Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες
όταν το φως
λιγοστεύει τα ξημερώματα.
Για τα φορτωμένα καμιόνια
και τους βηματισμούς
στις υγρές πλάκες.
Για τα προαύλια των φυλακών
και για το δάκρυ των μελλοθανάτων…
Μια νέα μεγάλη έρευνα για την προσωπικότητα, τα βιογραφικά στοιχεία, την αγωνιστική ταυτότητα και τη ζωή των 112 αγωνιστών που εκτελέστηκαν στη νησίδα Λαζαρέτο της Κέρκυρας από το μεταπολεμικό κράτος, μαζί και για τη στάση τους απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα και τον θάνατο, βρίσκεται σε εξέλιξη, σε συνέχεια παλαιότερων σχετικών ερευνών. Ήδη έχει αποδώσει αξιοσημείωτους καρπούς, μολονότι έχει ακόμη πολύν δρόμο να διανύσει, μέχρι να ολοκληρωθεί.
Τους καρπούς αυτούς παρουσιάζουν οι γραμμές που ακολουθούν, στο πλαίσιο της προσπάθειας να σωθούν όσα στοιχεία συγκεντρώνονται και να έλθουν στο φως πλήρη και έγκυρα στοιχεία για όλους.
Για να συμβεί αυτό, καθώς η έρευνα εκτείνεται σε δεκάδες πόλεις και χωριά της χώρας, είναι πολύ χρήσιμη η κατάθεση νέων στοιχείων από φυσικούς απογόνους, συγγενείς, φίλους ή και πολιτικούς απογόνους εκείνων. Οι γραμμές αυτές αποτελούν και μια σχετική πρόσκληση. Αποτυπώνουν στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από ποικίλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων μαρτυριών συναγωνιστών των εκτελεσμένων, πέραν των αρχειακών τεκμηρίων και άλλων σχετικών υλικών, οι οποίες δεν έχουν συμπεριληφθεί μέχρι σήμερα σε λιγότερο ή περισσότερο γνωστές αναφορές για τους εκτελεσμένους στη μαρτυρική κερκυραϊκή νησίδα τα χρόνια, κυρίως, 1947-1949. Απομένουν πολλά ακόμη και για την οριστικοποίηση των ονοματεπώνυμων των εκτελεσμένων, καθώς εκκρεμεί, αν και προχωρά ικανοποιητικά, η ανεύρεση ληξιαρχικών και συναφών πράξεων, ενώ συχνά υπάρχουν και σε επίσημα έγγραφα διάφορες εκδοχές των ονομάτων, συνυφασμένες με τη χρήση αγωνιστικών ψευδώνυμων και λανθασμένη καταγραφή είτε παραφρασμένων επωνύμων και ονομάτων που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν ή με τα οποία τους προσφωνούσαν σε κάποια χρονική περίοδο οι συναγωνιστές τους, στις συνθήκες εκείνων των χρόνων. Οι δυσχέρειες συλλογής και εξακρίβωσης στοιχείων παραμένουν σημαντικές. Ενδέχεται στοιχεία που παρουσιάζονται να τροποποιηθούν. Η αξιοποίηση νέων στοιχείων θα είναι σε αυτές τις γραμμές διαρκής, ανάλογα με τη ροή και την επαλήθευσή τους. Το συνολικό κείμενο θεωρείται προσωρινό, ικανό όμως να παρουσιαστεί, κυρίως ως νέο έναυσμα μιας πλήρους, όσο αυτό είναι δυνατόν, παράθεσης στοιχείων για όλους εκείνους που μπόρεσαν να αρνηθούν την αποκήρυξη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και συναφών οργανώσεών του (ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ), του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), των ιδανικών τους, ακόμη και στο στερνό δρομολόγιο στη νησίδα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όταν τους υπενθύμιζαν ότι θα γύριζαν πίσω στην πόλη της Κέρκυρας μαζί τους οι βάρκες με τους χωροφύλακες και στον στρατώνα τους οι εκτελεστές – οπλίτες της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας, εφόσον δέχονταν να δηλώσουν υποταγή. Διερευνώνται συγχρόνως για τη διακρίβωση συνάφειας ή όχι περιπτώσεις άλλων εκτελέσεων που προκύπτει ότι έγιναν στο Λαζαρέτο εκείνα τα χρόνια, καθώς η συλλογική μνήμη έχει κάνει λόγο για περισσότερες από 112 εκτελέσεις ισάριθμων κοινωνικοπολιτικών αγωνιστών. Συγκεντρώνονται, επίσης, αλλά οι ήδη διαθέσιμες δεν παρατίθενται σε αυτή τη φάση στα κείμενα που τους αφορούν, λόγω διαπίστωσης πιθανών λαθών σε σχετικές δημοσιεύσεις ή ανάγκης περαιτέρω επιβεβαίωσης για ορισμένα πρόσωπα, εικόνες των εκτελεσμένων. Ακόμη, γραπτά αρχειακά υλικά, δικαστικά και άλλα, από τα οποία ήδη προκύπτει ότι στην πλειονότητά τους οι εκτελεσμένοι αγωνιστές είχαν κατηγορηθεί για «αδικήματα» που διέπραξαν στη διάρκεια της Κατοχής στο πλαίσιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ, καθώς και στη φάση των συγκρούσεων του Δεκέμβρη του 1944, αμυνόμενοι, πέρα από την κατοπινή υποστήριξή τους στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στην ταξική ένοπλη σύγκρουση που επακολούθησε, ενώ προηγήθηκαν πολύμηνες φυλακίσεις χωρίς προσαγωγή σε δίκη. Για παρόμοιους λόγους, καθώς διασταυρώνονται λόγω μερικώς αντιφατικών ενδείξεων ή απλώς αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, δεν αξιοποιούνται σε αυτή τη φάση όλα τα διαθέσιμα υλικά, είτε αυτά είναι τελείως άγνωστα είτε είναι δημοσιευμένα ως έναν βαθμό σε παλαιότερα κείμενα τρίτων και δικών μας. Αυτό θα γίνεται σταδιακά.
Λεβέντες που δεν είχαν άλλο κρίμα
παρά της λευτεριάς τη φλόγα εντός τους
κι ήτανε φως το κάθε τους βήμα
και δικαιοσύνη ο πόθος ο κρυφός τους
Εικονίζονται οι εξής 15 εκτελεσμένοι αγωνιστές στην εισαγωγική φωτογραφική σύνθεση (από αριστερά, ξεκινώντας από την πάνω σειρά): Κολοβός Πολύβιος, Χριστοφίδης Κώστας, Αγιοβλασίτης Δημήτρης, Διαβάτης Γιώργος, Παπαδόπουλος Κώστας, Λιάκουρας Ηλίας, Χαραλαμπίδης Ευγένης, Γόδας Νίκος, Μπέης Αντώνης, Μιχαήλ Κώστας, Ρεμπάπης Δημήτρης, Γεωργαντάς Μήτσος, Τζανετής Λευτέρης, Ψυλλάκης Στρατής-Στάθης, Μπουμπούνας Αγάπιος.
Η ιστοσελίδα «corfucommunists.gr» ([email protected] και 6944 10 64 51) θεωρεί χρέος της να ολοκληρώσει, στο μέτρο του δυνατού, αυτή την έρευνα.
1.
Αγιοβλασίτης
Δημήτρης
Της υγείας το γάλα και το αίμα
της θυσίας ταιριάσανε στο είναι τους
και στα λογγωμένα τους τα στήθια
μια πλατιά καρδιά βροντολαλεί,
μαρτυρώντας,
πολεμώντας,
τραγουδώντας,
τη ζωή και την αλήθεια!
Ο Δημήτρης (Μήτσος, Μήτσιος) Αγιοβλασίτης (Χαμόδρακας, Χαμοδράκος) γεννήθηκε το 1922 στον Πειραιά.
Ήταν κατά διαστήματα λιμενεργάτης και αρτεργάτης ή αρτοποιός, σύμφωνα με κάποια στοιχεία. Επίσης, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, η οικογένειά του καταγόταν από την Κέρκυρα και τη Λακωνία. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ του Πειραιά και αγωνίστηκε εναντίον των ξένων κατακτητών και εγχώριων συνεργατών τους.
Το 1947, σε ηλικία 25 ετών, κατηγορήθηκε για τη δράση του στο ΕΑΜ και την υποστήριξή του στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στη Χαλκίδα.
Περιγραφές πολιτικών συγκρατουμένων του αναφέρουν τα εξής για τον Δημήτρη Αγιοβλασίτη:
Τον Δημήτρη Αγιοβλασίτη όλοι μας τον ξέραμε στο επώνυμο ως Χαμόδρακα, του Ευαγγέλου, 27 χρονών, από τον Πειραιά. Ο Μήτσιος Χαμόδρακας ήταν εργάτης στο λιμάνι του Πειραιά, προτού οργανωθεί στο ΕΑΜ. Και ήταν σ’ όλους μας γνωστό, από τις διηγήσεις του ίδιου, ότι ο Χαμόδρακας στο παρελθόν ήταν ένας τύπος με ιδιόρρυθμη ιστορία. Ήταν ένα κουτσαβάκι του λιμανιού ζυμωμένος με τον υπόκοσμο. Είχε, όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος, βρώμικο παρελθόν. Οι ιστορίες της ζωής του στον υπόκοσμο, καθώς τις αφηγούνταν, σου κόβαν την αναπνοή. Καβγάδες, ξύλο, γυναίκες της Τρούμπας, ναρκωτικά, μαγκιά και καταγώγια. Και τώρα βλέπεις μπροστά σου έναν εντελώς άλλο άνθρωπο. Έναν άνθρωπο ξαναγεννημένο με μια απέραντη καλοσύνη και ανθρωπιά.
(…) Ο Χαμόδρακας, μεγαλωμένος στο λιμάνι, είχε κάτι απ’ την αλμύρα του και περπατημένος στην τρούμπα, είχε μια παράξενη ιστορία, γεμάτη βρωμιά και μεγαλείο… Από μικρός τραβήχτηκε στην αμαρτία και μέσα στον κόσμο της πήρε μιά ξεχωριστή θέση. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε προστάτης μιας κοινής. Περνούσε απ’ τον άγιο Διονύση και σ’ ένα στενό που είχε δώσει ραντεβού για κάτι λαθραία, βλέπει έναν που τη χτυπούσε, τρέχει, μ’ αυτός πρόλαβε κι έφυγε (…) Στρίβοντας στο άλλο στενό, είναι ο συνεργάτης με τη βαλίτσα. Τσιγαρόχαρτα και πράμα… Της τα δίνει και της λέει να τον ακολουθήσει. Από στενά και σοκάκια φτάσανε στο σπίτι του στα Μανιάτικα (…)
– Στον Οργανισμό δούλευα τυπικά, από καιρό τώρα τη κάρτα μου τη χτυπούσε ο κουμπάρος μου (…) Μια μέρα που λέτε, έμαθα πως στο πρώτο Ντοκ τον κουμπάρο μου τον πιάσανε οι μπασκίνες και από στιγμή σε στιγμή θα τον παράδιναν στους γερμανούς. Σαμποτάζ, απεργία, προκηρύξεις… Ήτανε ανακατεμένος, βλέπεις… Τρέχω, λοιπόν, με άλλους δύο που είχα μαζί μου, μπαίνουμε σε μιά παράγκα που τον κρατούσαν, τραβάμε τα σιδερικά, αφοπλίζουμε τους δύο και μην τους είδατε… Στα Μανιάτικα πήραμε το φύσημα. Μέχρι τότε δε σκάμπαζα και πολλά πράματα για σας κ.λπ. Έβλεπα κάτι γράμματα στο τοίχο, διάβαζα και προκηρύξεις, όμως κοίταζα τη «δουλειά» μου και δεν έδινα προσοχή στα τοιαύτα (…) – «Η οργάνωση εκφράζει τα συγχαρητήριά της στο φίλο Μήτσο για τη τόλμη του. Όμως για να τον κάνουμε μέλος όπως ζήτησε ο Μίλτος – έτσι λέγανε τον κουμπάρο μου – δεν γίνεται, γιατί έχει άσχημο παρελθόν, για να το πούμε απ’ τη καλή…». Κι αναπάντεχα γυρίζοντας σε μένα πρόσθεσε: «Έτσι δεν είναι;». Εγώ ο Χαμόδρακας, ο φόβος κι ο τρόμος του λιμανιού, έχασα τη μιλιά μου και κούνησα, μπροστά σε μιά γυναίκα για πρώτη φορά στη ζωή μου, το κεφάλι μου καταφατικά. Μούσπασε τον τσαμπουκά, που λέτε. Πάει η μαγκιά μου, πάει το νταϊλίκι μου (…) Εγώ μόνο τη λέξη παρελθόν άκουγα να χτυπάει σαν βαριοπούλα στο κεφάλι μου (…) «Είναι παλληκάρι και μπεσαλής και αν θελήσει μπορεί ν’ αποβάλει το παρελθόν (…), χρειάζονται απτά δείγματα και η δική του διαβεβαίωση. Ο αγώνας είναι ιερός και τίμιος. Τέτοιοι πρέπει νάναι και οι αγωνιστές του».
– Σαν να πούμε παληός γάιδαρος, καινούργια περπατησιά (…)
– Ήρθανε δυο με πολιτικά κι ένας γερμανός και σε ψάχνανε…
– Παρελθόν, ανάθεμά σε παρελθόν, θα σε πετάξω στον καιάδα μ’ όλες σου τις αμαρτίες!
Το πέταξε. Έγινε δόκιμο μέλος…
– Όταν μας πιάσανε το ’45 και πήγα φυλακή, αυτή δεν έμοιαζε με τις άλλες που είχα ξανακάνει…
Σώθηκε σε γενικές γραμμές κι ένας διάλογός του με φύλακα στην Κέρκυρα:
– Αλήθεια ρε Μήτσο, εσύ ξύπνιος άνθρωπος, τραβηγμένος, παιδί της πιάτσας, πώς έμπλεξες με τους κουκουέδες;
– Όταν ξεμαστουρώσεις έλα να σπρεχάρουμε, τώρα ό,τι και να σου πω χαμένα θα πάνε.
– Εγώ όμως, ένα σου λέω, πως αν δεν αλλάξεις μυαλό γρήγορα, θα το φας το κεφάλι σου.
– Να σου πω Τέλη μου, εγώ που με βλέπεις, μαθήτευσα σ’ όλα τα πανεπιστήμια και στην κοινωνία και στον υπόκοσμο,κι εδώ μέσα βλέποντας δε κι εσένα, τώρα καταλαβαίνω πως βρήκα την αλήθεια και το νόημα της ζωής.
– Πού;
– Εδώ που με βλέπεις και σε βλέπω, είναι μπροστά μας ένας μεγάλος καθρέφτης, μόνο που εσύ είσαι στραβός απ’ τη μαστούρα.
Το τελευταίο του βράδυ:
– Κάτσε εκεί να ντυθώ και θάρθω μόνος μου. Άρχισε να ντύνεται μουρμουρίζοντας το τραγουδάκι:
Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει
με βαρύ αναστεναγμό
Αν μπορούσα να μαντέψω
της καρδιάς σου τον καημό
Το κρεβάτι του θα μείνει έτσι όπως τόχε στρώσει. Συμμάζεψε τα πράγματα (…), φίλησε τους συντρόφους του αποχαιρετώντας τους: (…) «Ευχαριστώ το κόμμα κι όλους εσάς που με βοηθήσατε να βγω απ’ το βούρκο στο φως. Ήμουνα στραβός και είδα. Σχωράτε μου κάθε απρέπεια στο παρελθόν. Φεύγω, με τις αγνότερες αναμνήσεις. Σας ευχαριστώ. Γεια σας… Ζήτω το κόμμα, που μούδωσε την τιμή να του προσφέρω τη ζωή μου και το αίμα μου. Αν αξίζω της τιμής, μην μ’ αφήσετε δόκιμο, κάντε με έστω και μετά θάνατο μέλος».
– Έγινες σύντροφε… Έγινες, όχι μονάχα απλό μέλος μα οδηγός…
Θυμόταν τα βασανιστήρια που είχε υποστεί στην ανάκριση για τη σχέση του με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, όταν κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για τον θάνατο συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών, καθώς και κάποιους στίχους που είχαν φτιάξει για εκείνον Μανιάτισσες:
Χαμόδρακα κομμουνιστή
και Βούλγαρε αρχιληστή
σκότωσες τον Ήλιακα
τον πρώτο χωροφύλακα
Λίγο πριν, τον είχε επισκεφθεί ένας θείος του, μεταφέροντάς του πληροφορίες ότι δεν θα αργούσε η εκτέλεσή του:
– Θα πας να δώσεις τη ζωή σου εσύ ο Μήτσος, ο λεβέντης της Μάνης και του Πειραιά για μια βλακεία (…) Πώς ένας άνθρωπος σαν κι εσένα πάει να χάσει τόσο κοροϊδίστικα τη ζωή του…
– Σ’ αυτό έχεις δίκιο, γιατί εσύ ήξερες κάποτε έναν άλλο Μήτσο και τώρα έγινα άλλος. Αυτή είναι η δύναμη του κόμματός μου. Πλάθει ψυχές.
– Βάλε μια υπογραφή και γλίτωσε τη ζωή.
