Το ζήτημα των επισυνδέσεων απασχολεί έντονα τον πολιτικό κόσμο της χώρας από το περασμένο καλοκαίρι. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε θέση επί του σοβαρού αυτού θέματος και – σε πρώτο χρόνο – αποδόθηκαν πολιτικές ευθύνες.
Ακολούθησαν πρωτοβουλίες για την θεσμική θωράκιση της ΕΥΠ και με νομοθετική πρωτοβουλία εκσυγχρονίστηκε το πλαίσιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και τη χρήση λογισμικών παρακολούθησης. Στο Κοινοβούλιο, το θέμα συζητήθηκε σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων και στην αρμόδια Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ενώ συστάθηκε και Εξεταστική Επιτροπή.
Πλέον, τη διαλεύκανση της υπόθεσης έχει αναλάβει η Δικαιοσύνη, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες όπου διαπιστωθούν παράνομες ενέργειες.
Έξι ολόκληρους μήνες μετά την ανάδειξη της υπόθεσης, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, εκφράζοντας δήθεν, την «ανησυχία» του για τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.
Πρόκειται για μια ενέργεια που γεννά ερωτήματα, καθώς τα απόρρητα στοιχεία που υποτίθεται ότι αφορούν στην ΕΥΠ, διακινούνται και δημοσιεύονται εδώ και μήνες από συγκεκριμένα ΜΜΕ και υιοθετούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί μεν την Κυβέρνηση για τη χρήση παράνομων λογισμικών, το 2019 ωστόσο, λίγες μέρες πριν τη διάλυση της Βουλής, υποβάθμισε τη χρήση λογισμικών παρακολούθησης από κακούργημα σε πλημμέλημα και αποποινικοποίησε την κατοχή τους, γνωρίζοντας άρα την ύπαρξή τους στη χώρα μας. Πρόκειται σαφώς για ανακολουθία πράξεων και τοποθετήσεων.
Στην πραγματικότητα, η Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης κατατέθηκε εξαιτίας της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να αναπτύξει σοβαρό αντιπολιτευτικό λόγο. Εκμεταλλευόμενος το θέμα των υποκλοπών και επενδύοντας στην τοξικότητα προσπαθεί να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Ωστόσο, λίγους μόλις μήνες πριν τις εκλογές, μας δίνεται άλλη μια φορά η ευκαιρία της σύγκρισης των πεπραγμένων και των θέσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ:
Το 2015 η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε το ευρωπαϊκό – και όχι μόνο – μέλλον της Χώρας «κορώνα-γράμματα», έκλεισε τις τράπεζες και έφερε το τρίτο αχρείαστο Μνημόνιο. Το αποτέλεσμα της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» πλήρωσαν οι πολίτες με την επιβολή 29 φόρων και με μειώσεις μισθών και συντάξεων. Στην περίοδο 2015-2018, όπου ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στην ΕΕ κυμαινόταν στο 2,3%, στην Ελλάδα έφτανε μόλις στο 0,7%. Το ιδιωτικό χρέος έφτασε τα 230 δις Ευρώ, η ανεργία δεν αποκλιμακώθηκε και η διεθνής εικόνα της χώρας ήταν αρνητική.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από την άλλη, κλήθηκε να διαχειριστεί δύο μεγάλες εξωγενείς κρίσεις, την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, με πολύ έντονες επιπτώσεις στην Οικονομία. Εφάρμοσε οικονομική πολιτική σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας αβεβαιότητας, στηρίζοντας τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Προέβη στη μείωση φόρων και σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις και πέτυχε το 2022 τον διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τα 3,5 τελευταία χρόνια η Ελληνική Οικονομία αναβαθμίστηκε 11 φορές, αποπλήρωσε νωρίτερα το δάνειο του ΔΝΤ και βρισκόμαστε ένα σκαλοπάτι πριν την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει να επιδείξει σημαντικό, μετρήσιμο έργο σε κάθε τομέα. Βιώνουμε στην καθημερινότητά μας το τεράστιο άλμα στην ψηφιακή μετάβαση, έγιναν μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, στην προστασία του Περιβάλλοντος, ενισχύθηκε ο Τουρισμός, δρομολογήθηκαν και υλοποιούνται μεγάλα έργα υποδομής που αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των πολιτών, κ.α.
Παράλληλα άλλαξε η διεθνής εικόνα της Ελλάδας. Η χώρα μας έχει ανακτήσει πλήρως την αξιοπιστία της, έχει ισχυρή φωνή στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και σε όλα τα διεθνή fora, καταθέτει προτάσεις που υιοθετούνται, όπως είναι το Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Εμβολιασμού, αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης που δημιουργήθηκε μετά από πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη και άλλων οκτώ ηγετών.
Δίνοντας έμφαση στις Συμμαχίες και στην σύναψη Στρατηγικών Συμφωνιών, η Κυβέρνηση πέτυχε την σημαντική αύξηση της διπλωματικής ισχύος της χώρας μας. Παράλληλα έλαβε την γενναία απόφαση τετραπλασιασμού των εξοπλιστικών δαπανών των ΕΔ και έτσι σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη ένα μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό πρόγραμμα που θωρακίζει την Άμυνα της χώρας.
Ωστόσο, ενώ διανύουμε μία μακρά περίοδο κρίσης με την Τουρκία, ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε την απόκτηση των Φρεγατών Belharra, την Αμυντική Συμφωνία με την Γαλλία και την Συμφωνία με τις ΗΠΑ, ενώ δήλωσε «παρών» στην απόκτηση 6 επιπλέον Rafale… μία στάση που πρωτίστως χαροποιεί την Τουρκία.
Η Πρόταση Δυσπιστίας αποτελεί για την Νέα Δημοκρατία ευκαιρία ανάδειξης του Κυβερνητικού Έργου που υλοποιείται με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και συνέπεια προς όφελος της Πατρίδας μας και της Κοινωνίας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία προσπάθεια εντυπωσιασμού πριν τις εκλογές.
*Δημοσιεύθηκε στις 27/1/2023 στο newsbomb.gr