Η Κέρκυρα βομβαρδιζόταν από στούκας της ναζιστικής Λουφτβάφε τέτοιες ώρες σαν σήμερα, το 1943, λες και ήταν η Μόσχα. Ο λαός της φλεγόμενης πόλης, που ακόμη τελούσε υπό ιταλική κατοχή ενώ πέντε μέρες νωρίτερα η φασιστική Ιταλία είχε συνθηκολογήσει και περνούσε με την πλευρά των «Συμμάχων», έτρεχε να σωθεί ή προσευχόταν σε καταφύγια — «Η ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1943 θα πρέπει να μείνει άσβυστη στη μνήμα μας και να μας θυμίζει πάντα τη θηριωδία του φασισμού».
Η Κέρκυρα βομβαρδιζόταν από στούκας της ναζιστικής Λουφτβάφε τέτοιες ώρες σαν σήμερα, το 1943, λες και ήταν η Μόσχα. Ο λαός της φλεγόμενης πόλης, που ακόμη τελούσε υπό ιταλική κατοχή ενώ πέντε μέρες νωρίτερα η φασιστική Ιταλία είχε συνθηκολογήσει και περνούσε με την πλευρά των «Συμμάχων», έτρεχε να σωθεί ή προσευχόταν σε καταφύγια. Αποβραδίς, με τις πρώτες μεταμεσονύκτιες εμπρηστικές βόμβες που έπεσαν λίγο μετά τις δύο η ώρα, η δοτή τοπική πολιτική ελίτ είτε κρυβόταν είτε τράπηκε σε φυγή, «όπου φύγει – φύγει» έξω από την πόλη, αφήνοντας αυτήν και τον λαό και το βιός του στο έλεος των γερμανικών αεροπλάνων και κάθε λογής τυχοδιωκτών. Αλλόφρονες, χιλιάδες κάτοικοι κάθε ηλικίας βάδιζαν στα τυφλά κατά κύματα έξω από την πόλη, ενώ πολλοί δίπλα στα χαλάσματα έψαχναν καταφύγια, αδυνατώντας να τους ακολουθήσουν και προσπαθώντας να σώσουν οτιδήποτε ήταν δυνατό, ελπίζοντας πως θα κοπάσει ο εμπρηστικός βομβαρδισμός.
Φρίκη!
Κόλαση του Δάντη!
Η ισχυρή τοπική ελίτ αποδεικνυόταν για ακόμη μία φορά ανάξια του λαού της. Ακόμη και οι επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων, σύμφωνα με τον λόγιο υποστηρικτή της αστικής τάξης Κώστα Δαφνή και το βιβλίο του για τον πόλεμο και τη διπλή φασιστική κατοχή της Κέρκυρας, την είχαν «κοπανήσει» ή κρύβονταν.
Κάποιοι με άλλα γαλόνια όχι!
«Τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν συνεχώς», θυμόταν το πρόσωπο που εικονίζεται ψηλά αριστερά στην εισαγωγική φωτογραφία. Γεράσιμος Αντωνάτος το όνομά του, τσαγκάρης από την Κεφαλονιά. Ήταν το βράδυ της 13ης Σεπτέμβρη 1943. Λίγη ώρα πριν, με βάρκα μελών του ΕΑΜ Κέρκυρας είχε αποβιβαστεί στην πόλη του νησιού από την κοντινή μικρή κερκυραϊκή ξερονησίδα τότε Λαζαρέτο, που οι Ιταλοί κατακτητές την είχαν μετατρέψει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων. Ήταν ένας από την τελευταία ομάδα που απελευθερώθηκε, μαζί με κάποιους άλλους από τους 192 Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές κρατούμενους, που βρίσκονταν στη νησίδα ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους Έλληνες κρατούμενους επί εβδομάδες ή μήνες, Επτανήσιους και Ηπειρώτες κυρίως. Τον πήγαιναν σε σπίτι στο ιστορικό κέντρο της πόλης να κοιμηθεί, όταν «φτάσαν τα γερμανικά στούκας και ρίχναν αράδα εμπρηστικές στην πόλη». Έπεσε κάτω. «Όταν σηκώθηκα, ένα σπίτι που πρώτα ήτανε μπροστά μου δεν υπήρχε, είχε γίνει στάχτη από τις μπόμπες που ρίχναν τα αεροπλάνα».
