Δύσκολα θα μπορούσε το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας να βάλει καλύτερα και τη δική του σφραγίδα στο «Έτος Κωνσταντίνου Θεοτόκη». Διότι ούτε η φερόμενη ως ανεκπλήρωτος έρωτας του Θεοτόκη στενή συνεργάτιδά του μεγάλη κυρία των κερκυραϊκών γραμμάτων Ειρήνη Δεντρινού, ούτε ο συναγωνιστής του στα κοινωνικά δρώμενα του νησιού και καλός του φίλος ποιητής Νίκος Λευτεριώτης, ούτε και ο επίσης στενός του φίλος νομικός – βουλευτής και μετέπειτα πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου της πρωτεύουσας Αριστοτέλης Σίδερις μπόρεσαν, με τα οπωσδήποτε σπουδαία κείμενά τους για εκείνον, να «βγάλουν στην επιφάνεια» με τόση ενάργεια και ουσία, όπως έπραξε η Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον αληθινό Κωνσταντίνο Θεοτόκη.
Η επιλογή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κέρκυρας να παρουσιάσει λοιπόν απόψε τη θεατρική παράσταση «Γαλάτεια Καζαντζάκη, απ’ τη γνωριμία μου με τον άνθρωπο», με τη μορφή θεάτρου αναλογίου, στο πλαίσιο του διεξαγόμενου από την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών (ΕΚΣ) – Μουσείο Σολωμού Κέρκυρας τριήμερου επιστημονικού συνεδρίου για τον μεγάλο Κερκυραίο λογοτέχνη (1872-1923), έρχεται να φωτίσει καταλυτικά την προσωπικότητά του. Για λόγους που έχουν να κάνουν με επιθυμίες διαφόρων κυρίαρχων κύκλων να αποδομήσουν τον αληθινό Θεοτόκη, αυτό συμβαίνει μάλιστα εφέτος για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα στην ίδια τη γενέτειρά του, αν δεν κάνουμε λάθος, στον ένα αιώνα μετά τη θανή του. Η συγκλονιστική μαρτυρία της επαναστάτριας λογοτέχνιδας και συζύγου του περισσότερο μεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, Γαλάτειας Καζαντζάκη, αντίκειται, είναι αλήθεια, σε ποικίλους κύκλους που θέλουν να παρουσιάζουν έναν Κωνσταντίνο Θεοτόκη διαφορετικό από εκείνον που ήταν, καθώς δεν «κολλάει» σε δικά τους λογοτεχνικά και κοινωνικά αφηγήματα.
Είτε ισχύει η υπόθεση ορισμένων μελετητών ότι ανάμεσα στον Κ. Θ. και τη σύζυγο του περισσότερο μεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη επαναστάτρια λογοτέχνιδα Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1963) υπήρξε για λίγο και κάτι περισσότερο από στενή φιλία, είτε όχι, γεγονός είναι ότι εκείνη ήταν που έφερε στο φως, δύο δεκαετίες περίπου μετά τον θάνατό του, πολύ σημαντικά στοιχεία της φυσιογνωμίας του και της αληθινής ταυτότητάς του, κονιορτοποιώντας παραπλανητικές και συμφεροντολογικές άοσμες, άχρωμες και άγευστες, θα μπορούσε να πει κανείς, εκδοχές άλλων για την προσωπικότητά του και τα «πιστεύω» του. Η μαρτυρία που κατέθεσε το 1945, δημοσιεύοντας στο αθηναϊκό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (16 Ιουνίου 1945) κείμενο για τον Κ. Θ. με τον τίτλο «Απ’ τη γνωριμία μου με τον άνθρωπο», δεν αποκαλύπτει απλώς πόσο βαθειά ήταν η όχι μακρά κατά τα άλλα γνωριμία τους και πόσο αμοιβαία εκτίμηση τουλάχιστον τους συνέδεε, αλλά στέκει έως σήμερα μοναδικό στην πληρότητά του και κορυφαίο ντοκουμέντο για τον αληθινό Θεοτόκη, με τα συν και τα πλην του, χωρίς εξιδανικεύσεις αλλά και χωρίς διαστρεβλώσεις.
