Δημήτρης Γεωργαντάς, το όνομά του. Για την Κέρκυρα, στη φυλακή της οποίας είχε οδηγηθεί σιδηροδέσμιος, είχε ακούσει από το στόμα ενός καθηγητή του σε σχολειό της Χαλκίδας όταν ήταν μαθητής. Δεν είχε ακούσει λέξη από εκείνον, που ήταν θεολόγος και δίδασκε Θρησκευτικά, για την ύπαρξη μιας φρικαλέας φυλακής στο ευλογημένο, όπως του το αποκαλούσε, πανέμορφο νησί. Σε αυτήν έμελλε να συναντήσει ξανά τον θεολόγο καθηγητή του, ως Δεσπότη πια του νησιού, επικεφαλής της Εκκλησίας της Κέρκυρας. Ο μαθητής της Χαλκίδας κόντευε να πατήσει ή είχε πατήσει τα τριάντα. Ήταν από καιρό μέλος ενός κόμματος που τότε έκλεινε τα τριάντα του χρόνια και το οποίο την ερχόμενη Παρασκευή, καθώς ιδρύθηκε στις 17 Νοέμβρη 1918, γίνεται 105 ετών.
Μελλοθάνατος, με πιθανόν τελικό προορισμό την κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο για εκτέλεση, ήταν το 1948 ο άλλοτε μαθητής του Μητροπολίτη στο νησί Μεθόδιου. Αυτός ο Μήτσος -έτσι τον προσφωνούσαν και προτιμούσε να τον φωνάζουν- Γεωργαντάς, γιος ενός Αχιλλέα από το Σχηματάρι της Θήβας, που μαθητής είχε γνωρίσει και θυμόταν τον Δεσπότη πια Κέρκυρας ως Μεθόδιο Κοντοστάνο, εκπαιδευτικό θεολόγο.
Συνδεδεμένος με λόγια σαν αυτά που ακολουθούν, από σκηνές που διαδραματίζονταν στο Λαζαρέτο τις στιγμές πριν ηχήσουν τα τουφέκια των εκτελέσεων, έμεινε ο Γεωργαντάς στη μνήμη των συγκρατούμενών του στο κερκυραϊκό κάτεργο:
– Έχω εντολή να σας ρωτήσω για τελευταία φορά κι αν δεχθείτε να υπογράψετε να σας γυρίσω πίσω στη φυλακή.
– Ζήτω ο ελληνικός λαός! Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας!
Ποιος ήταν ο μαθητής του Μεθόδιου
Ο Μήτσος (Δημήτρης, Δημήτριος, Μήτσιος)
Γεωργαντάς (Γιωργαντάς, Αρβανίτης) γεννήθηκε στο Σχηματάρι της Θήβας, στον νομό Βοιωτίας, το 1919.
Καταγόταν από αγροτική οικογένεια, ήταν αγρότης – κτηματίας και την περίοδο της φασιστικής κατοχής της χώρας εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ στην περιοχή του. Επίσης, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και καθοδηγητής της Οργάνωσής του στο Σχηματάρι. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1940-1941 και σε διάφορες μάχες την περίοδο της Κατοχής, μαζί και με τον σκοτωμένο σε μάχη αυτής της περιόδου αδελφό του Βαγγέλη Γεωργαντά.
Συνελήφθη αργότερα ως υποστηρικτής του Δημοκρατικού Στρατού και καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στη Θήβα, το 1946.
Στις φυλακές της Κέρκυρας φυλακίστηκε στην ακτίνα Β’.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του για τον Μήτσο Γεωργαντά τα εξής στοιχεία για τις τελευταίες ώρες του και η εξής περιγραφή για την προσωπικότητα και τη δράση του:
Ώρα τρεις, τα μεσάνυχτα. Οι φύλακες μπουκάρουν (…) Στη Β’ αχτίνα οι φύλακες απόψε έχουν πολλή “δουλειά“. Ανοίγουν πρώτα το κελί του Μήτσιου Γεωργαντά (…) Ένα τριαντάχρονο παλικάρι από το Σχηματάρι Θηβών. Τελειόφοιτος Γυμνασίου. Γραμματέας της αχτίνας του.
Ποιον θέλετε; ρωτάει ένας κρατούμενος.
Δείχνουν το Μήτσιο.
– Έτοιμος είμαι… σας περίμενα.