Έφτασε, με άλλους αντιστασιακούς κρατούμενους στο Λαζαρέτο και Κερκυραίους αγωνιστές, σε κοντινό υπόγειο – καταφύγιο, στην Εθνική Τράπεζα της πόλης. «Αεροπλάνα πολυβολούνε, καίνε και ρημάζουν».
Πολύς κόσμος τρέχει αλαφιασμένος να σωθεί, φεύγει. Σαν να μην έφταναν οι φωτιές και οι βόμβες, «αλήτες κοιτάνε πώς ν’ αρπάξουν» ό,τι βρίσκουν.
Ο Βολιώτης Αντώνης Παπαγγέλου, φυματικός που ήταν κι αυτός στο ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων στη νησίδα, φωνάζει μέσα στον χαλασμό και τον τρόμο: «Σύντροφοι, έχουμε υποχρέωση ν’ αναλάβουμε να βάλουμε κάποια τάξη στην πόλη!».
Αυτό έκαναν. Ο Αντωνάτος, οι άλλοι σύντροφοί του σαν τον Παπαγγέλου, ντόπιοι που πήραν θάρρος και δύναμη. Άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι της πόλης. Αρκετοί κατευθύνθηκαν στο κάστρο, στο Παλαιό Φρούριο. Τις ίδιες ώρες άλλοι σαν εκείνους, ενώ δεν έλεγε να πάψει το κακό, οργάνωναν μαζί με συντρόφους τους του Λαζαρέτου και ντόπιους τη ζωή και την άμυνα σε συνοικίες, σε χωριά, σαλπίζοντας το μήνυμα της ζωής, της αλληλεγγύης, της Εθνικής Αντίστασης, του ΕΑΜ.
Ο Αντωνάτος κι άλλοι σαν εκείνον, ενώ «τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν συνεχώς» και όλη την 14η Σεπτέμβρη, με μικρά μόνο διαλείμματα, ρίχτηκαν στην υπόθεση της άμυνας, της ανακούφισης του λαού και της Αντίστασης, μαζί με τον λαό και το ΕΑΜ της Κέρκυρας.
Σε δυσεύρετο πια βιβλίο με τον τίτλο «Αναμνήσεις Ακροναυπλιώτη», που δεν έχει αξιοποιηθεί στη σχετική ιστοριογραφία, περιέγραψε το μεγαλείο της στάσης των κομμουνιστών και ΕΑΜιτών πρώην κρατούμενων στην Ακροναυπλία και σε άλλα μέρη και των κομμουνιστών και ΕΑΜιτών της Κέρκυρας εκείνη τη χειρότερη στα κερκυραϊκά χρονιά νύχτα της 13ης Σεπτέμβρη προς ξημερώματα της 14ης του Σεπτέμβρη του 1943 και των άλλο τόσο τραγικών ωρών και ημερών που ακολούθησαν.
Στις 9 Σεπτέμβρη, μία μέρα μετά τη συνθηκολόγηση της φασιστικής Ιταλίας, με λαϊκές πιέσεις είχε αρχίσει η απελευθέρωση των εκατοντάδων κρατούμενων – ομήρων στο Λαζαρέτο. Μα τους παραδομένους από Έλληνες της μεταξικής δικτατορίας στους κατακτητές Ακροναυπλιώτες, οι αρχές της Κέρκυρας, με συγκατάθεση των επικεφαλής των Ιταλών στρατιωτικών που τάσσονταν πια εναντίον των Γερμανών, τους είχαν ξεχωρίσει και τους άφηναν επί μέρες εκεί, ενώ γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν τα καράβια των Ιταλών ανοιχτά της πόλης.
