Πριν ακόμα ξεφυτρώσουν στα χωριά του νησιού τα γραφεία κηδειών, όσοι πολιτεύονταν στον τόπο τους, για να ελπίζουν στην εκλογή ή την επανεκλογή τους έπρεπε να κουβαλούν στην πλάτη τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ένα προσόν επιπλέον, μακάβριο αλλά πολύ αποτελεσματικό. «Πόσους πεθαμένους σήκωσες στην πλάτη σου;» τους ρώταγαν οι συντοπίτες τους, και τους σταύρωναν ή τους μαύριζαν αναλόγως.
Έτσι λοιπόν, θέλοντας και μη, πήγαιναν από κηδεία σε κηδεία και προσφέρονταν να συμμετέχουν στη μεταφορά των πεθαμένων, άλλοι ειλικρινά συμπάσχοντες και άλλοι πειστικά προσποιούμενοι, αποδεικνύοντας κι επιδεικνύοντας την πραγματική ή δήθεν κοινωνικότητα και ευαισθησία τους. Κάποια φορά όμως, τα πράγματα δεν πήγαν καλά ούτε για τον πολιτευτή, ούτε για τον εκλιπόντα.
Δεν του έφτασε του υποψήφιου το κουβάλημα, θέλησε να βοηθήσει και στην ταφή, κερδίζοντας ακόμα καλύτερες εντυπώσεις. Μόνο που για κακή του τύχη, καθώς κατέβαζαν με προσοχή τον πεθαμένο στην τελευταία του κατοικία, γλίστρησε απ’ το χέρι του το σκοινί, η κάσα αναποδογύρισε, το καπάκι της άνοιξε κι ο μακαρίτης προσγειώθηκε μπρούμυτα στον πάτο του φρεσκοσκαμμένου λάκκου. «Ωπωπώ κόσμε, μου τονέ σκοτώσανε» έσκουξε η χήρα, μα ο κόσμος γύρω απ’ το μνήμα, μπερδεμένος απ’ το κωμικοτραγικό του πράγματος, αντί να κλάψει για το δεύτερο πάθημα του νεκρού, κρατιόταν να μη γελάσει για το πάθημα του πολιτευτή!
Εδώ και χρόνια οι πεθαμένοι είναι ασφαλείς, μιας και δεν χρειάζεται να στηρίζονται στις πλάτες των υποψήφιων. Δεν είναι όμως ασφαλείς οι ζωντανοί που στηρίζουν τις ελπίδες τους στις πλάτες πονηρών δημαγωγών, για να τις δουν μετά να ενταφιάζονται κάτω απ’ τον όγκο των απατηλών τους υποσχέσεων.