Κέρκυρα, 1912. Πολύχρονες προσπάθειες για τη συνδικαλιστική οργάνωση και τον σηκωμό των εργαζομένων στα δεκάδες εργοστάσια του νομού αποδίδουν τους πρώτους σημαντικούς καρπούς, ξεσπούν απεργίες, μια νέα εφημερίδα με τον τίτλο «Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και μότο κάτω από τον τίτλο της το σύνθημα «Εργάτες όλου του κόσμου ενωθήτε» με το όνομα του Καρλ Μαρξ – που την εμφάνισή της απέδιδαν όλοι σε έναν 39χρονο λογοτέχνη του νησιού με αριστοκρατική καταγωγή και επίθετο ίδιο μ’ εκείνο του ισχυρού πολιτικού της χώρας Τζώρτζη Θεοτόκη – καλεί τον εργατόκοσμο να παλέψει για τα δικαιώματά του και ένα «εργατικό κράτος».
Ντίνος, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του και τον μάθαιναν οι εργάτες, λεγόταν εκείνος ο λογοτέχνης. Αριστοκράτης κι αυτός, από διαφορετικό οικογενειακό κλάδο των τρανών Θεοτόκηδων, είχε συγκρουστεί όσο κανείς άλλος στο νησί με τον τέσσερις φορές ως τότε πρωθυπουργό Τζώρτζη ή Γεώργιο Θεοτόκη. Και τι δεν του είχε σούρει στο αθηναϊκό περιοδικό «Νουμάς». Ετούτος ο Θεοτόκης, βλέπετε, είχε γίνει σοσιαλιστής. Ξεπερνώντας τις ιδέες του Νίτσε, είχε ασπαστεί τη θεωρία του Καρλ Μαρξ.
Ήταν αρνητής της τάξης του. Εξελισσόταν στον πρωτοπόρο και επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Κωνσταντίνο Θεοτόκη, που τη μνήμη και το έργο του 100 χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του το 1923, έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του εμβληματικού έργου του «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» με τις παραπομπές στη Σοσιαλιστική Επανάσταση του ρωσικού λαού και στον αναπόφευκτο λυτρωμό των λαών από το κεφαλαιοκρατικό αστικό καθεστώς, θα τιμήσουμε εφέτος, είτε κηρυχθεί το 2023 επισήμως από το υπουργείο Πολιτισμού ως «Έτος Κωνσταντίνου Θεοτόκη» είτε όχι.
Το όνομα Ντίνος Θεοτόκης κέρδιζε, τότε, όλο και περισσότερο τις καρδιές και τον νου της κερκυραϊκής εργατικής τάξης, διέτρεχε το νησί που αποτελούσε θέρετρο βασιλιάδων, αυτοκρατόρων, Ελλήνων και ξένων βαρόνων του πλούτου. Τον θαύμαζαν.
«Ανέλαβα τον οργανισμό των εδώ εργατών», είχε γράψει σε φίλο του τον Ιούνη του 1911. Πρωτοπόροι εργάτες τον είχαν καλέσει στην πόλη για να βοηθήσει στην οργάνωσή τους και στον φωτισμό τους κι εκείνος το έκανε, εγκαταλείποντας τον οικογενειακό πύργο στο χωριό του Καρουσάδες και μένοντας πια στην πόλη του νησιού, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Από καιρό «μισούσε το αστικό καθεστώς», όπως έγραψαν συναγωνιστές του για τα συναισθήματά του απέναντι στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, μα ακόμα πιο πολύ μάλλον απεχθανόταν τη γερμανική εκδοχή του, τον πρωσικό ιμπεριαλισμό. Τον είχε γνωρίσει από κοντά, πηγαίνοντας για σπουδές και συναντήσεις στην Αυστρία και τη Γερμανία, σε συνέχεια των σπουδών που είχε κάνει στη Γαλλία, όπου και φαίνεται ότι εμπνεύστηκε από την εστιασμένη στην ανατομία της παρισινής κοινωνίας λογοτεχνική δημιουργία του Εμίλ Ζολά.
Σε αντίθεση ωστόσο με τον Ζολά, εκείνος είχε αποφασίσει να μην μείνει παράμερα από το νεαρό εργατικό κίνημα που έψαχνε βοήθειες και, ακόμη, καταλάβαινε ότι μόνο η βία του κεφαλαίου είναι καταδικαστέα, παρόλο που δεν ήταν αισιόδοξος για τη νικηφόρα πορεία του κινήματος σ’ εκείνη τη φάση και ούτε του πήγαινε ούτε ήθελε να γίνει ηγέτης, αλλά απλώς να βοηθήσει. Σε «μικρά καφενεδάκια της Κέρκυρας όπου σύχναζε, δίδασκε τους δουλευτάδες το δίκιο τους και πώς να το πάρουν», έγραψε μετά τον θάνατό του η – εικονιζόμενη δεξιά στην πιο πάνω φωτογραφία μαζί του και με την Έλλη Αλεξίου – αγωνίστρια λογοτέχνιδα και καλύτερη φίλη του στην Αθήνα Γαλάτεια Καζαντζάκη.