– Χίλιες ζωές αν είχα, θα τις έδινα για το κόμμα κι’ αν ανασταινόμουνα τον ίδιο δρόμο θάπαιρνα (…) Και πες της μάνας μου, σ’ όλο μας το σόι, πως δεν τους ντρόπιασα και αφού δεν μπόρεσα να γυρίσω επί Ταν, έπεσα επί Τας. Σαν Λάκωνας.
Μια περιγραφή για εκείνον αναφέρεται και σε περιστατικό σε υποτυπώδες καφενείο της φυλακής:
Το καφενεδάκι λειτουργεί ακόμα (…) Ο Χαμόδρακας, ο (…), ο (…), πρώτοι και καλύτεροι…
– Σήμερα ο καφές δεν έλεγε τίποτα. Τυρόγαλο…
– Μακάρι και πούντο, μωρέ Χαμόδρακα, καϋμό τόχω που δεν είπες μια φορά: Μπράβο Μήτρο…
– Τι μπράβο να σου πούμε ωρέ Μήτρο, που μας φτιάχνεις κατσαμάκι αντί καφέ…
Σοβαρός, σεμνός, θετικός, υπάκουος, διαβασμένος, γλυκομίλητος και πίστη βουνό. Κι όλα αυτά τα χρώσταγε, όπως έλεγε, στα τρία γράμματα του ΕΑΜ, που πολύ θα το ‘θελε να ανήκει και στα άλλα τρία ανώτερα γράμματα.
Έχει σωθεί περιγραφή της στάσης του στο «κελί του Γολγοθά», λίγα λεπτά πριν τον πάρουν από τη φυλακή για εκτέλεση:
Τα τελευταία λόγια του στο κελί του Γολγοθά, όπως τα συγκράτησε ο (…) που τον επισκέφτηκε, ήταν τούτα:
Αυτή τη στιγμή που πάω να πέσω, συναγωνιστές, νιώθω πως ξαναγεννιέμαι. Κι αυτό το οφείλω στο ΕΑΜ που μου ξερίζωσε τον παλιό μου εαυτό και με έκανε άνθρωπο με ιδανικά. Και επιθυμία μου ήταν, αν ζούσα, να φτάσω και να γίνω και κομμουνιστής.
(…) Μπήκε την ώρα που διώχναν τους “επισκέπτες” κρατούμενους ένας ταγματάρχης του στρατού με στολή, με έναν ακόλουθό του. Είχε φαίνεται την περιέργεια να δει τους ΕΑΜίτες μελλοθάνατους πώς βαδίζουν για το Λαζαρέτο. Πρόβαλε μπροστά στο Δ. Χαμόδρακα και τον ρώτησε για ποιο λόγο οδηγείται αυτή τη στιγμή στο Λαζαρέτο.
Ο Χαμόδρακας του απάντησε ότι πέφτει για τα ιδανικά του ΕΑΜ και ότι πριν οργανωθεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Κατοχής ήταν άνθρωπος του υπόκοσμου και ότι το ΕΑΜ με τα ιδανικά του τον ανέβασε σε άλλο βάθρο και τώρα που πέφτει για τα δίκια του λαού αισθάνεται πως ξαναγεννιέται… Και ο ανώτερος αυτός αξιωματικός που φαίνεται συγκινήθηκε από αυτό τον ηρωισμό των κρατουμένων στην αυτοθυσία, γύρισε στον ακόλουθό του και είπε: Είναι κρίμα για την Ελλάδα που πέφτουν τέτοια παλικάρια.
Εκεί, καθώς περίμενε μαζί με συντρόφους του να τους πάρουν στο Λαζαρέτο, έγραψε το στερνό του γράμμα. Στη γυναίκα που τον βοήθησε ν’ αλλάξει τη ζωή του.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο την ημέρα της έκτης επετείου της ίδρυσης της ΕΠΟΝ 23η Φλεβάρη 1949, σε ηλικία 27 (κατ’ άλλους είχε γεννηθεί το 1924 και τότε ήταν 25) ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του. Την ίδια ημέρα κηρύχθηκε τρίτη, κατά σειρά, απεργία πείνας των κρατουμένων.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Βαγγέλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 17/4.3.1949.
Σώζεται σκίτσο-προσωπογραφία του καμωμένο από τον κρατούμενο στις φυλακές της Κέρκυρας ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν.
2.
Αικατερίνης
Χρήστος
Και κοκκίνισαν τα βράχια
και θολώσαν τα νερά
Ο Χρήστος (ενδεχομένως και Δημήτρης) Αικατερίνης (Κατερίνης) γεννήθηκε το 1916 στο μαρτυρικό χωριό Άγιος Θωμάς του νομού Βοιωτίας.
Ήταν γεωργός στο χωριό του και είχε αγωνιστεί στη διάρκεια της Κατοχής με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών, οι οποίοι τις 22 Ιούλη 1944 έκαψαν το χωριό και σκότωσαν, μεταξύ άλλων, τον αδελφό του Γιάννη Αικατερίνη.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στη Χαλκίδα ή τη Θήβα το 1947.
Μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας στην ακτίνα Θ’.
Περιγραφές συγκρατουμένων του αναφέρουν για τον ίδιο και τη βραδιά που τον πήραν από το κελί του, όπως και άλλους από διαφορετικά κελιά, για εκτέλεση:
Ο Χρήστος Αικατερίνης ήταν παντρεμένος. Στην Κατοχή ήταν εφεδροΕΛΑΣίτης. Τον πήραν τελευταίο τη βραδιά αυτή. Όταν άνοιξαν το κελί του ήταν ανεβασμένος στην πλάτη ενός άλλου αγωνιστή και φώναζε με το χωνί γι’ αυτή την εκτέλεση. Με το άνοιγμα του κελιού του, ένας φύλακας κάρφωσε τη ματιά απάνω του.
– Μήπως θέλετε εμένα;
Και επειδή δεν πήρε απάντηση κατάλαβε, ήταν γι’ αυτόν. Και απάντησε:
– Κατεβαίνω αμέσως. Μόνο να με αφήσετε να φορέσω τα καλά μου ρούχα. Πάω κι εγώ σαν το Γιάννη.
Σώθηκαν και οι εξής, αναλυτικότερες περιγραφές συγκρατουμένων του για τον ίδιο:
Δεν είχαμε αποφάγει τη ρέγγα μας όταν ακούμε φωνές απ’ τις άλλες αχτίνες (…) Ήρθαν στην αχτίνα μας χωρίς να τους ακούσουμε (…) Ο Αικατερίνης είναι ανεβασμένος στη «σκαλωσιά» και φωνάζει: «Λαέ της Κέρκυρας…», το φως απ’ τους φακούς στραβώνει (…) Σαν τέλειωσε το σύνθημά του ο Κατερίνης τους ρωτάει: Αν θέλετε εμένα, είμαι έτοιμος… και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στο πάτωμα. Περιμένετε όμως δυό λεπτά να ετοιμαστώ… Ντύθηκε, έβαλε τα καλά του, φόρεσε και τα καινούργια του παπούτσια… Γαμπρός μια και δεν πρόλαβα να γίνω, ας ντυθώ τουλάχιστον τώρα… Η γραβάτα λίγο τον δυσκολεύει, δεν έχει ξαναβάλει, την είχε όμως επί τούτου, με τη βοήθεια του (…) ετοιμάστηκε…
– Ξέρεις, απαγορεύεται η γραβάτα, λέει κάποιος φύλακας απ’ το σκοτάδι…
– Γιατί, ρώτησε απότομα ο «γαμπρός»…
– Ας τον, δεν πειράζει, δεν πνίγονται αυτοί, πρόσθεσε κάποιος άλλος.
– Το μαντήλι… ξέχασα το μαντήλι… Κάνει τη βαλίτσα του άνω κάτω ώσπου να το βρει… Είναι κεντητό σε μια άκρη… Το διπλώνει και το βάζει στο λαιμό… Κοιτάζεται σα νάχε καθρέφτη… Ωραίος, του λένε ξένοι και δικοί… Το μαύρο κοστούμι, η γραββάτα, τ’ άσπρο πουκάμισο και τα σπαστά μαύρα μαλλιά τον κάνουν ζωγραφιά… Είμαι έτοιμος… Α! Μια στιγμή, κάτι ξέχασα. Πάει στο παληό του σακάκι και παίρνει ένα μπλοκ… Έχει σημειώσει τα… οικονομικά της παρέας. Προσθέτει, αφαιρεί και… μετράει τα υπόλοιπα… Εντάξει… Μετά απ’ το πορτοφόλι του, βγάζει ένα κατοστάρικο (…) «Αυτό να το πάρετε λουκούμια για την αχτίνα απ’ ένα στον καθένα…».
Φιλάει τους συντρόφους του, περνάει ένα ένα τα κελλιά, χαιρετάει… Φωνές, χωνιά, πανζουρλισμός… Στη μέση του διαδρόμου θα μας χαιρετήσει με τα λόγια: «Παιδιά, δεν είναι τίποτα ο θάνατος, σαν περάσει η πρώτη ανατριχίλα, που κρατάει όσο ν’ ακούσεις το ΕΣΥ, μετά τίποτα… Ζήτω η Αντίσταση… Κάτω η ταπείνωση… Γεια σας αδέλφια…».
Έφυγε…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο Θεόδωρος) τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 32 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
3.
Αλεξιάδης
Αλέξης
Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.
Ο Αλέξης (Αλέξανδρος) Αλεξιάδης γεννήθηκε το 1900 και ζούσε στην Αθήνα.
Ήταν κουρέας και αγωνίστηκε επί περισσότερα από είκοσι χρόνια για τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες του, όπως έκανε και την περίοδο της κατοχής της χώρας από τον φασιστικό Άξονα, τασσόμενος δραστήρια με το ΕΑΜ.
Στη διάρκεια του εγκλεισμού του στη φυλακή της Κέρκυρας, μετά την καταδίκη του από δικαστήριο σκοπιμότητας στην Αθήνα σε θάνατο, μολονότι κλονίστηκε δεν έγινε υποχείριο των δυναστών του.
Περιγραφές αναφέρουν τα ακόλουθα για εξομολόγησή του σε νεότερο συναγωνιστή του, λίγες ώρες ή ημέρες πριν από την εκτέλεσή του:
– Άκου παιδί μου. Τελευταία το φάσμα της εκτέλεσης με είχε κλονίσει. Σας εξομολογούμαι σαν σύντροφος. Μιας και δούλευα στο συνεργείο -ήταν κουρέας- ρώτησα το φύλακα το Μοσχονά αν γίνεται ν’ αποφύγω την εκτέλεση. Μου ζήτησε να φύγω απ’ την αχτίνα μας και να κάνω αποκήρυξη. Αυτό του είπα είναι πολύ βαρύ για μένα, δεν το μπορώ. Καλά, μου λέει. Αλλά αν δω και κινδυνεύεις άμεσα, εγώ για το καλό σου θα στο ξαναπώ. Σου λέω την πάσα αλήθεια και να με συγχωρέσετε γι’ αυτό. Είναι και κάτι άλλο. Μέσα στην αχτίνα μας είναι δύο άτομα που υποστηρίζουν ότι δεν αξίζει να δώσουμε τη ζωή μας για μια αποκήρυξη των ιδεών μας. Αυτοί, παιδί μου, μου ταλάντεψαν την αποφασιστικότητά μου.
Τον φώναζαν, λόγω της ηλικίας του, Μπαρμπαλέξη.
Συγκρατούμενοί του περιέγραψαν ως εξής τις στερνές στιγμές του στην ακτίνα Ι’, όπου ήταν φυλακισμένος:
– Σήκω Μπαρμπαλέξη, του φωνάζει ο φύλακας Ν. Μοσχονάς.
– Εμένα ήρθατε να πάρετε;
– Δυστυχώς Μπαρμπαλέξη, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα…
Ο Μπαρμπαλέξης κάτι μουρμούρισε κι αναστέναξε (…)
Τα παραπέρα κελιά σαν κάτι ν’ άκουσαν από το ξάφνιασμα του Μπαρμπαλέξη κι ένας νεολαίος φωνάζει: Κουράγιο Μπαρμπαλέξη. Αφήνεις παιδιά πίσω σου. Τράβα περήφανος το δρόμο σου.
Ο Μπαρμπαλέξης ξαναβρίσκει γρήγορα την ψυχραιμία του. Η σκληρή και άτεγκτη πραγματικότητα που ορθώνεται μπροστά του τον συνεπαίρνει και τον σκληραίνει. Σε λίγο αφού ετοιμαστεί, βγαίνει στο διάδρομο κι απευθύνεται σε όλους μας με τούτα τα λόγια:
– Συναγωνιστές έχω 22 χρόνια στο κίνημα. Τώρα θα πέσω. Εξομολογούμαι σε σας ότι για την υπόθεση που με εκτελούνε δεν έχω καμιά σχέση. Είμαι τελείως αθώος. Γεια σας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 48 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
4.
Αναγνωστόπουλος
Μένιος
Έστρωσε ο νους
κι ανέβηκα
πάλι στον εαυτό μου
Ο Μένιος (Αριστομένης, Αριστοφάνης) Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε το 1908 στην Άμφισσα του νομού Φωκίδας.
Ήταν σοφέρ.
Στην Κατοχή έγινε μέλος αρχικά του ΕΑΜ και στη συνέχεια του ΕΛΑΣ στην περιοχή του.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων Θηβών το 1946. Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας τις αρχές του 1947.
Ήταν φυλακισμένος στην ακτίνα Β’. Σε κάποια φάση, ενώ έδειχνε να κλονίζεται, μεταφέρθηκε από φύλακες σε ακτίνα ποινικών κρατούμενων και «ανανηψάντων». Ωστόσο τελικά δεν υπέκυψε στις πιέσεις να «καρφώσει» συναγωνιστές του, όταν λύγιζε και δεχόταν να υπογράψει «δήλωση μετάνοιας».
Περιγραφές αναφέρουν ότι κατά τις τελευταίες ώρες του στο «κελί του Γολογοθά», παρουσία και επισκέπτη στο κελί αυτό παλαιού γνωστού συγκρατούμενού του, έφερε βαρέως τον προσωρινό κλονισμό του:
Κάποιος κάθεται παράμερα, αμίλητος σε μια γωνιά. Έχει γερμένο το κεφάλι του πάνω στα σταυρωμένα χέρια του. Η στάση του αυτή φανερώνει κάτι αλλιώτικο (…)
– Είμαι ο Μένιος ο Αναγνωστόπουλος, με θυμάσαι; Σε παρακαλώ, πες στα παιδιά να δεχτούνε να πέσω κι εγώ μαζί τους. Ζητάω απ’ όλους σας συγνώμη.
Στο πρόσωπό του φάνηκε η διπλή πίκρα για τη θέση του.
– Εμείς, απαντάει κάποιος μελλοθάνατος, έχουμε τρανή καρδιά και μεγάλη δύναμη για να σχωρνάμε σ’ αυτές τις στιγμές και κείνους που μας έβλαψαν σε κάποια στιγμή (…)
– Για όλα αυτά και πάλι σας ζητάω συγνώμη, απάντησε ο Μένιος σε τόνο χαμηλό (…)
Απόψε τον πήραν κι αυτόν. Κι αυτήν τη στιγμή νιώθει διπλά απατημένος. Πρώτο για την αφαίρεση της ζωής του και δεύτερο ότι του την αφαιρούν και ντροπιασμένη. Γι’ αυτό και ζητάει τη συγνώμη από τους συναγωνιστές του.
