«Έτσι κάναμε τότες» έλεγε κοφτά ο πατέρας κάθε φορά που οι γιοι του παραπονιόνταν ότι τα μπερδεμένα ακίνητα της περιουσίας του θα πέρναγαν στ’ όνομά τους φορτωμένα με νομικά και πολεοδομικά προβλήματα. Αυτή η φράση ήταν το άλλοθι της γενιάς του, που τον έβγαζε απ’ τη δύσκολη θέση να τους απολογηθεί. Ούτε που τον ένοιαζε για τα μπερδέματά τους στο μέλλον, όταν θα έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια και τις σκοτούρες του. Ας τον βρίζουν κι ας τον καταριούνται, σάμπως θ’ ακούει εκεί μακριά, στο υπερπέραν;
«Τότες» βέβαια, μες την αμάθεια και τη φτώχια τους και με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, είχαν δικαιολογίες για ν’ αθωώνουν τον εαυτό τους. Πού να βρεις τα λεφτά να πληρώσεις τοπογράφο, συμβολαιογράφο, δικηγόρο, εφορία, μηχανικό και όλους τους άλλους καλούς ή κακούς υπηρέτες της νομιμότητας. Και πού να τρέχεις, αν είσαι κι από χωριό, για τις συνεννοήσεις και τους τύπους. Τα επίσημα έγγραφα δυσκόλευαν τα πλάνα που είχαν στο μυαλό τους ακολουθώντας την πεπατημένη του προηγούμενου «τότες». Ας κινδύνευε να πάρει ο αέρας τον λόγο τους που ήταν συμβόλαιο και ν’ αφανίσει ο χρόνος τα «χαρτιά» του ποδαριού. Βιάζονταν να ζωντανέψουν τ’ όνειρό τους, ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους κι ένα «κουνελόσπιτο» για να το νοικιάσουν στους πρώτους τουρίστες, τα κτίρια στήνονταν στις λειψές ιδιοκτησίες μέσα σε μια νύχτα, χωρίς άδειες, σχέδια, προδιαγραφές, ασφάλεια, αισθητική.
«Έτσι κάναμε τότες» θα πουν αύριο και τα παιδιά του στα δικά τους παιδιά. Γιατί και σήμερα γίνονται τα ίδια και χειρότερα. Και δεν δικαιολογούνται με τίποτα. Ωστόσο, μια καινούργια νοοτροπία που θρέφεται κι αναπαράγεται απ’ το ίδιο το σύστημα, δίνει άφεση αμαρτιών. Είναι μαγκιά να παρακάμψεις, να παραπλανήσεις ή και να λαδώσεις τον υπάλληλο, έτσι κι αλλιώς τα γρανάζια του δημοσίου έχουν μπλοκάρει. Είναι βλακεία να είσαι νομοταγής, σε κάμποσα χρόνια η πολιτεία θα σου δώσει την ευκαιρία να νομιμοποιήσεις την παρανομία σου. Δεν πειράζει να κλέψεις το κράτος, αρκεί να ωφελήσεις την τσέπη σου. Μην σκέφτεσαι τον γείτονα, τους άλλους, το περιβάλλον, πάνω απ’ όλα ο εαυτός σου. Δεν χρειάζεται να είσαι τυπικός, συνεπής, έντιμος, με το σταυρό στο χέρι, κοίτα πώς θα κάνεις αυτό που σε συμφέρει και σ’ εξυπηρετεί, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, όλοι το ίδιο κάνουν. Μπαινοβγαίνουν λοιπόν απ’ τα παράθυρα του νόμου που έχει γίνει σουρωτήρι ή τον παραβιάζουν κρυφά και φανερά, τ’ αυθαίρετα φυτρώνουν παντού σαν τα ζιζάνια, ίσως δεν υπάρχει κτίσμα που να μην κρύβει επιτήδεια ή να μην επιδεικνύει προκλητικά κάποια παράβαση, αν οι αρχές έκαναν καθαιρέσεις δεν θα σταματούσαν να γκρεμίζουν. Αλλά η ομερτά κλείνει τα στόματα, άπαντες φοβούνται, ανέχονται και καλύπτουν αλλήλους, η καταγγελία αντί να στιγματίζει στιγματίζεται και ενέχει κίνδυνο αντιποίνων, η νόμιμη οδός είναι η εξαίρεση και η αυθαιρεσία ο κανόνας. Ώσπου έρχεται μια πυρκαγιά, μια πλημμύρα, ένας σεισμός, και η Αποκάλυψη της καταστροφής αποκαλύπτει τις εγκληματικές ευθύνες ένθεν και ένθεν, και προπαντός τον βασικό υπεύθυνο, την κρατική μηχανή και την εκάστοτε κυβέρνηση, που όταν δεν αποποιείται ή υποβαθμίζει τις ευθύνες του, τις συγκαλύπτει ή τις μεταθέτει.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότες μέχρι τώρα. «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Κάποιες παραβατικές «συνήθειες» του τότες είναι και τώρα εθιστικές, ιδίως όταν μένουν ατιμώρητες. Και ενίοτε γενούν ή τροφοδοτούν συμφορές και τραγωδίες.