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη – Αλεξίου τεκμηρίωσε με τη σπουδαία πένα της, με ενάργεια, θα μπορούσε να πει κανείς, στοιχεία στα οποία ο κορυφαίος Κερκυραίος μεταπολεμικός συγγραφέας Σπύρος Πλασκοβίτης επέμεινε σε ομιλία του για τον Κ. Θ. στην Κέρκυρα, πριν από τριάντα χρόνια, τονίζοντας το «αγωνιστικό πνεύμα της πρωτοπόρας λογοτεχνίας του και αναδεικνύοντας την «τίμια και πονεμένη ψυχή» του, καθώς και τον αγώνα του να υπερβεί τον εαυτό του και ταλαντεύσεις του, παραμένοντας στο πλευρό, όπως ο ίδιος είχε πει, του «μικρού λαού», κόντρα στο κατεστημένο.
Δεν παρέλειψε η Καζαντζάκη να κάνει λόγο ακόμη και για περίοδο «λιποταξίας» του Κ. Θ., με τρόπο που υπονοεί ότι και ο ίδιος ίσως ενστερνιζόταν έναν τέτοιον όρο, εννοώντας βέβαια μόνο τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που εκείνος, καθώς πίστευε ότι προείχε η ήττα του γερμανικού μιλιταρισμού, τάχθηκε όπως και κάποιοι άλλοι σοσιαλιστές κυρίως της Αθήνας με το αντίθετο επίσης ιμπεριαλιστικό όμως στρατόπεδο και για να συμβάλει και αυτός στη νίκη της Αντάντ στοιχήθηκε με τη βενιζελική παράταξη, από την οποία μετά αποχώρησε, αρνούμενος ακόμη και παράσημα.
Έφερε στην επιφάνεια την ψυχή του Θεοτόκη η Καζαντζάκη. Όλη την πίστη του. Τη σοσιαλιστική επαναστατικότητά του, που ήταν τόσο γνήσια ώστε να μέμφεται βαριά και τον ίδιο του τον εαυτό, για το ότι δεν μπόρεσε να αφιερωθεί σε όλη του τη ζωή και με όλους τους δυνατούς τρόπους σε αυτή την υπόθεση που πίστευε μέχρι τέλους, ενώ είχε πρωτοστατήσει στην άνδρωση του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος και του σοσιαλιστικού κινήματος στον γενέθλιο τόπο του, αρνούμενος την τάξη του. Τεκμηρίωσε ότι ο Κ. Θ. δεν πίστευε σε λύσεις στο πλαίσιο του δοσμένου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, παρά μόνο στην εκ βάθρων αλλαγή του, σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες που ενστερνίστηκε, όσο και αν οι περιπέτειες της ζωής του και ο βαθύτερος ψυχισμός του τον εμπόδιζαν στο να τις υπηρετεί με απόλυτη συνέπεια.
Αλλά ας δώσουμε τον λόγο στην ίδια τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, παραθέτοντας τη συγκλονιστική μαρτυρία της, που μέσω του ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας τώρα μπορεί πλέον να φτάσει καλλιτεχνικά σε όλο το νησί, πιθανώς με τη συνεργασία της ΕΚΣ, οι εκδηλώσεις της οποίας για το «Έτος Κωνσταντίνου Θεοτόκη», που οφείλεται σε πρωτοβουλίες της, συνεχίζονται σε εντυπωσιακή κλίμακα.
Αν οφείλουμε στην Ειρήνη Δεντρινού τον χαρακτηρισμό του Κ. Θ. ως «δόξας της Κέρκυρας», στη Γαλάτεια Καζαντζάκη χρωστάμε επίσης, για την αναντικατάστατη πολύτιμη κατάθεσή της, ένα εξίσου μεγάλο ευχαριστώ για όσα διέσωσε για εκείνον που «απ’ την ψυχή της Κέρκυρας εβγήκε» και τη δοξάζει ακόμα με τα αθάνατα έργα του. Στο τριήμερο συνέδριο της ΕΚΣ παρουσιάζονται εισηγήσεις, αξίζει ίσως επίσης να αναφερθεί, για τις μεταφράσεις έργων του όχι μόνο στις πιο γνωστές κυρίαρχες παγκοσμίως γλώσσες, μα και σε άλλες, με ευρεία διάδοση και στη λατινοαμερικανική ήπειρο.
