Ο χώρος της εκπαίδευσης στην Κέρκυρα (τον οποίο γνωρίζω μέσα από την 20ετή επαγγελματική μου δραστηριότητα, αλλά και μέσα από το γονεϊκό κίνημα) είναι ένας πολύπαθος και χρόνια υποβαθμισμένος χώρος, τόσο από την Κεντρική όσο και από την Τοπική εξουσία, αν και θα έπρεπε να είναι υψίστης προτεραιότητας.
Γερασμένα κτήρια, χωρίς σύγχρονες ουσιαστικές υποδομές (γυμναστήρια, εργαστήρια, χώρους καλλιτεχνικής δημιουργίας), χωρίς προσεισμικό έλεγχο ή μέτρα πυρασφάλειας, σε πολλές περιπτώσεις κρίνονται ακατάλληλα για την ασφάλεια και ανεπαρκή για την μορφωτική ανάπτυξη των παιδιών μας. Ακόμη και τα κοντέινερ, όπου στοιβάζονται νήπια, αλλά και μαθητές Γυμνασίων – Λυκείων, θεωρούνται πλέον μία κανονικότητα. Και ενώ «διαφημίζονται» έργα και παρεμβάσεις στα σχολικά συγκροτήματα, επί της ουσίας αυτά αφορούν μόνο εργασίες καλλωπιστικού χαρακτήρα-βιτρίνας και όχι έργα για ασφαλείς υποδομές.
Και μάλιστα, σε αυτά τα σχολικά κτήρια με τα χρόνια προβλήματα (κι ας μην ξεχνάμε και τα κενά των εκπαιδευτικών ή και την ελλιπή χρηματοδότηση για τα λειτουργικά έξοδα) έρχεται να προστεθεί και το τεράστιο πρόβλημα των σχολικών μεταφορών. Είναι ένας ακόμη τομέας μεταφοράς αρμοδιοτήτων από το Κεντρικό Κράτος στην Περιφέρεια με στόχο την ανταποδοτικότητα και την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών. Η Κυβέρνηση χρηματοδοτεί με συγκεκριμένο κονδύλι την Περιφέρεια, η οποία, κάνοντας το διαχειριστή, αναλαμβάνει να διασφαλίσει τη μεταφορά των μαθητών με ιδιωτικά λεωφορεία, ταξί ή δελτία του ΚΤΕΛ.
Η χαμηλή χρηματοδότηση, η πλήρης υποστελέχωση των υπηρεσιών (ένας μόνο εργαζόμενος!), οι ανταγωνισμοί στην αγορά κατά τη διάρκεια των διαγωνισμών, έχουν ως αποτέλεσμα να ανοίγουν τα σχολεία χωρίς να είναι διασφαλισμένη η μεταφορά των μαθητών. Γι’ αυτό εδώ και πολλά χρόνια «παίζεται το ίδιο έργο». Λιγοστά δρομολόγια που δεν καλύπτουν όλο το μαθητικό πληθυσμό (κάποιοι μαθητές επιβιβάζονται στις 6.00 το πρωί για να φτάσουν στα σχολεία τους στις 8.00, έχοντας κάνει «πρωινή εκδρομή» μέσω πολλών χωριών), αλλά και έναρξη των δρομολογίων ένα μήνα μετά τον καθιερωμένο αγιασμό. Φέτος, για μια ακόμη φορά, βρισκόμαστε απέναντι στο πρόβλημα της μεταφοράς των μαθητών, καθώς οι ανάδοχοι μεταφορείς, απλήρωτοι για πολλούς μήνες, δεν έχουν ακόμα υπογράψει νέες συμβάσεις για τη νέα σχολική χρονιά.
Και τι μας απαντούν οι αρμόδιοι για όλα αυτά; «Πετούν το μπαλάκι» των ευθυνών ο ένας στον άλλον. Πότε την ευθύνη έχει ο Δήμος, πότε η Περιφέρεια, πότε το Υπουργείο Παιδείας. Είναι ο εύκολος τρόπος για να μη λύνονται τα προβλήματα και το άλλοθι, για να αποποιούνται των ευθυνών τους, όλοι όσοι κατέχουν τους θώκους της εξουσίας και υλοποιούν την συγκεκριμένη πολιτική.
Περιφερειακές και Δημοτικές αρχές παίρνουν αρμοδιότητες με το επιχείρημα ότι η Τοπική Διοίκηση είναι κοντά στον πολίτη χωρίς όμως στην πραγματικότητα να διεκδικούν από την Κυβέρνηση πόρους και προσωπικό.
Στην πραγματικότητα συμφωνούν όλοι στη γενική γραμμή που θέλει το κράτος να αφαιρεί αρμοδιότητες και να περικόπτει κονδύλια για να τα προσφέρει στους επενδυτές, ενώ ταυτόχρονα τα αγαθά να γίνονται εμπόρευμα και να μεταφέρονται στην τσέπη των γονιών.
Έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο, από τη μια τα κονδύλια να διατίθενται σε επιχειρηματικούς ομίλους και από την άλλη, η μεταφορά αρμοδιοτήτων, όπως της Υγείας, της Παιδείας και της Πρόνοιας να περνούν στις Περιφέρειες και στους Δήμους, οδηγώντας τους τομείς αυτούς στην υποβάθμιση και την εμπορευματοποίησή τους. Από αυτή την τακτική δεν ξέφυγε ασφαλώς και το θέμα των σχολικών μεταφορών.
Η Λαϊκή Συσπείρωση στα 4 αυτά χρόνια έθεσε σε προτεραιότητα αυτά τα ζητήματα απαιτώντας από την Περιφερειακή αρχή να διεκδικήσει αύξηση των κονδυλίων για τις μεταφορές, να χρηματοδοτήσει με ιδίους πόρους, να εγγράψει στον προϋπολογισμό κονδύλια για τη σχολική στέγη, να είναι συμπαραστάτης στους αγώνες του εκπαιδευτικού, γονεϊκού και μαθητικού κινήματος. Η αρμοδιότητα της μεταφοράς των μαθητών αποτελεί κατά τη γνώμη μας υποχρέωση του Κράτους και του Υπουργείου του.
Όσο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η Τοπική Διοίκηση συνδέεται απόλυτα με την Κεντρική και όσο παραμυθιαζόμαστε με τους τάχα ακομμάτιστους και ανεξάρτητους υποψηφίους, τόσο η καθημερινότητά μας θα επιδεινώνεται και οι ανάγκες μας δεν θα καλύπτονται. Έχει μεγάλη σημασία σε αυτά τα κρατικά όργανα να «αδυνατίσουν» οι δυνάμεις που στοιχίζονται με την άποψη ότι η Παιδεία είναι κόστος και να ενισχυθούν αποφασιστικά οι δυνάμεις που θα είναι σύμμαχοι στις αγωνίες και τους αγώνες εκπαιδευτικών, μαθητών, γονέων.
Γι’ αυτό στις εκλογές της 8ης Οκτωβρίου ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ, ψηφίζουμε Λαϊκή Συσπείρωση, δίνουμε δύναμη στη δύναμή μας. Για μία μαχητική και διεκδικητική φωνή που θα προτάσσει τις ανάγκες του λαού και θα παλεύει για την ικανοποίησή τους.