναι πια απ΄τη στέρηση, μα από την αύξηση…
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι…»( Γ. Ρίτσος)
( Ιάκωβος Καμπανέλλης | Το προσκύνημα | Το μεγάλο μας τσίρκο (1974)
«Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω». ..
«Ο τελευταίος μου σταθμός (Ν. Μανδράκη)
Μετράω τις ράγες. Μία, δύο, δέκα… δεν φτάνουν για να προφτάσω τη ζωή.
Στο βαγόνι στριμώχτηκα με τη μοίρα, είχαμε πάρει το ίδιο εισιτήριο, μα αυτή όπως και να έχει θα έφτανε στον προορισμό της. Εγώ όχι.
Μετράω τις ράγες. Τελειώνουν. Θα ξεμείνω εδώ, φωνάζω. Μα η φωνή μου γυρίζει πίσω φορτωμένη με πυρωμένο σίδερο.
Άνοιξαν οι αποσκευές και σκόρπισαν έξω μπλούζες, παλτά. Πιάστηκαν απ’τα μανίκια τους, υφάσματα διαφορετικά, παράταιρα μέχρι πριν λίγο, μα τώρα για πάντα δεμένα.
Έρχεται ο ελεγκτής. Κατεβείτε, μου λέει. Κατεβάζω το παράθυρο, τακτοποιώ τα σπασμένα μου κόκκαλα, αφήνω την ψυχή μου ακουμπισμένη στο τραπεζάκι μαζί με το αγαπημένο μου βιβλίο και βγαίνω.
Ο τελευταίος μου σταθμός, σκέφτηκα. Και έμεινα να κοιτάζω το εισιτήριο που έγραφε 28.2.2023».
«Σιωπή, ο μόνος ήχος των Τεμπών! (Μαριάννα Αξιοπούλου )
Εκεί που σταματάει ο χρόνος… Εκεί όπου σταματάνε τα γέλια. Εκεί όπου σταματάει η ζωή. Ακούς γέλια. Ενθουσιασμός. Χαρά. Διασκέδαση… Σιωπή. Ακούς κλάματα. Απελπισία. Πόνος. Αναταραχή. Σιωπή. Ακούς ουρλιαχτά. Αγωνία. Προσπάθεια. Εγκατάλειψη. Σιωπή. Η ηχώ της νιότης. Η ηχώ της απώλειας….».
Οι ζωές χάθηκαν στις ξεχαρβαλωμένες ράγες ενός υπό κατάρρευση , ανοχύρωτου κόσμου…»
Ποτέ ξανά.