Εδώ σταματάμε εμείς, ο λόγος, ο γραπτός, μέχρι τέλους αυτών των γραμμών, ανήκει στη Γαλάτεια Καζαντζάκη:
Γνώρισα τον Κωνστ. Θεοτόκη πρώτη φορά στη Δεξαμενή με τον ποιητή Μ. Μαλακάση πλάι στο τρεχούμενο νερό με τις ανθισμένες πικροδάφνες. Είδα ένα ωχρό καταβλημένο άνθρωπο με κατάμαυρο κομμένο μουστάκι, μαλλιά το ίδιο μαύρα, αδρά, χτενισμένα στ’ απάνω, στενό λείο μέτωπο και μάτια κι αυτά μαύρα και φλογερά. Με κανονικά χαρακτηριστικά ο Κωνστ. Θεοτόκης θάτανε ωραίος, γιατί πια δεν ήτανε νέος. Όταν τον γνώρισα στα 1920 είχε περάσει τα πενήντα.
Έτσι που σηκώθηκε μόλις με είδε να πλησιάζω, κι όπως υποκλίθηκε ύστερα από τις συστάσεις του Μαλακάση, με το συμβατικό χαμόγελο της περίστασης, κι όπως ψιθύρισε «μεγάλη μου τιμή», ο τρόπος του μου φάνηκε εξεζητημένος, κι έμοιαζε σαν παλιάς μόδας αχρηστεμένο φόρεμα. Σε αυτό βοήθησε, όχι λίγο, κι ο τίτλος του κόντε που ο Μαλακάσης θεώρησε αναγκαίο να προστέσει πλάι στο επίθετό του. Πόσο ήτανε κι ο τίτλος αυτός αχρηστεμένος πια και πόσο δεν ωφελούσε σε τίποτα εκείνους που τον είχανε αγορασμένο με λίγα όβολα, όπως ο ίδιος ο Κωνστ. Θεοτόκης μου έλεγε αργότερα κοροϊδεύοντας την καταγωγή του. Αλλά και ο τρόπος του στον Μαλακάση δε μου άρεσε. Ενώ ο ποιητής τον έλεγε Ντίνο εκείνος τον έλεγε κύριο Μαλακάση σαν για να τον κρατά σε απόσταση. Όλα τούτα με ψύχραναν στο σημείο να μην του ειπώ το θαυμασμό μου για το «Θάνατο του Καρβέλα» και γενικά για το έργο του.
Όταν γενίκαμε φίλοι, η πρώτη εκείνη εντύπωση εξαφανίστηκε. Ο Κωνστ. Θεοτόκης συγκέντρωνε μεγάλα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα. Η προσωπικότητά του, παρ’ όλες τις αδυναμίες του χαρακτήρα του, τον ξεχώριζε από τους άλλους Έλληνες διανοούμενους με τρόπο αναμφισβήτητο.
Γεννημένος στα 1872 και μεγαλωμένος στο εφτανησιώτικο πνευματικό περιβάλλον, καλλιέργησε τις διανοητικές του ικανότητες με την άνεση που του δίνουν από τόνα μέρος τα οικονομικά μέσα κι από τ’ άλλο ο πολιτισμός μιας εξελιγμένης κοινωνίας.
Εγκυκλοπαιδικότατα μορφωμένος δεν πήρε κανέναν πανεπιστημιακό δίπλωμα. Μελέτησε φιλοσοφία, ιατρική, μαθηματικά, χημεία, αλλά ερασιτεχνικά. Για το κέφι του. Ήξερε τις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά όπως λίγοι Έλληνες και μετάφρασε με τον ποιητή Λ. Μαβίλη από τα σανσκριστικά ένα κομμάτι της Μαχαβαράτας: Το Νάλλα και τη Νταμαγιάντη.
Εξάλλου ο Κωνστ. Θεοτόκης ήτανε άβουλος και αδύναμος. Ευαίσθητος και συναισθηματικός παραδινόταν ολόβουλος στα εκάστοτε γούστα του και στα εκάστοτε πάθη του, χωρίς ούτε να θέλει ούτε να μπορεί ν’ αντισταθεί αλλά και χωρίς να αυταπατάται. Καμιά του πράξη δεν ξέφευγε την καταδίκη της συνείδησής του, αν του φαινόταν ανάξια.