Πράγματι τους περίμενε. Γιατί το ‘ξερε ο ίδιος από πριν. Ο Μήτσιος γνώρισε και την ιδιαίτερη δοκιμασία της επικείμενης εκτέλεσης. Αυτή η δοκιμασία έδειξε και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, τη γενναιότητά του (…) Ο ισοβίτης (…) κατάφερε να πάρει από την υπηρεσία κρυφά σημείωμα με τα ονόματα της νέας εκτέλεσης. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και το όνομα του γραμματέα της αχτίνας Μ. Γεωργαντά. Το σημείωμα έπρεπε να δοθεί στο Μήτσιο. Ο συναγωνιστής βρέθηκε σ’ ένα τρομερό δίλημμα. Να το δώσει το χαρτί στον ίδιον που αναφέρει και το όνομά του ή να κάνει άλλο, δικό του, που να αφαιρέσει το Μήτσιο; Αλλά τότε πώς θα ξέρει το κεντρικό Γραφείο ότι είναι και ο Μήτσιος; Ύστερα ο Μήτσιος θα το καταλάβει, αφού στο νέο χαρτί-σημείωμα θα είναι τα ονόματα των συγκατηγορουμένων του (από την περιοχή του), πως θα λείπει το δικό του; Έπειτα θα δημιουργηθεί και ηθικό θέμα για το Μήτσιο. Θα του γεννηθεί ίσως η εντύπωση πως δεν εκτιμάμε σωστά τη γενναία του ψυχή. Όχι, δε θα του το κρύψει. Μόνο που προτού του το δώσει θα του πει τι λέει. Έσφιξε την καρδιά του και τράβηξε.
Όπως έβγαλε το μοιραίο χαρτάκι, τον ρωτάει ο Μήτσιος:
– Ποιους είναι για να πάρουν; Τότε ένας κόμπος τού στάθηκε στο λαιμό. Έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εσωτερικό συγκλονισμό του. Έτσι δεν έδωσε απάντηση.
Ο Μήτσιος διάβασε το σημείωμα. Μια σκληράδα πέτρωσε το πρόσωπό του. Του λέει:
– Συναγωνιστή, εμείς είμαστε οι άνθρωποι της αχτίνας -ήταν κι εκείνος μέλος του Γραφείου- σ’ αυτές τις στιγμές της υπέρτατης δοκιμασίας μάς έχουν εμπιστευθεί ένα ιερό καθήκον. Επομένως συναισθηματισμοί δε χωράνε.
Την επομένη ο Γεωργαντάς κάλεσε σε έκτακτη σύσκεψη το Γραφείο της αχτίνας. Εκεί ανακοίνωσε την πληροφορία. Έκανε πρόταση για τον αναπληρωτή στη θέση του (…) Ζήτησε να μη βγει τίποτα έξω απ’ το Γραφείο. Έτσι και έγινε. Κανείς άλλος της αχτίνας δεν ήξερε ότι ο Μήτσιος ζει τις τελευταίες μέρες του. Ούτε ήταν δυνατόν να καταλάβει κανείς, γιατί στάθηκε ο ίδιος πηγή θάρρους και εμψυχωτικών προτροπών και εκδηλώσεων (…).
Βγαίνοντας ο Μ. Γεωργαντάς έξω απ’ το κελί φώναξε: Αδέρφια κρατήστε ψηλά τη σημαία του αγώνα. Είμαι περήφανος που πέφτω ως μέλος του Κόμματος που κράτησα ψηλά τη σημαία του. Εύχομαι απόψε να είμαστε οι τελευταίοι που βαδίζουμε για το Λαζαρέτο. Ζήτω η Εθνική Αντίσταση. Ζήτω το ηρωικό ΚΚΕ.
Η συνάντηση με τον Μεθόδιο
Σώθηκε και περιγραφή συγκρατουμένων του που αφορά τον ίδιο και τον τοπικό Δεσπότη:
Δεσπότης στην Κέρκυρα αυτά τα χρόνια είναι ένας πρώην, όπως ειπώθηκε, καθηγητής Θεολογίας του Μ. Γεωργαντά στο γυμνάσιο Χαλκίδας, ονόματι Μεθόδιος Κοντοστάνος.
Την προηγούμενη χρονιά ο δεσπότης είχε επισκεφτεί τη φυλακή. Ο Μήτσιος βγήκε και τον χαιρέτησε. Ο Δεσπότης μόλις τον γνώρισε, συγκινήθηκε και του λέει:
– Κι εσύ Μήτσο μου εδώ;
– Κι εγώ Δέσποτά μου, κι όλοι δυστυχώς οι πατριώτες που πολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας.
