Ανακοίνωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την απάντηση που έλαβε από το Υπουργείο Τουρισμού για τα θέματα της σχολής ξεναγών και του ΙΕΚ τουρισμού.
Αναλυτικά, ο κος Αυλωνίτης αναφέρει:
Αοριστίες και διαπιστώσεις που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα συνθέτουν την απάντηση του Υπουργείου Τουρισμού και της Υφυπουργού Έλενας Ράπτη για τη Σχολή Ξεναγών και το ΙΕΚ Τουρισμού Ιονίων Νήσων, στην ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής Κέρκυρας Αλέξανδρος Αυλωνίτης.
► Για τη Σχολή Ξεναγών, η Υφυπουργός Τουρισμού παραδέχεται ότι το 2022 η Σχολή αντιμετώπισε «σοβαρά προβλήματα στελέχωσης με αποτέλεσμα την προσωρινή αναστολή εισαγωγής νέων σπουδαστών», ωσάν να ήταν άλλη η κυβέρνηση που ευθύνεται! Δεν απαντά ούτε για το ακριβές χρονοδιάγραμμα λειτουργίας της Σχολής, αρκούμενη σε γενική κι αόριστη αναφορά για το 2024, ούτε αν έχει εξασφαλιστεί χώρος στέγασης, γεγονότα εντόνως ανησυχητικά. Ανησυχία που εντείνεται από την παραδοχή ότι οι απαραίτητες προσλήψεις προσωπικού αναμένονται κι αυτές εντός του 2024, “με την ολοκλήρωση των διαδικασιών του ΑΣΕΠ”, χωρίς να υπάρχει δέσμευση τι θα απογίνει με τη Σχολή Ξεναγών, μέχρι την κατάληξη των χρονοβόρων διαδικασιών. Για όλα αυτά, ως προσπάθεια κατευνασμού, η κα. Ράπτη μας αντιτείνει ότι ξεκινά δίμηνο πρόγραμμα κατάρτισης στο επάγγελμα του Ξεναγού, το οποίο «θα υλοποιηθεί και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο λόγω της μη έναρξης λειτουργίας α’ έτους στη Σχολή Ξεναγών Κέρκυρας τα έτη 2022-2023»!
► Προφανώς επίσης και η απάντηση για το ΙΕΚ Τουρισμού Ιονίων Νήσων (πρώην ΙΕΚ Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας) δεν συνάδει με την πραγματικότητα. Η «υψηλής ποιότητας εκπαίδευση» που περιγράφει η κα. Ράπτη για να παρασχεθεί πρέπει να υπάρχουν εκπαιδευτές, διοίκηση και προσωπικό. Και η αλήθεια, την οποία αντίκρισαν οι 135 σπουδαστές στην έναρξη της εκπαιδευτικής χρονιάς είναι εκείνη της πλήρους διάλυσης, χωρίς διευθυντή, με μόλις έναν εκπαιδευτή και χωρίς μόνιμο διοικητικό προσωπικό.
Η υποβάθμιση της Κέρκυρας στον τομέα της τουριστικής εκπαίδευσης & κατάρτισης είναι τεράστια. Και η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, κατά τη συνήθη πρακτική της, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της για να δώσει λύσεις, στα προβλήματα που η ίδια δημιούργησε.