Όσο κανένας άλλος ήξερε ποιο είναι το χρέος μπρος στη ζωή και πόσοι είμαστε άθλιοι, όταν δεν το εχτελούμε. Και θεωρούσε άθλιο τον εαυτό του γιατί ενώ το δικό του χρέος βρισκόταν πλάι σε εκείνους που δούλευαν να καταλύσουν το άνομο καθεστώς της εκμετάλλευσης και της ατομικής ευδαιμονίας, δεν αγωνίστηκε σοβαρά γι’ αυτό. Μόνο το λαό θεωρούσε αγνό. Μόνο στο λαό βρίσκονταν τα ηθικά κεφάλαια τα χρειαζούμενα για την ανοικοδόμηση της ζωής. Στην τάξη του θρασομανούσε μόνο η σαπίλα και η βρωμιά. Και μου μιλούσε για τα μικρά καφενεδάκια της Κέρκυρας όπου σύχναζε μια περίοδο και δίδασκε τους δουλευτάδες το δίκιο τους και πώς να το πάρουν.
Τι τον έκαμε να εγκαταλείψει το έργο αυτό, που με ακλόνητη πίστη είχε αναλάβει, θεωρώντας το, σαν το μόνο τρόπο να ξεπλύνει τις κληρονομημένες αμαρτίες του αστικού καθεστώτος και τις δικές του; Πάντοτε η άβουλη φύση του. Αυτή που τον κρατούσε ανέκαθεν δέσμιο και δεν της ξέφυγε ποτέ!
Όταν τον γνώρισα ήτανε φτωχός. Η ήττα της Γερμανίας στα 1914 είχε καταστρέψει την περιουσία της γυναίκας του, πράγμα που όχι μόνο δεν τον στεναχώρησε αλλά το εναντίον, τον λευτέρωσε από την ακοίμητη τύψη του συμφεροντολογικού γάμου μαζί της.
Τώρα ήτανε ανάγκη να εργαστεί. Δεν είχε όμως τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα κι έτσι πήρε μια θεσούλα στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Θυμούμαι μια σκηνή που έγινε σπίτι μου. Ο λόγος για κάποιο αριστερό καθηγητή. Ο Κ Θεοτόκης είχε την ιδέα πως ο καθηγητής αυτός δεν έπρεπε να κάνει το δάσκαλο μια και δεν μπορούσε να διδάσκει τους μαθητές του σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του, αλλά το εναντίον σύμφωνα με εκείνα που του επέβαλλαν οι νόμοι του κράτους, αντίθετα ολότελα με τις αρχές τις δικές του. Κι όχι μόνο αυτός αλλά και κάθε δημόσιος υπάλληλος αριστερός, έλεγε, που ορκιζόταν να υπηρετήσει το κράτος πιστά έκανε πράξη το λιγότερο ανήθικη. Η ιδέα δε δέχεται συμβιβασμούς. Το δόγμα «και την πίτα ολάκερη και το σκυλί χορτάτο» ήτανε για τους φαύλους, όχι για τους τίμιους αγωνιστές. Κι όταν κάποιος από τη συντροφιά τον ρώτησε, πώς τότε δέχτηκε να διοριστεί ο ίδιος, ο Κ. Θεοτόκης απάντησε χωρίς δισταγμό: – Γιατί κι εγώ είμαι φαύλος.
Τον ίδιο καιρό τού εμφανίστηκε η αρρώστια του στομαχιού που τον οδήγησε στο θάνατο. Παράξενος όπως ήταν δε δεχόταν να εγχειριστεί ούτε και ακολουθούσε καμιά δίαιτα. Όταν πονούσε, και πονούσε φοβερά, κατέφευγε στην κουταλίτσα της σόδας κι όταν κατάπαυαν οι πόνοι, έπινε απανωτούς καφέδες, κάπνιζε αδιάκοπα κι έτρωγε ό,τι του γουστάριζε, ας ήταν το πιο βλαβερό φαγητό. Τον θυμούμαι μαζεμένο κουβάρι να περνά τις τρομερές κρίσεις κατακίτρινος ενώ ο ιδρώτας σκέπαζε με θρόμβους το μέτωπό του. Γερός σ’ όλη του τη ζωή, απόδιδε την αρρώστια του σε ψυχικούς κλονισμούς. Κάποτε μου είχε μιλήσει κι γι’ αυτούς. Είχε εγκαταλειφθεί από τη γυναίκα που με πάθος αγαπούσε. Δεν παραξενεύτηκα. Ήταν φυσικό μια τόσο μεγάλη αγάπη να μη βρει ανταπόκριση. Αλλά κι αν έβρισκε θα κούραζε. Ο μεγάλος έρωτας είναι τυραννικός. Κανένας δεν αντέχει σ’ αυτόν. Ο ερχομός του Κ. Θεοτόκη στην Αθήνα δεν ήταν μόνο η ανάγκη να εργαστεί, αλλά και για να γλιτώσει από το μαρτύριο της εγκατάλειψης. Δεν το κατάφερε. Σε λίγο κυριευμένος από τη νοσταλγία του νησιού του, και ίσως με την ελπίδα να ξαναζήσει ευτυχισμένες στιγμές, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Όταν ξαναήρθε ήτανε χειρότερα. Υπέφερε περισσότερο. Η σκαμμένη του όψη μαζί με τη στυγνή μελαγχολία του φανέρωνε πως το ταξίδι αντί να του δώσει χαρά τον ρήμαξε ολότελα. Η αρρώστια όλο και φούντωνε. Δε χώνευε τίποτα και οι πόνοι ήτανε αβάσταχτοι.
Ακριβώς τότε τελείωνε και το μυθιστόρημά του «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους», το τόσο ξεχωριστό ανάμεσα στα ελληνικά μυθιστορήματα. Όταν μου το διάβασε τελειωμένο, του είπα τη γνώμη μου. Ο Άλκης, ο ήρωας του έργου, ο τύπος του ιδεολόγου κοινωνικού επαναστάτη, ήτανε αποτυχημένος. Σχετικά με τα άλλα πρόσωπα, περίφημα ψυχολογημένα κι ανάγλυφα τόσο ώστε να θυμίζουν μεγάλους ξένους συγγραφείς – ο γερο-Οφιομάχος, σα να βγαίνει από την κοσμογονική δημιουργικότητα του Μπαλζάκ – ο Άλκης μόλις διαγράφεται. Τον σκοτεινιάζουν τόσο οι άλλοι συντελεστές που φτιάνουν την τραγική ατμόσφαιρα του δυνατού αυτού έργου, ώστε όταν κλείνει κανείς το βιβλίο να τον ξεχνά παρευτύς. Κι όμως είναι αυτός που προορίζεται να γκρεμίσει με τα αδύνατά του μπράτσα το σάπιο εκείνο κόσμο.
Δέχτηκε ανεπιφύλαχτα την παρατήρησή μου. Τόξερε. Ο Άλκης του ξέφυγε. Δεν στάθηκε ικανός να τον ολοκληρώσει.
– Σου διάβασα μου είπε, με την ελπίδα να μη δεις πού κουτσαίνει, όπως δεν τόδε και κάποιος άλλος, αλλά εσύ το είδες.
Την ίδια αδυναμία έχει και ο «Κατάδικος». Ούτε εκεί δεν κατάφερε να δώσει εκείνο που ζητούσε.
Μόνο το δημιουργικό δαιμόνιο του Ντοστογιέφσκι έφτιανε ψυχές αβυσσαλέες και πλάι σ’ αυτές παραδείσιες. Ο Θεοτόκης ήτανε ωμός νατουραλιστής. Η συγγραφική του ικανότητα κλεινόταν στην περιγραφή της πραγματικότητας και στο άσκημο φανέρωμά της. Κι είναι παράξενο γιατί δε γνώρισα άλλον να συγκινείται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γενναία εκδήλωση, στο κάθε ηθικό μεγαλείο, μπρος στην κάθε αρετή, στον κάθε ηρωισμό.
Σοσιαλιστής των άκρων πίστευε απόλυτα πως για να φτιαχτεί ένας νέος ηθικός κόσμος απαλλαγμένος ολότελα από τις αμαρτίες του παλιού χρειαζόταν ν’ αλλάξει από τα θεμέλια το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς. Αλλά δε στάθηκε ικανός να δουλέψει για το γκρέμισμά του, όπως είπαμε. Και με πόση σκληρότητα καταδίκαζε τη λιποταξία του. Γιατί όπως ήτανε ανελέητος για τους άλλους, έτσι ήτανε και για τον εαυτό του.