Σε καφενεδάκια, βέβαια, όταν δεν ήταν κιόλας ομιλητής και συνομιλητής σε εργατικές συγκεντρώσεις, καθώς «βάζοντας το αυτί του στο μεγάλο παλμό της ζωής του προλεταριάτου, έγινε κήρυκας και ερμηνευτής του πόνου της παθιασμένης ταύτης τάξεως και παρασκευαστής του αυριανού θριάμβου της» και με το λογοτεχνικό του έργο και με την πολυποίκιλη προσωπική αγωνιστική συνεισφορά του, για να το πούμε με λόγια του συναγωνιστή του, Αριστοτέλη Σίδερι.
Έχει διασώσει στοιχεία για την πρόσκληση εργατών της πόλης της Κέρκυρας στον Ντίνο Θεοτόκη και την ανταπόκρισή του και την απήχησή του ο επίσης φίλος του Νίκος Βαρότσης. Το 1918 ο Βαρότσης είχε πρωταγωνιστήσει στη Σοσιαλιστική Ομάδα Κέρκυρας για τη συμμετοχή της στο ιδρυτικό Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), κατοπινού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), ενώ το 1974 είχε πάρει μέρος σε συγκέντρωση εορτασμού της 56ης επετείου της ίδρυσης του ΚΚΕ στα γραφεία της κερκυραϊκής Οργάνωσής του. Ο Ντίνος Θεοτόκης είχε φέρει στην Κέρκυρα και σε τοπική εργατική συγκέντρωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1910, τον πρώτο Έλληνα μεταφραστή μέρους έστω του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», Κώστα Χατζόπουλο, με παρόντα και τον Κερκυραίο σοσιαλιστή λόγιο Γεράσιμο Σπαταλά. Την Ελλάδα κυβερνούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο τοπικός εκπρόσωπος του οποίου, Γιώργης Καίσαρης, προσπαθούσε να τραβήξει την εργατική τάξη του νησιού με το μέρος του βενιζελισμού. Διηγήθηκε ο Βαρότσης, για πρώτη φορά, το 1953, στον Γεράσιμο Χυτήρη, σχετικά με μια εργατική συγκέντρωση στην Κέρκυρα στις αρχές της δεκαετίας του 1910:
«Μια μέρα μ’ ευρήκε στο δρόμο ο δικηγόρος Γιώργης Καίσαρης (…) Με προσκάλεσε σε μια συγκέντρωση εργατών, που θα γινόταν σε λίγες μέρες, σε μια σάλα, όπου κατά προτίμηση, δίνονταν χοροί από την ισραηλιτική κοινότητα, στο καντούνι των Αγίων Πάντων. Πήγα και βρήκα τη σάλα γεμάτη. Ανέβηκε ο Καίσαρης στο πατάρι των μουσικών κι άρχισε να μιλεί. Τότες ήταν ο Βενιζέλος στα πράματα, ύστερα από το Γουδί. Υποστήριζε και συνιστούσε πως χρειάζεται η εργατική τάξη ν’ αποχτήσει συλλόγους (…), επιδίωκε να τραβήξει τους εργάτες με το μέρος του. Αυτή την πρόθεση προσπαθούσε να εξυπηρετήσει κι ο Καίσαρης. Οι εργάτες, όμως, που είχαν αποθαρρυνθεί από τα πολιτικά κόμματα της εποχής, διαμαρτυρήθηκαν για όσα υποστήριζε ο ομιλητής και τον εξανάγκασαν να διακόψει το λόγο του (…) Συνέστησα στον Γεράσιμο Σπαταλά, τον ποιητή, που καθόταν δίπλα μου, να μιλήσει αυτός (…) Κατέληξα στη διαπίστωση πως χρειαζόταν ένας αρχηγός για την κίνηση αυτή και πρότεινα τον λόγιο Ντίνο Θεοτόκη (…) Συμφωνήσανε και υπογράψαμε όλοι μια πρόσκληση του Ντίνου, με 300 περίπου υπογραφές. Ο Θεοτόκης δέχτηκε και σε μια συνέλευση – δεν θυμάμαι αν ήταν η πρώτη – έφερε μαζί του και τον Κ. Χατζόπουλο, τον ποιητή και πεζογράφο (…) Γίνηκε πολύ γρήγορα μια σημαντική κίνηση, με οργάνωση πολλών εργατών, τόσο που ν’ ανησυχήσει τον Τζώρτζη Θεοτόκη».
Όχι απλώς δεν υπήρξε ή δεν είναι γνωστή περίπτωση άλλου μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη, σαν εκείνον, που να προσέφερε τις δυνάμεις του για την άνδρωση του εργατικού κινήματος στα πρώτα του βήματα. Δεν υπήρξε, επίσης, άλλος ομότεχνός του που αποδεδειγμένα, για τη στάση του αυτή και τον φωτισμό του, να αγαπήθηκε τόσο από τον εργατόκοσμο στον γενέθλιο τόπο του.