Μία ακόμη περιγραφή συγκρατουμένων του για την προσωπικότητά του και το δράμα του έχει σωθεί:
Ο Μένιος ήτανε ένα καλό παιδί. Γνωριζόμαστε απ’ την κατοχή, μαζί αγωνιστήκαμε στην Αθήνα, στο βουνό μετά, τραυματίστηκε τρεις φορές, μάλιστα μια σφαίρα από στεν, την είχε μέσα στα πλεμόνια του. Δεν μπόρεσαν τότε στο ορεινό χειρουργείο να του τη βγάλουν. Από τρίχα γλύτωσε το Δεκέμβρη. Στη φυλακή μαζί απ’ τους πρώτους. Ανακρίσεις, δικαστήρια, εξαίρετος. Στις εκδηλώσεις της ομάδας πάντα πρώτος, εύθυμος, χαρούμενος, εργατικός, τίμιος στα μαθήματα, παντού, απ’ τους πρώτους. Μα από την ημέρα που ρίξανε τους συγκατηγορούμενούς του στην Αίγινα, έγινε άλλος άνθρωπος. Κάθε βράδυ, ετοιμαζόταν, έγραφε το τελευταίο του γράμμα και το πρωί το έσκιζε. Πολλές φορές μονολογούσε προσπαθώντας να φτιάξει το λόγο που θα έλεγε σαν τον παίρνανε… Ένα βράδυ, ακούμε στον ύπνο μας μία κραυγή… Βοήθεια… Βοήθεια… (…) Η αγωνία της επικείμενης εκτέλεσης άρχισε να διώχνει τη χαρά απ’ το πρόσωπο κι αυτά τα όμορφα χείλια του, δεν χαμογελούσαν παρά σπάνια… Το τραγούδι του έγινε βραχνό, πένθιμο… (…) Ό,τι τρώει με ζόρι κρατιέται να μη το βγάλει… Όλα τον ενοχλούν (…) Άρχισε να χτυπάει τις πόρτες με τις γροθιές του και να φωνάζει: Πάρτε με να ησυχάσω (…) Πάλεψε μα δεν άντεξε (…) Όχι κρυφά. Πριν φύγει ήρθε και μας τόπε (…) Παιδιά, είπε, και τα μάτια του βούρκωσαν, δεν αντέχω άλλο, πάλεψα πολύ με τον εαυτό μου (…), σήμερα νικήθηκα (…) Δεν μου φταίει ο αγώνας, που είναι υπέροχος και ιερός. Προδίνω τον αγώνα γιατί και μένα με πρόδωσαν οι δυνάμεις μου (…) Κλαίει (…) Υπέγραψε και ηρέμησε κάπως (…)
Πάνε ένα βράδυ στις 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ανοίγουν το κελλί του σιγανά, σκύβουν πάνω απ’ το κρεββάτι του, τον στραβώνουν με τα φανάρια τους και τον προστάζουν να σηκωθεί (…) – Κοίτα τα παλληκάρια του ΕΛΑΣ… Το χαστούκι αυτό θα τον συνεφέρει, το όμορφο παρελθόν θα φουντώσει μέσα του, θα πυργώσει, θα τον γιγαντώσει
– Έλα σύντροφε μαζί μας, τίποτε πια δεν μας χωρίζει. Να και η πάστα σου. Φάτην, επιμένουν. Ορίστε και το κονιάκ. Πιές, πιές σύντροφε (…) Τον αγκαλιάζουν (…)
Απλώνει τα χέρια, ένας κόμπος ανεβαίνει και στέκεται στον καταπιόνα, δεν μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη και τα μάτια του τρέχουν, άνοιξαν οι βρύσες. Τότε ένας σύντροφος βγάζει ένα κόκκινο μαντήλι, πιάνει το Μένιο από το χέρι και άρχισε:
Απόψε θα πλαγιάσουμε
σε δροσερό χορτάρι
Ας έρθει ο χάρος για να δει
με τι παιδιά θα μπλέξει
Ας έρθει κι ας διαλέξει
κι ας μπει στη μαύρη γη
Ο χορός άναψε και τα τραγούδια δίνουν και παίρνουν. Η φωνή του Μένιου ξεχωρίζει. Σύντροφοι συγχωράτε με. Γκιότεψα και σκόνταψα, μα νάμαι τώρα ορθός.
Σε στερνό γράμμα του σε μέλη της οικογένειάς του ανέφερε:
Σας αφύνω τον τελευτέο χερετισμό έτσι είναι η ζωή. Να μην στεναχωρίθεται καθόλου μήδε να με μαυροφορέσται. Γιατί όπως προλεμίσαμαι για τη λευτεριά της πατρίδας μας έτσι αμίβονται η πατριότες.
Σας φιλώ
Ασημούλα, Ηλία και Ντίνα
Ασημούλα να προσέχεις τα παιδιά
Μένιος Αναγνωστόπουλος
(να μου φιλήσεις όλους τους δικούς μας)
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 40 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ηλίας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
5.
Αποστολόπουλος
Κώστας
Στ’ ανοιχτά
του πέλαγου
με καρτέρεσαν
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Αποστολόπουλος (Πολύφημος) γεννήθηκε το 1907 στην περιοχή Ιστιαία του νομού Εύβοιας.
Ήταν τυροκόμος. Τάχθηκε με το ΕΑΜ και ύστερα με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Κακουργιοδικείο στη Θήβα.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 41 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Δημήτρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
6.
Αργυρίου
Γιώργος
Εκείνοι είδαν
ξημερώματα, ένα φεγγάρι,
να τρέχει ματωμένο
πάνω από τα πεύκα,
στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Αργυρίου (Αργύριος, Τσαγανός) γεννήθηκε στην Αττική το 1920.
Ζούσε ή και είχε γεννηθεί στη Νέα Ιωνία Αττικής. Ήταν εργάτης, ξυλουργός. Υποστηρικτής του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Στις φυλακές Κέρκυρας ήταν στην ακτίνα Β’. Μολονότι είχε έλθει ενδεχομένως σε κάποια διάσταση με το κόμμα του, επέμενε να θεωρεί εαυτόν μέλος του και υποστήριζε τη δράση του.
Καταδικάστηκε σε θάνατο, για τη στάση του, από Κακουργιοδικείο των Αθηνών.
Έχουν σωθεί για τον Γιώργο Αργυρίου (πατρώνυμο Παναγιώτης) τα εξής στοιχεία για τις τελευταίες ώρες του και η εξής περιγραφή από συγκρατούμενούς του:
Μέτριο ανάστημα, γλυκό πρόσωπο, μεγάλα μάτια. Παντρεμένος με ένα παιδί. Πολέμησε τους καταχτητές στη συνοικία του ως διοικητής λόχου του εφεδρικού ΕΛΑΣ (…)
Αφού ετοιμάστηκε βγήκε απ’ το κελί και απευθύνεται στους συναγωνιστές του:
Συναγωνιστές, φεύγοντας απ’ τη ζωή, απευθύνω σε σας μια παράκληση – ο λαός μας αργά ή γρήγορα θα νικήσει – όποιος από σας γλιτώσει, να μεταφέρει την παράκλησή μου αυτή στο Κόμμα. Πεθαίνοντας σήμερα θα ‘θελα σαν τελευταία μου επιθυμία να με αποκαταστήσει στις γραμμές του. Σας υπόσχομαι ότι και εκεί που θα πέσω, θα πέσω αριστερά. Έχω ένα παιδί. Πιστεύω θα βρεθούνε σύντροφοι να του εξηγήσουν γιατί έπεσε ο πατέρας του. Γεια σας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 28 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
7.
Βασιλιάς
Γιώργος
Με το καμάκι του ήλιου
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Βασιλιάς (Βασιληάς, Βασιλικάς, Καλύβας, Λαοκράτης) γεννήθηκε το 1916 στην Αράχοβα Βοιωτίας, στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού.
Ήταν βοσκός και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στη διάρκεια της Κατοχής, αγωνιζόμενος εναντίον του κατακτητή, αρχικά ως μέλος εφεδρικού τμήματος του ΕΛΑΣ. Τον Σεπτέμβρη του 1943 πήρε μέρος στη σπουδαία νικηφόρα μάχη εναντίον των Γερμανών στην Αράχοβα, όπου σκοτώθηκε, μεταξύ άλλων, ο συγγενής του Θανάσης Βασιλιάς.
Στις φυλακές της Κέρκυρας φυλακίστηκε στην ακτίνα Θ’.
Σύμφωνα με μαρτυρία συγκρατούμενού του, οι συναγωνιστές του τον φώναζαν Λαοκράτη.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του για εκείνον:
Μας ήρθανε καινούργιοι (…) Κι έναν μελαχρινό με μαύρα κατσαρά μαλλιά, το Γιώργο Βασιλιά απ’ την Αράχωβα. Τους βοήθησα να μεταφέρουν τις αποσκευές τους κι όταν θέλησα να πάρω ένα κουτί παράξενα δεμένο με σταμάτησε ο Βασιλιάς, λέγοντάς με να μη το πειράξω. Το έφερε πάνω σαν τελειώσαμε την τακτοποίηση των κρεββατιών. Όταν το άνοιξε, έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Είχε μέσα πέντε γλαστράκια με διάφορα κακτοειδή. Έβαλε από ένα σε κάθε γωνιά κι ένα στο τοίχο φάτσα με τη πόρτα. Τι ωραίο που έγινε σήμερα το κελλί μας! (…) Μέσα στο κουτί, εκτός από τις γλάστρες, είχε τυλιγμένα σ’ ένα βρεμένο πανί διάφορα φυτά λουλουδιών, όπως γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες, αμπαρόριζα και σπορικά όχι λίγα.
Απ’ την άλλη μέρα κι όλας άρχισε γενική ταχτοποίηση. Όλα τα ραϊσμένα ουροδοχεία, τα σπασμένα μπότια και τ’ άδεια κονσερβοκούτια, θα μετατραπούν σε γλάστρες! Άλλοι τον βοηθάνε, άλλοι γελάνε κι άλλοι πάλι τον κοροϊδεύουν.
– Εδώ περιμένει από μέρα σε μέρα να τον πάρουν για εκτέλεση κι αυτός φυτεύει λουλούδια… Ο διάβολος δεν είχε δουλειά και κανόνιζε τα διαβολάκια… Αυτός όμως τη δουλειά του…
Μέσα σε δυο τρεις μήνες οι «γλάστρες» του πρασίνισαν κι είχαμε και τα πρώτα λουλούδια. Μια μέρα μας βγάλανε αγγαρία να κουβαλήσουμε ξύλα και βρήκε ένα σωρό κοπριά που είχανε φέρει για το περιβόλι και μιά που δεν είχε άλλο μέρος να τη βάλει, έβγαλε το πουκάμισό του και το γέμισε καθώς και τις τσέπες του. – Το καλό σου πουκάμισο λέρωσες; – Τι να κάνω, δε γινόταν αλλιώς, θα μου χαλούσανε τα φυτά δίχως κοπριά…
– Τι όμορφος που έγινε ο ανθόκηπος του Βασιλιά! Μια νότα χαράς για όλους· και οι πιο αδιάφοροι κάτι θάβρισκαν εκεί. Είχε σπάνια λουλούδια που τα καμαρώναμε τη μέρα σαν βγαίναμε στην αυλή… Πολλές φορές δεν τα βρίσκαμε γιατί τάχαν κόψει τη νύχτα…
Όσες φορές έβλεπε κομμένα τα λουλούδια του μέχρι που δεν έκλεγε. Γιατί μου το κάνουν αυτό; Τι τον πείραξαν τ’ αθώα λουλουδάκια; Μια μέρα περνώντας ο αρχιφύλακας θα του παραπονεθεί για τη καταστροφή των λουλουδιών.
– Καημένε Βασιλιά, ο κόσμος καίγεται και η γρηά χτενίζεται. Δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο παρά τα λουλούδια!
Ήτανε αφοσιωμένος με θρησκευτική ευλάβεια. Κουβέντιαζε μαζί τους για ώρες… Είχε πάρει μια ανθοκομία και μελετούσε όλη την ώρα (…)
Μια μέρα μας διάβασε μια μελέτη του, για τη ζωή, τη χρησιμότητα και το οικονομικό ενδιαφέρον της ανθοκομίας (…) Τα λουλούδια και τα τραγούδια μια πηγή για το λαό μας (…) Η ζωή των λουλουδιών θα του γίνει πάθος όταν μπει στη φυλακή. Σαν γεωργός, του άρεσε ν’ ασχολείται με κάτι. Τα μαθήματα κι οι ιστορίες τον κούραζαν (…)
– Κι αν σε ρίξουνε καμμιά μέρα Γιώργη…, τον πείραζε ο (…)
– Να σας πω, τώρα που ξέρω πόσο τ’ αγαπάτε τα λουλούδια, είμαι σίγουρος για το μέλλον τους. Εγώ δε θα πάρω μαζί μου παρά αυτή τη μπλε γλαστρούλα με το πλατύφυλλο βασιλικό να μου τη φυτέψουν… για συντροφιά (…).
– Δε μου λες Γιώργη, του κολλούσε ο (…), πώς συμβιβάζεται να είσαι Λαοκράτης και να σε λένε Βασιλιά;
(…) Μια βραδυά, που το φεγγάρι έφεγγε ακόμα και μεσ’ το κελλί, ακούμε βήματα, φωνές… Έρχονται φωνάζει κάποιος, ετοιμαστήτε… Οι ήχοι που κάνουν οι κασμάδες καθώς σκάβουν και το σπάσιμο από τις γλάστρες, μας ησυχάζουν! Ευτυχώς τη γλυτώσαμε. Μονάχα ο Γιώργος δεν ησυχάζει. Με τα νύχια θα σκαρφαλώσει στον τοίχο και σαν πληγωμένο θηρίο θα ουρλιάσει μέχρι που θα πέσει αναίσθητος στο πάτωμα… Τον βάλαμε στο κρεββάτι, μουρμουρίζει, δολοφόνοι… Σκοτώστε εμένα, όχι τα παιδιά μου, δεν σας φταίνε… Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, αναστέναζε βαρειά…
– Ψάχνετε να βρείτε κρυμμένα αρχεία στα λουλούδια μου… Ψεύτες, κακούργοι. Ανέβαινε απ’ το παράθυρο και όλο έλεγε: Μην τα πατάτε μη! Είναι παρθενόκρινοι. Είναι, είναι… και τα καλούσε σαν παιδιά με τ’ όνομά τους. Το συνεργείο ερευνώντας γελούσε, γελούσε…
Το πρωί σαν άνοιξε το κελλί, ο Βασιλιάς δε σηκώθηκε. Ήταν σκεπασμένος με τη κουβέρτα και το μεσημέρι που τον ξεσκεπάσαμε τι να δούμε! Ένα κατάλευκο Βασιλιά! Δεν τον αναγνωρίσαμε… Από τότε, μέχρι που θα τον πάρουν για εκτέλεση δεν θα κατέβει στο προαύλιο, μόνο θα μελετάει, θα μελετάει την ανθοκομία του…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Μάη 1948, σε ηλικία 32 ετών (πατρώνυμο Παναγιώτης), μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
8.
Βαφάκης
Θωμάς
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα σου
και το ξερό χορτάρι
Ο Θωμάς Βαφάκης γεννήθηκε το 1914 στην Αθήνα.
Δούλευε σε χρηματομεσιτικό γραφείο και στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, γεγονός που του στοίχισε βαρύ τραυματισμό.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου τον φυλάκισαν παρά το ότι έχρηζε νοσηλείας, τον τοποθέτησαν στην ακτίνα Ε’.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Κακουργιοδικείο της Αθήνας.
Έχει σωθεί η εξής περιγραφή για τον ίδιο από συγκρατούμενό του:
Ο Θωμάς Βαφάκης ήταν τραυματίας απ’ την Κατοχή. Είχε χτυπηθεί από χειροβομβίδα στο κεφάλι όπου του είχαν μείνει μέσα θραύσματα και κατά καιρούς πάθαινε αφασία και διαλείψεις.
(…) Το πάνω χείλος του ήταν χωρισμένο στα δύο από μια υποκοπανιά και χωρίς τα μπροστινά δόντια.
Σώθηκε και άλλη περιγραφή συγκρατουμένων του, με λόγια του τις παραμονές της εκτέλεσής του και σχετικά με την αντίδρασή του το μοιραίο βράδυ:
– Δεν κάνουμε καλύτερα χαρακίρι…, λέει ο Θωμάς (…)
– Παιδιά, εγώ για καλό και για κακό, θα πάω στο κελλί να ταχτοποιήσω τις οικονομικές μου εκκρεμότητες που έχω με την αχτίνα, γιατί έχω μια προαίσθηση που δε λέγεται… Μια φωνή μέσα μου μού λέει όλη την ώρα: Θωμά απόψε θα σε πάρουνε, ετοιμάσου… Θα σε πάρουνε οπωσδήποτε… (…)
(…) Ντύνεται, φοράει τις μπόττες του, λάφυρο γερμανικό στις Καρούτες και αφού φιλήσει τους συντρόφους του φεύγει λέγοντας… «Δεν σας τόλεγα πως θα με πάρουν;».
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 34 ετών (πατρώνυμο Γιάννης ή Κώστας), μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
9.
Βόζιος
Γιώργος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή
ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη
και για το δίκαιο.
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Βόζιος (Βόζος) γεννήθηκε το 1924 στη Σιάτιστα Κοζάνης.
Ήταν γουνεργάτης εκεί.
Ανταποκρίθηκε δυναμικά στο προσκλητήριο της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής, ενώ αργότερα εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Έχει σωθεί η εξής περιγραφή συγκρατούμενού του στις φυλακές της Κέρκυρας για την προσωπικότητά του:
Παίρνουν τον Γιώργο Βόζιο του Δημητρίου από τη Σιάτιστα Κοζάνης, 25 χρονών, εργάτη. Δικάστηκε περί τα τέλη του ’46 από Κακουργοδικείο των Γρεβενών. Ο Γ. Βόζιος κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ το Γενάρη του 1943. Αργότερα έγινε καπετάνιος λόχου του 27ου Συντάγματος (…) Πήρε μέρος στη μάχη του Φαρδύκαμπου τον Απρίλη του ’43, όπου εξολοθρεύτηκε ένα ιταλικό τάγμα, καθώς και σε διάφορες άλλες μάχες. Τα θανάσιμα κυνηγητά μετά τη Βάρκιζα τον ανέβασαν από τους πρώτους στο Δημοκρατικό Στρατό. Πιάστηκε τραυματίας στη μάχη Κνίδη του νομού Κοζάνης.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο Δημήτρης) τις 28 Ιούνη 1949, σε ηλικία 25 (κατ’ άλλους γεννήθηκε το 1926 και τότε ήταν 23) ετών.
Η εκτέλεσή του έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 49/1.7.1949.
10.
Γεωργαντάς
Μήτσος
– Έχω εντολή να σας ρωτήσω για τελευταία φορά κι αν δεχθείτε να υπογράψετε να σας γυρίσω πίσω στη φυλακή.
– Ζήτω ο ελληνικός λαός! Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας!
Ο Μήτσος (Δημήτρης, Δημήτριος, Μήτσιος)
Γεωργαντάς (Γιωργαντάς, Αρβανίτης) γεννήθηκε στο Σχηματάρι της Θήβας, στον νομό Βοιωτίας, το 1919.
Καταγόταν από αγροτική οικογένεια, ήταν αγρότης – κτηματίας και εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ στην περιοχή του. Επίσης, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και καθοδηγητής της Οργάνωσής του στο Σχηματάρι. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1940-1941 και σε διάφορες μάχες την περίοδο της Κατοχής, μαζί και με τον σκοτωμένο σε μάχη αυτής της περιόδου αδελφό του Βαγγέλη Γεωργαντά.
Συνελήφθη αργότερα ως υποστηρικτής του Δημοκρατικού Στρατού και καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στη Θήβα, μάλλον το 1946.
Στις φυλακές της Κέρκυρας φυλακίστηκε στην ακτίνα Β’.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του για τον Μήτσο Γεωργαντά (πατρώνυμο Αχιλλέας) τα εξής στοιχεία για τις τελευταίες ώρες του και η εξής περιγραφή για την προσωπικότητα και τη δράση του:
Ώρα τρεις, τα μεσάνυχτα. Οι φύλακες μπουκάρουν (…) Στη Β’ αχτίνα οι φύλακες απόψε έχουν πολλή “δουλειά”. Ανοίγουν πρώτα το κελί του Μήτσιου Γεωργαντά (…) Ένα τριαντάχρονο παλικάρι από το Σχηματάρι Θηβών. Τελειόφοιτος Γυμνασίου. Γραμματέας της αχτίνας του.
Ποιον θέλετε; ρωτάει ένας κρατούμενος.
Δείχνουν το Μήτσιο.
– Έτοιμος είμαι… σας περίμενα.
Πράγματι τους περίμενε. Γιατί το ‘ξερε ο ίδιος από πριν. Ο Μήτσιος γνώρισε και την ιδιαίτερη δοκιμασία της επικείμενης εκτέλεσης. Αυτή η δοκιμασία έδειξε και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, τη γενναιότητά του (…) Ο ισοβίτης (…) κατάφερε να πάρει από την υπηρεσία κρυφά σημείωμα με τα ονόματα της νέας εκτέλεσης. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και το όνομα του γραμματέα της αχτίνας Μ. Γεωργαντά. Το σημείωμα έπρεπε να δοθεί στο Μήτσιο. Ο συναγωνιστής βρέθηκε σ’ ένα τρομερό δίλημμα. Να το δώσει το χαρτί στον ίδιον που αναφέρει και το όνομά του ή να κάνει άλλο, δικό του, που να αφαιρέσει το Μήτσιο; Αλλά τότε πώς θα ξέρει το κεντρικό Γραφείο ότι είναι και ο Μήτσιος; Ύστερα ο Μήτσιος θα το καταλάβει, αφού στο νέο χαρτί-σημείωμα θα είναι τα ονόματα των συγκατηγορουμένων του (από την περιοχή του), πως θα λείπει το δικό του; Έπειτα θα δημιουργηθεί και ηθικό θέμα για το Μήτσιο. Θα του γεννηθεί ίσως η εντύπωση πως δεν εκτιμάμε σωστά τη γενναία του ψυχή. Όχι, δε θα του το κρύψει. Μόνο που προτού του το δώσει θα του πει τι λέει. Έσφιξε την καρδιά του και τράβηξε.
Όπως έβγαλε το μοιραίο χαρτάκι, τον ρωτάει ο Μήτσιος:
– Ποιους είναι για να πάρουν; Τότε ένας κόμπος τού στάθηκε στο λαιμό. Έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εσωτερικό συγκλονισμό του. Έτσι δεν έδωσε απάντηση.
Ο Μήτσιος διάβασε το σημείωμα. Μια σκληράδα πέτρωσε το πρόσωπό του. Του λέει:
– Συναγωνιστή, εμείς είμαστε οι άνθρωποι της αχτίνας -ήταν κι εκείνος μέλος του Γραφείου- σ’ αυτές τις στιγμές της υπέρτατης δοκιμασίας μάς έχουν εμπιστευθεί ένα ιερό καθήκον. Επομένως συναισθηματισμοί δε χωράνε.
Την επομένη ο Γεωργαντάς κάλεσε σε έκτακτη σύσκεψη το Γραφείο της αχτίνας. Εκεί ανακοίνωσε την πληροφορία. Έκανε πρόταση για τον αναπληρωτή στη θέση του (…) Ζήτησε να μη βγει τίποτα έξω απ’ το Γραφείο. Έτσι και έγινε. Κανείς άλλος της αχτίνας δεν ήξερε ότι ο Μήτσιος ζει τις τελευταίες μέρες του. Ούτε ήταν δυνατόν να καταλάβει κανείς, γιατί στάθηκε ο ίδιος πηγή θάρρους και εμψυχωτικών προτροπών και εκδηλώσεων (…).
Βγαίνοντας ο Μ. Γεωργαντάς έξω απ’ το κελί φώναξε: Αδέρφια κρατήστε ψηλά τη σημαία του αγώνα. Είμαι περήφανος που πέφτω ως μέλος του Κόμματος που κράτησα ψηλά τη σημαία του. Εύχομαι απόψε να είμαστε οι τελευταίοι που βαδίζουμε για το Λαζαρέτο. Ζήτω η Εθνική Αντίσταση. Ζήτω το ηρωικό ΚΚΕ.
Σώθηκε και περιγραφή που αφορά τον ίδιο και τον τοπικό Δεσπότη:
Δεσπότης στην Κέρκυρα αυτά τα χρόνια είναι ένας πρώην, όπως ειπώθηκε, καθηγητής Θεολογίας του Μ. Γεωργαντά στο γυμνάσιο Χαλκίδας, ονόματι Μεθόδιος Κοντοστάνος.
Την προηγούμενη χρονιά ο δεσπότης είχε επισκεφτεί τη φυλακή. Ο Μήτσιος βγήκε και τον χαιρέτησε. Ο Δεσπότης μόλις τον γνώρισε, συγκινήθηκε και του λέει:
– Κι εσύ Μήτσο μου εδώ;
– Κι εγώ Δέσποτά μου, κι όλοι δυστυχώς οι πατριώτες που πολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας.
– Τι μπορώ να κάνω για σένα; ρωτάει ο Δεσπότης.
– Ό,τι μπορείς να κάνεις για όλους μας, να κάνεις και για μένα, ήταν η απάντηση του Μήτσιου.
Ο Δεσπότης κατάλαβε πως αυτός ο άλλοτε μετριόφρων και επιμελής μαθητής του τώρα φοράει στο μέτωπό του την περηφάνια του πατριώτη αγωνιστή και η τύχη του θέλει να είναι δεμένη με την τύχη όλων των συναγωνιστών του. Ίσως γι’ αυτό να αισθάνθηκε μεγαλύτερη συμπάθεια απέναντι στον πρώην μαθητή του.
Έτσι κάθε φορά που ο πρωτοσύγγελος παπα-Σπίνουλας επισκεπτόταν τη φυλακή, μετέφερε στο Μήτσιο και τα εγκάρδια χαιρετίσματά του.
Ο Μ. Γεωργαντάς σκέφτηκε να στείλει τώρα ένα γράμμα στο Δεσπότη. Πράγματι σύνταξε ένα τετρασέλιδο γράμμα σε κόλλα αναφοράς. Το παρέδωσε στον (…), αφού πρώτα του το διάβασε, για να σταλεί στον προορισμό του χωρίς το δρόμο της λογοκρισίας της φυλακής.
Το γράμμα μίλαγε για τους αγώνες του ελληνικού λαού στην Κατοχή, για τους αγώνες των προγόνων μας, για την αντεθνική στάση ορισμένων Ελλήνων, για τις (…) επεμβάσεις των ξένων που αιματοκύλησαν και αιματοκυλούν τώρα τον ελληνικό λαό. Για το πώς γίνανε οι δίκες και οι καταδίκες σε βάρος μας κ.λπ. Σε λίγες μέρες θα πέσω κι εγώ, κατέληγε. Θα ‘θελα σαν τελευταία μου επιθυμία να διαβάσετε αυτό μου το γράμμα στη Μητρόπολη.
Το γράμμα-υπόμνημα το έλαβε ο Δεσπότης. Αν το φύλαξε θα είναι ένα στοιχείο αγωνιστικής αρετής. Το είχε δώσει στα χέρια του ιερέα της φυλακής παπα-Σπίνουλα κρυφά ο (…)
Ο Δεσπότης, όπως μαθεύτηκε, σ’ ένα κήρυγμά του αναφέρθηκε σε περικοπές του γράμματος. Ο Μήτσιος όμως δεν έμαθε τίποτα, γιατί στο μεταξύ έπεσε. Στο Δεσπότη στάλθηκε ακόμα κι ένα γενικό υπόμνημα των πολιτικών κρατουμένων, το οποίο ο ίδιος διαβίβασε στην κυβέρνηση με την παράκλησή του να σταματήσουν οι εκτελέσεις.
Στους κρατούμενους απάντησε ότι υποφέρει από το δράμα τους και συγκλονίστηκε από την εκτέλεση του Γεωργαντά.
Έχει σωθεί και εκτεταμένη περιγραφή συγκρατουμένων του, με ευρύτερα στοιχεία για την προσωπικότητά του και τη στάση του στην κερκυραϊκή φυλακή, που την περίοδο της αγγλοκρατίας στα Επτάνησα είχαν χτίσει οι Άγγλοι αρμοστές, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αξέχαστος για τη βαρβαρότητά του Τόμας Μέτλαντ:
Τον λένε Γεωργαντά. Είναι από κάποιο χωριό της Θήβας, Σχηματάρι, λίγοι όμως τον φωνάζουν με το όνομά του. Το Αρβανίτης του πάει πιο τεργιαστά. Δεν θα μπορούσες να τον πεις ψηλό, το παράστημά του όμως είναι από κείνα που σου εμπνέουν την εκτίμηση και το σεβασμό. Δεν επεδίωκε ποτέ του κάτι τέτοιο, ήταν απλός, πρόσχαρος και καλοδεχτικός με όλους. Ήταν ο επικεφαλής της αχτίδας Β, ο γραμματέας της. Ήταν το παράδειγμα, το υπόδειγμα δεν έλεγε πολλά. Μα έπειθε όχι με τα λόγια, αλλά με το παράδειγμα. Σε κάθε εκδήλωση της αχτίνας ήταν με τους ΕΠΟΝίτες, πρώτος και καλύτερος.
Στις εξορμήσεις έπαιρνε τη σκούπα και τη φασίνα και προσπαθούσε να βγάλει τη διπλή δουλειά. Η καθαριότητα, έλεγε, δεν είναι καθήκον, είναι ζήτημα ζωής. Η καθαριότητα είναι η ασπίδα της υγείας. Ζούμε στις σαρκοφάγους του «Μέτλαν». Αν δεν φροντίσουμε τον εαυτό μας, δεν θ’ αντέξουμε στις κακουχίες, θα βγούμε άρρωστοι, κι ενώ φιλοδοξούμε να προσφέρουμε βγαίνοντας όσο πιο πολλά μπορούμε στον Αγώνα του λαού μας, άρρωστοι και σακάτηδες θα γίνουμε βάρος. – Εμπρός λοιπόν ούτε ένας άρρωστος από την αχτίνα μας, ούτε ένας φυματικός. Είναι ένα καινούργιο μέτωπο που έχουμε σήμερα μπροστά μας.
Στα Μαθήματα, εδώ πια ήταν ακαταμάχητος. Ένα ξύλο παρμένο από το μαγειρείο θα γίνει το σκαμνάκι του. Μ’ αυτό υπό μάλης πηγαίνει στο μάθημα και δεν φεύγει παρά μονάχα όταν φεύγουν όλοι. – Με το διάβασμα και τη μόρφωση παιδιά μεγαλώνουμε το μπόι μας. Σαν καμμιά φορά βγούμε και πάμε στα χωριά μας τότε θα δούμε πόσο αλλάξαμε. Οι αστοί δεν θέλουν να μάθει γράμματα ο λαός, παρά μονάχα για να βάζει υπογραφή. Δεν βλέπετε τι μας λένε καθημερινά… – Δεν θέλουμε να κάνεις τίποτα, βάλε μια υπογραφούλα και τέλειωσε. – Σε λίγο είσαι σπίτι σου. – Μα σύντροφε, τι να τα κάνω τα πολλά γράμματα, μήπως τα σκουλίκια δεν τους τρώνε τους σπουδαγμένους; Αφού θα μας εκτελέσουν αργά ή γρήγορα… Τι θέλουμε και σπάμε το τσερβέλο μας μες αξίες και υπεραξίες, αφού στον άλλο κόσμο δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι! Όλα είναι ίδια σκοτάδι πίσα μαύρο. – Όχι αδελφέ μου,δεν έχεις δίκιο, πρώτα δεν θα μας σκοτώσουν όλους. Έπειτα δεν ξέρεις λοιπόν τι γίνεται. Μπορεί αύριο να βγεις και να χτυπάς το κεφάλι σου γιατί δεν είσαι και συ ικανός να προσφέρεις κάτι στο κίνημα,. παρά την ιστορία σου και την παληκαριά σου. Γιατί από δω και πέρα, η παληκαριά και η λεβεντιά δεν θα φτάσουν. Ο πολιτικός αγώνας θέλει άλλα όπλα, άλλες σφαίρες. Σου χρειάζεται να ξέρεις να χειρίζεσαιτο προβολέα του Μαρξισμού Λενινισμού που έχει πολλά και δύσκολα κουμπιά. Γι’ αυτό διάβασε σύντροφε, πρέπει να γίνουμε καλοί κομμουνιστές.
– Μα κι αν ακόμα μας πάρουνε για τα λαζαρέτα, πάλι χρειάζεται να είμαστε διαβασμένοι. Όταν σταθούμε αντιμέτωποι με το απόσπασμα δεν θα χρειαστεί να μας δέσουν τα μάτια γιατί εμείς διαβασμένοι όπως θάμαστε θα ξέρουμε γιατί πεθαίνουμε. – Θα βλέπουμε πέρα μακρυά, στο Μέλλον, θα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε με σιγουριά αυτούς που είναι πίσω από το απόσπασμα. Και κάτι ακόμα, θα ξέρουμε με πίστη τι θα γίνει μετά από μας. Κι όταν αυτοί θα λένε «Επί σκοπόν! Πυρ!». Εμείς θ’ απαντήσουμε «Αδέλφια! Ζήτω το ΚΚΕ – σας συγχωρούμε».
Αυτά δεν τα έλεγε για τους άλλους, τα πίστευε και τα εφάρμοζε πρώτα στον εαυτό του.
Η περιοχή του ήταν αγροτική. Σπέρνουν στάρι και καλαμπόκι, ακόμα και λαχανικά. Τι φταίει όμως που δουλεύουν ήλιο με ήλιο και δεν χορταίνουν το ψωμί; Γιατί δεν χορταίνουν το ψωμί αν και παιδεύονται τόσο; Φταίει άραγε γι’ αυτό το σύστημα το κεφαλαιοκρατικό ή μήπως είναι κι άλλα κακά που πρέπει να τα μάθει; Έχει μήνες τώρα στρωθεί να μάθει λεπτομέρειες για τις ποικιλίες του σταριού, ποιο είναι το πιο καλό για την περιοχή. Σε ποιά σύνθεση του εδάφους ευδοκιμεί το ένα και σε ποιά το άλλο; Τι λιπάσματα χρειάζονται και πόσα σακκιά το στρέμμα! Η πρώιμη σπορά είναι πιο αποδοτική ή η όψιμη; Πώς πρέπει να θερίζονται τα σπαρτά – και κάτι ακόμα. Μήπως αντί για στάρι είναι προτιμότερο το βαμβάκι; το καλαμπόκι; ο καπνός; τα κηπευτικά; Για όλα πρέπει να ξέρει σαν αύριο βγει από τη φυλακή. Πάνω από το κρεββάτι του είχε φτιάξει μια βιβλιοθήκη. Ό,τι είχε σχέση με τη μελέτη των παραπάνω.
– Γεωργαντά, θα του πει μια μέρα ο αρχιφύλακας, κατά τη συνηθισμένη περιοδεία του από τις αχτίνες: Τι τα θέλεις τόσα βιβλία; Θα σε ωφελήσουν σε τίποτα; Δεν κουράζεσαι που κάθεσαι όλη την ημέρα και στραβώνεσαι μ’ αυτά; Έτσι σας λέει το κόμμα, να διαβάζετε;
Ίσιωσε όπως το συνήθιζε το μουστάκι του με το δείχτη του χεριού του και όσο γίνεται πιο απλά εξήγησε στο δεσμοφύλακά του: Πρέπει να χαίρεστε που υπάρχει κάποιο κόμμα που λέει στα μέλη του και στους οπαδούς του διαβάστε, σπουδάστε, γίνετε μυαλωμένοι, φωτισμένοι. Όταν υπάρχει τέτοιο κόμμα, τότε να είσαι σίγουρος πως ο τόπος αργά ή γρήγορα θα προκόψει. Μην ξεχνάτε ακόμα κύριε αρχιφύλακα πως ο Χριστός δεν έκανε τίποτα περισσότερο, πήρε φτωχούς αγράμματους αλιείς, τους φώτισε (…) Έτσι και τότε υπήρχαν κάτεργα, με δεσμώτες και δεσμοφύλακες. Τους ρίχναν στις κατακόμβες, όπως εσείς στα πειθαρχεία. Τους πετούσαν στα καμίνια και στα λιοντάρια, τους σταύρωναν όπως εσείς σήμερα μας εκτελείτε «πολιτισμένα», όμως ο κόσμος έγινε χριστιανός μετά από κάμποσα χρόνια. Κι εσύ χριστιανός λες πως είσαι σήμερα και καταριέσαι τους γραμματείς και φαρισαίους, τους δεσμοφύλακες και τους δήμιους που σκότωναν τους αγίους!
(…) Αυτή είναι η διαφορά μας κύριε αρχιφύλακα, εσείς λέτε εγώ κι εγώ λέω εμείς.
Ακολουθεί περιγραφή για τη νύχτα που τον πήραν, όταν άρχισε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους κρατούμενους η πληροφορία ότι επίκεινται νέες εκτελέσεις:
– Σύντροφε Γεωργαντά. Ήρθε ο χάρος με τη ρεντικότα…
– Μάθαμε πόσοι και ποιοι; Είναι σίγουρο;
– Σίγουρο ναι. Πόσους και ονόματα όμως δεν μου είπαν.
Η ώρα κυλάει. Μεσάνυχτα…
Ο Γιωργαντάς δεν θέλει ακόμα να κοιμηθεί. Επιμένει να ταχτοποιήσει κάθε εκκρεμότητα με την αχτίνα και την ομάδα (…) Ώρα 3 παρά τέταρτο. Πολύ βουητό στους διαδρόμους της φυλακής. – Αδέλφια ξυπνήστε, παίρνουν για εκτέλεση. Αίσχος! Ούτε οι Γερμανοί (…) Τα χωνιά που ήταν κάτω απ’ τα κρεβάτια βγαίνουν στα παράθυρα των κελιών και με τις φωνές τους σπαθίζουν τον αέρα. «Λαέ της Κέρκυρας (…)».
– Ησυχάστε οι άλλοι, μόνο εσένα Γιωργαντά θα πάρουμε από εδώ.
– Σας περίμενα. Είμαι έτοιμος. Όμως δεν χρειάζεται τόση κουστωδία, δώστε εντολή να φύγει το μπουλούκι των φυλάκων και θα πάμε οι δυό μας. Εκτός αν φοβάσαι.
– Από σένα ποτέ. Ξέρω τι παλληκάρι είσαι (…) και γυρίζοντας προς τους φύλακες τους διέταξε ν’ αποσυρθούν.
Φίλησε τους συντρόφους που χρόνια τώρα μοιράστηκαν τ’ άχαρο κελί. Αγγαλιάζει τους συντρόφους του για στερνή φορά.
– Η νίκη είναι δική μας. Είναι σίγουρη γιατί την οδηγεί το κόμμα μας, το ΚΚΕ. Στη βαλίτσα έχω γράμματα για την ομάδα, για τους συντρόφους της αχτίνας, το βιογραφικό μου σημείωμα και ό,τι σχετικό με τη ζωή της αχτίνας. Σ’ ένα ξεχωριστό φάκελο θα βρείτε πώς πρέπει να μοιράσετε τα υπάρχοντά μου. Τα μάτια σας παιδιά και το κόμμα.
– Σταθείτε εδώ στο μετερίζι κι ελπίζω δε θα χρειαστεί νάρθετε κοντά μου.
Η αχτίνα βουίζει, τα χωνιά διαλαλούν στα πέρατα του κόσμου το έγκλημα της νύχτας.
Οι φωνές κοπάσαν, τα χωνιά βουβάθηκαν με μιάς. – Ησυχία παιδιά, μιλάει ο Γιωργαντάς. – Σύντροφοι έχετε γεια. Καρδιά. Θα νικήσουμε. Συσπειρωθείτε γύρω απ’ την ομάδα. Αγάπη, ενότητα, σας αγαπώ όλους σας. Αν άθελά μου σαν θαλαμάρχης πλήγωσα κανένα του ζητώ συγγνώμη. Δεν έχω από κανέναν κανένα παράπονο. Είσαστε λεβέντες και με το παραπάνω. Σύντροφοι ΕΠΟΝίτες, αυριανοί κομμουνιστές. Συνεχίστε με θάρρος τον αγώνα. Το μέλλον είναι δικό μας. Ο Δημοκρατικός Στρατός σάς το υπόσχεται. Ζήτω η Εθνική Αντισταση. Ζήτω το κόμμα μας το ΚΚΕ. Γεια σας αδέλφια.
Τα ζήτω και οι φωνές φτάνουν στα μεσούρανα.
Ακόμη, έχει σωθεί το εξής στερνό γράμμα του σε αδέλφια του:
Αγαπημένα μου και Λατρευτά μου αδέρφια σας φιλώ όλους. Την ώρα που σας γράφω αυτά τα δύο λόγια πάω για εκτέλεση.
Τραβάω το δρόμο που χάραξε το αίμα του αδερφού μας Βαγγέλη για την υπόθεση της Ελλάδος, και Ελληνικού Λαού για τη Λευτεριά και την Ανεξαρτησία. Δε θέλω να στενοχωρευθήτε καθόλου γιατί αυτό δεν θα ήταν σωστό. Δεν θέλω να μαυροφορέσετε αλλά να ήσαστε ντυμένοι στα κάτασπρα σαν λευκά περιστεράκια όπως είναι αγνή και η ψυχή μας σαν περιστέρια. Αγωνιστήτε για την αγάπη του Λαού μας για την ειρήνη το καλό της πατρίδας και του Λαού. Πολλά φιλιά σε όλους τους δικούς μας.
Σας φιλώ με πολλή αγάπη Ο αδερφός σας Μήτσος
Γραμμένο την ώρα που πάω για εκτέλεση
Αναφέρεται ότι άφησε και γράμματα σε άλλους συγγενείς του, καθώς και αγωνιστικό γράμμα προς τους συντρόφους του στη φυλακή.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 29 ετών (ενδεχομένως 32 ετών καθώς αναφέρεται και ως γεννημένος το 1916), μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
11.
Γιαβρής
Γιώργος
Ποτέ δε διψάσαμε
από ελπίδες.
Το δισάκι της παρηγοριάς,
ξέχειλο ως απάνω.
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Γιαβρής (πατρώνυμο Νίκος) γεννήθηκε στο χωριό Μάρμαρα του Δήμου Μακρακώμης της Φθιώτιδας το 1921.
Ήταν γεωργός και τάχθηκε με το ΕΑΜ και τα οράματά του, γεγονός που του στοίχισε, κατόπιν διαβλητών κατηγοριών, καταδίκη σε θάνατο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 20 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 28 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 64/23.8.1949.
12.
Γιαννάτος
Μιχάλης
Σ’ ένα παπόρο μέσα
μας εμπαρκάρανε
Στην Κέρκυρα μας πάνε
να μας κρεμάσουνε
Μα ‘μεις θα τραγουδάμε
μα ‘μεις θα τραγουδάμε
Ο Μιχάλης (Μιχαήλ) Γιαννάτος (Λεγάτος, Δεγάτος) γεννήθηκε στο χωριό Διλινάτα της Κεφαλονιάς, κοντά στο Αργοστόλι, το 1909.
Ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και ζούσε κυρίως στην Αθήνα.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ.
Το τελευταίο βράδυ του στη φυλακή της Κέρκυρας, όπου μεταφέρθηκε μετά την καταδίκη του σε θάνατο για την κοινωνικοπολιτική του δράση, τραγουδούσε επτανησιακές καντάδες, από κοινού με άλλους Κεφαλονίτες που επίσης εκτελέστηκαν συγχρόνως.
Σε περιγραφή συγκρατουμένων του αναφέρεται και για εκείνον:
Ο (…) και οι άλλοι Κεφαλλωνίτες άφησαν εποχή με την παλληκαριά τους.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 40 ετών, μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Στάθης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 42/9.6.1949.
13.
Γιάννου
Φάνης
Νησί γιατί δεν τραγουδάς
νησί για δε χορεύεις
για τη καρδούλα σου χαλάς
και λυπημένο μένεις;
Μέσα στους κόρφους μου βαθειά
Κοιμώ τα περιστέρια
Τα θέρισε η αφρονιά
Των αδελφών τα χέρια
Ο Φάνης (Θεοφάνης) Γιάννου γεννήθηκε το 1914 σε χωριό κοντά στο Ξυλόκαστρο του νομού Κορινθίας.
Ήταν μάλλον πολιτικός μηχανικός. Υποστήριξε τη δράση τόσο του ΕΑΜ όσο και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Έχει σωθεί από συγκρατούμενούς του η εξής μαρτυρία για τον θάνατό του:
Ο Φάνης Γιάννου (…) βρήκε τη δύναμη μπροστά στο απόσπασμα να μιλήσει για τα ιδεώδη για τα οποία πέφτει στον αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική και κοινωνική λευτεριά του, με την ευχή να είναι ο τελευταίος. Τα λόγια αυτά του μάρτυρα νευρίασαν το απόσπασμα και τον χτύπησαν πρώτα στα άκρα κι ύστερα ως πρόβλεπε ο κανονισμός τους.
Σώθηκε και περιγραφή ευρύτερη για την προσωπικότητά του, τα ενδιαφέροντά του, τη στάση του στη φυλακή της Κέρκυρας:
Ο Φάνης ο Γιάννου είναι καινουργιοφερμένος, τον φέρανε από την Ακροναυπλία μαζί μ’ άλλους πατριώτες. Η φρουρά εκεί πυροβόλησε μέσα στο θάλαμο και σκότωσε και για να δικαιολογήσουν το έγκλημά τους χαρακτήρισαν σαν υπεύθυνους τάχα μια ομάδα κρατουμένους τους οποίους έφεραν στην Κέρκυρα. Είναι μέτριος στο ανάστημα, λεπτοκαμωμένος, με μεγάλα μάτια. Σεμνός και μετρημένος. Ό,τι γινόταν γύρω του τον άφηνε αδιάφορο. Η φυτολογία είχε γίνει το πάθος του.
Καταγόταν απ’ τα χωριά της Κορινθίας, απ’ τη Βιρτζίνια της Ελλάδας, όπως έλεγε. Η καλλιέργεια της σταφίδας, το μάζεμα, το λιάσιμο και η συσκευασία της. Όλα τον είχαν απασχολήσει. Ποιος πρέπει νάναι μελλοντικά ο τρόπος παραγωγής και εμπορίας της σουλτανίνας και του κέρινου. Είχε ασχοληθεί με τον ληστρικό ρόλο του ΑΣΟ και τη νέα συνεταιριστική μορφή στην οποία θα πρωτοστατούσε βγαίνοντας. Είχε μαζέψει κάμποσα βιβλία που μιλούσανε για τ’ αχλάδια, κοντούλες – μοσχάτα, κρυστάλια. Ώρες ολόκληρες μπορούσε να σου μιλήσει, για το πως τις φυτεύουν, τις σκαλίζουν, τις ραντίζουν κλπ.
– Αν ζήσουμε και βγούμε, νάρθεις στη Βόχα και να δεις τι θα πει περιβόλι. Έχω ένα μικρό αγρόχτημα και μέσα του θα βρεις όλα τα είδη των δέντρων. Τα είχα φτιάξει σαν νυφούλες. Τώρα ποιος ξέρει τι να γίνονται. Μου γράφει η μάνα μου πως τα προσέχει, αλλά εγώ ξέρω πως τα λέει αυτά για να μη με στεναχωρήσει. Όμως, σαν θα πάω, θα το κάνω κούκλα.
Σώθηκε και η εξής περιγραφή για την τελευταία του βραδιά:
Απόψε έχουμε επιφυλακή (…) Από κελλί σε κελλί ο Αρμένης, κατέληξε στο κελλί του Φάνη. Τον βλέπει που κάτι γράφει και τον ρωτάει τι σημειώνει.
– Τίποτα, κάτι σημειώσεις, για την ακαλλιέργεια.
– Τι πράγμα είναι αυτό;
– Μια νέα μέθοδος, και βάλθηκε να του εξηγεί…
– Αυτό είναι σπουδαίο πράμα, το εφάρμοσες εσύ;
– Όχι, τώρα έμαθα, γι’ αυτό τη σημειώνω, σαν βγω με το καλό θα την εφαρμόσω.
– Πού θα την εφαρμόσεις;
– Στη Κορινθία, στο χωριό μου.
– Α! Μπράβο. Γιάννου δεν σε λένε εσένα; Ή κάνω λάθος;
– Όχι, δεν κάνετε λάθος. Γιατί;
– Τίποτα, συνέχισε το γράψιμό σου, έτσι απλώς σε ρώτησα, είπε και βγήκε.
Ο Φάνης δεν έδωσε σημασία, ούτε στην επίσκεψη, ούτε στα λεγόμενα του φύλακα και συνέχισε τη δουλειά του (…)
Πλησιάζουν στο κελλί μας (…) Πάνε στο κελλί του Φάνη, είχε τελειώσει το γράψιμο και τοιμαζότανε να φάει. Με το στόμα ανοιχτό και το κουτάλι στα χέρια τον βλέπουν σαν ανοίγουν το κελλί του. Άφησε το κουτάλι κάτω και ρώτησε ήσυχα:
– Ποιον θέλετε;
– Εσύ δεν είσαι ο Φάνης ο Γιάννου; Τον ξαναρωτάει ο Αρμένης.
– Μάλιστα, εγώ είμαι.
– Εσένα θέλουμε.
– Αμέσως. Ετοιμάστηκε όπως όλοι, φίλησε τους συντρόφους του και τα βιβλία του, έβαλε τις σημειώσεις για την ακαλλιέργεια στη τσέπη κι ετοιμάστηκε. Ποιά είναι Φάνη πιο καλή, η καλλιέργεια ή η ακαλλιέργεια; Θα του πει κοροϊδευτικά ο Αρμένης.
– Να σας πω, όποια μέθοδος κι αν ακολουθηθεί, απ’ το μνήμα μου θα φυτρώσει το δέντρο της γνώσης και είμαι βέβαιος πως ίσως φας κι εσύ καρπούς.
– Αδέλφια μου, ας είμαι ο τελευταίος. Ας τσακιστεί του χάρου το σπαθί σε μένα. Ας είμαι εγώ αυτός που θα πάρω τα κλειδιά. Το πιστεύω και δεν γελιέμαι… Γεια σας και με το καλό στα σπίτια σας. Μια χάρη όμως σας ζητώ, περάστε απ’ τη μάνα μου, βοηθάτε την και μην αφήσετε το χτήμα να ξεραθεί.
– Γεια σου σύντροφε, γεια σου αδελφέ μας.
Στο γράμμα που άφησε για τη γριά τη μάννα του της έλεγε: Μια και δεν θάμαι εγώ πια, κάνε έτσι που σου γράφω, για το περιβόλι.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 29 Σεπτέμβρη 1949, σε ηλικία 35 ετών, ενώ τρεις μέρες νωρίτερα η γενική συνέλευση του ΟΗΕ είχε ομόφωνα λάβει απόφαση, με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ένωσης και με την παράλληλη δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης ότι θα σεβαστεί την απόφαση, για τον τερματισμό των εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Σπύρος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 70/30.9.1949.
Σε αυτόν αφιέρωσε ο Μανώλης Γλέζος ποίημα, με τον τίτλο «Θυσία», που έγραψε τον Αύγουστο του 1950.
14.
Γκερμάκης
Κώστας
Στα καμιόνια τους φορτώνουν
όπως και στην κατοχή
και εις τον συνηθισμένο τόπο
τους σκοτώνουν την Αυγή.
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Γκερμάκης (Γερμάκης) γεννήθηκε στη Δράμα περί το 1920.
Ανέπτυξε δράση υπέρ του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Καταδικάστηκε σε θάνατο, γι’ αυτήν, από Έκτακτο Στρατοδικείο στη Μακεδονία.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία άνω των 25 ετών, μαζί με άλλον ένα συναγωνιστή του, τις 8 Σεπτέμβρη 1947.
15.
Γκλιάτης
Θανάσης
Κι απ’ όπου χαράζει
ως όπου βυθά
τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι
Ο Θανάσης (Αθανάσιος) Γκλιάτης (Γιλάτης, Γλιάτσης, Ζαργάνας) γεννήθηκε στο χωριό Ψαχνά της Εύβοιας το 1919.
Ήταν κτηνοτρόφος και ζωέμπορος με δραστηριότητα στη Χαλκίδα και έγινε μαχητής του ΕΛΑΣ στη διάρκεια της Κατοχής.
Φυλακίστηκε στην ακτίνα Δ’ των φυλακών της Κέρκυρας μετά την καταδίκη του σε θάνατο, μάλλον από το Έκτακτο Στρατοδικείο της Χαλκίδας, το 1947.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του τα εξής στοιχεία για τον Θανάση Γκλιάτη:
Θανάσης Γλιάτσης του Δημητρίου, ψευδώνυμο Ζαργάνας. Το ψευδώνυμο έφαγε το όνομα. Μόνο μ’ αυτό τον φωνάζουν. Μένει στη Δ’ αχτίνα. Είναι από τα Ψαχνά Ευβοίας. Ηλικία γύρω στα 28. Ανάστημα μέτριο. Λεπτός, χλωμός, αδύνατος, πάντα κεφάτος, γελαστός, χαρούμενος. Όλες οι κουβέντες του είναι σκέτα καλαμπούρια. Γι’ αυτό στην αχτίνα του είναι ο τύπος της χαράς και του κεφιού (…) Ως μαχητής του ΕΛΑΣ ο Ζαργάνας είχε αναπτύξει σπουδαία δράση.
Αναφέρεται και περιστατικό ενδεικτικό του χαρακτήρα του:
Το 1944 πήρε εντολή από τη διοίκηση να διοχετέψει προκηρύξεις στο χωριό Ψαχνά που το κρατούν οι Γερμανοί και οι τσολιάδες. Το χωριό γύρω-γύρω ναρκοθετημένο και σκοπιές στις εισόδους. Οι κάτοικοι από φόβο δεν βγαίναν έξω στα χωράφια τους.
Ο Ζαργάνας στίβει το μυαλό του το πώς θα στείλει μέσα τις προκηρύξεις. Ξαφνικά συνέλαβε το σχέδιο. Την προηγούμενη είχε δει αδέσποτο ένα γάιδαρο. Ψάχνει, τον βρίσκει. “Του λέω στ’ αυτί τη μυστική αποστολή του. Αυτός συμφωνάει”. Έτσι του πασάλειψε το κορμί με ρετσίνι. Ύστερα του κόλλησε απάνω του τις προκηρύξεις. Αφού νύχτωσε τον βγάζει στο δρόμο και τον κυνηγάει προς το χωριό. Ο γάιδαρος καθώς νιώθει να του σφίγγει το ρετσίνι το κορμί, τρέχει ολοταχώς. Φτάνει στο γερμανικό φυλάκιο.
– Αλτ, του φωνάζει ο σκοπός στα γερμανικά.
Αυτός “αδιαφορεί” και τρέχει περισσότερο. Ο Γερμανός ρίχνει προς την κινούμενη σκιά, χωρίς να ξέρει τι είναι. Τον τραυματίζει, αλλά αυτός τρέχει. Τρέχουν άλλοι Γερμανοί, ψάχνουν, αλλά τίποτα.Το πρωί βρίσκουν το γάιδαρο με το παράξενο φορτίο ψόφιο και διαβάζουν: “Γερμανοί στρατιώτες, ο πόλεμος εκρίθη. Παραδοθείτε να γλιτώσετε. ΕΛΑΣ Ευβοίας”.
Η εξιστόρηση αυτή, όπως τη διηγείται ο Ζαργάνας, κάνει τους ακροατές του να ξεκαρδίζονται στα γέλια, και τον ρωτάνε:
– Για πες μας, Ζαργάνα, τι άλλο είπες στο αυτί του γάιδαρου, όταν του ανάθεσες αυτή την επικίνδυνη αποστολή;
– Του ‘πα ότι όταν θα ‘ρθει η απελευθέρωση, στην παρέλαση που θα κάνουμε στο χωριό θα τον βάλω πρώτον-πρώτον σαν τον καλύτερο σαμποτέρ. Μόλις τ’ άκουσε άστραψαν τα μάτια του και κούνησε τ’ αυτιά του δυνατά.
Κι ενώ όλοι γνωρίζουν πού σταματάει η ιστορία και πού αρχίζει το καλαμπούρι, συνεχίζουν να ρωτάνε τι άλλο είχε κουβεντιάσει με το γάιδαρο. Και ο αμίμητος Ζαργάνας διηγείται ένα σωρό φαντασίες που κάνει την παρέα να λιγώνεται στα γέλια.
Σώθηκε και περιγραφή για την αντίδρασή του όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού του προς τους συντρόφους του:
Κι αυτή την ώρα που τον παίρνουν, ο Ζαργάνας δε θα αφήσει τη στιγμή μέσα στη βαριά και θλιβερή ατμόσφαιρα. Γι’ αυτό μόλις βγαίνει απ’ το κελί του φωνάζει:
– Και τώρα συναγωνιστές ο Ζαργάνας επί σκηνής.
Κι αρχίζει ένα ξεκαρδιστικό νουμεράκι. Συνέχεια γέλια και πειράγματα των συναγωνιστών του.
– Και τώρα παιδιά φεύγοντας, πάω ν’ ανταμώσω και το συναγωνιστή μου το γάιδαρο. Γεια σας.
Φεύγοντας για πάντα ο Θανάσης Γλιάτσης, άκουγε πίσω του να ηχεί με ικανοποίηση ένα δυνατό γέλιο από τους συναγωνιστές του. Ήταν το τελευταίο που τους χάριζε. Μ’ αυτό το γέλιο ήθελε να τον ξεπροβοδίσουν προς το θάνατο και το πέτυχε.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Δημήτρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
16.
Γόδας
Νίκος
Κι όπου η βουλή μου συφορά
κι όπου το πόδι χάρος
η δύναμή σου πέλαγο
κι η θέλησή μου βράχος
Ο Νίκος (Νικόλαος) Γόδας γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1921. Καθώς η οικογένειά του ξεριζώθηκε και ήλθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική καταστροφή, κατοικούσε στην Αττική, στη Νίκαια (Κοκκινιά) του Πειραιά.
Ήταν ποδοσφαιριστής αρχικά σε σωματεία της συνοικίας του και αργότερα του Ολυμπιακού και είχε πάρει μέρος σε πολλούς αγώνες ως βασικό μέλος της ομάδας του συλλόγου.
Έγινε μέλος του ΚΚΕ και εντάχθηκε στο ΕΑΜ της συνοικίας του στη διάρκεια της Κατοχής. Αναδείχθηκε σε λοχαγό του 5ου, επίλεκτου λόχου Κοκκινιάς του ΕΛΑΣ.
Συμμετείχε σε γνωστές, ιστορικές μάχες και επιχειρήσεις, όπως μια πενθήμερη στην Κοκκινιά και τη γύρω περιοχή. Μαζί και στη μάχη για τη σωτηρία του εργοστασίου της «Ηλεκτρικής», που φεύγοντας οι Ναζί ήθελαν να καταστρέψουν για να βυθίσουν την Αθήνα και τον Πειραιά στο σκοτάδι
Στα Δεκεμβριανά πολέμησε στον Πειραιά εναντίον των Άγγλων, σε μάχες στη Δραπετσώνα, στον Προφήτη Ηλία και αλλού. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ είχε συλληφθεί και προσαχθεί, μαζί με συναγωνιστές του, σε μια δίκη-παρωδία που έμεινε γνωστή ως «δίκη του ασύλου της Κοκκινιάς». Η δίκη αυτή στηρίχτηκε ακόμη και σε μάρτυρες κατηγορίας που ήταν πράκτορες των Ες Ες ή αυτουργοί κιόλας στο εγκληματικό Μπλόκο της Κοκκινιάς, όπως δύο διαβόητα αδέλφια με το επώνυμο Κασιδιάρης που έδειχναν με το δάχτυλο στους Ναζί τους αγωνιστές κι εκείνοι τους εκτελούσαν επιτόπου.
Πολέμησε και τους προδότες – συνεργάτες του κατακτητή. Θαρραλέα είπε στο δικαστήριο πως έκανε το καθήκον του ως Έλληνας πατριώτης, πολεμώντας τον εισβολέα και τα «τσιράκια» του.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στην Αθήνα το 1945.
Πριν μεταφερθεί στις φυλακές της Κέρκυρας, φυλακίστηκε στην Αίγινα και σε αθηναϊκές φυλακές.
Είχε ενδιαφερθεί για τη σωτηρία του με παραστάσεις σε κρατικούς παράγοντες και η ομάδα του, ο Ολυμπιακός. Υπό τον όρο ότι θα υπέγραφε «κάτι λίγο έστω στα ψέματα», χωρίς να το πιστεύει, εις βάρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. «Όπως έστρωσε να κοιμηθεί», φέρεται να είχε πει, αντιθέτως, βιομήχανος που ήταν πρόεδρος του συλλόγου και αργότερα έγινε δήμαρχος Πειραιά και βουλευτής του κόμματος του Συναγερμού.
Ο Νίκος Γόδας, σύμφωνα με συγκρατούμενούς του, πρόλαβε να γράψει στους δικούς του:
– Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου.
– Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου.
Όταν τον πήραν από τη φυλακή για εκτέλεση, ζητωκραύγασε:
– Νενικήκαμεν – Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου.
Συγκρατούμενοί του έγραψαν για εκείνον:
Ο Νίκος Γόδας υπήρξε ένας πραγματικός ήρωας, ένας άνθρωπος που ξεπέρασε τον μέσο όρο, για να βρεθεί στο πάνθεον της κόκκινης ιστορίας, τιμώντας μέχρι την τελευταία του πνοή τις ιδέες που τον συνεπήραν στη σύντομη ζωή του.
Σώθηκαν περιγραφές και με άλλα στοιχεία για τις συνθήκες της «πρόσκλησής» του για εκτέλεση και την αντίδρασή του:
Στις 18.11.48 μιά ώρα μετά τη βραδινή κατάκλιση, οι φύλακες μπαίνουν στα κελιά για να πάρουν… Πρώτα πήγαν στην απομονωμένη Θ’ αχτίνα. Ανοίγουν το 4ο κελί. Καλούν το Νίκο Γόδα να περάσει στο γραφείο της διεύθυνσης για “επισκεπτήριο”.
Κατάλαβε:
– Είσαστε ψεύτες, βρε! Ντροπή σας! Μου παίζετε άτιμο παιχνίδι. Πέστε μου καθαρά, πάω για εκτέλεση, ναι ή όχι;
Του ορκίζονταν «όχι». Τους απάντησε:
– Κύριοι, να σας ακολουθήσω, στο κάλεσμά σας, αλλά μην προσποιείστε… και ξέρω γιατί είδους επισκεπτήριο με τραβάτε.
– Τους όρκους σας τους ξέρω… Σταθείτε λοιπόν να ντυθώ κι έρχομαι.
Ο Νίκος Γόδας είναι ένα εύσωμο παλικάρι με αθλητικό παράστημα. Γεννήθηκε πριν 27 χρόνια (…) Από μικρός είχε ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο και είχε αναδειχθεί μόνιμος (…) παίκτης του Ολυμπιακού. Στην Κατοχή εντάχθηκε γρήγορα στο ΕΑΜ και σε συνέχεια πέρασε στο ένοπλο τμήμα των πόλεων. Αργότερα ανέλαβε διοικητής λόχου του χώρου Κοκκινιάς – Κορυδαλλού με πλούσια πατριωτική δράση.
Ήθελε, καθώς θα τον έπαιρναν στο Λαζαρέτο, να πάει «με την φανέλα του Ολυμπιακού, για την πατρίδα και τα ιδανικά μου».
Φέρεται να ζήτησε:
Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή.
Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα αναφέρεται ότι ζητωκραύγασε:
Ζήτω ο Ολυμπιακός, ζήτω ο Δημοκρατικός Στρατός, ζήτω το ΚΚΕ.
Έχει σωθεί και η εξής περιγραφή:
Με το Γόδα, είχαμε καιρό να σμίξουμε. Γνωριζόμαστε από το Νοέμβρη του 44, όταν τον φέρανε λοχαγό στο Λόχο μας και συναντηθήκαμε εδώ στην απομόνωση, ύστερα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Την ώρα που μας μένει κάνουμε συντροφιά και μιλάμε για τα περασμένα. Τι άλλο να κάνεις;
(…) Φορώντας τις καινούργιες γυαλιστερές του γαλότσες και τυλιγμένος στο αδιάβροχό του μας επισκέπτεται ο διευθυντής. Όπως πάντα, τον συνοδεύουν το ειρωνικό του χαμόγελο κι ο αρχ/κας (…)
– Ξέρετε, μπαίνοντας εδώ μέσα, καταλαμβάνομαι από δέος.
– Γιατί κ. Διευθυντά;
– Διότι εδώ είναι συγκεντρωμένο το Αϊ-Λάιφ της ηγεσίας του κουκουέ. Και ξέρω ακόμα πως αν καμμιά φορά αλλάξουν τα πράγματα, το μικρότερο κομματάκι θάναι σαν το νυχάκι μου.
– Πλανάσθε κ. Διευθυντά. Εμείς δεν κηρύττουμε εκδίκηση μα συμφιλίωση.
– Σκυλί που δε δαγκώνει γλύφει.
– Εμείς, δεν γλύφουμε, πιστεύουμε με πάθος σ’ αυτά που λέμε.
– Καλά, καλά. Έτοιμος είσαι Γόδα να μου κάνεις προσηλυτισμό.
– Πάρτε το όπως νομίζετε, πάντως σας λέμε την αλήθεια.
– Η αλήθεια είναι σχετική, έτσι δεν είναι;
– Η αλήθεια είναι αλήθεια.
– Τότε, θα σε ρωτήσω κάτι, θα μου πεις όμως την αλήθεια.
– Σας ακούω.
– Όλοι οι άνθρωποι προσπαθούν να ικανοποιήσουν μια ματαιοδοξία. Να γίνουν διάσημοι, να τους επευφημίσουν, να τους χειροκροτήσουν και νάχουν να κάνουν με χρήματα. Εσένα, ούτε η δόξα, ούτε το χρήμα σούλειψαν. Τι ψάχνεις να βρεις;
– Κε Διευθυντά, ήμουν και παραμένω αθλητής, αγωνιστής, το κίνητρό μου δεν υπήρξε η δόξα και ο πλούτος.
– Αλλά;
– Η ευγενική άμιλλα και η δόξα των χρωμάτων της πατρίδας και της ομάδας μου.
– Τώρα που ήμουνα στην Αθήνα, με βρήκε κάποιος απ’ τους παράγοντες του Ολυμπιακού και μου ζήτησαν να ενδιαφερθώ για σένα.
– Καλωσύνη τους.
– Σήμερα δε, βρίσκεται εδώ με την Ομάδα που θα παίξουν, με την τοπική Κερκύρας.
– Αλήθεια; Παίζει ο Ολυμπιακός σήμερα εδώ; (…)
– Ναι!
– Ε, έχετε να μαζέψετε γκολ…
– Καλά, ας αφήσουμε τα γκολ. Οι παράγοντες -τους ξέρεις άλλωστε- ύστερα από ενέργειες των δικών σου, θέλουν να ενδιαφερθούν για σένα, με τον όρο όμως να τους βοηθήσεις.
– Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον τους. Εγώ όμως, είμαι αθλητής και νόμος αιώνιος για μας είναι ένας.
– Δηλαδή;
– Ο αθλητής να μην επιστρέφει στην αφετηρία.
– Αλλά;
– Να πέφτει ή να φτάνει στο τέρμα νικητής.
– Ανόητος ιδεαλισμός. Αυτά που λες συνονόματε… Οι Νικολήδες είναι έξυπνοι άνθρωποι. Σαν χάσω τη ζωή μου, φούρνος να μην καπνίσει.
– Αυτά που λέτε ισχύουν για όσους δεν μπήκαν στο στίβο. Εμείς έχουμε έναν άλλο τρόπο σκέψης.
– Να τον ακούσουμε.
– Η χαρά που ένοιωσε ο Μαραθωνοδρόμος όταν έφερε το «Νενικήκαμεν» στους Αθηναίους, είναι το ιδανικό μας.
– Τι να τον κάνεις, πέθανε.
– Κι όμως έγινε αθάνατος.
– Τέλος πάντων, ας μη μπλεκόμαστε με τ’ αθλητικά, γιατί δεν τα βγάζει κανείς πέρα μαζί σου. Και για να τελειώνουμε. Ο κ. αυτός να μην ανέβει τ’ απόγευμα να σε δει.
– Αν προϋπόθεση του ενδιαφέροντός του είναι αυτό που λέτε, τον ευχαριστώ μεν αλλά ας μην κάνει τον κόπο.
– Γιατί;
– Διότι, αν είχα πρόθεση ν’ ατιμάσω τον στίβο και τον αθλητή το έκανα και δίχως τη μεσολάβησή τους, για να τους είμαι και υποχρεωμένος…
– Δεν νομίζεις πως παίρνουμε καμμιά φορά αποφάσεις, που μετανοιώνουμε πικρά αργότερα;
– Αυτό ισχύει για τους άμυαλους.
– Τότε, ας αφήσουμε το χρόνο να δείξει, ποιος είναι ο άμυαλος.
– Σωστά! Τώρα όμως, επιτρέψατέ μου να σας ζητήσω κάτι.
– Λέγε.
– Μια και δεν μας αφήνετε βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες, επιτρέψτε μας τουλάχιστον τις αθλητικές.
– Σε σας όχι.
– Δεν νομίζετε ότι είναι βάρβαρο το μέτρο, να μας στερήσετε κάθε πνευματική τροφή;
– Οι διαταγές είναι του Υπουργείου κι εγώ σαν υπάλληλος καλούμαι να τις εφαρμόσω κι όχι να τις κρίνω.
– Τουλάχιστον καμμιά Χριστομάθεια, σχολικά ή και Εγχειρίδια ξένων γλωσσών όπως λέει ο κανονισμός;
– Τα πάντα απαγορεύονται για σας. Άλλωστε, δεν θα σας μάθουμε ξένες γλώσσες για να γίνετε αύριο διπλωμάτες και πρεσβευτές του κουκουέ.