– Τι μπορώ να κάνω για σένα; ρωτάει ο Δεσπότης.
– Ό,τι μπορείς να κάνεις για όλους μας, να κάνεις και για μένα, ήταν η απάντηση του Μήτσιου.
Ο Δεσπότης κατάλαβε πως αυτός ο άλλοτε μετριόφρων και επιμελής μαθητής του τώρα φοράει στο μέτωπό του την περηφάνια του πατριώτη αγωνιστή και η τύχη του θέλει να είναι δεμένη με την τύχη όλων των συναγωνιστών του. Ίσως γι’ αυτό να αισθάνθηκε μεγαλύτερη συμπάθεια απέναντι στον πρώην μαθητή του.
Έτσι κάθε φορά που ο πρωτοσύγγελος παπα-Σπίνουλας επισκεπτόταν τη φυλακή, μετέφερε στο Μήτσιο και τα εγκάρδια χαιρετίσματά του.
Ο Μ. Γεωργαντάς σκέφτηκε να στείλει τώρα ένα γράμμα στο Δεσπότη. Πράγματι σύνταξε ένα τετρασέλιδο γράμμα σε κόλλα αναφοράς. Το παρέδωσε στον (…), αφού πρώτα του το διάβασε, για να σταλεί στον προορισμό του χωρίς το δρόμο της λογοκρισίας της φυλακής.
Το γράμμα μίλαγε για τους αγώνες του ελληνικού λαού στην Κατοχή, για τους αγώνες των προγόνων μας, για την αντεθνική στάση ορισμένων Ελλήνων, για τις (…) επεμβάσεις των ξένων που αιματοκύλησαν και αιματοκυλούν τώρα τον ελληνικό λαό. Για το πώς γίνανε οι δίκες και οι καταδίκες σε βάρος μας κ.λπ. Σε λίγες μέρες θα πέσω κι εγώ, κατέληγε. Θα ‘θελα σαν τελευταία μου επιθυμία να διαβάσετε αυτό μου το γράμμα στη Μητρόπολη.
Το γράμμα-υπόμνημα το έλαβε ο Δεσπότης. Αν το φύλαξε θα είναι ένα στοιχείο αγωνιστικής αρετής. Το είχε δώσει στα χέρια του ιερέα της φυλακής παπα-Σπίνουλα κρυφά ο (…)
Ο Δεσπότης, όπως μαθεύτηκε, σ’ ένα κήρυγμά του αναφέρθηκε σε περικοπές του γράμματος. Ο Μήτσιος όμως δεν έμαθε τίποτα, γιατί στο μεταξύ έπεσε. Στο Δεσπότη στάλθηκε ακόμα κι ένα γενικό υπόμνημα των πολιτικών κρατουμένων, το οποίο ο ίδιος διαβίβασε στην κυβέρνηση με την παράκλησή του να σταματήσουν οι εκτελέσεις.
Στους κρατούμενους απάντησε ότι υποφέρει από το δράμα τους και συγκλονίστηκε από την εκτέλεση του Γεωργαντά.
Τι πίστευε και η στάση του τη μοιραία νύχτα
Έχει σωθεί και εκτεταμένη περιγραφή συγκρατουμένων του, με ευρύτερα στοιχεία για την προσωπικότητά του και τη στάση του στην κερκυραϊκή φυλακή, που την περίοδο της αγγλοκρατίας στα Επτάνησα είχαν χτίσει οι Άγγλοι αρμοστές, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αξέχαστος για τη βαρβαρότητά του Τόμας Μέτλαντ:
Τον λένε Γεωργαντά. Είναι από κάποιο χωριό της Θήβας, Σχηματάρι, λίγοι όμως τον φωνάζουν με το όνομά του. Το Αρβανίτης του πάει πιο τεργιαστά. Δεν θα μπορούσες να τον πεις ψηλό, το παράστημά του όμως είναι από κείνα που σου εμπνέουν την εκτίμηση και το σεβασμό. Δεν επεδίωκε ποτέ του κάτι τέτοιο, ήταν απλός, πρόσχαρος και καλοδεχτικός με όλους. Ήταν ο επικεφαλής της αχτίδας Β, ο γραμματέας της. Ήταν το παράδειγμα, το υπόδειγμα δεν έλεγε πολλά. Μα έπειθε όχι με τα λόγια, αλλά με το παράδειγμα. Σε κάθε εκδήλωση της αχτίνας ήταν με τους ΕΠΟΝίτες, πρώτος και καλύτερος.
Στις εξορμήσεις έπαιρνε τη σκούπα και τη φασίνα και προσπαθούσε να βγάλει τη διπλή δουλειά. Η καθαριότητα, έλεγε, δεν είναι καθήκον, είναι ζήτημα ζωής. Η καθαριότητα είναι η ασπίδα της υγείας. Ζούμε στις σαρκοφάγους του «Μέτλαν». Αν δεν φροντίσουμε τον εαυτό μας, δεν θ’ αντέξουμε στις κακουχίες, θα βγούμε άρρωστοι, κι ενώ φιλοδοξούμε να προσφέρουμε βγαίνοντας όσο πιο πολλά μπορούμε στον Αγώνα του λαού μας, άρρωστοι και σακάτηδες θα γίνουμε βάρος. – Εμπρός λοιπόν ούτε ένας άρρωστος από την αχτίνα μας, ούτε ένας φυματικός. Είναι ένα καινούργιο μέτωπο που έχουμε σήμερα μπροστά μας.
Στα Μαθήματα, εδώ πια ήταν ακαταμάχητος. Ένα ξύλο παρμένο από το μαγειρείο θα γίνει το σκαμνάκι του. Μ’ αυτό υπό μάλης πηγαίνει στο μάθημα και δεν φεύγει παρά μονάχα όταν φεύγουν όλοι. – Με το διάβασμα και τη μόρφωση παιδιά μεγαλώνουμε το μπόι μας. Σαν καμμιά φορά βγούμε και πάμε στα χωριά μας τότε θα δούμε πόσο αλλάξαμε. Οι αστοί δεν θέλουν να μάθει γράμματα ο λαός, παρά μονάχα για να βάζει υπογραφή. Δεν βλέπετε τι μας λένε καθημερινά… – Δεν θέλουμε να κάνεις τίποτα, βάλε μια υπογραφούλα και τέλειωσε. – Σε λίγο είσαι σπίτι σου. – Μα σύντροφε, τι να τα κάνω τα πολλά γράμματα, μήπως τα σκουλίκια δεν τους τρώνε τους σπουδαγμένους; Αφού θα μας εκτελέσουν αργά ή γρήγορα… Τι θέλουμε και σπάμε το τσερβέλο μας μες αξίες και υπεραξίες, αφού στον άλλο κόσμο δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι! Όλα είναι ίδια σκοτάδι πίσα μαύρο. – Όχι αδελφέ μου,δεν έχεις δίκιο, πρώτα δεν θα μας σκοτώσουν όλους. Έπειτα δεν ξέρεις λοιπόν τι γίνεται. Μπορεί αύριο να βγεις και να χτυπάς το κεφάλι σου γιατί δεν είσαι και συ ικανός να προσφέρεις κάτι στο κίνημα,. παρά την ιστορία σου και την παληκαριά σου. Γιατί από δω και πέρα, η παληκαριά και η λεβεντιά δεν θα φτάσουν. Ο πολιτικός αγώνας θέλει άλλα όπλα, άλλες σφαίρες. Σου χρειάζεται να ξέρεις να χειρίζεσαι το προβολέα του Μαρξισμού Λενινισμού που έχει πολλά και δύσκολα κουμπιά. Γι’ αυτό διάβασε σύντροφε, πρέπει να γίνουμε καλοί κομμουνιστές.
– Μα κι αν ακόμα μας πάρουνε για τα λαζαρέτα, πάλι χρειάζεται να είμαστε διαβασμένοι. Όταν σταθούμε αντιμέτωποι με το απόσπασμα δεν θα χρειαστεί να μας δέσουν τα μάτια γιατί εμείς διαβασμένοι όπως θάμαστε θα ξέρουμε γιατί πεθαίνουμε. – Θα βλέπουμε πέρα μακρυά, στο Μέλλον, θα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε με σιγουριά αυτούς που είναι πίσω από το απόσπασμα. Και κάτι ακόμα, θα ξέρουμε με πίστη τι θα γίνει μετά από μας. Κι όταν αυτοί θα
λένε «Επί σκοπόν! Πυρ!». Εμείς θ’ απαντήσουμε «Αδέλφια! Ζήτω το ΚΚΕ – σας συγχωρούμε».
Αυτά δεν τα έλεγε για τους άλλους, τα πίστευε και τα εφάρμοζε πρώτα στον εαυτό του.