Πόσο εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε το μαρτυρεί φύλλο της τοπικής εφημερίδας «Εργάτης» με ημερομηνία 6 Μάη 1912. Τίμια εφημερίδα με αρκετές ουτοπικές χριστιανοσοσιαλιστικές αντιλήψεις, όργανο ενός προγενέστερου του τοπικού Σοσιαλιστικού Ομίλου τοπικού Σοσιαλιστικού Κέντρου, που είχε μάλλον κι αυτό πρωτουργό τον Κ. Θ. κι εστίαζε κι αυτή στη συνδικαλιστική οργάνωση των βιομηχανικών εργατών του νησιού, ο «Εργάτης», πριν πάψει να κυκλοφορεί, χαιρέτισε την έκδοση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» και τη διάδοση των «επιστημονικών», όπως έγραψε, ιδεών του Μαρξ για τον σοσιαλισμό, που έφεραν ο νέος Όμιλος, η νέα εφημερίδα και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Ήταν τη χρονιά που ο Κ. Θ. εμπνεύστηκε και ξεκίνησε να γράφει τους «Σκλάβους στα δεσμά τους».
Αφιερωμένο στον Κ. Θ., το δημοσίευμα εκείνου του φύλλου του «Εργάτη» ήταν το βασικό πρωτοσέλιδο θέμα του. Έφερε τον τίτλο «Ένας χαρακτήρας» κι εστίαζε, εισφέροντας μιαν εκδοχή που απουσιάζει εξ όσων γνωρίζουμε τελείως από τη σχετική σύγχρονη ιστοριογραφία, στη γνωστή άρνηση του Κ. Θ. να παραχωρήσει στον Κάιζερ της Γερμανίας – που είχε αγοράσει βίλα και συχνά έκανε διακοπές στο νησί – το δικαίωμα χρήσης διηγημάτων του και του ανεβάσματός τους σε θέατρο στη Γερμανία, όποιο αντάλλαγμα και αν του προσφερόταν, ενώ η οικονομική του κατάσταση ήδη ήταν άσχημη, μετά και από διάφορες αγαθοεργίες. Σύμφωνα με τον «Εργάτη», που αναφέρει ως πηγή του δημοσιεύματος τον ίδιο τον Κ. Θ., εξηγώντας μάλιστα ότι ο ίδιος του είχε ζητήσει να παραθέσει «ξερά» το γεγονός, προφανώς χωρίς εγκώμια ή παρόμοια σχόλια, η απάντηση του Θεοτόκη στον Κάιζερ δόθηκε με επιστολή που υπέγραφε η αυστριακής καταγωγής σύζυγός του Ερνεστίνα Θεοτόκη. Η επιστολή απευθυνόταν στην εγκατεστημένη στο νησί Πολύμνια Σκαραμαγκά, της γνωστής πάμπλουτης χιώτικης επιχειρηματικής και πολιτικής οικογένειας Ράλλη, ως εκπρόσωπο του Αυτοκρατορικού Θεάτρου του Βερολίνου που την είχε εξουσιοδοτήσει να διαπραγματευτεί το θέμα, για λογαριασμό του Κάιζερ. Καταχωρήθηκε στην εφημερίδα στη γαλλική γλώσσα, στην οποία ήταν γραμμένη. Αποδόθηκε μεταφρασμένη από την εφημερίδα ως εξής:
Κυρία,
Ο άνδρας μου σας ευχαριστεί διά το φιλόφρον ενδιαφέρον που λαμβάνετε προς χάριν του. Εν τούτοις φρονεί ότι του επιβάλλεται να δηλώση ότι, πιστός στις αρχές του, δεν είναι διατεθειμένος να θέση την τέχνη του εις την υπηρεσία του αυτοκράτορος της Γερμανίας, ούτε καμιανής άλλης εστεμμένης κεφαλής. Ερνεστίνα Θεοτόκη
Ο ίδιος εξάλλου ο Κ. Θ., όπως εξηγεί ο «Εργάτης», την επομένη δημοσιεύματος της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» στο φύλλο της 26ης Απρίλη 1912, σύμφωνα με το οποίο «διαταγή του Κάιζερ ελήφθησαν τα έργα του κ. Θεοτόκη», είχε στείλει το ακόλουθο τηλεγράφημα στην αθηναϊκή εφημερίδα:
Εφημερίδα «Εμπρός»
Αθήνας
Διαψεύσατε είδησιν φύλλου σας 26 Απριλίου αφορώσαν διήγημά μου. Τουναντίον πιστός εις τας αρχάς μου ηρνήθην κατηγορηματικώς παραδώσω εις αυλικούς του Κάιζερ ζητηθέντα έργα μου.
Κ. Θεοτόκης
Του είχαν ζητηθεί, σύμφωνα με τον «Εργάτη», τα γνωστά πια με τους τίτλους «Το βιο της κυράς Κερκύρας» και «Η ζωή του χωριού» έργα του, που είχαν δημοσιευθεί στα αθηναϊκά περιοδικά «Τέχνη» και «Νουμάς» και το πρώτο από αυτά εκδόθηκε πολύ αργότερα, περιλαμβάνοντας και εννιά φτιαγμένες ειδικά γι’ αυτό εικονογραφίες, χαραγμένες από τον επίσης σημαντικό Κερκυραίο επαναστάτη σοσιαλιστή και πρωτοπόρο Ελληνα χαράκτη Μάρκο Ζαβιτσιάνο, που πέθανε κι εκείνος το 1923 και η μνήμη του οποίου επίσης θα τιμηθεί εκ νέου εφέτος ιδίως στην Κέρκυρα.
Η αθηναϊκή εφημερίδα είχε δημοσιεύσει την άρνηση του Κ. Θ. στο φύλλο της 29ης Απρίλη 1912, υποστηρίζοντας μέσω του ανταποκριτή της ότι «ελήφθησαν τα έργα (…) παρά την θέλησιν του συγγραφέως, όστις λόγω των σοσιαλιστικών του αρχών απεποιήθη να τα δώση», καθώς και ότι κατά τη γερμανική πλευρά αυτό μπορούσε να γίνει ανεξάρτητα από τη θέληση του δημιουργού τους, υποτίθεται επειδή δεν υπήρχε καμία σαφής νομοθετική πρόβλεψη για την εγχώρια πνευματική ιδιοκτησία.
Σύμφωνα με τον «Εργάτη», ο Κάιζερ ήθελε τα έργα του Κ. Θ., προκειμένου τον Γενάρη του 1913 να συνδύαζε εορτές στο Βερολίνο για Ιωβηλαίο του με θεατρικό αφιέρωμα στην ιστορία της Κέρκυρας, σε συνδυασμό με την ομηρική «Οδύσσεια».
Το όλο κείμενο δεν αφήνει αμφιβολίες για τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πληροφοριών του, αναφέροντας εισαγωγικά τα ακόλουθα:
Εξωδίκως είχαμε μάθη τα όσα παρακάτω θα διηγηθούμε. Επειδή όμως ενομίσαμε ότι καλόν θα ήτο να εξακριβώσωμε την αλήθεια, απετάθημεν στον κ. Ντίνο Θεοτόκη, από τον οποίο όχι μόνον ακούσαμε επικυρούμενα τα διαδιδόμενα, αλλά και με όλη την ευγένεια η οποία τον διακρίνει εδέχθηκε να μας παραδώση προς δημοσίευσι και τα ακόλουθα πιστοποιητικά της αληθείας.
Ενομίσαμε καθήκο μας να προβώμεν εις την δημοσίευσι των συμβάντων που θα διηγηθούμε, αν και ο αξιότιμος κ. Θεοτόκης κατ’ αρχήν αρνήθηκε στην πρόθεσί μας αυτή, φρονών ότι πρέπει να αποφεύγη τις ρεκλάμες, για να τονίσωμε ιδιαιτέρως μία γενναία πράξι, η οποία στη στείρα από χαρακτήρας και πρόστυχη εποχή που ζούμε, θεωρείται και πρέπει να θεωρήται εξαιρετική, και αξία μιμήσεως, ιδίως δε από τους Σοσιαλιστάς, γιατί τότε και μόνον το σοσιαλιστικό ιδεώδες θα ριζοβολήση, όταν όλοι μας μιμηθούμε τον κ. Θεοτόκη.
«Αν και γνωρίζωμε ότι θέλομεν προσκρούσει στην εγνωσμένη μετριοφροσύνη του και στη ρητή του απαγόρευσι, όπως μη γράψωμε ούτε μιά λέξη παραπάνω από την ξηρά αφήγησι των γεγονότων», όπως σημείωνε, η εφημερίδα συνέχιζε τις αναφορές της στο ίδιο θέμα στη δεύτερη σελίδα της, εκφράζοντας τον θαυμασμό της και θέτοντας το θέμα αν υπήρχαν άραγε, εκείνη την περίοδο, άλλοι πνευματικοί άνθρωποι ή σοσιαλιστές που θα έπρατταν στη θέση του κάτι ανάλογο. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Κανένας στη θέσι του βρισκόμενος δεν ήθελε περιφρονήση μιά τέτοια δόξα, μιά τέτοια υπέρλαμπρη τιμή. Θα το σκεφτόντανε κανένας, αν έπρεπε να αποκρούση μία Καϊζερική εύνοια (…), ενός κραταιότατου μονάρχου (…) Επροτίμησε να χάση τιμές και δόξες και παράσημα (…) Πόσοι δεν θα ετσάκιζον την σπονδυλικήν των στήλην (…) προ των εστεμμένων κεφαλών! (…) Πόσοι σήμερα λεγόμενοι φιλελεύθεροι είναι δουλικώτεροι και αυτού των προστυχώτερων των ανθρώπων (…) Μονάχα ο αληθινός σοσιαλιστής είναι άνθρωπος καθ’ όλα».
Για να τονίσει στη συνέχεια, ολοκληρώνοντας το σχετικό δημοσίευμά της: «Ελπίζομεν δε ότι όλοι οι εργάται της Κερκύρας, θα νοιώσουν βαθειά τον Θεοτόκη, θα καταλάβουν τι μέγας θησαυρός ευρίσκεται κρυμμένος, τον οποίον με πάσα θυσία υποχρεούνται να τον ανεύρουν, να τον καταχτήσουν, να τον οικειοποιηθούν. Τρέμε αχρεία και διεφθαρμένη πλουτοκρατία απέναντι τοιούτου σπανιωτάτου αδάμαντος, αρκεί μονάχα οι εργάτες να τον αρπάξουνε, γιατί θα τους φωτίση, θα τους διαλύση τα σκότη εις τα οποία αιώνια πλανώνται, θα τους οδηγήση τέλος στον αληθινό δρόμο, τον φέροντα στην απόκτησι του επίγειου παραδείσου. Γεια σου Κέρκυρα που γέννησες τέτοιο διαμάντι».
Ακολουθούσε, κάτω από αυτό το δημοσίευμα, άλλο με τίτλο «Ποια είναι τα αίτια της δυστυχίας του εργάτη», στο οποίο αναφερόταν ότι η βασική αιτία των δεινών του «είναι η πλουτοκρατία, η συγκεντρώσασα στα χέργια της όλον σχεδόν τον πλούτον, αφήσασα δε στον παραγωγό του, τον εργάτη, ένα ελάχιστο μέρος, απλώς και μόνον για να μη πεθάνη, και στερηθή συνεπώς η πλουτοκρατία του μόνου μέσου της ευτυχίας της».
Δύο χρόνια μετά, το 1914, ο Κ. Θ. κυκλοφόρησε το σαν τους «Σκλάβους» του επίσης αθάνατο έργο του «Η τιμή και το χρήμα». Ήταν καρπός της σύζευξής του με το εργατικό κίνημα του νησιού – εικονίζεται πάνω η πρώτη σελίδα φύλλου της υποστηριζόμενης πολλαπλώς από τον ίδιο «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» που σώζεται στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας – και της δικής του αδιαμφισβήτητης λογοτεχνικής ιδιοφυίας.
Όπως ο μεγάλος ποιητής – λογοτεχνικό πρότυπο του Κ. Θεοτόκη Διονύσιος Σολωμός σε κερκυραϊκά καφενεία αντλούσε λαϊκές λέξεις και λαϊκά νοήματα για το δικό του έργο μισόν αιώνα περίπου νωρίτερα, έτσι και ο Ντίνος Θεοτόκης άντλησε από τον λαό τη σοφία του και ένιωσε βαθιά την αληθινή ζωή του για να υψώσει την Τέχνη του. Στο λαϊκό, λιμενικό και πιο βιομηχανικό προάστιο της πόλης του νησιού, το Μαντούκι, αλλά και στην ανάδυση της εργατικής τάξης, με τις νέες ανάγκες και τις νέες αξίες, εστίασε την «Τιμή και το χρήμα» του, του οποίου δυσεύρετο αντίτυπο της πρώτης και ιστορικής εκείνης έκδοσης σε 510 αριθμημένα αντίτυπα με έξι εικονογραφίες του Μάρκου Ζαβιτσιάνου, με αριθμό 421 το συγκεκριμένο, προσφέρθηκε προ ημερών από Κερκυραίο φίλο του ΚΚΕ στο Ιστορικό Αρχείο του, ενόψει αφιερωμάτων στον Θεοτόκη.
Τόνιζε ο Κ. Θ. για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον πρόλογο του βιβλίου με το «ασήμαντο», όπως με τη γνωστή του ταπεινότητα το χαρακτήριζε, διήγημά του, αφιερώνοντάς τον στη φίλη του σπουδαία Κερκυραία λογία και κατοπινή αγωνίστρια του ΕΑΜ στο νησί Ειρήνη Δενδρινού: «Ήταν η τύχη του, φαίνεται, να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματα βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ’ ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων». Εξηγούσε, επίσης, ότι το είχε γράψει την περίοδο που εγκαταστάθηκε στην πόλη του νησιού μετά από πρόσκληση εργατών της, πριν αρχίσουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
Ανεξίτηλα χαραγμένη στο είναι του έμεινε εκείνη η σχέση του με το εργατικό – σοσιαλιστικό κίνημα, όσο και αν στη διάρκεια του Πολέμου, παρακινημένος ίσως πολύ και από την αντίθεσή του προπάντων στον γερμανικό ιμπεριαλισμό, συντάχθηκε με επαμφοτερίζουσες θέσεις των δύο τότε βουλευτών του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού χώρου Σίδερι και Κουριέλ και κυρίως με εκείνες των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Αθήνας και του Πειραιά που έτειναν υπέρ του στρατοπέδου της Αντάντ. Με πνεύμα προσφοράς υποστήριξε τη νίκη της Αντάντ συντασσόμενος με το βενιζελικό στρατόπεδο, το οποίο με πανθομολογούμενη ανιδιοτέλεια και εξυπηρέτησε για κάποιο χρονικό διάστημα, αντί να στραφεί εναντίον και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, όπως έκαναν οι πιο πρωτοπόροι εργάτες και σοσιαλιστές της εποχής.
Αρνήθηκε να δεχθεί κρατικά παράσημα που του πρόσφεραν για τις υπηρεσίες του. Ενώ πια η φτώχεια τον εξουθένωνε, αρνήθηκε να αποδεχθεί και διορισμό του στην Αθήνα σε κρατική Διεύθυνση Λογοκρισίας. Παρόλο που επί μακρόν τον κατηγορούσαν ασεβώς πως δήθεν το είχε πράξει και είχε απαρνηθεί το εργατικό κίνημα και το σοσιαλιστικό του πιστεύω, ενώ εκείνος τη δεύτερη μέρα της υποτιθέμενης αυτής μισθοδοτούμενης εργασίας του, όταν πληροφορήθηκε τι του ζητούσαν, είχε κιόλας παραιτηθεί, σιωπούσε και για τις ανυπόστατες κατηγορίες πως δήθεν είχε ταχθεί εναντίον της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του ρωσικού λαού. Ούτε επιβεβαίωνε ούτε διέψευδε τίποτα με δηλώσεις του, σαν να ήθελε να αφήσει τον καθένα να υποθέτει ό,τι θέλει, ενώ βέβαια συνέχιζε το πλούσιο συγγραφικό έργο του, τις μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών και ξένων λογοτεχνικών αριστουργημάτων κυρίως για τους εκδοτικούς οίκους «Βασιλείου» και «Ελευθερουδάκη», τη συνεργασία του με το περιοδικό – λογοτεχνική προέκταση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας «Κερκυραϊκή Ανθολογία», εργαζόμενος για ένα διάστημα και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και τις μελέτες του, κορυφαία των οποίων θεωρείται η περίφημη «Ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας» που έγραψε, με οικουμενική, θα έλεγε κανείς, συνείδηση του ρόλου του.
Αν και συντετριμμένος από ετών και για πάντα λόγω του θανάτου της μονάκριβης κόρης του σε παιδική ηλικία, αλλά και ψυχικά απομακρυσμένος από τη σύζυγό του, το 1915, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, φαίνεται να είχε πάρει μέρος σε άτυπη πανελλαδική σύσκεψη για τη συγκρότηση εργατικού – σοσιαλιστικού κόμματος, ενώ το 1917 είχε γράψει ένα ελάχιστα διαδεδομένο τότε εμβληματικό σονέτο – ύμνο στους αγώνες και τη νικηφόρα πορεία του κινήματος ακριβώς της ελληνικής και παγκόσμιας εργατικής τάξης, ενδεικτικό της ακλόνητης σοσιαλιστικής του πεποίθησης, των συναισθημάτων του και του ταξικού κριτηρίου του, το οποίο άρχιζε με τους εξής στίχους:
Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει
Όλη η αργατιά με φρόνημα γενναίο
Ισονομίας κηρύχνει νόμο νέο
Και τα δεσμά του πλούτου η ορμή της θραύει
Η σκληρή φτώχεια, η γύμνια, η πείνα παύει
Και με καλούν μύριες φωνές να λέω
Θούριο τραγούδι: σ’ ένα πέλαο πλέω
Χαράς λεύτεροι ανθρώποι είναι όλοι οι σκλάβοι.
Το άτιτλο αυτό σονέτο έχει ατύπως τιτλοφορηθεί στα Επτάνησα και σε σχετική έκδοση ως «Οι προλετάριοι».
Δεν τον κλόνισε η ιδεολογική περιδίνηση άλλων σοσιαλιστών της εποχής σχετικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, αλλά, αντιθέτως, σώνοντας το 1922 τους «Σκλάβους» του συμπεριέλαβε σ’ αυτό το στερνό του έργο, παρά τον κάποιο πεσιμισμό του καθώς έβλεπε ν’ αργεί η νίκη στην Ελλάδα, όχι μόνο τον Καρλ Μαρξ μα κι εκείνην ξεκάθαρα, αν και όχι ονομαστικά, διαμηνύοντας ότι «αλλού, μια νέα πίστη οδηγούσε σήμερα το ανθρώπινο γένος μέσα από αγώνες βαριούς και δύσκολους», ότι «σε κάποια μέρη κιόλας εκορυφωνόταν εκείνος ο αγώνας», ότι «φωτεινές ψυχές είχαν ιδεί δυνατή τη λύτρωση» και «σε λίγο θ’ αντηχούσε πρωτάκουστη μια κραυγή χαράς κι ελευθερίας» ολούθε.
