Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο Γερμανός πολιτικός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Τον θάνατο του πρώην υπουργού Οικονομίας της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ανακοίνωσε το πρωί της Τετάρτης η οικογένειά του.
Ο Γερμανός πολιτικός άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του σε ηλικία 81 ετών.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1942 και ήταν Γερμανός πολιτικός της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας (Bundestag).
Η πορεία του στην πολιτική
Ο Σόιμπλε γεννήθηκε στο Φράιμπουργκ και ήταν ο γιος υπαλλήλου της εφορίας. Αφού έλαβε απολυτήριο λυκείου το 1961, σπούδασε Νομική και Οικονομικά στα Πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ και του Αμβούργου από τα οποία αποφοίτησε το 1966 και το 1970 εργάστηκε ως εφοριακός και ως δικηγόρος, αφού πρώτα πέτυχε στις κρατικές εξετάσεις. Το 1971 έλαβε το διδακτορικό του στη Νομική.
Ο Σόιμπλε εισήλθε στην τοπική αυτοδιοίκηση στο κράτος της Βάδης-Βυρεμβέργης και τελικά κατέληξε να γίνει ανώτερος διοικητικός υπάλληλος της φορολογικής υπηρεσίας του Φράιμπουργκ. Στη συνέχεια άσκησε τη δικηγορία στο περιφερειακό δικαστήριο του Όφενμπουργκ, από το 1978 έως το 1984.
Από το 1984 μέχρι το 1991 ήταν Υπουργός της Κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ, αρχικά ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Υποθέσεων και Αρχηγός της Καγγελαρίας κι έπειτα ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών.
Από το 1991 έως το 2000, ήταν αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στο κοινοβούλιο και από το 1998 έως το 2000 ήταν αρχηγός του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης.
Διετέλεσε και πάλι Υπουργός Εσωτερικών κατά την πρώτη θητεία της Μέρκελ μεταξύ των ετών 2005 και 2009, ενώ στη συνέχεια για οκτώ χρόνια ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών κατά τη δεύτερη και τρίτη κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ.
Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, ο Σόιμπλε ορίστηκε από την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ως ο νέος πρόεδρος του Μπούντεσταγκ και διαδέχθηκε τον Νόμπερτ Λάμμερτ. Τον Οκτώβριο του 2021 τον διαδέχτηκε η Μπέρμπελ Μπας.
Η απόπειρα δολοφονίας και τα προβλήματα υγείας
Στις 12 Οκτωβρίου 1990, σε ηλικία 48 ετών, ο Σόιμπλε έγινε ο στόχος μιας προσπάθειας δολοφονίας από τον Ντίτερ Κάουφμαν, ο οποίος έριξε τρεις βολές εναντίον του μετά το τέλος μιας προεκλογικής εκστρατείας την οποία είχαν παρακολουθήσει περίπου 300 άτομα στο Οπενάου. Ο Κάουφμαν τραυμάτισε ελαφρά έναν σωματοφύλακα ενώ τραυμάτισε σοβαρά τον νωτιαίο μυελό και το πρόσωπο του Σόιμπλε.
Ο Σόιμπλε έμεινε ανάπηρος από την επίθεση, ενώ επέστρεψε στην πολιτική μέσα σε διάστημα τριών μηνών.Για τον τελευταίο του αγώνα στις εκλογές του 1990, ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ταξίδεψε στο Όφενμπουργκ όπου ο Σόιμπλε έκανε την πρώτη του εμφάνιση μετά την απόπειρα δολοφονίας μπροστά σε ένα πλήθος περίπου 9.000 ατόμων.
Τον Μάιο του 2010, κατά το ταξίδι του στις Βρυξέλλες για μια επείγουσα συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Σόιμπλε εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός βέλγικου νοσοκομείου αντιμετωπίζοντας επιπλοκές από την προηγούμενη επέμβαση αλλά και μια αλλεργική αντίδραση σε ένα νέο αντιβιοτικό. Εκείνη την περίοδο, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης έκαναν εικασίες αναφορικά με την παραίτησή του, ακόμα και με τις πιθανότητες επιβίωσής του. Ωστόσο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αρνήθηκε δυο φορές την πρόταση του Σόιμπλε να αποχωρήσει από την πολιτική ενώ διέτρεχε μια περίοδο κακής υγείας το 2010.
Οι σχέσεις του με την Ελλάδα
Ο Σόιμπλε επικρίθηκε έντονα για τις ενέργειές του κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και του Grexit το 2015. Ο Γιάνης Βαρουφάκης είχε αναφέρει ότι ο Σόιμπλε σκόπευε να εξαναγκάζει την Ελλάδα να βγει από την ευρωζώνη, ακόμα και πριν την εκλογή της αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Tim Geithner στις αρχές του 2014, αποκαλώντας το σχέδιο του Σόιμπλε “τρομακτικό” και σημειώνοντας ότι ο Σόιμπλε πίστευε πως μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα τρόμαζε άλλες χώρες ώστε να ευθυγραμμιστούν.
Ο Σόιμπλε έλαβε επίσης μια εκτεταμένη κριτική όσον αφορά τις συστάσεις του περί λιτότητας. Τέτοιου είδους επικριτικά σχόλια επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι η επιμονή του Σόιμπλε στις πολιτικές λιτότητας ερχόταν σε αντίθεση τόσο με τις εμπειρικές αποδείξεις πως οι πολιτικές στις οποίες επέμενε είχαν συρρικνώσει την ελληνική οικονομία κατά 25% όσο και από τις εκθέσεις του ΔΝΤ οι οποίες επέμεναν ότι μόνο μια μαζική ελάφρυνση του χρέους και όχι μια περαιτέρω λιτότητα, θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική.