Ένα ποίημα για τον σπουδαίο Έλληνα παιδαγωγό, δημοτικιστή, πολιτικό και κοινωνικό αγωνιστή Δημήτρη Γληνό – που εικονίζεται στη φωτογραφία, αριστερά, με πλάι του τον εκτελεσμένο από τους ναζί Κερκυραίο δάσκαλο Κώστα Χυτήρη – γράφτηκε και απαγγέλθηκε στην Κέρκυρα, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο Γληνός «έφυγε» από τη ζωή τέτοιες μέρες πριν από 80 χρόνια, το 1943, ύστερα από εγχείρηση. Δύο χρόνια μετά, στα τέλη Δεκέμβρη του 1945, το ΕΑΜ Κέρκυρας επέλεξε να οργανώσει εκδήλωση προς τιμήν του, ανήμερα του θανάτου του. Ας ήταν δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων.
Εκεί παρουσιάστηκε και απαγγέλθηκε από την Κερκυραία λογοτέχνιδα Ειρήνη Δεντρινού ποίημά της, με τον τίτλο «Στον Δημήτρη Γληνό». Φωτεινή και τολμηρή μορφή του κερκυραϊκού δημοτικιστικού κινήματος και «ψυχή» της τοπικής ΕΑΜικής οργάνωσης Εθνική Αλληλεγγύη τα χρόνια της Κατοχής, η Δεντρινού (1879-1974), όπως μαρτυρεί το ποίημά της, είχε γνωρίσει τον Γληνό (1882-1943).
Οι στίχοι της για τον κομμουνιστή διανοούμενο, συντάκτη μεταξύ άλλων του ιστορικού κειμένου «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», εντοπίστηκαν σχετικά πρόσφατα. Απουσιάζουν από κάθε ανθολογία με το ποιητικό και το ευρύτερο έργο της.
Την Πρωτοχρονιά του 1946 η εφημερίδα «Η Φωνή του Λαού» του ΕΑΜ Κέρκυρας κυκλοφόρησε με το ποίημα «Στον Δημήτρη Γληνό» στην κορυφή της πρώτης σελίδας της, δίπλα σε ρεπορτάζ για μνημόσυνο που έγινε για τον δολοφονημένο τον Δεκέμβρη του 1944 δικαστή Παναγιώτη Γίδα, στέλεχος του ΕΑΜ Κέρκυρας στη διάρκεια της Κατοχής.
Όπως εξηγούσε, το ποίημα είχε ακουστεί στην εκδήλωση για τον Γληνό, που έγινε στην πόλη του νησιού στις 26 Δεκέμβρη 1945.
Ακολουθεί το ποίημα, όπως εδημοσιεύτηκε:
ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΛΗΝΟ
Προσκυνητάδες, αλησμόνητε Νεκρέ, /
Της μνήμης σου, που φως κι αυτή σκορπάει /
Με τους παλμούς μας η ψυχή μας, διαλεχτέ,/
Σε χαιρετάει. /
Πώς σε θυμάμαι! Ο λόγος σου σκληρός /
Ενάντια στο ψέμα, στην κακία /
Μα φάνταζε, σαν χάδι, τρυφερός, /
Μπρος στο δίκηο, στο τίμιο, στην αντρεία /
Ο σπόρος, οπού σκόρπισες, τρανέ, /
Με πλούσιο χέρι /
Εμέστωσε, φουντώνει, /
Ω ναι, /
Στις πολιτείες, στα χωριά, στις λαγκαδιές, /
Και μας ισκιώνει /
Στρατοκόπους στις νυχτιές, /
στο χαραμέρι. /
Μα όταν θάρθει η στιγμή, που τ’ όνειρό μας, /
Μυριοπόθητη Αλήθεια θα γενεί, /
Τι πόνος! Συ δε θάσαι στο πλευρό μας,
να στολίσεις την πάναγνη γιορτή. /
ΕΙΡΗΝΗ Α. ΔΕΝΤΡΙΝΟΥ
Κέρκυρα 26–ΧΙΙ–45
Εκείνον το Δεκέμβρη, η μεγάλη προσφορά της τόσο σπουδαίας αυτής προσωπικότητας των ελληνικών γραμμάτων το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, που το Διεθνές Γραφείο Εκπαίδευσης της UNESCO έχει συμπεριλάβει μεταξύ των 100 πιο επιδραστικών διανoουμένων της εποχής με κριτήριο τη συμβολή στην υπόθεση της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, τιμήθηκε δεόντως στην Κέρκυρα. Η εκδήλωση, έναν χρόνο μετά τον ματωμένο Δεκέμβρη του 1944 και το γνωστό πογκρόμ διώξεων εις βάρος του ΕΑΜ, έγινε στα γραφεία του Κερκυραϊκού Γυμναστικού Συλλόγου.
Με κείμενο με τον τίτλο «Πολιτικό μνημόσυνο του Δημήτρη Γληνού», το χριστουγεννιάτικο φύλλο της «Φωνής του Λαού», την Τρίτη 25 Δεκέμβρη, είχε αναγγείλει τη διεξαγωγή του την επομένη, καθώς «κλείνουνε δύο χρόνια από την ημέρα που πέθανε ο μεγάλος νεοέλληνας διανοητής». Για την εκδήλωση, πληροφορούσε, είχε σχηματιστεί επταμελής Οργανωτική Επιτροπή. Την αποτελούσαν τα εξής στελέχη και υποστηρικτές του ΕΑΜ: Ειρήνη Δεντρινού, Ερωτόκριτος Μωραΐτης, Γιάννης Μοναστηριώτης, Βασίλης Άνθης, Κώστας Νούνεσης, Γεώργιος Στεριώτης και Μιχάλης Δεσύλλας.
Εκπροσωπούνταν στην Επιτροπή, προφανώς, ανεξάρτητα από κόμματα, όλες οι κοινωνικοπολιτικές τάσεις, συμπεριλαμβανομένων κεντρώων δυνάμεων, που συνέχιζαν, παρά τις πολλαπλές διώξεις που εξαπολύονταν κατά του δήθεν «αντεθνικού» ΕΑΜ, να συσπειρώνονται, μαζί με κομμουνιστές και αριστερούς σοσιαλιστές, στο ΕΑΜ Κέρκυρας.
Στο επόμενο φύλλο της, την Παρασκευή 28 Δεκέμβρη, η «Φωνή του Λαού» παρουσίασε ρεπορτάζ για την εκδήλωση, με τον τίτλο «Το πολιτικό μνημόσυνο του Δημήτρη Γληνού». Είχε πάρει μέρος και χορωδία της ΕΑΜικής Νεολαίας ΕΠΟΝ.
Ανέφερε το ρεπορτάζ:
«Την Τετάρτη το πρωί στις 11 έγινε στην αίθουσα του “Κερκυραϊκού Γυμναστικού Συλλόγου” το πολιτικό μνημόσυνο του μεγάλου νεοέλληνα αναγεννητή Δημήτρη Γληνού, που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της Διακομματικής Επιτροπής του ΕΑΜ Κερκύρας.
»Από νωρίς πλήθος κόσμου πλημμύρισε την αίθουσα. Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξεν η συμμετοχή της εργατικής τάξης και της νεολαίας, συμμετοχή που δείχνει πόσο βαθιά μίλησε στην ψυχή του λαού και της ελληνικής νιότης ο εμπνευσμένος Οδηγός. Επίσης πήραν μέρος πολλές προσωπικότητες του δημοκρατικού κόσμου του νησιού. Η τελετή άρχισε με μια θερμήν εισήγηση του συναγ. Κώστα Νούνεση, που σκιαγράφησε την αγωνιστική φυσιογνωμία του Δημήτρη Γληνού και υπογράμμισε το χρέος κάθε έλληνα να τιμάει τη μνήμη του. Ακολούθως κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή και χορωδία της ΕΠΟΝ έψαλε το “Πένθιμο Εμβατήριο”.
»Ύστερα η γνωστή λογοτέχνις συναγ. Ειρήνη Δεντρινού απήγγειλε ένα συγκινητικό ποίημά της γραμμένο στο θάνατο του Γληνού. Ακολούθησε ομιλία του συναγ. Μ. Δεσύλλα με θέμα “Η πνευματική φυσιογνωμία του Δημήτρη Γληνού”. Ο ομιλητής περιέγραψε με αδρές γραμμές τους πνευματικούς αγώνες του Γληνού, κ’ έδωσε μια συνθετικήν εικόνα της πνευματικής του μορφής.
»Κατόπι μίλησε ο συναγ. Β. Άνθης με θέμα “Ο Γληνός σαν άνθρωπος και σαν πολιτικός”. Ο συναγ. Άνθης ετόνισε την τεράστια συμβολή του Γληνού στον αγώνα για την πολιτική, την κοινωνική, την οικονομική και την εθνική λευτεριά του Λαού μας, και έδωσε λεπτομέρειες για τη ζωή του στα κάτεργα και τα ξερονήσια του φασισμού. Τελικά ετόνισε πως κάθε αγνός δημοκράτης πρέπει να ακολουθήσει το αγωνιστικό παράδειγμα του Γληνού. Τέλος ο γιατρός συναγ. Ερωτόκριτος Μωραΐτης, με λίγα συγκινητικά και εμπνευσμένα λόγια, κάλεσε τους παρισταμένους να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ, για να τιμήσουν το Μεγάλο Νεκρό.
»Η σεμνή τελετή έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο, που τον έψαλε η χορωδία της ΕΠΟΝ».
Σύμφωνα με το Ίδρυμα Γληνού, ένας άλλος πολύ σημαντικός λογοτέχνης, ο Βασίλης Ρώτας (1889-1977), που έργα του εκείνα τα χρόνια είχαν αποδοθεί στην Κέρκυρα από θεατρικές ομάδες της ΕΠΟΝ, είχε γράψει ποίημα για τον θάνατο του αγωνιστή παιδαγωγού, αφιερωμένο εξολοκλήρου στον ίδιο. «Μοιρολόγι στο δέντρο», ήταν ο τίτλος του. Μέρος του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καλλιτεχνικά Νέα» τις αρχές του 1944 και ολόκληρο στα «Ελεύθερα Γράμματα» τον Δεκέμβρη του 1945. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ποίημα για τον γεννημένο στη Σμύρνη αγωνιστή διανοούμενο, άγνωστου προσώπου, με υπογραφή «Π. Ν. Παπ.», που είχε παραδοθεί στη χήρα του, Άννα Χρόνη, είχε γραφτεί και τη μέρα της κηδείας του. Ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974), που γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε καλωσορίσει στην Αθήνα τη «μεγάλη κυρία» των κερκυραϊκών γραμμάτων Δεντρινού με μια κόκκινη ανθοδέσμη, είχε συμπεριλάβει τιμητικά το όνομά του στο ποίημά του «Στην εξορία». Άλλο ποίημα που αναφέρεται σε εκείνον, επίσης ενδεικτικό της απήχησης του έργου του στα Επτάνησα, είναι ένα που ο Ληξουριώτης φιλόλογος Ευάγγελος Τσιμαράτος (1874-1954) έγραψε στην Κεφαλονιά, γι’ αυτόν και τον γλωσσολόγο δημοτικιστή Μανώλη Τριανταφυλλίδη (1883-1959), το 1924.
Τότε, έντεκα χρόνια αφότου σχεδίασε την ανεκπλήρωτη τελικά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1913 για τη θέσπιση εξατάξιου Δημοτικού και εξατάξιου Γυμνασίου και επτά χρόνια αφότου το 1917 προώθησε ι διάταγμα για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο Δημοτικό και εξέδωσε το ιστορικό αναγνωστικό βιβλίο «Τα ψηλά βουνά», ο Γληνός είχε βρεθεί στο Αργοστόλι. Ο ίδιος και ο Τριανταφυλλίδης ήταν διοργανωτές εκπαιδευτικού συνεδρίου, καθώς η δουλειά του για τη μεταρρύθμιση δεν είχε τελικά εφαρμοστεί. Ήταν δέκα χρόνια προτού αφήσει οριστικά πίσω του το αστικό γλωσσικό – εκπαιδευτικό ρεύμα και διακηρύξει, το 1934, συντασσόμενος με το Κομμουνιστικό Κόμμα, θέσεις όπως αυτές:
«Το ξύπνημα της συνείδησης στις μάζες είναι αδύνατο αν δεν χρησιμοποιηθεί για όργανο ολάκερης της πνευματικής ζωής η γλώσσα που μιλάει ο λαός (…) Οι δυο πηγές που θα μας δώσουνε τη γλωσσική φόρμα, που σ’ αυτή θ’ αποκρυσταλλώνουμε τον σοσιαλιστικό πολιτισμό μας, θα είναι η κοινή γλώσσα, που μιλάν οι Έλληνες εργάτες και αγρότες, και η λογοτεχνική γλώσσα, που βασισμένη στον προφορικό λόγο του λαού και στο δημοτικό τραγούδι, διαμορφώθηκε από τον Σολωμό ίσαμε τον Ψυχάρη και τον Βάρναλη (…) Η εξέλιξη γρήγορα έδειξε πως ο δημοτικισμός ο ίδιος δεν έχει μέσα του κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, παρά το περιεχόμενό του το δίνει η κοινωνική τοποθέτηση του κάθε δημοτικιστή (…) Χρεοκόπησε ολότελα ο δημοτικισμός σαν ιδανικό εθνικοκοινωνικό (…) Οι αστοί διανοούμενοι έχασαν τα νερά τους και κοιτάζουν ν’ αρπαχτούν απ’ οποιοδήποτε ζωηρόχρωμο φλάμπουρο για να κρύψουνε τη γύμνια τους (…) Η αστική τάξη έχει κάθε συμφέρον να θολώσει τα νερά και να χαλάσει και κείνο ακόμη που έγινε πρωτύτερα με την καλλιέργεια της λαϊκής γλώσσας από τη λογοτεχνία. Δηλαδή, όχι μόνο δε θέλει να λύσει το γλωσσικό ζήτημα, παρά θέλει να του δώσει μια στραβή λύση, για να δυσκολέψει τον δρόμο της πνευματικής απολύτρωσης του εργαζόμενου λαού».
Σκιαγραφώντας την πορεία που ακολούθησε, εκλεγόμενος το 1936 και βουλευτής, είχε πει χαρακτηριστικά: «Με κόπο και αγωνία άνοιξα το δρόμο, ένα μονοπάτι για την αλήθεια, για το φως. Έγινα στα δεκαοχτώ μου χρόνια δημοτικιστής, στα εικοσιπέντε μου χρόνια φωτίστηκα για το κοινωνικό ζήτημα, χρειάστηκε είκοσι χρόνια αγώνα για να μπορέσω να πω την αλήθεια που είχα μέσα μου…». Ήδη από το 1926 είχε συμπεράνει: «Η ελληνική αστική τάξη είναι αντιδραστική».
Σύμφωνα με τον Κερκυραίο αγωνιστή φιλόλογο και συγγραφέα τετράτομης «Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Περικλή Καλοδίκη (1906-1981), οι ομιλίες του στη Βουλή «μένουν μνημεία αγάπης και υπεράσπισης του λαού, της προόδου του και των συμφερόντων του».
Από τον Σοφιανό και τον Σολωμό έως τον Θεοτόκη και τον Ζαβιτσιάνο
Η εκδήλωση του ΕΑΜ Κέρκυρας το 1945 για την προσωπικότητα και το έργο του Γληνού, ο οποίος το 1942 είχε εκλεγεί μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ήταν μια πρωτοβουλία άμεσα συνυφασμένη, θα μπορούσε κανείς να πει, με μιαν έντονη και παρατεταμένη δράση δεκαετιών σε τοπικό επίπεδο, από πολλές και διαφορετικές δυνάμεις, για τη γλώσσα και την Παιδεία.
Οι ρίζες αυτού του κινήματος έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος.
Η ανάγκη καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας μα και φωτισμού του λαού στη γλώσσα του, για την οποία ο Γληνός αγωνίστηκε με σθένος, φαίνεται να είχε συνειδητοποιηθεί στην Κέρκυρα αρκετά νωρίς και πιθανώς εντονότερα από οπουδήποτε αλλού στον ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Αυτό συνέβη, βέβαια, κυρίως με τον περίφημο «Διάλογο» και τις άλλες παρακαταθήκες του Ζακύνθιου και επί μακρόν «εγκάτοικου» του νησιού Διονύσιου Σολωμού (1798-1857).
Τρεις και πλέον αιώνες νωρίτερα, το 1524, ο Κερκυραίος πρόδρομος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και του νεοελληνικού διαφωτισμού Νικόλαος Σοφιανός (περίπου 1500-1554) είχε συγγράψει στο Παρίσι μια πρώτη γραμματική της δημοτικής. Με τίτλο «Νικόλαου Σοφιανού του Κερκυραίου, Γραμματική της κοινής των Ελλήνων γλώσσης, νυν το πρώτον κατά το εν Παρισίοις χειρόγραφον», το ιστορικό αυτό έργο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1870, με φροντίδα του Γάλλου ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν, συντάκτη της γνωστής «Ιονικής Βιβλιογραφίας» του, που κάλυψε την περίοδο από τον 15ο αιώνα έως το 1900.
Ως άλλοι «Κέρβεροι» της σολωμικής πνευματικής κληρονομιάς, κυρίως Κερκυραίοι λόγιοι μαθητές του Σολωμού ή επηρεασμένοι βαθιά από αυτήν ήταν εκείνοι που υπερασπίστηκαν και ανέδειξαν μαχητικά τη γλώσσα και το έργο του πατέρα της νεοελληνικής ποίησης στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, κόντρα στον συντηρητικό λογιοτατισμό. Το έπραξαν, άλλοτε κινούμενοι σε ένα ρηχό πλαίσιο εμπέδωσης της αστικής ιδεολογίας και εκπλήρωσης της ανάγκης της κυρίαρχης αστικής τάξης να προσεταιριστεί τον λαό υιοθετώντας μια ενιαία και κατανοητή από αυτόν γλώσσα και άλλοτε ξεφεύγοντας από αυτό και συνδέοντας το γλωσσικό ζήτημα με νέα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα και με το ευρύ ζήτημα της λαϊκής Παιδείας.
Με κυριότερους ίσως εκπροσώπους του τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη (1872-1923), την Ειρήνη Δεντρινού (1879-1974) και τον Μάρκο Ζαβιτζιάνο (1884-1923), ως νέους πρωτοπόρους του πάνω στον δρόμο που είχαν χαράξει στο νησί μετά από τον Σολωμό ο Ιάκωβος Πολυλάς (1825-1896), ο Νικόλαος Κονεμένος (1832-1907), ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826-1911) και ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912), στις αρχές του 20ού αιώνα το πρωτοποριακό δημοτικιστικό κίνημα της Κέρκυρας ήταν ισχυρό και ασκούσε επιρροή στην Αθήνα. Ανταποκρινόμενο στα προτάγματα της δικής του εποχής, σταδιακά προσέλαβε ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς βασικά στελέχη του διαχώρισαν τη θέση τους από το ρηχό αστικό ρεύμα του δημοτικισμού και λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά στράφηκαν εναντίον της κυρίαρχης τάξης και του είδους της ταξικής Παιδείας του συστήματός της, όπως έκανε άλλωστε μετά από κάποια περίοδο και ο αρχικά υποστηρικτής του αστικού δημοτικιστικού εκπαιδευτικού ρεύματος Δημήτρης Γληνός, τασσόμενος με τις σοσιαλιστικές ιδέες και φέρνοντας στην επιφάνεια τον ταξικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος και της εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Προφανώς έπαιξε τον ρόλο της και η άποψη ότι ο Σολωμός, όπως με έμφαση υποστήριξε ο Κερκυραίος λόγιος σοσιαλιστής Γεράσιμος Σπαταλάς (1877-1971), όχι μόνον έφερε στην επιφάνεια τη γλώσσα του λαού, αλλά και υπέδειξε γλώσσα με «πλατύ δημοκρατικό νόημα, γεμάτο επανάσταση, εναντίον κάθε απολυταρχικής διαθέσεως».
Σε επιστολή του προς τον αδελφό του, αξίζει ίσως να θυμίσουμε, ο Σολωμός στηλίτευε μέτρα περιορισμού των δαπανών για την Εκπαίδευση που είχαν ληφθεί στην Κέρκυρα τα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας, εν ονόματι έλλειψης πόρων, θέτοντας θέμα για τη γενικότερη κατάσταση στην Παιδεία στα νησιά του Ιονίου. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε, ανέμενε «μπαρούτι» αντιδράσεων.
Στην Κέρκυρα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, ο υποστηρικτής μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης λόγιος Νικόλαος Κονεμένος και ο ιδεαλιστής λόγιος, πολιτικός και θεμελιωτής της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής Ιάκωβος Πολυλάς εξέδωσαν βιβλία για τη γλώσσα που χάραξαν δρόμους στην εξέλιξη του γλωσσικού και του εκπαιδευτικού ζητήματος.
Ο Κονεμένος, το 1873, πρώτος στην Ελλάδα έφερε στην επιφάνεια εμφατικά το γλωσσικό, με το βιβλίο του «Το Ζήτημα της Γλώσσας». Το έκανε δεκαπέντε χρόνια προτού ο εμβληματικός γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), με το «Ταξίδι» του, το 1888, θέσει επιτακτικά το θέμα της καθιέρωσης της δημοτικής και θεωρηθεί πρωτομάχος του ήδη μαζικά αναπτυσσόμενου στην Κέρκυρα πανελλήνιου δημοτικιστικού κινήματος, ως μέλος της γνωστής ηγετικής «τριανδρίας» που απαρτιζόταν από τον ίδιο, τον Αλέξανδρο Πάλλη (1851-1935) και τον Αργύρη Εφταλιώτη (1849-1923), με τον οποίο ο Κονεμένος είχε από νωρίς μακρά αλληλογραφία. «Ό,τι ο Κονεμένος εκήρυξεν», επισήμανε ο Γερμανός ελληνιστής Κάρολος Κρουμπάχερ (1856-1909), ήχησε ως «κήρυξις πολέμου κατά του αρχαϊσμού»,. Ακολούθησε νέο βιβλίο του Κονεμένου, το 1875, με τίτλο «Και πάλε περί Γλώσσας». Όχι άδικα, τον αποκάλεσαν «γενάρχη» της γενιάς των δημοτικιστών των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα.
Μετά τον Σολωμό, τότε κηρύχτηκε ξανά ο πόλεμος για τη δημοτική. Αυτό που έκανε ο Κονεμένος ήθελε «αληθινή παλικαριά», όπως έγραψε ο λογοτέχνης και μελετητής του κιόλας στην Κέρκυρα, ως εκπαιδευτικός, Κωστής Πασαγιάννης (1872-1933). Σε εγκώμιό του για τον Κονεμένο, όταν πέθανε, ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) τον αποκάλεσε «προψυχαριστή»
Η μελέτη του Ιάκωβου Πολυλά «Η φιλολογική μας γλώσσα» (1892), όπως είχε επισημάνει το 2005 προλογίζοντας μια επανέκδοσή της ο λαμπρός φιλόλογος και εκπαιδευτικός και στην Κέρκυρα αρκετά χρόνια Κώστας Μπαλάσκας (1939-2023), αποτέλεσε «ένα σημαντικό κείμενο για την ιστορία του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος». Συνόψιζε «τις γλωσσικές απόψεις του συγγραφέα της και του επτανησιακού δημοτικισμού σε μια εποχή που είχε ήδη εμφανιστεί και είχε αρχίσει να απλώνει ρίζες ο ψυχαρικός δημοτικισμός». Κάποιες σημαίνουσες ιδέες του Πολυλά βάρυναν πολύ, ιδίως στην εξέλιξη της γλώσσας της ποίησης και της αισθητικής της ποιητικής γλώσσας. Γενικότερα, ο Πολυλάς πρότεινε μια τομή στο γλωσσικό ζήτημα υπέρ της δημοτικής, που ο Θεοτόκης, όπως θα δούμε, ασπάστηκε, για να θέσει ευρύτερα ζητήματα, ερχόμενος σε αντίθεση με τον Ψυχάρη.
Δύο επιστολές του Θεοτόκη στον Ψυχάρη
Στα ευρέως γνωστά στοιχεία για τη δράση του κερκυραϊκού δημοτικιστικού κινήματος, όπως είναι οι οργανωμένες συναντήσεις δημοτικιστών στο χωριό Κορακιάνα περί το 1905, με συμμετοχή σε μία από αυτές – βλέπε φωτογραφία πιο πάνω – και του επίσης πρωτοπόρου δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη, καθώς και η συστηματική και μαχητική προβολή των θέσεών τους στο εμβληματικό αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «Νουμάς», η καινοτομική περιοδική έκδοση «Κερκυραϊκή Ανθολογία» και η συγγραφή ακόμη και σχετικών ποιημάτων, προστέθηκαν πρόσφατα νέα. Αφορούν διάλογο και επισημάνσεις του Κωνσταντίνου Θεοτόκη σε γράμματά του στον Γιάννη Ψυχάρη.
Τον περασμένο Νοέμβριο, στο επιστημονικό συνέδριο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, η Μαρία Βλασσοπούλου, στέλεχος της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, έφερε στο φως από το Αρχείο Ψυχάρη δύο άγνωστες, ανέκδοτες επιστολές του Θεοτόκη σε εκείνον. Γράφτηκαν στο χωριό του, τους Καρουσάδες της Κέρκυρας, η πρώτη στις 21 Δεκέμβρη του 1905 και η δεύτερη στις 4(17) Γενάρη του 1906. Αποτελούν μοναδικά τεκμήρια για τις ανατρεπτικές θέσεις του Θεοτόκη στο γλωσσικό ζήτημα και την αντίθεσή του στο είδος της επιδιωκόμενης από τον Ψυχάρη γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
«Ενόμισα χρέος να σου γράψω τα πράματα όπως τα σκέφτομαι κ’ τα αισθάνομαι», σημείωνε ο Κερκυραίος λογοτέχνης, με κάποιους ιδιαίτερους γλωσσικούς τύπους, αφού η επιστολή ήταν προορισμένη να μείνει μεταξύ τους. Αν και δεν είναι αντικείμενο αυτών των γραμμών η ολοκληρωμένη παράθεση των απόψεων του μεγάλου Κερκυραίου λογοτέχνη σχετικά με το όλο ζήτημα, αξίζει να σημειωθούν εδώ η εκ μέρους του κατηγορηματική απόρριψη των προτάσεων του Ψυχάρη για το γλωσσικό, καθώς και η ευρύτερη θεώρηση του ζητήματος. «Το γένος», του έγραψε για τη γλώσσα, «θέλει πνεματική τροφή, θέλει έργα τέχνης αληθινά, όπου να καθρεφτίζεται η ζωή του και οι πόθοι του. Και τέτοια ακόμα ως σήμερα δεν εβγήκαν. Όποιος όμως τη γράφει αφτουνού χωρίς άλλο η γλώσσα θα επικρατήσει». Προέβλεπε, προφητικά: «Τίποτε όπως τη γράφεις δε θα μείνει». Υποστήριζε για τη γλώσσα ότι «θα χαραχτεί ένας δρόμος στη μέση της καθαρεύουσας και της δημοτικής», όπως «επρόβλεπε ο μακαρίτης ο Πολυλάς», τη θέση του οποίου δήλωνε ότι ασπαζόταν.
Εξηγούσε για τον εαυτό του και κάποιες απόψεις του: «Πασκίζω όσο μπορώ να καλλιεργώ την εθνική γλώσσα μας, τη δημοτική (…), την κοινή γλώσσα της Κέρκυρας (…), την κοινή ελληνική (…), που ειμπορεί κανείς να ειπεί στην Κέρκυρα επρωτοθεμελιώθηκε (…) Αφτήν έγραψαν οι μεγαλύτεροι ποιητάδες μας (…) Ο Σολωμός ήταν Ζακυθινός, μα τη ζωή του την επέρασε στην Κέρκυρα, και η γλώσσα του Ζακυθινίτικη δεν είνε. Ομοίως κ’ ο Βαλαωρίτης εσυμόρφωσε τη δική του με τη δημοτική που εγραφόταν τότες στην Κέρκυρα. Κι’ ομοίως ο Βηλαράς εδώ είχε ανατραφτεί (…) Η κορφιάτικη ντοπιολαλιά και οι κανόνες της είναι καλό να εξεταστούν και να μελετηθούν περσότερο (…) Για ιστορικούς λόγους είνε η πλιο καλλιεργημένη (…) Κατοικώ επίτηδες σε χωριό, συναναστρέφομαι μόνο χωριάτες που και τους αγαπάω, σπουδάζω τη γλώσσα τους, τα συναισθήματά τους, τα αισθήματά τους και καταπιάνομαι να συμμορφωθώ με τον τρόπο της ομιλιάς τους». Πίστευε πως η κερκυραϊκή ντοπιολαλιά ήταν η πιο κοντινή στα «πρότυπα» των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Οι θέσεις του για τη γλώσσα και την εκπαίδευση, σύμφωνες με τη γενικότερη πεποίθησή του ότι δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθούν οι λαϊκές ανάγκες στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, είχαν ευρύτερη οπτική. Τα σχολεία, έλεγε στον Ψυχάρη, «τάχει πιασμένα κ’ σφιχτοαλυσσωμένα το κράτος». Η καθαρεύουσα, επισήμαινε, είχε επηρεάσει συνολικά και «τον τρόπο σκέψης του λαού». Αμφισβητούσε ευθέως και αποκαθήλωνε την πρωτοκαθεδρία και την αυθεντία του Ψυχάρη. «Πολύ πριν εσείς ρίξετε την “μπόμπα της αλήθειας”, από γραμματισμένους στην Κέρκυρα εγραφόταν η δημοτική», υποστήριζε. Αμφισβητούσε συγχρόνως τα οφέλη κάποιας νομοθέτησης για τη γλώσσα με πρωτοβουλία κάποιας Ακαδημίας ή του ίδιου του Ψυχάρη, χωρίς να επιχειρεί να τον μειώσει προσωπικά, αφού τον χαρακτήριζε και «πρωτοδάσκαλο της Ρωμιοσύνης» στον καιρό του. «Δεν είναι και πιθανό γλήγορα να νικήσει η δημοτική», λόγω των γενικότερων συνθηκών, όπως προέβλεπε. Αναφερόμενος προφανώς κυρίως στην εξουσία, σημείωνε επίσης: «Το Έθνος, είμαι κι εγώ καταπεισμένος προσωπικά (…) δεν θέλει, μα υπάρχει κάτι υψηλότερο, η ανθρωπότητα. Και η ανθρωπότητα θέλει αλήθεια, δικαιοσύνη και αγάπη».
Τα αμέσως επόμενα χρόνια ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος, με άρθρα του στον «Νουμά» και παίρνοντας θαρρείς τη σκυτάλη από τον στενό φίλο του Θεοτόκη, με ιδιότυπο λόγο έδωσε μια πολιτικά πιο ξεκάθαρη θέση, που ωρίμαζε στους κόλπους αρκετών Κερκυραίων δημοτικιστών, μετά και την έκδοση του βιβλίου «Το κοινωνικό μας ζήτημα» του Γεώργιου Σκληρού (1878-1919). Σταχυολογούμε ορισμένες ενδεικτικές θέσεις άρθρων του από την περίοδο 1907-1910:
«Της δημοτικής πρώτο καλό είναι που μας βάζει στα χέρια το μοναδικό όργανο για να συνεννοηθούμε με το λαό (…), να ξυπνήσουμε τα πλήθια (εργάτες των πόλεων, χωριάτες, κλπ.), να ρίξουμε καινούρια προγράμματα, καινούριες ηθικές, καινούριες ιδέες. Να τους δείξουμε τη θεϊκιά ελεφτερία της αληθινής ζήσης. Να τους ανυψώσουμε την ψυχή και το σώμα που πρέπει να είναι ένα (…) Αφτοί οι ταπεινοί θα σταθούν η βάση στα μελλούμενα, όπως στάθηκαν η μοναχή βάση στα περασμένα (…) Το γλωσσικό κίνημα συνεδένεται στενά με το ξύπνημα του λαού, σ’ αντίθεση της αστικής κρυστάλλωσης (…) Ο κ. Σκληρός με θετικά πράματα λέει: Σεις οι δημοτικιστές έχετ’ ανάγκη μια βάση που να σας κάνει σεβαστούς στη νερουλιασμένη, εγωιστική και σκολαστική σημερνή διοίκηση. Και τότε μόνο θα γίνετε σεβαστοί όταν έχετε πίσω σας ολάκερη τάξη σε συνειδητή ομάδα. Τέτοια μορφώνεται σήμερα ως συνέπεια του κεφαλαίου η εργατική – μας έδειξε κι όλας τα πρώτα σημάδια της Ζωντανωσύνης της (…) Πρέπει να οδηγήσετε και να συντάξετε το νέο στοιχείο που ακόμα δεν ξέρει καλά-καλά τι θέλει. Είναι συμφέρο σας. Ο λαός δε θα μορφωθεί στο σκολειό μονάχα, και τα σκολειά δεν είναι ούτε στα χέρια του ούτε στα δικά σας, παρά τα κατέχουν οι επίσημοι (…) Εμείς πρέπει να κουνήσουμε πλήθια – κι όχι προς τα πίσω, παρά ΕΜΠΡΟΣ (…)».
Η δημοτική και οι κοινωνικές ιδέες
Οι διαμάχες για τη χρήση της δημοτικής γλώσσας αποτέλεσαν, όπως είναι γνωστό, έναν από τους λόγους για τους οποίους το 1912, με την υποστήριξη του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, εκδόθηκε στην Κέρκυρα η εφημερίδα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», με το σύνθημα του Καρλ Μαρξ «Εργάτες όλου του κόσμου ενωθήτε» κάτω από τον τίτλο της και υιοθέτηση της δημοτικής.
Η εφημερίδα εκείνη διαδέχθηκε την εμφορούμενη από χριστιανοσοσιαλιστικές απόψεις εφημερίδα «Εργάτης», που επέμενε να χρησιμοποιεί κατά βάση καθαρεύουσα γλώσσα και η οποία πάντως σε ένα από τα τελευταία φύλλα της χαιρέτισε την έκδοση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας», θεωρώντας την ικανότερη να ανταποκριθεί στα κελεύσματα των καιρών.
Στοιχεία δηλωτικά των αγώνων, αλλά και αντιφάσεων και συμβιβαστικών και αναγκαστικών ως ένα βαθμό υποχωρήσεων σειράς Κερκυραίων αγωνιστών δημοτικιστών, που χρησιμοποιούσαν εν μέρει λιγότερο ή περισσότερο και την καθαρεύουσα στον αγώνα τους για την καθιέρωση της δημοτικής, λόγω της άρνησης κυρίαρχων κύκλων της Αθήνας να την αποδεχθούν ή και της απουσίας επίσημων κανόνων χρήσης και διάδοσής της, υπάρχουν και άλλα πολλά.
Ένα από αυτά είναι και η σωσμένη στη συλλογική συνείδηση ως «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα· υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι» σχετική ρήση του αγωνιστή ποιητή Λορέντζου Μαβίλη. Είχε ειπωθεί στην ιστορική αγόρευσή του στη Βουλή το 1910, όταν αυτή συζητούσε το άρθρο 107 του Συντάγματος για τη συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής, είχε πει ή του είχε αποδοθεί ότι είχε πει: «Η γλώσσα, την οποία ομιλεί ο Ελληνισμός ολόκληρος από άκρου εις άκρον, από Κερκύρας μέχρι του Καυκάσου, χαρακτηρίζεται ως χυδαία. Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει· υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν». Ο Μαβίλης υπερασπίστηκε με κάθε δυνατό τρόπο τη δημοτική, καθώς και τη μετάφραση της «Οδύσσειας» από τον Ιάκωβο Πολυλά στη γλώσσα του λαού. Τον ίδιο χρόνο, αν και δεν ήταν σοσιαλιστής, είχε μιλήσει για τη δημοτική και την Παιδεία στον Βόλο, σε συγκέντρωση στο Εργατικό Κέντρο της πόλης, κάτω από πορτρέτα του Διονύσιου Σολωμού και του Καρλ Μαρξ.
Ο αγώνας για τη γλώσσα, όπως πιστοποιεί και το νέο βιβλίο «Η ελληνική γλώσσα στο Ιόνιον Κράτος», με κείμενα του Γεράσιμου Χυτήρη (1913-1997) για την περίοδο της αγγλικής κυριαρχίας στα Επτάνησα, ήταν σκληρός, πολυσύνθετος και είχε ταξικά χαρακτηριστικά. Από τότε συνδεόταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την υπόθεση της μόρφωσης και της Παιδείας των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Κάτω από την πίεση διαφόρων παραγόντων, οι Ριζοσπάστες, το πιο λαοφιλές αστικοδημοκρατικό κίνημα της Επτανήσου τα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας, συχνά χρησιμοποιούσαν στις ομιλίες και στα έντυπα τους την καθαρεύουσα, όπως μαρτυρεί και η κερκυραϊκή εφημερίδα τους «Ριζοσπάστης» του 1850. Την ίδια γλώσσα έβρισκε κανείς και σε κείμενα σειράς εργατικών συνδέσμων και συναφών οργανώσεων της Κέρκυρας, αλλά και σοσιαλιστικών κινήσεων του νησιού, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος για το ξεπέρασμα μιας βαριάς κληρονομιάς και τη σταδιακή επικράτηση της κοινής, δημοτικής γλώσσας, ανεξάρτητα κιόλας από τις όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Εννιά χρόνια μετά την εκδήλωση του ΕΑΜ για τον Γληνό στην Κέρκυρα, το 1954, κυκλοφόρησε στο νησί σε βιβλίο μια μελέτη με τίτλο «Η Εκπαίδευση στην Κέρκυρα στα πρώτα χρόνια μετά την Ένωση», η οποία είχε σχολιαστεί θετικά το 1955 στις τοπικές περιοδικές εκδόσεις «Κερκυραϊκά Χρονικά» από τον Γεράσιμο Χυτήρη και «Πρώτο Σκαλί» από τον σήμερα 90χρονο πια ποιητή Σπύρο Κατσίμη. Ως συγγραφέας φερόταν πρόσωπο με το όνομα Σπύρος Χορμοβίτης. Επρόκειτο για ψευδώνυμο του κορυφαίου Κερκυραίου αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ανένταχτου κομμουνιστή, Γεράσιμου Πρίφτη, ο οποίος μετά τον Πόλεμο είχε τιμωρηθεί για τη δράση του με εξορίες και εγκλεισμό στη Μακρόνησο και το 1956 εκλέχτηκε βουλευτής της Αριστεράς στην Κέρκυρα, στο πλαίσιο ευρύτερου συνδυασμού, όταν το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου.
Η μελέτη του είχε σκοπό, όπως έγραψε, «να συμπληρώσει τον κύκλο μιας συστηματικότερης προσπάθειας που εκδηλώθηκε για τη μελέτη και τη σωστή αξιολογική τοποθέτηση του Εκπαιδευτικού ζητήματος της Κέρκυρας». Επικεντρώθηκε στην εξέταση της Εκπαίδευσης στον νομό τα πρώτα χρόνια μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864, γιατί «ήταν ανάγκη ν’ αποδειχτεί η κατάστασή της στα χρόνια της Αγγλοκρατίας και, σε άμεση συνέχεια, να τονιστεί με αδιάψευστα ντοκουμέντα πως καμμιά καλυτέρεψη δεν προήλθε με την Ένωση, σε μια κατάσταση τρομερή για τη μόρφωση του Λαού».