Μολονότι μήνες ολόκληρους μετά την κυκλοφορία των «Σκλάβων» συνεχιζόταν μια αβάσιμη κριτική εις βάρος του για το θέμα αυτό, θαρρείς και το έργο δεν είχε γίνει γνωστό, εκεί ο Κ. Θ., μέσω του σοσιαλιστή ήρωα του έργου, εκθείαζε τη «νέα πίστη» και την «ανώτερη ανθρωπότητα» που αυτή αντιπροσώπευε, τασσόταν με «το σηκωμό και την επανάσταση» που «θα καταδικάσει τον παλιό κόσμο» και που με «εξαίσια βία» και «σωτήριο φοβέρισμα» θα «κατασιγάσει κάθε αντίδραση», σάλπιζε «νικητήριο λευτεριάς», ξεκαθάριζε ότι θα ‘ρθει η ώρα κι εδώ «να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του», ότι «δεν υπάρχει δρόμος άλλος» από την Επανάσταση. «Αφού ο Μαρξ τα είχε πει αυτά, ποια η ανάγκη να τα ξαναπεί ο Θεοτόκης;», είχε γράψει ο ομότεχνός του Σπύρος Μελάς που παρίστανε τότε τον σοσιαλιστή λογοτέχνη κι επιδίωκε μαζί με άλλους και πρωτοκαθεδρίες. Ο Γιάνης Κορδάτος, υπεύθυνος μάλλον για ένα πικρό κι αστήρικτο σχόλιο για τον Θεοτόκη στον «Ριζοσπάστη» την επομένη του θανάτου του, έδωσε στον Κερκυραίο λογοτέχνη τη θέση που του άρμοζε, μεταξύ των πλέον πρωτοπόρων, στα βιβλία του για την Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος και της προοδευτικής ελληνικής λογοτεχνίας. Ο επαναστάτης λογοτέχνης, αν και εθελοντής πολεμιστής στην Κρήτη και τη Θεσσαλία στα νιάτα του, για την απελευθέρωση ελληνικών εδαφών, το 1922 στους «Σκλάβους» του, ενώ μαινόταν στη χώρα η αστική προπαγάνδα για τη «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους» θαρρετά είχε στιγματίσει τον ταξικό χαρακτήρα της, με ήρωά τους να λέει: «Με αυτά δεν ξεγελιέται πλια ο λαός, τα εθνικά όνειρα είναι απάτη, γιατί αλλού είναι η αλήθεια! Εκεί που την είδε ο Καρλ Μαρξ από την εξορία του».
Το εμβληματικό αυτό έργο «από ιδεολογικής απόψεως», έγραψε ο Σπαταλάς, «είναι σαν μια ισχυρή απάντηση του Κων. Θεοτόκη, του οπαδού του ιστορικού υλισμού, προς τον άκρως ιδεαλιστή Διονύσιο Σολωμό», μια συνέχεια του μεγαλειώδους σολωμικού έργου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» στη νέα κοινωνική εποχή της «ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας και της βιομηχανίας».
Ο φίλος του Κ. Θ. Αριστοτέλης Σίδερις, αν και υποστήριζε μια πολιτική με προτεραιότητα τη «βελτίωση» της αστικής δημοκρατίας και τη σταδιακή διεκδίκηση της νέας κοινωνίας και είχε αποχωρήσει από το ΣΕΚΕ, δεν αλλοίωσε την πίστη του Κ. Θ., νεκρολογώντας τον, αλλά εξήγησε πως για τον Θεοτόκη «η ηθικότης είναι αδύνατο πράγμα στην αστική πολιτική». Το 1946 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, σε ένα ιστορικό βιβλίο του για εκείνον, με ποικίλες ιδεολογικές εκδοχές για το έργο του και τη ζωή του, κατέληγε στο συμπέρασμα πως εκείνου το έργο «σημαδεύει την αποφασιστικότερη καμπή στο νεοελληνικό μυθιστόρημα», καθώς ήταν κινημένο «από την εναγώνια διεκδίκηση του ιδανικού της κοινωνικής αλλαγής». Σημείωσε: «Από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη αρχίζει – και με πόσην ένταση και με πόσο πάθος ψυχής! – το κοινωνιστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα (…) Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ψυχικά, ιδεολογικά, ανήκει στο λαό και στους αγώνες του λαού για την κοινωνική και την πνευματική του άνοδο».
Είχε, προσέθεσε, «βαθιά ριζωμένη πεποίθηση» τη θέση ότι «η πραγμάτωση κράτους ελευθερίας, δικαίου και κοινωνικής συνεργασίας δεν ήταν δυνατή μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος», γι’ αυτό και «κήρυξε με θάρρος την Επανάσταση».
Σύμφωνα με τον Κερκυραίο φιλόλογο αγωνιστή και συγγραφέα Περικλή Καλοδίκη, αδελφό του ήρωα του λαού και του ΚΚΕ Σπύρου Καλοδίκη, ο Θεοτόκης εσήμανε πρώτος στην ελληνική πεζογραφία «τον αναπόφευκτο χαμό» του αστικού κοινωνικού καθεστώτος, προχωρώντας στην «καταδίκη του συστήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας».
Οι «Σκλάβοι» αποτέλεσαν, σύμφωνα με τον Τάκη Αδάμο, «ορόσημο και αφετηρία για το ρεαλιστικό σοσιαλιστικό μυθιστόρημα στη χώρα μας». Το έργο του Κ. Θ. τον κατέστησε στον ελληνικό χώρο, κατά τον Αδάμο, «γενάρχη της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας».