«Όταν βγήκαν οι πρώτοι όμηροι στην Κέρκυρα χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, οι Κερκυραίοι τους παραλάβαιναν και τους τοποθετούσαν σε διάφορα ξενοδοχεία και σπίτια. Η δικιά μου ομάδα ήταν η τελευταία από όλους τους ομήρους», έγραψε ο Γεράσιμος Αντωνάτος στο βιβλίο του. «Εσύ που διαβάζεις τούτο το βιβλίο, αν έκαμες φυλακισμένος, ή όμηρος, ή αιχμάλωτος, ή εξόριστος, εσύ και μόνον εσύ θα μπορέσεις να καταλάβεις τούτες τις ωραίες στιγμές, τούτες τις ώρες που λεφτερώνεσαι από την αγκαλιά του χάρου και που ξέρεις πως δεν πρόκειται να πας στο σπιτάκι σου να την αράξεις στην αγκαλιά της μανούλας σου, της γυναικούλας σου ή κοντά στους δικούς σου, παρά πας να δώσεις ό,τι έχεις και ό,τι μπορείς, μα και τη ζωή σου, μαζί με το λαό που πολεμάει για τη λεφτεριά (…) Ο λαός της Κέρκυρας, με μπροστάρη το ΚΚΕ, παλεύει για την απελευθέρωσή μας (…) Μόνον εσύ θα καταλάβεις τι χαρά νοιώθαμε κείνη την ώρα. Ήτανε βράδυ. Ξαστεριά. Θεού χαρά. Ένα φεγγάρι που λες και ήτανε μέρα. Η θάλασσα μπουνάτσα, καθρέφτης. Νύχτα ήτανε και ο ίσκιος της βάρκας φαινόταν στη θάλασσα σα να ήτανε μέρα. Θέλοντας και μη, έκανα τη σκέψη πως αν ερχότανε κανένα γερμανικό αεροπλάνο, έτσι όπως είμαστε μεσοκάναλα, θα μας πήγαινε στον πάτο. Όμως τέτοιο κακό δεν μας βρήκε».
Άλλο κακό περίμενε τον επί πέντε συνεχή χρόνια φυλακισμένο 35χρονο περίπου, τότε, Αντωνάτο.
«Βγήκαμε στην παραλία της Κέρκυρας. Εκεί ήτανε και μας περίμεναν να μας παραλάβουν δικοί μας σύντροφοι, που είχαν βγει από πιο πρώτα και μας πήγαν σε διάφορα ξενοδοχεία και σπίτια. Στο δρόμο όπου πηγαίναμε να μας τακτοποιήσουν, την ίδια ώρα φτάσαν τα γερμανικά στούκας (…) Μια μπόμπα έπεσε στο δρόμο όπου βρισκόμαστε, εγώ και οι άλλοι. Πέσαμε κάτου. Πιάστηκα από έναν κορμό δέντρου. Όταν σηκώθηκα τότε είδα πως ένα σπίτι που πρώτα ήτανε μπροστά μου, τώρα δεν υπήρχε, είχε γίνει στάχτη από τις μπόμπες που ρίχναν τα αεροπλάνα. Τέλος, φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Δεν κάτσαμε και πολύ, γιατί; Γιατί εκεί κοντά είχαν πιάσει τα σπίτια φωτιά και καιγόντανε και θα έπιανε και το ξενοδοχείο, όπως και έπιασε».
Στα υπόγεια – καταφύγιο της Εθνικής Τράπεζας ένιωθε «σαν το θεριό όπου το έχουν κλεισμένο και δεν μπορεί να βγει έξω (…), απάνου τα σπίτια καίγονταν». Μετά τα λόγια – προτροπή του Παπαγγέλου για οργάνωση και οργανωμένη αντίδραση, «όλοι μαζί τραβήξαμε προς το κάστρο. Και τραβήξαμε και πήγαμε σ’ ένα καταφύγιο στο κάστρο. Εκεί γινόταν της μουρλής. Το καταφύγιο το είχανε καταλάβει κάτι νταγλαράδες που δεν παίρναν από λόγια, θα ήταν αλήτες, αυτό έδειχνε η όλη τους στάση και ο τρόπος που μας αντιμετώπιζαν. Σ’ αυτές τις στιγμές, σ’ αυτή τη ζούγκλα, κυριαρχεί η δύναμη του πιο δυνατού. Αεροπλάνα πολυβολούν, καίνε και ρημάζουν, λωποδύτες κοιτάνε πώς ν’ αρπάξουν κ.ά. Έτσι, όταν φτάσαμε εμείς εκεί, μιλήσαμε σ’ αυτούς που είχαν καταλάβει το καταφύγιο και τους παρακαλέσαμε ν’ αφήσουν τα γυναικόπαιδα να μπούνε. Αυτοί δεν θέλαν με κανένα τρόπο να ακούσουν (…) Οι “λεβέντες”, όταν κατάλαβαν πως οπωσδήποτε έπρεπε να βγούνε για να μπούνε μέσα οι γυναίκες και τα παιδιά, βγήκαν. Αυτή η επέμβασή μας έκαμε πολύ καλή εντύπωση στο λαό της Κέρκυρας που γρήγορα μάθανε ποιοι είμαστε. Πήραμε εντολή να κάτσουμε εκεί και κάποιος θα ερχόταν να μας πει πού θα πάμε».