Όπως σημείωνε, «χρειάστηκε να καταλυθεί η Βενετσιάνικη κυριαρχία και να λυγίσει η εξουσία των ευγενών για να ριχτεί ο σπόρος της Εκπαίδευσης στην Κέρκυρα», αλλά ακόμη και «είκοσι χρόνια μετά τον παλλαϊκό ριζοσπαστικόν αγώνα που πραγματοποίησε την Ένωση, η μεσαιωνική κατάσταση συνεχιζόταν». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, αυτό οφειλόταν, στο ότι «και μετά την Ένωση πολιτικά κυρίαρχοι έμειναν οι παλιοί εντόπιοι δυνάστες, συνεχίζοντας την κοινωνική καταπίεση και την οικονομική εκμετάλλευση».
Ο Γεράσιμος Πρίφτης, αξιοποιώντας και σπουδαίες προηγούμενες έρευνες και μελέτες του Ανδρέα Μουστοξύδη (1785-1860) και του Σπύρου Θεοτόκη (1876-1940), αδελφού του μεγάλου λογοτέχνη, αναδείκνυε τα έντονα ταξικά χαρακτηριστικά και αποτελέσματα της δομής και της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος στον νομό έως τις μέρες του. Για αρκετά χρόνια μετά την ένωση, εξάλλου, έρευνες έδειχναν ότι ο αναλφαβητισμός στην Κέρκυρα ήταν από τους υψηλότερους στη χώρα.
Από τότε πολλά άλλαξαν και πολλές νέες σημαντικές μελέτες εκδόθηκαν για το θέμα της Εκπαίδευσης στο διάβα του χρόνου στο νησί και πολύ περισσότερο γενικότερα στη χώρα, συχνά προσανατολισμένες στο σήμερα. Συγχρόνως, ο πλούτος των ιδεών του Δημήτρη Γληνού, όπως μαρτυρεί ο όγκος των βιβλίων με μελέτες του που εκδόθηκαν στη διάρκεια των οκτώ δεκαετιών από τον θάνατό του και ακόμη επανεκδίδονται, έχει διαχυθεί και συνεχίζει να βρίσκει ανταπόκριση σε ευρύ κοινό.
Τίποτε ίσως από όλα όσα προαναφέρθηκαν δεν έχει χάσει την επικαιρότητά του, πολύ περισσότερο, θα λέγαμε, ειδικά όσον αφορά την Κέρκυρα.
Ο Κερκυραίος εκπαιδευτικός Γιώργος Καββαδίας, συγγραφέας τα χρόνια 1996 και 2000 των βιβλίων «Ανισότητα στην Εκπαίδευση» και «Η ελληνική Εκπαίδευση στον ορίζοντα του 2000» μαζί με τον συνάδελφό του Χρήστο Κάτσικα, το 2005 είχε δημοσιεύσει εργασία στην οποία επισήμαινε ότι επί δεκαπέντε περίπου χρόνια ο νομός Kέρκυρας βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις του πίνακα των επιτυχόντων στα AEI – TEI, μόνιμα και σταθερά, στο σύνολο των νομών της χώρας, με σημαντική διαφορά από τον πανελλήνιο μέσο όρο. Αναλύοντας διάφορα στοιχεία, έκανε λόγο για ένα πολύ σημαντικό και αναμφισβήτητο «εκπαιδευτικό έλλειμμα» στην Κέρκυρα.
Η μελέτη εντόπιζε μεγάλο κοινωνικό και χωροταξικό χάσμα, ότι οι κοινωνικές ανισότητες διαπλέκονται με τις γεωγραφικές και μετατρέπονται σε εκπαιδευτικές, πως η κοινωνική, οικονομική, μορφωτική και εν τέλει ταξική διαφοροποίηση αποκτά διαστάσεις ταξικού χάσματος. Επισήμαινε ότι όχι μόνο για την Κέρκυρα, αλλά και για τα άλλα Ιόνια νησιά, είχε προκύψει μια «απογοητευτική εικόνα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας» σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στις απογραφές των σαράντα χρόνων έως την περίοδο της έρευνας, τα Iόνια νησιά καταγράφονταν ως περιοχή «εκπαιδευτικής καθυστέρησης», για λόγους που συνδέονται, μαζί με τους γενικότερους, υ , με τοπικούς, όπως είναι η ιστορική εξέλιξη, η κοινωνική – ταξική διαστρωμάτωση, ο χαρακτήρας και το μοντέλο της «οικονομικής ανάπτυξης».
Αμβλύνθηκε τουλάχιστον αυτό το «εκπαιδευτικό έλλειμμα» κατά την τελευταία εικοσαετία; Θέσαμε το ερώτημα σε γνωστούς μας εκπαιδευτικούς της Κέρκυρας. Δεν υπήρξε ένας που να έδωσε καταφατική απάντηση. Αν δεν υποχωρεί κιόλας στον νομό το γενικότερο εκπαιδευτικό – μορφωτικό επίπεδο, όπως και η δυνατότητα πρόσβασης σε Σχολές επιλογής στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση όχι μόνο σε σύγκριση με άλλους νομούς, αλλά και σε σύγκριση με το παρελθόν, η σοβαρή υστέρηση μοιάζει να παραμένει και να έχει και πάλι, όπως είναι φυσικό, βαθιά και έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, αντίστοιχα της δομής της κερκυραϊκής και ελληνικής κοινωνίας.
Ο Δημήτρης Γληνός είχε δίκιο!
* Η φωτογραφία στην κορυφή του θέματος με τον Δημήτρη Γληνό και τον εκτελεσμένο από τους Γερμανούς την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή συνδικαλιστή δάσκαλο Κώστα Χυτήρη είναι τραβηγμένη το 1937 στην Ακροναυπλία, όπου είχαν αμφότεροι φυλακιστεί από τη δικτατορία Μεταξά, λόγω της υποστήριξής τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και των αγώνων τους για την Παιδεία.