(…) Το βραδινό φαγητό τόφαγε μ’ όρεξη. Ήταν χαρούμενος, λες κι ήταν ο σκόρερ της ημέρας. Μετά το καφεδάκι άναψε ένα τσιγαράκι και πλησιάζοντας στο φιλιστρίνι της πόρτας, με την όμορφη φωνή του άρχισε να μας τραγουδάει το αγαπημένο του τραγουδάκι:
Απόψε γύρισα νωρίς νωρίς στην καμαρούλα μας μην απορείς
Ενώ τραγουδούσε, οι φύλακες πατώντας στα νύχια μπαίνουν στην αχτίνα. Είναι πολλοί, έχουνε τρεις μήνες να φανούνε τέτοια ώρα και τόσοι πολλοί. Τι θέλουν; Τι ζητάνε; Ακούνε τον τραγουδιστή και περιμένουν να τελειώσει.
– Γεια σου Νίκο, του φωνάζουν, απ’ τα διάφορα κελλιά. Μα δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει. Η πόρτα τραβιέται με κρότο. Άνοιξαν. Στέκονται για λίγο σιωπηλοί (…)
– Τι θέλετε;
– Ποιον θέλετε;
– Μήπως αρχίσαμε πάλι τα ίδια; Απ’ όλα τα κελλιά, φωνές ανήσυχες, ερωτήσεις μα απόκριση καμμιά.
– Νίκο, ήρθε κάποιος απ’ τους παράγοντες του Ολυμπιακού και σε θέλουνε στο γραφείο του διευθυντή.
– Μα εξήγησα στον κ. διευθυντή ότι δεν τον χρειάζομαι.
– Σε θέλει όμως αυτός.
Ο μεγάλος αριθμός των φυλάκων και τα χαμηλωμένα μάτια τους τον έκαναν να καταλάβει.
– Είσαστε ψεύτες και μου παίζετε απ’ το πρωί ένα άτιμο παιχνίδι. Πέστε μου καθαρά, πάω για εκτέλεση ή όχι;
– Όχι στ’ ορκίζομαι, στο γραφείο σε θέλουν.
– Τους όρκους σας τους ξέρω. Σταθήτε λοιπόν, να ντυθώ κι έρχομαι. Έβαλε κατάσαρκα όπως τότε το λευκό παντελονάκι και την ερυθρόλευκη φανέλα που τάχε στη βαλίτσα του κρυμμένα επί τούτου.
Φωνές ακούγονται τώρα και απ’ τις άλλες αχτίνες. Το μαρτύριο ξανάρχισε, ο Γολγοθάς πάλι θέλει σταυρούς και σταυρωμένους.
Αφού φίλησε τους συγκελλίτες του, χαιρέτησε κι εμάς, στάθηκε στη μέση της αχτίνας και μας αποχαιρέτησε με τούτα τα λόγια:
«σ. Χαίρομαι που σαν αθλητής θα κόψω αύριο το πρωί το νήμα, χαρίζοντας σ’ όλους τους φιλάθλους την ωραιότερη νίκη της ζωής μου. Νενικήκαμεν – Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου».
Έφυγε όμορφος, κι ωραίος, σεμνός ο αθλητής μας για να δώσει το τελευταίο και νικητήριο ματς της ζωής του…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 19 Νοέμβρη 1948, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του, δύο από τους οποίους ήταν συμπολεμιστές του στον Πειραιά.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Βασίλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 83/1.12.1948.
Ο Δήμος Κερατσινιού – Δραπετσώνας Αττικής με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του έχει δώσει το όνομα του Νίκου Γόδα σε αθλητικό στάδιο της περιοχής. Η ζωή του, σύμφωνα με τον Δήμο, τον καθιστά «εμβληματική μορφή στο χώρο του ελληνικού αθλητισμού».
17.
Δημάκος
Νίκος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
εσύ και μες στη φυλακή
θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Ο Νίκος (Νικόλαος) Δημάκος (Μανιάτης, Δημάκας) γεννήθηκε το 1918 στην περιοχή του Ταύρου στην Αθήνα.
Δούλευε σε εκδοροσφαγείο της περιοχής.
Συνδέθηκε νωρίς με το ΕΑΜ και άλλες ΕΑΜικές οργανώσεις στην Αθήνα.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε στην ακτίνα Ι’ των φυλακών, μαζί με τον μικρότερης ηλικίας αδελφό του Θεόδωρο.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του:
Η απαγόρευση επεκτάθηκε και στη γυμναστική (…) Ο θαλαμάρχης μας Δημάκος Νίκος απ’ τα Σφαγεία είναι με τον αδελφό του Θεόδωρο (…) Τα σφαγεία έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στην προφορά τους. Μιλάει αργά, να πούμε βαρειά κι ακόμα μόρτικα. Είναι τζιμάνι παιδί, δεν κάνει ποτέ πίσω (…) Σήμερα ο Θεόδωρος μαζί με άλλους κουνάνε τα χέρια τους για να ξεμουδιάσουν. Ο φύλακας βλέποντας πως κάνουνε γυμναστική, ειδοποιεί τον υπαρχιφύλακα (…) Μπήκε μέσα κι άρχισε να φωνάζει. Ο θαλαμάρχης μπαίνει μπροστά και του λέει πως η διαταγή είναι παράνομη και αντιβαίνει τον κανονισμό. – Εκτός αυτού, δεν σας αρκεί κύριε υπαρχιφύλακα το γεγονός ότι μας σκοτώνετε, γιατί θέλετε να μας βασανίζετε κι από πάνω; Εμείς θα κάνουμε γυμναστική γιατί είναι δικαίωμα που μας το δίνει ο κανονισμός. Λόγο στο λόγο, φωνές, κακό, ο κόσμος φωνάζει, ο υπαρχιφύλακας επιμένει και για να δείξει πως έχει εξουσία τραβάει βίαια το θαλαμάρχη για το πειθαρχείο. Όπως τον οδηγούσε σπρώχνοντας, τον χτύπησε με τις γροθιές του και με το κλομπ.
Ύστερα από διαμαρτυρίες και παραστάσεις, κατά το μεσημέρι, ο θαλαμάρχης γύρισε στην αχτίνα.
Το ίδιο βράδυ, όπως η διεύθυνση είχε σχεδιάσει, πήραν αγωνιστές για εκτέλεση. Ο υπαρχιφύλακας καλείται να κάνει κάτι που δεν περίμενε.
Ένα όνομα που έχει ο κατάλογος τον βασανίζει (…) Πήγαινε για το κελί του Δημάκου (…) Πώς να φερθεί; Τι να του πει; Δεν ξέρει. Η πόρτα του κελιού των αδελφών Δημάκου άνοιξε! Σαν τίγρης πετάχτηκε απάνω ο Θόδωρος, έτοιμος να τον κατασπαράξει. Ευτυχώς όμως τον κράτησε ο Νίκος. Ησύχασε Θόδωρε, δεν κάνει, του λέει.
– Δεν τους βλέπεις, που δεν μιλάνε; Ποιόν θέλετε μωρέ, πέστε. Τι φοβόσαστε;
– Νίκο, άρχισε να τραυλίζει ο υπαρχιφύλακας, να με συγχωρείς… Εσένα μόνο…
– Μάλιστα κυρ Γκότση, μια στιγμή να τοιμαστώ… Άρχισε να ντύνεται… Μαζί του ντύνεται κι ο Θόδωρος…
– Δεν σ’ αφήνω να πας μονάχος, θάρθω κι εγώ Νίκο.
– Όχι, εσύ θα μείνεις, πού ξέρεις; Μπορεί να τη γλυτώσεις και να κοιτάξεις το σπίτι και τα παιδιά.
– Κύριε υπαρχιφύλακα ο αδελφός μου είναι παντρεμένος, έχει γυναίκα και παιδιά, δεν κάνει να πάω εγώ στη θέση του;
Τ’ αδέλφια αγκαλιάζονται, φιλιώνται και ο ένας επιμένει να μείνει ο άλλος. Στο τέλος ο Θόδωρος θα συνοδεύσει τον αδελφό του μέχρι το πειθαρχείο και θα του κρατήσει συντροφιά μέχρι που θα τον πάρουν… Πριν φύγουν απ’ το κελί, ο Νίκος γυρίζει προς τον υπαρχιφύλακα Γκότση και του λέει: Να τι είναι ο άνθρωπος. Το πρωί με χτύπησες και τώρα με παραδίνεις στο απόσπασμα… Όμως εγώ δεν σου κρατώ κακία. Σε συγχωρώ. Μη χτυπάς τους συνανθρώπους σου, δεν είναι σωστό…
– Νίκο μου να με συγχωρείς, ήμαρτον, χίλιες φορές συγνώμη. Να μου κοπούν τα χέρια. Σου δίνω το λόγο μου. Συγχώρα με κι ο θεός να σε συγχωρέσει…
Έχει σωθεί για τον ίδιο από συγκρατούμενούς του και η εξής περιγραφή:
Ξάφνου ένα βαρύ και ταχύ ποδοβολητό πλησιάζει τη Ι’ αχτίνα (…) Ανατριχιαστικά έτριξε η πόρτα ενός κελιού. Είναι το κελί των αδερφιών Νίκου και Θόδωρου Δημάκου. Μαζί τους και ο (…) που πετιέται απάνω πρώτος.
– Έλα ο Δημάκος… καλεί ο φύλακας.
Τ’ αδέρφια τινάζονται και τα δύο απάνω.
– Έρχομαι, απαντάει ο μικρότερος, ο Θόδωρος.
– Δεν είσαι συ αδερφέ, εγώ είμαι φωνάζει ο Νίκος.
– Όχι, εγώ είμαι, επιμένει ο Θόδωρος.
– Όχι-όχι, εγώ είμαι αδερφούλη μου, λέει πάλι ο Νίκος.
Τ’ αδέρφια “φιλονικούν” στο ποιος θα πάει για να “πέσει” και να μείνει ο άλλος στη ζωή. Ο υπαρχιφύλακας Γκότσης και οι φύλακες, μπροστά σ’ αυτή την αδιανόητη σκηνή γι’ αυτούς, χάνουν τη λαλιά τους.
– Λέγετε, μωρέ Γκότση, ποιον θέλετε, τι φοβόσαστε; του φωνάζει ο Νίκος.
– Εσένα, Νίκο…
– Όχι, θα ‘ρθω εγώ, κύριε υπαρχιφύλακα. Θα ‘ρθω, επιμένει ο Θόδωρος.
– Αδερφέ, ψύχραιμα και φρόνιμα.
Αυτά τα τελευταία λόγια δεν ήταν μόνο λόγια του μεγαλύτερου αδερφού. Ήταν και λόγια συντρόφου προς σύντροφο. Ήταν ακόμα λόγια καθήκοντος από καθοδηγητή. Προειδοποίησε τον αδερφό η κομματική καρδιά, πως παραπέρα συναισθηματισμοί δε χωράνε. Το καθήκον το καλεί. “Ψυχραιμία και φρονιμάδα”. Κι ο μικρότερος αδερφός που κατάλαβε πολύ βαθιά το νόημα και τη σημασία των λέξεων του αδερφού του, έσφιξε την καρδιά του και πειθάρχησε. Και τότε, το κελί απάντησε στις επίμονες ερωτήσεις των συναγωνιστών.
– Παίρνουν το Νίκο…
Μίλησε ο αδερφός που χωρίζεται από τον αδερφό, ο Νίκος: “Σύντροφοι, σαν κομμουνιστής έκανα το χρέος μου απέναντι στην πατρίδα και στο Κόμμα. Τώρα θα πέσω για τα δίκια του λαού. Το αίμα που χύνεται θα ποτίσει το δέντρο της λευτεριάς. Σταθείτε πιστοί στον τίμιο δρόμο του αγώνα. Αφήνω στη ζωή γυναίκα και παιδί. Τα εμπιστεύομαι στη φροντίδα του Κόμματος και του λαού. Ζήτω ο λαός. Ζήτω το ΚΚΕ. Γεια σας σύντροφοι”.
Ο Νίκος Δημάκος ήταν από τον δήμο Ταύρου της Αθήνας, εργάτης. Ψηλός, αδύνατος, μαύρα μαλλιά, πρόσωπο μακρύ. Αγωνιστής μετριόφρονας, σοβαρός και πολύ συμπαθητικός.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 30 ετών (πατρώνυμο Βαγγέλης), μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
18.
Δημητράκης
Γιάννης
Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια
Τον ήλιο π’ ανατέλλει να χαρώ
Κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια
Εσείς πεθαίνετε και όχι εγώ
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Δημητράκης γεννήθηκε στην Κρήτη, στον νομό Χανίων, περί το 1907.
Για τη δράση του υπέρ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας καταδικάστηκε σε θάνατο από Έκτακτο Στρατοδικείο στην Κρήτη, με επίκληση του περιβόητου Γ’ Ψηφίσματος περί εκτάκτων μέτρων για τη διασφάλιση του καπιταλιστικού κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος. Ήταν υποστηρικτής του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Φυλακίστηκε, όταν μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, στην ακτίνα Κ’.
Για τον ίδιο, για τη βραδιά πριν από την εκτέλεση του ιδίου και συναγωνιστών του, όταν τους πήραν από τα κελιά τους στο «κελί του Γολγοθά» και όσα είπαν εκεί ο ίδιος και οι συναγωνιστές σε επισκέπτη κρατούμενο, σώθηκαν οι εξής μαρτυρίες συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας:
Αυτές τις τελευταίες τους στιγμές εκδηλώνουν όλοι τους μια επαναστατική έξαρση. Η πνευματική τους διάθεση είχε κάτι το εξαίσιο. Ήθελαν να εξάρουν αυτό για το οποίο δίναν τη ζωή τους. Τα λόγια τους, μεστά από νοήματα. “Σύντροφε, να διαβιβάσεις σ’ όλους τους συντρόφους της φυλακής τους τελευταίους μας χαιρετισμούς. Εμείς νιώθουμε περήφανοι που πεθαίνουμε για τα δίκαια του λαού. Μείναμε πιστοί στο χρέος μας και θα πεθάνουμε με το κεφάλι ψηλά. Το Κόμμα μάς βοήθησε να νιώσουμε τα ιδεώδη που η πάλη για την πραγματοποίησή τους εξευγενίζει τον άνθρωπο. Στέλνουμε τα τελευταία χαιρετίσματα στο λαό και στο Κόμμα”.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία όπως εκτιμάται περίπου 40 ετών, μαζί με άλλους πέντε Κρητικούς συναγωνιστές του, τις 19 Νοέμβρη 1947, οπότε και έγινε η πρώτη ομαδική εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων των φυλακών της Κέρκυρας στη νησίδα.
19.
Διαβάτης
Γιώργος
Ο άνεμος φέρνει ακόμα τις φωνές,
όχι, εδώ δεν πεθαίνει κανείς,
εδώ θαρρείς κοιμούνται ίσκιοι
κι ονειρεύονται κάθε ξημέρωμα
μιαν άλλη ανάσταση
Ο Γιώργος (Γεώργιος, Γιώργης) Διαβάτης (Διαβατογιώργος) γεννήθηκε στη μικρή πόλη Δεσφίνα του Δήμου Δελφών, στον νομό Φωκίδας, το 1916.
Ήταν γεωργός.
Πολέμησε στην Αντίσταση τον κατακτητή μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ σε διάφορες μονάδες του και μάχες, σε κάποιες μαζί και με γνωστό καπετάνιο του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη. Είχε αναλάβει εξαιρετικά καθήκοντα.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε αργότερα καταδικασμένος για τη δράση του σε θάνατο, φυλακίστηκε στην ακτίνα Θ’.
Τις 8 Ιούνη 1948 δικάστηκε στην Κέρκυρα από Κακουργιοδικείο, μαζί με άλλους πέντε συγκρατούμενούς του, με τις ψευδείς κατηγορίες της συμμετοχής σε στάση στις φυλακές, σε απόπειρα φόνου εις βάρος φύλακα και σε παράνομη κατοχή και χρήση φονικού οργάνου, στη διάρκεια εκδηλώσεων των κρατουμένων για τον εορτασμό της ίδρυσης του ΕΑΜ τον Σεπτέμβριο του 1947. Στη δίκη αυτή αθωώθηκε.
Συγκρατούμενοί του έγραψαν για την προσωπικότητα, τη δράση και τη στάση του στις φυλακές της Κέρκυρας μέχρι και τις τελευταίες ώρες του:
Από τη Θ’ αχτίνα τη βραδιά αυτή παίρνουν τον Γιώργο Διαβάτη του Δημήτρη από τη Δεσφίνα Φωκίδας (…) Ο Γιώργος Διαβάτης ή Διαβατογιώργος όπως τον φώναζαν οι πατριώτες του ήταν πρωτοπόρος αντάρτης μαζί με το Διαμαντή. Στο πρόσωπο του Διαβάτη ήταν προσωποποιημένη η αντρειοσύνη του ΕΛΑΣ της Ρούμελης.
Ως κρατούμενος ήταν βουνό ασάλευτο μπροστά στις δοκιμασίες. Μπόι μέτριο, σώμα αρκετά γιομάτο, κεφάλι μεγάλο, με αθλητικό παράστημα παλαιστή, ματιά διαπεραστική. Άκαμπτος κι αδιάλλακτος απέναντι στους κρατούντες. Έκανε τη βία και την τυραννία να αλλάζουν όψεις μπροστά του. Αλλά η παλικαριά του αυτή δεν προχωρούσε ποτέ πέρα απ’ τα καθιερωμένα της Ομάδας μας.