Η εντολή ήρθε από έναν 51χρονο καπνεργάτη, που έμελλε τις επόμενες δεκαετίες να γίνει γενικός γραμματέας, πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και έμεινε στην Κέρκυρα οκτώ περίπου μήνες, έως τον Μάη του 1944, αποτελώντας τον ιθύνοντα νου του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στο νησί. Είναι ο εικονιζόμενος κάτω αριστερά στην εισαγωγική εικόνα Απόστολος Γκρόζος. «Παππού» τον φώναζαν οι Ακροναυπλιώτες, «παππού» τον αποκαλούσαν οι κομμουνιστές της Κέρκυρας, «παππού» τον ήξεραν και οι αποστολές του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που παρέδιδαν τρόφιμα στους κρατούμενους στο Λαζαρέτο ενώ αυτός υπέγραφε με το όνομά του. «Παππούς» ήταν σ’ εκείνες τις συνθήκες της παρανομίας και για τα μέλη της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Κέρκυρας, που μόνο λίγα ήταν στο ΚΚΕ αλλά δεν συνεδρίαζαν ποτέ χωρίς εκείνον, για την πείρα του.
Λόγια του Γκρόζου είχε μεταφέρει ο Παπαγγέλου στον Αντωνάτο και ίδια είχαν φτάσει σε όλους τους σκορπισμένους στην πόλη Ακροναυπλιώτες και άλλους Κερκυραίους κομμουνιστές και αντιστασιακούς. Διάσωση του λαού και της περιουσίας του, προστασία της πόλης από κακοποιούς όσο πιο καλά γινόταν – στις κλοπές και λεηλασίες που γίνονταν θα αναφερόταν αρκετά χρόνια μετά ο ιστορικός ερευνητής Γιώργος Αθανάσαινας στο βιβλίο του «Κέρκυρα / Σεπτέμβριος 1943» – και οργανωμένη αντίδραση και φροντίδα του λαού.
Το πρωί της 13ης Σεπτέμβρη, σ’ ένα μαγαζί κοντά στο ιστορικό και λίγες ώρες αργότερα χτυπημένο Δημαρχείο της πόλης, μερικές ώρες αφότου είχε αποβιβαστεί από το Λαζαρέτο, ο Γκρόζος, μαζί με τον εικονιζόμενο κάτω δεξιά στην αρχική φωτογραφία και στην λίγο πιο πάνω, συγκρατούμενό του στο Λαζαρέτο, Κερκυραίο 32χρονο τραπεζοϋπάλληλο Βασίλη Άνθη και με τον Κερκυραίο κομμουνιστή Γιώργο Τζήλιο, ηγέτη του Εργατικού Κέντρου Κέρκυρας, συναποφάσισαν και έθεσαν σε άμεση εφαρμογή κινήσεις άμεσης επανένωσης και επανασύστασης των βαριά λαβωμένων από συλλήψεις και ασύνδετων διασκορπισμένων ανά το νησί πυρήνων της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ Κέρκυρας. Ξεκινούσε η νέα μεγάλη σελίδα της κερκυραϊκής Εθνικής Αντίστασης με οδηγό πάλι το ΕΑΜ, το οποίο σύμφωνα με τον πολέμιό του ιστοριογράφο Δαφνή όντως κέρδισε την υποστήριξη της μεγάλης πλειονότητας του κερκυραϊκού λαού.
Αυτά που έκαναν ο Αντωνάτος και ο Παπαγέλου και οι άλλοι σύντροφοί τους έκανε και ο εικονιζόμενος ψηλά δεξιά στην εισαγωγική φωτογραφία Γιάννης Μανούσακας, 36χρονος αγωνιστής εκείνος, από την Κρήτη τσαγκάρης κι αυτός, από το Ρέθυμνο. Εκείνος που έγραψε το γνωστό βιβλίο του «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα» και περιέγραψε τις ανάλογες κινήσεις οργάνωσης του λαού και του ΕΑΜ σε μια σειρά από χωριά, ενώ η αστική τάξη του νησιού έκανε ό,τι μπορούσε για να τις υπονομεύσει, αρνούμενη με αβάσιμα επιχειρήματα, λόγω του φόβου της για το τι θα μπορούσε να πράξει ένας οπλισμένος λαός, να αξιοποιήσει τις διαθέσιμες για αντίσταση στους επιτιθέμενους και λίγο αργότερα εισβολείς στο νησί ναζιστικές ορδές, ιταλικές δυνάμεις.