Αλλά ο Ντίνος Θεοτόκης δεν ήταν ούτε από τους ανθρώπους που αναζητούσαν δάφνες για τις όποιες δυνάμεις ή και το χρήμα που εισέφεραν τασσόμενοι στις πρώτες γραμμές του εργατικού – λαϊκού κινήματος ενώ μπορούσαν να κάνουν περισσότερα, ούτε σαν άλλους που είχαν ματαιοδοξία είτε έψαχναν υπαρκτές έστω δικαιολογίες και άλλοθι για τα λάθη τους και δεν τα καταδίκαζαν με χαρακτηρισμούς αυστηρότερους κιόλας και από κάθε αναμενόμενον. Ήταν, παρά τις αντιφάσεις του, επαναστάτης σοσιαλιστής. Πόσο; Συγκλονίζει η μαρτυρία που άφησε η Γαλάτεια Καζαντζάκη: «Καμιά του πράξη δεν ξέφευγε την καταδίκη της συνείδησής του, αν του φαινόταν ανάξια. Και θεωρούσε άθλιο τον εαυτό του γιατί ενώ το δικό του χρέος βρισκόταν πλάι σε εκείνους που δούλευαν να καταλύσουν το άνομο καθεστώς της εκμετάλλευσης και της ατομικής ευδαιμονίας, δεν αγωνίστηκε σοβαρά γι’ αυτό (…) Και με πόση σκληρότητα καταδίκαζε τη λιποταξία του (…) Δεν γνώρισα άλλον να συγκινείται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γενναία εκδήλωση, στο κάθε ηθικό μεγαλείο, μπρος στην κάθε αρετή, στον κάθε ηρωισμό (…) Μόνο το λαό θεωρούσε αγνό. Μόνο στο λαό βρίσκονταν τα ηθικά κεφάλαια τα χρειαζούμενα για την ανοικοδόμηση της ζωής (…) Πίστευε απόλυτα πως για να φτιαχτεί ένας νέος ηθικός κόσμος, απαλλαγμένος ολότελα από τις αμαρτίες του παλιού, χρειαζόταν ν’ αλλάξει από τα θεμέλια το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς (…) Όσο κανένας άλλος ήξερε ποιο είναι το χρέος μπρος στη ζωή και πόσο άθλιοι είμαστε όταν δεν το εχτελούμε».
Οι συνθήκες της βαριάς και παρατεταμένης παρανομίας και τα φτωχά μέσα δεν εμπόδισαν το ΚΚΕ να σημάνει πριν από 55 περίπου χρόνια την έναρξη μιας πορείας που έβαλε τέλος σε μια εκδοτική λήθη δεκαετιών και οδήγησε ίσαμε σήμερα σε δεκάδες εκδόσεις και επανεκδόσεις των έργων του Ντίνου Θεοτόκη. Τότε, το 1967, με το λογότυπο του εκτός νόμου εκδοτικού μηχανισμού «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» κυκλοφόρησε τη μελέτη «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Πεζά Έργα – Επιλογή», εκθειάζοντας και αναλύοντας εκ νέου το πολύτιμο έργο του.
Πήρε άξια τη σκυτάλη, μέσα στη χούντα, ο Κερκυραίος αγωνιστής, υποστηρικτής της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας εκδότης Φίλιππος Βλάχος, σπουδαιότερος σύγχρονος ερευνητής της θεοτοκικής πνευματικής κληρονομιάς. Εντοπίστηκαν έτσι και ξεχασμένα έργα του και άγνωστα χειρόγραφά του, χάρη στα οποία ο Κ. Θ. άρχισε να ζωντανεύει εκδοτικά – και στην πορεία και οπτικοακουστικά με κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές – σε όλο του το μεγαλείο.
Πέντε περίπου δεκαετίες νωρίτερα, την 1η Ιούλη 1923, στην Κέρκυρα ο – εικονιζόμενος πάνω – Ντίνος Θεοτόκης «έφευγε» από τη ζωή, σε ηλικία 51 ετών. Άφηνε πίσω του ένα σπουδαίο έργο, που το ‘γραψε, όπως είχε σημειώσει το «902.gr» το 2019 παρουσιάζοντας σχετικό αφιέρωμα, με σκοπό «να απελευθερώσει τους σκλάβους από τα δεσμά τους».
Ήταν κοντά του στη στερνή κι επίπονη περίοδό του, μαζί με οικείους του, ο συμπατριώτης και συναγωνιστής του επαναστάτης ποιητής Νίκος Λευτεριώτης. «Οι εργάτες και οι διάφοροι διανοούμενοι νέοι, που επρωτοστατούσαν στην όμορφη εκείνη δράση, τον ελάτρευαν κυριολεκτικώς», έγραψε ο Λευτεριώτης για τον ρόλο του Θεοτόκη στην Κέρκυρα μια δεκαετία περίπου νωρίτερα. Πάσχιζε ο Ντίνος Θεοτόκης στο κρεβάτι του, αγωνιστής ως το τέλος, να τελειώσει ένα νέο διήγημα. Δεν πρόλαβε. Είχε εξομολογηθεί στον Λευτεριώτη: «Οι σοσιαλιστικές ιδέες μού ξεσκέπασαν έναν καινούριο κόσμο, απέραντο, που δεν τον εφανταζόμουν».
* Κείμενο δημοσιευμένο στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου», σε δύο μέρη, σε τέσσερις σελίδες στα φύλλα της Πρωτοχρονιάς του 2023 και των ημερών 7-8 Γενάρη 2023, όπου και δημοσιεύτηκε εκ νέου Αναφορά βουλευτών του ΚΚΕ στη Βουλή, με την οποία υποστηρίζεται το αίτημα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών – Μουσείου Σολωμού για την κήρυξη του 2023, από τα υπουργεία Πολιτισμού και Εσωτερικών, ως Έτους Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