Μια μέρα του μιλούσα για κάποια φτωχή νέα συγγένισσά μου που παντρευόταν μ’ έναν πολύ μεγαλύτερό της στα χρόνια. Ο Θεοτόκης αγανάχτησε. Τόβρισκε ανήθικο, παρά φύση, άσκημο, ότι δεν παράλλαζε ένας τέτοιος γάμος από εμπόριο της σάρκας, κι ότι έπρεπε νάναι πολύ διεφθαρμένη ψυχικά η κοπέλα που δεχόταν ένα τέτοιο συνοικέσιο. Πειράχτηκα.
– Δεν το κάνει του απαντώ, γιατί είναι διεφθαρμένη, όπως λέτε, αλλά γιατί πρέπει να αλαφρώσει τους γονιούς της από το βάρος και της δικής της συντήρησης. Αλλά αν και αυτή είναι ανήθικη, τι είναι τότε ένας άντρας όταν κάνει το ίδιο χωρίς να τον υποχρεώνει τίποτα; Και τον κοίταξα κατάματα.
Μια σατανική ιλαρότητα ζωγραφίζεται ευτύς στο πρόσωπό του, ξέσπασε σε δυνατό γέλιο και μου λέει:
– Μπράβο κυρά μου, να μου ζήσεις! Έτσι είναι. Καλά μου κάνεις!
Η ευκαιρία να μαστιγωθεί είχε πάλι παρουσιαστεί και την άδραχνε. Ήταν κι αυτό ένα είδος μαζοχισμού, να σε εξαναγκάζει να του λες τα κουσούρια του.
Σε ηλικία είκοσι χρονών ο Θεοτόκης ταξιδεύοντας στην Αυστρία παντρεύτηκε με κάποια σαραντάρα αυστριακή κοντέσα πλουσιότατη. Ήτανε μια μικρόσωμη ξανθή γυναίκα, εντελώς γριά, όταν τη γνώρισα, αλλά κοτσονάτη. Με τρόπους μεγάλης κυρίας έβλεπε εμάς τους πληβείους από το ύψος των προγονικών της πύργων με τα οικόσημα. Αγαθή χωρίς άλλο κατά βάθος, αλλά κουτή σα χήνα και θρησκόληπτη. Την επιπολαιότητα που τον έσπρωξε σ’ αυτό το γάμο ο Κ. Θεοτόκης την πλήρωσε ακριβά. Βέβαια δεν τον εμπόδισε να κάνει το κέφι του, σα νάτανε ανύπαντρος, αλλά τον εμπόδισε όλη του τη ζωή να είναι απόλυτα ηθικός άνθρωπος. Και θα την είχε αυτή την ανάγκη αφού λάτρευε τόσο την αρετή. Να παντρευτεί μια γριά ασήμαντη γυναίκα για τα λεφτά της! Αυτός ο σοσιαλιστής, ο επαναστάτης να πουληθεί για λίγες κορώνες στον αντιπροσωπευτικότερο τύπο μιας βάρβαρης ολιγαρχική φεουδαρχίας! Επί τριάντα χρόνια ήτανε η ακοίμητη τύψη του.
Όταν ήτανε να του γίνει η εγχείρηση, η γυναίκα του ήρθε από την Κέρκυρα.
– Δεν ήρθε γιατί με πονά, αλλά γιατί έτσι πρέπει, μου έλεγε.
Θάχε δίκαιο. Οι αριστοκράτες δεν κινιούνται συνήθως από τα αισθήματά τους αλλά σύμφωνα με τους τρόπους. Θυμούμαι την ημέρα που πήγα στον «Ευαγγελισμό» να τον δω αμέσως ύστερα από την εγχείρηση που πιστοποίησε τον καρκίνο. Ο Κ. Θεοτόκης αναίσθητος ακόμα από το χλωροφόρμιο κείτουνταν ίδιος νεκρός. Στο δωμάτιο ήταν η κυρία Θεοτόκη. Ψύχραιμη, αξιοπρεπής, με τα μυτερά της κουμπωτά μποτίνια, το μακρύ της φουστάνι, το νταντελένιο ζαμπώ, σφιγμένη στον παλαϊκό κορσέ και με τον κότσο στην κορφή της κεφαλής καθόταν μ’ όρθιο το πανωκόρμι στην πολυθρόνα πλάι στον άρρωστο. Την ίδια στιγμή ερχόταν και η νοσοκόμα με το δίσκο τα φαγητά.