Έγραψε ο Μανούσακας:
«Φωνές των ανθρώπων που με μιας γινήκαν ουρλιαχτά, γιατί τ’ αεροπλάνα άρχισαν να ρίχνουν τις μπόμπες τους αδιάκριτα πάνω στην πολιτεία (…) Μπροστά ο Κερκυραίος, τρέχοντας φτάσαμε και χωθήκαμε σ’ ένα υπόγειο. Ένα βαθύ, τεράστιο υπόγειο, που τόχαν διαρρυθμίσει σε καταφύγιο, κι είχε πολλά χωρίσματα (…) Βρήκαμε εκεί κι άλλους συντρόφους (…) Μάς οργάνωσε σε ταξιθέτες και τοποθετούσαμε τον κόσμο, που ακατάπαυτα ερχόταν, στ’ αλλεπάλληλα χωρίσματα αρχινώντας από το βάθος (…) Έπεφταν ακατάπαυτα φύλλα κι εμπρηστικές μπόμπες όσο μποτίλιες της μισής οκάς (…) Είδα τους συντρόφους νάχουν πετάξει ένα παλτό πάνω στη φωτιά και να την πατάνε (…) Φωταγωγημένη κόλαση (…) Φωτιά και σίδερο στο κορμί της ειρηνικής πόλης, με τους ανθρώπους της, τους γέρους, τους νιους και τα παιδιά, τα παιδιά που τους ήταν αδύνατο να νιώσουν γιατί τους μελλόταν τούτ’ η αδυσώπητη μοίρα (…) Λαός πολύς τραβούσε λαχανιάζοντας, με την ψυχή στο στόμα, κατά την έξοδο της πολιτείας, κρατώντας μπόγους ρουχισμό, μικρά παιδιά ή τραυματίες κι ανήμπορους. Άλλοι πισωγυρνούσαν κι έψαχναν για τους δικούς τους, που τους έχασαν».
Ακολούθησε στο χωριό Ποταμός, έξω από την πόλη, μεγάλη συγκέντρωση των Ακροναυπλιωτών, Κερκυραίων, άλλων Επτανήσιων μεταξύ των οποίων ήταν και νωρίτερα συλληφθέντες από τους Ιταλούς μαθητές, Ηπειρωτών του Λαζαρέτου και άλλων κομμουνιστών και αντιστασιακών, όπου έγινε χωρικός καταμερισμός ευθύνης και διαχωρισμός σε ομάδες, που απλώθηκαν σε όλο το νησί. Στους Αγίους Δέκα, στην Κορακιάνα, στη Μεσαριά, στη Λευκίμμη, στη Στρογγυλή, παντού μαζί με το ΕΑΜ και τα όπλα του.
«Έτοιμοι να πολεμήσουμε τους Γερμανούς»
Ο Αντωνάτος βρέθηκε στο χωριό Μεσαριά, στον κερκυραϊκό βορρά, όπου λίγα 24ωρα μετά τον βρήκε αγωνιστής – σύνδεσμος από το χωριό Κορακιάνα.
«Εκεί έμενε το γραφείο της ομάδας, ο σύνδεσμος είναι Ακροναυπλιώτης, Σαλταγιάννης λέγεται, πιάνει εμένανε, τον Αναγνωστόπουλο και δεν θυμάμαι ποιον ακόμα και μας λέει πως πρέπει να πάμε στους Καρουσάδες. Οι Καρουσάδες είναι στο βόρειο μέρος της Κέρκυρας και εκεί θα είναι κάποιος Κερκυραίος δικός μας, όπου θα μας δώσει ντουφέκια και θα πάμε να χτυπήσουμε τους Γερμανούς όπου κάνουν απόβαση. Εκεί θα είναι Ιταλοί αντιφασίστες και Κερκυραίοι».
Στο χωριό αυτό τους περίμενε άλλος σύνδεσμος. «Ήτανε ένας νεολαίος, ένα ξεφτέρι. Αυτός μας πάει εκεί που ήτανε τα ντουφέκια. Μας τα έδωσε ένα – ένα. Εγώ πήρα ένα κοντομάλυχερ αραβίδα του ιππικού. Ήξερα από ντουφέκια γιατί είχα πάει στρατιώτης. Πήραμε και φυσέκια, αλλά λίγα. Η εντολή ήταν να γυρίσουμε πίσω στην Κορακιάνα γιατί εκεί θα έρχονταν και άλλοι δικοί μας και εκεί θα τακτοποιούμαστε σε ομάδες και κάθε ομάδα θα έβγαζε έναν επικεφαλής και θα έπαιρνε έναν τομέα (…) Έτοιμοι να πολεμήσουμε τους Γερμανούς (…) Όσο κάτσαμε στην Κέρκυρα, κάναμε αρκετή δουλειά και αυτό ήτανε για το καλό τόσο του εκεί κόσμου, μα άλλο τόσο και δικό μας. Οργανώσαμε εαμικές ομάδες, το ίδιο τη νεολαία των χωριών. Κάθε βράδυ βγαίναμε σκοποί με το ντουφέκι στο χέρι μαζί με τους χωριάτες. Φυλάγαμε τα μαγαζιά και τα σπίτια. Ακόμα φτιάχναμε και περίπολα».