Η περιοχή του ήταν αγροτική. Σπέρνουν στάρι και καλαμπόκι, ακόμα και λαχανικά. Τι φταίει όμως που δουλεύουν ήλιο με ήλιο και δεν χορταίνουν το ψωμί; Γιατί δεν χορταίνουν το ψωμί αν και παιδεύονται τόσο; Φταίει άραγε γι’ αυτό το σύστημα το κεφαλαιοκρατικό ή μήπως είναι κι άλλα κακά που πρέπει να τα μάθει; Έχει μήνες τώρα στρωθεί να μάθει λεπτομέρειες για τις ποικιλίες του σταριού, ποιο είναι το πιο καλό για την περιοχή. Σε ποιά σύνθεση του εδάφους ευδοκιμεί το ένα και σε ποιά το άλλο; Τι λιπάσματα χρειάζονται και πόσα σακκιά το στρέμμα! Η πρώιμη σπορά είναι πιο αποδοτική ή η όψιμη; Πώς πρέπει να θερίζονται τα σπαρτά – και κάτι ακόμα. Μήπως αντί για στάρι είναι προτιμότερο το βαμβάκι; το καλαμπόκι; ο καπνός; τα κηπευτικά; Για όλα πρέπει να ξέρει σαν αύριο βγει από τη φυλακή. Πάνω από το κρεββάτι του είχε φτιάξει μια βιβλιοθήκη. Ό,τι είχε σχέση με τη μελέτη των παραπάνω.
– Γεωργαντά, θα του πει μια μέρα ο αρχιφύλακας, κατά τη συνηθισμένη περιοδεία του από τις αχτίνες: Τι τα θέλεις τόσα βιβλία; Θα σε ωφελήσουν σε τίποτα; Δεν κουράζεσαι που κάθεσαι όλη την ημέρα και στραβώνεσαι μ’ αυτά; Έτσι σας λέει το κόμμα, να διαβάζετε;
Ίσιωσε όπως το συνήθιζε το μουστάκι του με το δείχτη του χεριού του και όσο γίνεται πιο απλά εξήγησε στο δεσμοφύλακά του: Πρέπει να χαίρεστε που υπάρχει κάποιο κόμμα που λέει στα μέλη του και στους οπαδούς του διαβάστε, σπουδάστε, γίνετε μυαλωμένοι, φωτισμένοι. Όταν υπάρχει τέτοιο κόμμα, τότε να είσαι σίγουρος πως ο τόπος αργά ή γρήγορα θα προκόψει. Μην ξεχνάτε ακόμα κύριε αρχιφύλακα πως ο Χριστός δεν έκανε τίποτα περισσότερο, πήρε φτωχούς αγράμματους αλιείς, τους φώτισε (…) Έτσι και τότε υπήρχαν κάτεργα, με δεσμώτες και δεσμοφύλακες. Τους ρίχναν στις κατακόμβες, όπως εσείς στα πειθαρχεία. Τους πετούσαν στα καμίνια και στα λιοντάρια, τους σταύρωναν όπως εσείς σήμερα μας εκτελείτε «πολιτισμένα», όμως ο κόσμος έγινε χριστιανός μετά από κάμποσα χρόνια. Κι εσύ χριστιανός λες πως είσαι σήμερα και καταριέσαι τους γραμματείς και φαρισαίους, τους δεσμοφύλακες και τους δήμιους που σκότωναν τους αγίους!
(…) Αυτή είναι η διαφορά μας κύριε αρχιφύλακα, εσείς λέτε εγώ κι εγώ λέω εμείς.
Ακολουθεί και μια επιπλέον περιγραφή για τη νύχτα που τον πήραν, όταν άρχισε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους κρατούμενους η πληροφορία ότι επίκεινται νέες εκτελέσεις:
– Σύντροφε Γεωργαντά. Ήρθε ο χάρος με τη ρεντικότα…
– Μάθαμε πόσοι και ποιοι; Είναι σίγουρο;
– Σίγουρο ναι. Πόσους και ονόματα όμως δεν μου είπαν.
Η ώρα κυλάει. Μεσάνυχτα…
Ο Γιωργαντάς δεν θέλει ακόμα να κοιμηθεί. Επιμένει να ταχτοποιήσει κάθε εκκρεμότητα με την αχτίνα και την ομάδα (…) Ώρα 3 παρά τέταρτο. Πολύ βουητό στους διαδρόμους της φυλακής. – Αδέλφια ξυπνήστε, παίρνουν για εκτέλεση. Αίσχος! Ούτε οι Γερμανοί (…) Τα χωνιά που ήταν κάτω απ’ τα κρεβάτια βγαίνουν στα παράθυρα των κελιών και με τις φωνές τους σπαθίζουν τον αέρα. «Λαέ της Κέρκυρας (…)».
