Δύο είναι τα πιο σπάνια ορυκτά στον κόσμο και εντοπίζονται στη Μιανμάρ, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Τα ορυκτά βρίσκονται διάσπαρτα παντού στον πλανήτη μας αλλά, όπως αναφέρει η Γεωλογική Εταιρεία των ΗΠΑ, είναι στοιχεία ή ενώσεις που απαντούν στη φύση και είναι ανόργανα, δηλαδή δεν περιέχουν άνθρακα. Κάθε τύπος ορυκτού παρουσιάζει τάξη στην εσωτερική του δομή και έχει μοναδική χημική σύσταση. Η μορφή που παίρνουν οι κρύσταλλοι ενός ορυκτού, καθώς και οι άλλες φυσικές του ιδιότητες, μπορεί να ποικίλλουν.
Πάντως, σύμφωνα με το «Live Science», το σπανιότερο ορυκτό στη Γη είναι το kyawthuite. Μόνο ένας κρύσταλλος, που βρέθηκε στην περιοχή Μογκόκ της Μιανμάρ, είναι γνωστό ότι υπάρχει. Η βάση δεδομένων ορυκτών του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνια το περιγράφει ως έναν μικρό (1,61 καρατίων) βαθύ πορτοκαλί πολύτιμο λίθο που η Διεθνής Ορυκτολογική Ένωση αναγνώρισε επίσημα το 2015.
Το επιστημονικό αίνιγμα του πεϊνίτη
Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για το kyawthuite και το δεύτερο σπανιότερο ορυκτό το οποίο είναι ο πεϊνίτης, έχει βαθύ κόκκινο χρώμα σε εξαγωνικούς κρυστάλλους (αν και υπάρχουν κάποιες ροζ εξαιρέσεις). Αν και ο πεϊνίτης βρίσκεται πλέον πιο εύκολα από ό,τι παλαιότερα, το ορυκτό αυτό εξακολουθεί να είναι σπάνιο και η χημική του δομή το καθιστά κάτι σαν επιστημονικό αίνιγμα.
Επισημαίνεται ότι, το 1952, ο Άγγλος συλλέκτης και έμπορος πολύτιμων λίθων, Άρθουρ Πέιν, απέκτησε δύο πορφυρούς κρυστάλλους στη Μιανμάρ, σύμφωνα με τον Τζορτζ Ρόσμαν, καθηγητή Ορυκτολογίας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, ο οποίος ερευνά τον πεϊνίτη από τη δεκαετία του 1980 και διατηρεί μία εκτεταμένη βάση δεδομένων με όλα τα δείγματα που έχει αναλύσει μικροσκοπικά.
Ο Άρθουρ Πέιν νόμιζε ότι οι κρύσταλλοι ήταν ρουμπίνια, για τα οποία φημίζεται η περιοχή, αλλά χωρίς να το γνωρίζει, επρόκειτο για κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Ο πεϊνίτης, που ονομάστηκε έτσι από το επώνυμο του Άρθουρ, ανακαλύπτεται μερικές φορές μαζί με ρουμπίνια και άλλους πολύτιμους λίθους. Αυτό εξηγεί γιατί ο ίδιος υπέθεσε ότι οι κρύσταλλοι ήταν ρουμπίνια όταν, σύμφωνα με τον Τζορτζ Ρόσμαν, τους δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο το 1954 για περαιτέρω μελέτη. Ένα άλλο δείγμα πεϊνίτη από τη Μιανμάρ ήρθε στην επιφάνεια το 1979 και, μέχρι το 2001, αυτοί οι τρεις κρύσταλλοι ήταν τα μόνα γνωστά δείγματα πεϊνίτη στον κόσμο.
Βέβαια, ο πρώτος κρύσταλλος πεϊνίτη που ανακαλύφθηκε, γνωστός ως παϊνίτης #1, αναλύθηκε αργότερα από τον Τζορτζ Ρόσμαν. Η τελευταία μελέτη του για τον πεϊνίτη δημοσιεύθηκε στο «Mineralogical Magazine» τον Ιούλιο του 2018. «Διεξήγαγα [μελέτες] του [πρώτου] δείγματος», ανέφερε ο καθηγητής Ορυκτολογίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνια στο «Live Science» και πρόσθεσε: «[Τα αποτελέσματά μου] έγιναν τα πρότυπα, με τα οποία επιβεβαιώθηκαν οι περαιτέρω ανακαλύψεις του πεϊνίτη».
Μέσω αυτής της έρευνας, ο Τζορτζ Ρόσμαν προσδιόρισε ποια στοιχεία συνθέτουν τον πεϊνίτη. Με τη φασματοσκοπία υπερύθρου, η υπέρυθρη ακτινοβολία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των στοιχείων με βάση τον τρόπο με τον οποίο απορροφούν, αντανακλούν και εκπέμπουν αυτό το φως. Με τη φασματοσκοπία Raman, ένα λέιζερ χρησιμοποιείται για τη διασπορά ορατού, υπέρυθρου ή υπεριώδους φωτός, το οποίο κάνει τα μόρια να εκπέμπουν μοναδικές δονήσεις που τα καθιστούν αναγνωρίσιμα.
Ακόμα, ο Τζορτζ Ρόσμαν διαπίστωσε ότι υπήρχε ένα λάθος στη χημική σύνθεση που είχε προσδιοριστεί αρχικά από επιστήμονες του Βρετανικού Μουσείου. Ειδικότερα, ενώ εκείνοι είχαν προσδιορίσει σωστά το αλουμίνιο, το βόριο, το ασβέστιο και το οξυγόνο, έλειπε το ζιρκόνιο. Άλλο ένα πράγμα που ανακάλυψε ο Τζορτζ Ρόσμαν, ήταν και αυτό που έδωσε στον πεϊνίτη την κοκκινωπή απόχρωσή του: Έχει ίχνη βαναδίου και χρωμίου που μπορεί να τον κάνουν να φαίνεται παραπλανητικά σαν ρουμπίνι.
Η σπανιότητα του πεϊνίτη
Ο πεϊνίτης βρίσκεται μόνο στη Μιανμάρ, αλλά ο πραγματικός λόγος για τη σπανιότητά του έγκειται στον σχηματισμό του. Ο πεϊνίτης είναι ένας βορικός κρύσταλλος, που σημαίνει ότι περιέχει βόριο. Περιέχει, επίσης, ζιρκόνιο. Το βόριο δυσκολεύεται να συνδεθεί με το ζιρκόνιο. Στην πραγματικότητα, ο πεϊνίτης είναι το μοναδικό ορυκτό στο οποίο έχουν βρεθεί τα δύο αυτά ορυκτά συνδεδεμένα στη φύση. Αν και ο λόγος είναι ακόμη ασαφής, το ζιρκόνιο και το βόριο δεν έχουν βρεθεί μαζί σε σημαντικές συγκεντρώσεις, όπως υποστήριξε ο Τζόρτζ Ρόσμαν. Επιπλέον, θεωρείται ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να μην είναι πολύ σταθερά μαζί σε σύγκριση με άλλα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσαν να συνδεθούν.
«Απ’ όσο γνωρίζω, κανείς δεν έχει κάνει μια σοβαρή μελέτη για το τι χρειάζεται για να σχηματιστεί ο πεϊνίτης», έχει τονίσει ο Τζορτζ Ρόσμαν, συμπληρώνοντας: «Δεν γνωρίζω καμία προσπάθεια σύνθεσής του στο εργαστήριο».