Σε συσκέψεις με τοπικές αρχές και Ιταλούς στη Μητρόπολη της Κέρκυρας και αλλού, όπου το ΕΑΜ είχε πάρει μέρος με τον πρώην κρατούμενο στο Λαζαρέτο αγωνιστή Νίκο Ακριτίδη ως εκπρόσωπο της Πανηπειρωτικής του ΕΑΜ, καθώς ο ΕΛΑΣ της Ηπείρου – όπως εξήγησε και στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ» ο στρατηγός του Στέφανος Σαράφης – σε συνεννόηση με το Βρετανικό Στρατηγείο της ευρύτερης περιοχής και με οδηγίες του ετοιμαζόταν για απόβαση στην Κέρκυρα με σκοπό την ενίσχυση της άμυνάς της από κοινού και με τις αμυνόμενες ιταλικές δυνάμεις, οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν πεισματικά τον εξοπλισμό του λαού και την ανάληψη κοινής δράσης, μέσω ενιαίας πολιτικής διοίκησης. Ηγετικές δυνάμεις της αστικής τάξης του νησιού δρούσαν ήδη σε συνεννόηση με τις προδοτικές δοσιλογικές κυβερνήσεις της Αθήνας και βυσσοδομούσαν εναντίον του ΕΑΜ, όπως γίνεται φανερό και στο βιβλίο «Αρχείον Κατοχής» του Μητροπολίτη Κέρκυρας Μεθόδιου, που ανέπτυσσε αντιφατική δράση με θετικές και αρνητικές πλευρές. Προτού οι Βρετανοί – που κάποιες στιγμές προχώρησαν σε βομβαρδισμούς με αδιαφορία σχεδόν για τον άμαχο πληθυσμό του νησιού – αλλάξουν γνώμη και κρίνουν ότι πρέπει για άλλες πρωτεύουσες ανάγκες να αφήσουν την Κέρκυρα στο έλεος των ναζί, οι δοτές τοπικές αρχές σχημάτιζαν αντιΕΑΜικό μέτωπο, στρεφόμενες και εναντίον των Ιταλών αντιφασιστών που ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον των εκ νέου εμπρηστών και εισβολέων ναζί. Κινούμενο με τη λογική της «εθνικής ενότητας» και της «συμμαχικής ενότητας», το ΕΑΜ δεν έδρασε αυτόνομα, επιλέγοντας την αναμονή νέων οδηγιών.
Ο Γκρόζος και ορισμένοι ακόμα Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές πρώην κρατούμενοι στο Λαζαρέτο έμειναν εβδομάδες και μήνες για να βοηθήσουν στο νησί το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, ο Αντωνάτος και οι άλλοι δεν άργησαν πολύ, μετά από εκείνες τις συσκέψεις, να πάρουν με βάρκες Κερκυραίων από βορεινές ακτές του νησιού τον δρόμο για τα ηπειρωτικά βουνά και τον ΕΛΑΣ της Ηπείρου, μέσω των γειτονικών ακτών της Αλβανίας.
Άφηναν πίσω τους μια πόλη ερειπωμένη, με κατεδαφισμένα ιστορικά κτίριά της μαζί με εκατοντάδες σπίτια, με έναν λαό που πάσχιζε να επιβιώσει και πύκνωνε μαζικά τις γραμμές του ΕΑΜ, αρνούμενος να υποταχθεί στον νέο, ναζιστικό ζυγό.