Λοιπόν, αντίς όπως θάκανε κάθε άλλη στη θέση της, να διώξει το φαγητό, εκείνη το κράτησε και αρχίζοντας να τρώει μου λέει:
– Tresa propos, j’ ai tellement faim!
Έμεινα κατάπληχτη.
Με τη γυναίκα του ο Κ. Θεοτόκης είχε αποχτήσει ένα κοριτσάκι. Ευτύς μόλις παντρεύτηκε. Την Τίνα. Φαίνεται πως το λάτρευε αυτό το παιδί. Διαφορετικά δεν εξηγείται πώς ύστερα από τριάντα χρόνια θυμόταν τη μορφή του, το χρώμα των μαλλιών του, τα λογάκια του, και μιλούσε γι’ αυτά με τόσο πονεμένη στοργή.
– Και μια μέρα, ένα χρόνο από το θάνατό της, καθώς περιποιούμουν τον κήπο, στους Καρουσάδες, βρήκα σε μια απόμερη γωνιά, κρυμμένα στο χορτάρι, το κουβαδάκι και το φτυάρι της Τίνας. Τα είχε αφημένα εκεί, και τα βρήκα όταν πια εκείνη δεν υπήρχε πουθενά… Δεν τα άγγιξα, ούτε είπα σε κανένα. Αλλά πολλές φορές πήγαινα προς τα εκεί και καθόμουν σιμά τους…
Έπειτα από λίγο ζήτησε ο ίδιος να μεταφερθεί στην Κέρκυρα. Δεν ξέρω αν καταλάβαινε πως η αρρώστια του ήτανε αγιάτρευτη. Δε μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Είμαι όμως σίγουρη, κάποια ελπίδα ζούσε στην καρδιά του πως η γυναίκα που τόσο είχε αγαπήσει θα τον συντρόφευε στο κρεβάτι του πόνου. Θα ήταν αρκετή ανταμοιβή για όλα τα μαρτύρια που πέρασε προς χάρη της. Αυτή μου την ιδέα, την πιστοποίησε η μοναδική επιστολή που έλαβα από τον Κ. Θεοτόκη. Το γράψιμο φανέρωνε κουρασμένο και αβέβαιο χέρι. Με καλούσε να πάω στην Κέρκυρα, ότι θα χαιρόταν να με φιλοξενήσει λίγον καιρό, όσο μου άρεσε να μείνω, και πως η κυρία Ε… δεν είχε πάει ακόμη να τον δει.
Έπειτα από λίγο πέθανε.
Μίλησα για τον Κ. Θεοτόκη σαν άνθρωπο, γιατί ενδιαφέρει πάντα πλάι στο έργο ενός συγγραφέα να βλέπουμε ποιους δρόμους περπάτησε στη ζωή ο ίδιος κι αν ό,τι αφήνει πίσω του βρίσκεται σε αρμονία με τις πράξεις και τα αισθήματα που έζησε ή είναι ολότελα ξένο και άσχετο, όπως συμβαίνει πολλές φορές.
Ο Κ. Θεοτόκης βρίσκεται διάχυτος στους «Σκλάβους στα δεσμά τους». Είναι ο Γιώργης ο ερωμένος της κυρίας Βαλσάμη και ο Άλκης ο επαναστάτης. Άλλωστε το όλο μυθιστόρημα είναι παρμένο από τη ζωή του σπιτιού του και της Κερκυραϊκής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα στάθηκε ένας επαναστατημένος, ένας ριζοσπάστης. Μισούσε την τάξη του και περιφρονούσε, χωρίς τη δύναμη να δοθεί σε κείνο που πίστευε. Γι’ αυτό ο κοινωνικός αγώνας έμεινε μόνο στην καρδιά του, χωρίς να μπορέσει να πραγματοποιήσει ούτε και μέσα στο έργο του με τον Άλκη, εκείνο που τόσο ποθούσε να κάμει ο ίδιος στη ζωή.