– Ησυχάστε οι άλλοι, μόνο εσένα Γιωργαντά θα πάρουμε από εδώ.
– Σας περίμενα. Είμαι έτοιμος. Όμως δεν χρειάζεται τόση κουστωδία, δώστε εντολή να φύγει το μπουλούκι των φυλάκων και θα πάμε οι δυο μας. Εκτός αν φοβάσαι.
– Από σένα ποτέ. Ξέρω τι παλληκάρι είσαι (…) και γυρίζοντας προς τους φύλακες τους διέταξε ν’ αποσυρθούν.
Φίλησε τους συντρόφους που χρόνια τώρα μοιράστηκαν τ’ άχαρο κελί. Αγγαλιάζει τους συντρόφους του για στερνή φορά.
– Η νίκη είναι δική μας. Είναι σίγουρη γιατί την οδηγεί το κόμμα μας, το ΚΚΕ. Στη βαλίτσα έχω γράμματα για την ομάδα, για τους συντρόφους της αχτίνας, το βιογραφικό μου σημείωμα και ό,τι σχετικό με τη ζωή της αχτίνας. Σ’ ένα ξεχωριστό φάκελο θα βρείτε πώς πρέπει να μοιράσετε τα υπάρχοντά μου. Τα μάτια σας παιδιά και το κόμμα.
– Σταθείτε εδώ στο μετερίζι κι ελπίζω δε θα χρειαστεί νάρθετε κοντά μου.
Η αχτίνα βουίζει, τα χωνιά διαλαλούν στα πέρατα του κόσμου το έγκλημα της νύχτας.
Οι φωνές κοπάσαν, τα χωνιά βουβάθηκαν με μιάς. – Ησυχία παιδιά, μιλάει ο Γιωργαντάς. – Σύντροφοι έχετε γεια. Καρδιά. Θα νικήσουμε. Συσπειρωθείτε γύρω απ’ την ομάδα. Αγάπη, ενότητα, σας αγαπώ όλους σας. Αν άθελά μου σαν θαλαμάρχης πλήγωσα κανένα του ζητώ συγγνώμη. Δεν έχω από κανέναν κανένα παράπονο. Είσαστε λεβέντες και με το παραπάνω. Σύντροφοι ΕΠΟΝίτες, αυριανοί κομμουνιστές. Συνεχίστε με θάρρος τον αγώνα. Το μέλλον είναι δικό μας. Ο Δημοκρατικός Στρατός σάς το υπόσχεται. Ζήτω η Εθνική Αντισταση. Ζήτω το κόμμα μας το ΚΚΕ. Γεια σας αδέλφια.
Τα ζήτω και οι φωνές φτάνουν στα μεσούρανα.
Το στερνό του γράμμα
Ακόμη, έχει σωθεί το εξής στερνό γράμμα του σε αδέλφια του:
Αγαπημένα μου και Λατρευτά μου αδέρφια σας φιλώ όλους. Την ώρα που σας γράφω αυτά τα δύο λόγια πάω για εκτέλεση.
Τραβάω το δρόμο που χάραξε το αίμα του αδερφού μας Βαγγέλη για την υπόθεση της Ελλάδος, και Ελληνικού Λαού για τη Λευτεριά και την Ανεξαρτησία. Δε θέλω να στενοχωρευθήτε καθόλου γιατί αυτό δεν θα ήταν σωστό. Δεν θέλω να μαυροφορέσετε αλλά να ήσαστε ντυμένοι στα κάτασπρα σαν λευκά περιστεράκια όπως είναι αγνή και η ψυχή μας σαν περιστέρια. Αγωνιστήτε για την αγάπη του Λαού μας για την ειρήνη το καλό της πατρίδας και του Λαού. Πολλά φιλιά σε όλους τους δικούς μας.
Σας φιλώ με πολλή αγάπη Ο αδερφός σας Μήτσος
Γραμμένο την ώρα που πάω για εκτέλεση
Αναφέρεται ότι άφησε και γράμματα σε άλλους συγγενείς του, καθώς και αγωνιστικό γράμμα προς τους συντρόφους του στη φυλακή.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 29 ετών (ενδεχομένως 32 ετών καθώς αναφέρεται και ως γεννημένος το 1916), μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του, με πατρώνυμο Αχιλλέας Γεωργαντάς και ηλικία 29 ετών, έχει καταχωρηθεί στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως με στοιχεία 40/5.5.1948.