Τρομακτικές οι καταστροφές
Τι άφησε πίσω του, μαζί με τις τραγικές απώλειες ανθρώπινης ζωής, εκείνος κυρίως ο καταστρεπτικός ναζιστικός βομβαρδισμός της 14ης Σεπτέμβρη 1943 και άλλοι που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν στην πόλη και στην ύπαιθρο της Κέρκυρας τα χρόνια της διπλής φασιστικής κατοχής του νησιού;
Δύο χρόνια μετά, τις 14 Σεπτέμβρη 1945, η εφημερίδα «Η Φωνή του Λαού» του ΕΑΜ της απελευθερωμένης Κέρκυρας, ενώ οι αρχές σιωπούσαν για το μέγεθος και την έκταση των καταστροφών και δεν μεριμνούσαν καν για τη σύνταξη καταλόγου νεκρών και τραυματιών από τα πολεμικά γεγονότα, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, δημοσίευσε πίνακα με σχετικά στοιχεία. Στην πόλη μόνο οι ζημιές σε κτίρια σπίτια υπολογίζονταν σε 2.530 και σε σπίτια ανέρχονταν σε 3.274, από τα οποία τα 784 κρίνονταν τελείως ακατοίκητα. Οι άστεγοι έφταναν τους 6.029.
Σχόλιο της εφημερίδας στο ίδιο φύλλο της ζητούσε ευθύνες και για την κατάρρευση σπιτιού με θύμα έναν νεκρό. Οι χιλιάδες άστεγοι ζούσαν σε τρώγλες. Ο κρατικός μηχανισμός κοίταζε πώς να εξοντώσει το ΕΑΜ.
Στα κατεστραμμένα σπίτια στα Μουράγια της πόλης – εικονίζεται πιο πάνω στο αριστερό άκρο πώς ήταν εκείνη την περίοδο – ήταν κι εκείνο του Διονύσου Σολωμού, για την αναστήλωση του οποίου δεκατέσσερα χρόνια μετά το έγκλημα οι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και παλιοί Ακροναυπλιώτες του Λαζαρέτου, είχαν οργανώσει έρανο.
Η εφημερίδα του ΕΑΜ Κέρκυρας έκανε λόγο για εγκατάλειψη των πυροπαθών.
Αναδείκνυε τα αιτήματά τους. Είχαν φτιάξει Σύλλογο Πυροπαθών Κέρκυρας.
Τρία χρόνια μετά το φρικτό έγκλημα, της 14 Σεπτέμβρη 1946, η «Φωνή του Λαού», αφού υπενθύμιζε το οξύ πρόβλημα και όσα δεινά προκάλεσε στο νησί εκείνη τη μέρα ο γερμανικός φασισμός, ως το πιο τερατώδες «γέννημα – θρέμμα» του γερμανικού καπιταλισμού, σε κείμενο τιμής και μνήμης τόνιζε:
«Η ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1943 θα πρέπει να μείνει άσβηστη στη μνήμη μας και να μας θυμίζει πάντα τη θηριωδία του φασισμού».
Τη διατηρεί και ο ποιητής – στιχουργός Γιώργος Μπάκολης, με τραγούδι του «Η Πόλις» που ο ίδιος έγραψε και μελοποίησε πριν από μερικούς μήνες, με στίχους σαν αυτούς: «Απόψε η πόλις θα καταστραφεί ολοσχερώς, χωρίς ντροπή / Τα όμορφα μαλλιά θα λαμπαδιάσουν / Με εγκαύματα θα γεμίσει το κορμί / Και οι δρόμοι και οι πλατείες της θα αδειάσουν».
Η Κέρκυρα και οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές
«Έπεφταν οι πρώτες γερμανικές βόμβες στο λιμάνι, όταν οι τελευταίοι κρατούμενοι πατούσαν ελεύθεροι την κερκυραϊκή γη τη νύκτα της 13 Σεπτεμβρίου», έγραψε αρκετά χρόνια μετά ο Κερκυραίος δημοσιογράφος – λόγιος Κώστας Δαφνής. «Η συμπάθεια με την οποία περιέβαλε τους απελευθερωθέντας ο κερκυραϊκός λαός ήταν τέτοια, ώστε σε λίγες ώρες οι εκατοντάδες των ξένων», πέραν των Κερκυραίων και Επτανησίων, «είχαν τακτοποιηθή σε φιλόξενα σπίτια», ανέφερε στο βιβλίο του για τα χρόνια πολέμου και κατοχής της Κέρκυρας. Έμενε άσβηστη και η μνήμη εκείνων, της συμβολής τους.
Εκείνο που δεν έγραψε ο Κερκυραίος λόγιος επ’ αυτού είναι τούτο για τη στάση της αστικής τάξης που έγραψε ο Κρητικός αγωνιστής Γιάννης Μανούσακας:
«13 Σεπτέμβρη το 1943. Η ώρα είναι εννιά. Το σκοτάδι τύλιξε τη γη. Σε μια αράδα οι εκατό του Λαζαρέτου ξεπορτίζουμε απ’ το κάτεργο κι αντικρίζουμε την προβλητούλα. Δυο μικρά βενζινόπλοια (…) Τα πληρώματά τους είναι μέλη του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου. – Για σας σύντροφοι! μας υποδέχονται έναν – έναν καθώς πηδάμε στο πλεούμενο. “Οι αρχόντοι μας δεν θέλανε να σας πάρουμε και πίεζαν τους Ιταλούς να μη δώσουν την άδεια. Περίμεναν να καταλάβουν οι Γερμανοί την Κέρκυρα και να σας σφάξουν εδώ στην ερημιά. Δεν τους πέρασε όμως. Το ΕΑΜ έκανε συλλαλητήριο, μπήκανε κόσμος κι απ’ τα χωριά… Νικήσαμε τους γερμανόφιλους”. Νοιώθουμε τη ματιά τους και την ψυχή τους να μας χαϊδολογάει. Η θάλασσα αγγομαχάει λίγο ακόμα κι αφήνει μια βαριά μυρουδιά φυκιού. Είναι οι στερνοί της ανασασμοί. Την ώρα τούτη καταλαγιάζει και κοιμάται. Οι ναύτες μάς τοποθετούν αραδιαστά δεξιά-ζερβά στο κατάστρωμα. Κρατάμε ένα μπογαλάκι, ένα πλατό ή μια κουβέρτα και το τρόφιμο: λίγο πληγούρι, αλεύρι, μερικά ψωμιά (…) Αλάφρωσε η καρδιά μας αντικρίζοντας αυτά τα κουρέλια. Τώρα στρώμα μας η γης – σκέπη μας ο ουρανός (…) Κοιτούσα τη στεριά της Κέρκυρας (…) Εδώ θέλουνε τον Οδυσσέα να βγαίνει ναυαγός και να τον βρίσκει η κόρη του Βασιλιά με τις δούλες της. Αστειεύομαι (…), λέω πως σε λίγο που θα λευτερωθούμε θα πάω κει στον καλαμιώνα να ανταμώσω τη… Ναυσικά. Απαγγέλλω στίχους του Όμηρου».
Όλες σχεδόν οι περιγραφές των γεγονότων εκείνου του τραγικού διημέρου παραλείπουν να αναφερθούν σε ένα ,κατά την άποψή μου , σημαντικό γεγονός που έμελε να είναι ο προάγγελος των όσων έμελε να συμβούν το βράδυ της 13 προς 14 Σεπτεμβρίου .Τις 8 το πρωί της 13 Σεπτεμβρίου , στα πλαίσια των εχθροπραξιών μεταξύ Ιταλών και Γερμανών, γερμανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο με δύο πιλότους χτυπήθηκε από ιταλικά πυρά πήρε φωτιά και μπήκε σε διαδικασία πτώσης . Οι πιλότοι ,δύο νεαροί Γερμανοί , κατά τις εκτιμήσεις κάποιων 25χρονα παιδιά , προσπάθησαν να εμποδίσουν την πτώση του στην κατοικημένη περιοχή του Ποταμού όμως δεν τα κατάφεραν . Το αεροπλάνο φλεγόμενο κατέπεσε στη στέγη του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου Ελεούσης , ενός ναού περικαλλούς ,που τον στόλιζαν εικόνες επτανησιακής τεχνοτροπίας και ασημένια καντήλια και τόρτσες . Η εκκλησία και το διπλανό της καμπαναριό καταστράφηκαν ολοσχερώς . Ανάμεσα στα συντρίμια του αεροπλάνου και τα ερείπια του καμπαναριού και της εκκλησίας βρέθηκαν απανθρακωμένοι οι δύο νεαροί πιλότοι . Οι ποταμίτες , σεβόμενοι τους νεκρούς τους έθαψαν στο κοιμητήριο του ναού που παρέμειναν μέχρι τη δεκαετία του 1960 οπότε αντιπροσωπεία της γερμανικής πρεσβείας παρέλαβε τα οστά τους τα μετέφερε στη Γερμανία και ως ανάμνηση άφησαν σαν δώρο στην εκκλησία δύο μικρές καμπάνες κατασκευασμένες στη Γερμανία . Οι ευρισκόμενοι στο ναό Ιερέας και νεωκόρος γλύτωσαν ως εκ θαύματος . Λίγες ώρες αργότερα άρχισε η πυρπόληση των κτιρίων της πόλης της Κέρκυρας από τη γερμανική αεροπορία…