Το βράδυ αυτό πριν την κατάκλιση – είχε μαθευτεί μυστικά ότι θα τον παίρναν – τον πλησίασε ένας συναγωνιστής και του είπε ότι απόψε θα παίρναν… και ίσως να ήταν και ο ίδιος.
– Α, ήρθε και η σειρά μου, το περίμενα, λέει ο Γιώργης με κείνη τη τη γνώριμη αταραξία του, πάντως σας ευχαριστώ που μου το είπατε, γιατί θα είμαι καλύτερα προετοιμασμένος.
Του δώσαν και μία κονσέρβα, μα δεν την άνοιξε, την κράτησε για αργότερα στο κελί της απομόνωσης. Ύστερα ο Γιώργης το ‘ριξε στο τραγούδι, μέσα στη γενική συγκινητική επιδοκιμασία των συναγωνιστών του. Άρχισε με το τραγούδι:
Για σήκω απάνω Γιάννο μου
και μη βαριοκοιμάσαι
Βρέχει ο Ουρανός και βρέχεσαι
χιονίζει θα κρυώσεις
θα σου βραχούνε τ’ άρματα
και τα χρυσά τσαπράζια…
Συνέχισε και με άλλα τραγούδια κλέφτικα του ’21. Και πότε-πότε έκανε πειράγματα με τους συναγωνιστές των άλλων κελιών (…) Δεν κοιμόταν κανείς στην αχτίνα. Στη συνηθισμένη ώρα του χάρου ήρθε η κουστωδία να τον πάρει. Μόλις άνοιξαν το κελί του, τους λέει:
– Είμαι έτοιμος. Μόνο σταθείτε ν’ αποχαιρετήσω τους συναγωνιστές μου.
Και βγαίνοντας στο διάδρομο απευθύνει το χαιρετισμό του:
“Σύντροφοι, αισθάνουμαι περήφανος που πέφτω σ’ αυτό το δίκιο αγώνα του λαού με επικεφαλής το δοξασμένο Κόμμα μας. Αν είχα και σαράντα ζωές θα τις έδινα όλες ως την τελευταία στον τίμιο αγώνα μας. Ζήτω το Κόμμα μας, ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω ο αδούλωτος λαός μας”.
Ο Γιώργος Διαβάτης σαν πρωτοπόρος αντάρτης πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των καταχτητών. Σε μιά απ’ αυτές ήταν και η μάχη στα Κρώρα θηβών. Στη μάχη αυτή ήταν καπετάνιος λόχου του 5ου ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας. Ο λόχος του έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο τελευταίο γιουρούσι ενάντια στους κυκλωμένους Γερμανούς που εξοντώθηκαν όλοι τους. Ήταν τύπος πολύ παρορμητικός ο Γιώργης, άφοβος και ριψοκίνδυνος κι έκανε τους αντάρτες του να ορμούν στη φωτιά της μάχης με αυταπάρνηση.
Στο κελί της απομόνωσης (…) ο Γιώργης άνοιξε την κονσέρβα που του έδωσαν στην αχτίνα του με τα δόντια. Στην παρατήρηση του αρχιφύλακα Τζόρα γιατί χαλάει τα δόντια του, ο Γιώργης του απάντησε γελώντας:
– Εδώ τελειώνει ο προορισμός τους. Κι αν τα χαλάω, δε μου χρειάζονται άλλο.
Από τον (…) ζήτησε ο Διαβάτης και του διηγήθηκε εκεί το ιστορικό της κατάληψης της φυλακής της Λιβαδειάς με την αποφυλάκιση των Ελλήνων πατριωτών από τους Ιταλούς το Φλεβάρη του ’43.
Σώθηκε και η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του, σχετικά και με αναφορά του στον δολοφονημένο με βασανιστήρια το 1938 στη φυλακή της Κέρκυρας ηγέτη της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας Χρήστο Μαλτέζο:
– Πάνω στη “γέφυρα της ομορφιάς”, δεν φτάνει να είσαι ωραίος, πρέπει και να φαίνεσαι, έλεγε ο Διαβάτης. Ο Γιώργος είναι Ρουμελιώτης σ’ όλα του. Μέτριος, σταράτος με παράστημα αθλητού άρσεων βαρών. Μιλούσε βαρειά και περπατούσε ακόμα πιο βαρειά. Αυτές τις στιγμές δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας απ’ τη συντροφιά (…) Ο Διαβάτης με μια παρέα Ρουμελιώτες έχει το λόγο.
– Αυτοί κοιτάνε μέσα, για να θανατώσουν τις ψυχές μας, κάτσε να φαρμακώσουμε εμείς τις δικές μας. Έδεσε τα χέρια πίσω απ’ το σβέρκο του, που μοιάζει ταύρου, και λέει: “Κρεμαστήτε όσοι μπορείτε και θα σας κάνω γαϊτανάκι”. Κρεμιώνται δύο απ’ τη μια και δύο απ’ την άλλη και τους στριφογυρίζει σαν ομπρέλες. Άλλος ζαλίζεται, άλλος πέφτει, κάποιοι γελάνε.
– Όχι, όχι, φωνάζει ο (…) και φέρνει το σχοινί απ’ τη γωνιά, “άλμα εις ύψος”. Πάνω από το μέτρο όλοι το περνάνε, μονάχα ο Διαβάτης, δεν τα καταφέρνει καλά. Ενάμιση μέτρο. Ο Γιώργος διαμαρτύρεται, όλοι γελάνε, μα κανείς δεν τον ακούει. Μερικοί το πήδησαν, άλλοι έμειναν. Παίρνει φόρα κι αυτός και τρέχει σαν αρκούδα καθώς σηκώνεται στον αέρα, κατεβάζουν το σχοινί. Το τι γίνεται δε λέγεται. Όλοι μαζεύονται γύρω και γελάνε.
– Τι να σας κάνω ζαγάρια που δεν έχουμε κανένα λιθάρι και θα σας έδειχνα.
Στο λιθάρι και στη χειροβομβίδα δεν τον έφτανε κανείς στο σύνταγμα. Από τους πρώτους αντάρτες της Ρούμελης. Πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες. Οπλοπολυβόλο και σφαίρες τα κουβαλούσε μόνος του. Πέντε μήνες στην Αλβανία και τρία χρόνια αντάρτης, τιμήθηκε για ένα σωρό εξαίρετες πράξεις, κι όμως δεν είχε ούτε ένα γρατζούνισμα. Μια φορά μονάχα μια τροχιοδεικτική τού έκαψε τη χλαίνη και το πήρε είδηση μονάχα όταν η φωτιά έφτασε στο πισινό. Κάτι καίγεται, κάτι καίγεται, είπε για μια στιγμή και πετάχτηκε σαν ελατήριο.
Μετά το παιχνίδι τον βάλανε στη μέση για καμμιά ιστορία αντάρτικη. Τον τσιγκλάνε απ’ τη μια, τον παιδεύανε απ’ την άλλη, τίποτα. Απ’ τα πολλά τους λέει, πώς μπορούμε ν’ ανάψουμε φωτιά χωρίς να βγάλει καπνό.
– Μα δεν υπάρχει φωτιά χωρίς καπνό.
– Καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει, αλλά φωτιά δίχως καπνό γίνεται…
– Και πώς;
– Όποιος το βρει, θα τον βάλω στον ώμο και θα τον κάνω δέκα βόλτες στο προαύλιο.
– Εγώ Διαβάτη θα σου δώσω μια κονσέρβα κορνεμπίφ, του λέει ο (…), όταν θα σε πάρουν, αν το φανερώσεις.
– Καλύτερα να πάρουνε εσένα και να γλυτώσεις και το τάξιμο. Αν τυχόν όμως και με πάρουνε κανένα βράδυ και δεν τη δώσεις κάηκες…
– Έχεις το λόγο μου.
– Λοιπόν, που λέτε, στα μέσα του 44, σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση, εγώ με την ομάδα μείναμε σαν μονάδα χώρου στα μετόπισθεν των γερμανών. Μας βάλανε οι κερατάδες στο ντουφέκι και με τα σκυλιά και δεν μπορούσαμε να σταθούμε πουθενά. Τα σκυλιά γαυγίζαν κι έρχονταν σφαίρα κατά τη λούφα. Όταν ακούω για μια στιγμή το μπάρμπα Λευτέρη που είχε έρθει τελευταίος να σκάει στα γέλια.
– Δεν ακούς τα σκυλιά αλυχτάνε κι εσύ γελάς;
– Μα ίσα ίσα γι’ αυτό γελάω.
– Γιατί;
– Σε λίγο δεν θα μπορέσουν να γαυγίζουν.
– Έστησες θηλιές;
– Έκανα κάτι καλύτερο… Στο μονοπάτι που στρίψαμε για να πέσουμε κάτω, σκόρπισα πάνω στ’ αχνάρια μας, μια χούφτα κόκκινο πιπέρι. Μόλις φτάσουν εκεί θα τους έρθει ο ουρανός σφονδύλι.
– Όταν καμιά φορά φτάσανε οι γερμανοί με τα σκυλιά τους εκεί, μύρισαν το πιπέρι, κάηκαν τα ρουθούνια τους κι άρχισαν ένα ουρλιαχτό σκυλιά και γερμανοί που δεν λέγεται. Έτσι γλυτώσαμε απ’ αυτούς.
– Μα εσύ είπες για φωτιά χωρίς καπνό και τώρα λες για σκυλιά και γερμανούς.
– Καλά ντε, υπομονή και θα φτάσουμε στη φωτιά.
Οι φύλακες είναι μαζεμένοι και κοιτάνε επίμονα μέσα, σιγομιλάνε και δείχνουν με το δάχτυλο. Όλη τους η προσοχή είναι στραμένη στη παρέα του Διαβάτη.
– Ας τους να χαζεύουν, εμείς τη δουλειά μας. Πού μείναμε λοιπόν;
– Στα σκυλιά.
– Α! ναι. Σαν γλυτώσαμε από δαύτους μας έκοψε η πείνα. Στη γιαύκα δεν μπορούσαμε να ζυγώσουμε, ούτε να μπούμε σε κανένα χωριό. Ψωμί, ούτε τρίμα εκτός από λίγο νεράκι, που έτρεχε από μια πηγή. Τι να κάνουμε; Μ’ έναν ακόμα στήσαμε γύρω απ’ τα περάσματα κάμποσες θηλιές και για καλή μας τύχη πιάσαμε τρεις λαγούς θρεμένους. Γύρω γύρω κάργα γερμανοί, να τους φάμε ωμούς δεν γίνεται, να τους μαγειρέψουμε δεν είχαμε τέτζερε. Το μόνο που μπορούσαμε ήταν να τους κάνουμε σουβλιστούς. Όλα γίνονται με τη φωτιά, όμως πώς θα γίνει; Τη νύχτα φωτάει, την ημέρα καπνίζει. Πώς διάβολο θα γίνει;
– Τότε λέει ο μακαρίτης ο μπάρμπα Λευτέρης, θεός σχωρέστον, τον ρίξανε στην Αίγινα, ετοιμάστε τους εσείς και τους ψήνω εγώ. Έστειλε μαζέψανε ξύλα ξερά και τότε είδα κι εγώ για πρώτη φορά πώς γίνεται η κλέφτικη φωτιά.
– Πώς;
– Έβαλε τα χοντρά-χοντρά κάτω, μετά τα πιο λιανά, έπειτα τα ψιλά και το προσάναμα στη κορυφή. Άναψε τότε την αφάνα και σιγά σιγά η φωτιά κατέβαινε τον κατήφορο δίχως ίχνος καπνού, έτσι κάναμε κάρβουνα και ψήσαμε τους λαγούς. Όταν καμμιά φορά έσταζε λίγο ζουμί και πήγαινε να καπνίσει, μια χεριά χώμα κι εντάξει η υπόθεση. Τότε έμαθα που λέτε κι εγώ, πώς να γλυτώνεις απ’ τα σκυλιά και πώς ν’ ανάβεις χωρίς καπνό.
(…) Ο Διαβάτης μένει στο πρώτο κελλί. Με τη βροντερή του φωνή που ακούγεται ως τη πόλη τραγουδάει το κλέφτικο του τραπεζιού.
“Κλείσαν οι στράτες του Μωρηά
Κλείσαν και τα Δερβένια
Κλαίνε τα Χάνια γι’ άλογα
Και τα τζαμιά γι’ αγάδες”
– Σκασμός! ακούγεται μια φωνή και ζυγώνει στο φιλιστρίνι. Σαν βλέπει το Διαβάτη ταράζεται, τα χάνει και ψελίζει “πιο σιγά σας παρακαλώ, είναι ώρα ησυχίας”.
– Κύριε Ελέησον, όταν το απόσπασμα περιμένει απ’ έξω η ησυχία πάει περίπατο.
Όλη η φυλακή τραγουδάει κι απαγγέλει.
– Άστους να ξελαρυγγιστούνε, έτσι θα μας ζαλίσουνε λιγώτερο με τις φωνές και τα χωνιά τους.
(…) Άνοιξαν το κελλί του Διαβάτη. Τον βρήκαν έτοιμο. Θέλησαν να του δέσουν τα χέρια. Αρνήθηκε. Περνάει από ένα κελλί. Κάτι λέει, κάτι του λένε. Σταματάει στου (…) “Την κονσέρβα πούταξες”.
– Εντάξει Γιώργο μου.
Θέλησε όπως και οι άλλοι να μας πει δυο λόγια, κάποιος προσπάθησε να του κλείσει το στόμα.
– Μπορώ να σε κάνω ίσα με το χώμα, όμως δεν θέλω να τόχω βάρος στη ψυχή μου. Σε συγχωρώ. Πάντως αν το πας έτσι κάποιος θα σε πάρει μαζί του.
– Ακούστε παιδιά, εγώ δεν είμαι δάσκαλος, ούτε αβοκάτος να βγάζω λόγους. Κρατήστε όσο μπορείτε, κι αν σας πεταλώσουν σαν το Μαλτέζο κι αν σας σουβλίσουν σαν το Διάκο, μην υπογράψετε αυτή τη πουτάνα τη δήλωση. Κάλλιο στο λάκκο με τιμή, παρά γκιότης χωρίς ντροπή… Γεια σας.
– Γεια σας αδέλφια φωνάζουν τώρα κι απ’ τις άλλες αχτίνες.
Στα πειθαρχεία είναι κι άλλοι. Το έμπα του Διαβάτη, τους ενθουσιάζει. Θα στήσουν ένα γλέντι τρικούβερτο. Η τάβλα είναι στρωμένη. Μια εφημερίδα και μια λαδόκολλα στο πάτωμα κι επάνω το φαΐ, τυρί, ψωμί, κονσέρβες, ρέγγες.
Τα κλειδιά λείπουν, γι’ αυτό ο Γιώργης τις ανοίγει με τα δόντια τις κορν μπιφ του (…)
– Θα χαλάσεις τα δόντια σου Διαβάτη.
– Δεν βαριέσαι κ. Αρχ/κα, για τώρα που τα θέλω δεν έχουν ανάγκη. Εκεί που θα πάμε δεν τα χρειάζομαι.
– Δίκηο έχεις, είπε κι έφυγε.
Την αυγή τους ρίξανε. Από ένα φύλακα μάθαμε πως οι φίλοι μας την ώρα που τους τουφέκιζαν τραγούδησαν:
“Σήκω σ’ απάνω Γιάννο μου
και μη βαριοκοιμάσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
χιονίζει θα κρυώσεις
Θα σου βραχούνε Γιάννο μου
τ’ άρματα και τ’ αργυρά κουμπιά σου
και τ’ ασημένιο Γιάννο μ’ το σπαθί”.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Φλεβάρη 1949, σε ηλικία 33 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Δημήτρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 17/4.3.1949.
Σώζεται σκίτσο-προσωπογραφία του, δημιουργία του αγωνιστή ζωγράφου Ασαντούρ Μπαχαριάν, κρατούμενου στη φυλακή της Κέρκυρας.
20.
Δόμτσος
Ηλίας
Θα μιλήσουν ο ήλιος,
τα λουλούδια, τα πουλιά.
Ο Ηλίας Δόμτσος (Τράικοφ) γεννήθηκε στο χωριό Σκοπιά της Φλώρινας το 1912.
Ήταν αγρότης. Πήρε μέρος στο ΕΑΜ και υποστήριξε τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 36 ετών (κατ’ άλλους είχε γεννηθεί το 1918 και ήταν 30 ετών), τις 16 Σεπτέμβρη 1948.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 71/24.9.1948.
21.
Ζερβός
Τάσος
Στην Κέρκυρα, μια στάχτη
βρέχει από φαντάσματα∙
Σώματα χιμαιρικά,
βγαλμένα από την καταιγίδα
αφήνουνε φωσφορισμούς
στο φάσμα της ομίχλης.
Ο Τάσος (Αναστάσιος, Τάσιος, Αναστάσης) Ζερβός (Καπετάν Τάσος) γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Κουρτάκι, κοντά στο Άργος, στον νομό Αργολίδας.
Πολέμησε ηρωικά στο Αλβανικό μέτωπο τα χρόνια 1940-1941 και έφερε τιμητικό τίτλο για τον ηρωισμό του.
Την περίοδο της Κατοχής ήταν αξιωματικός του ΕΛΑΣ, με βαθμό μόνιμος ανθυπολοχαγός πεζικού. Σε κάποιες μάχες εκτελούσε καθήκοντα καπετάνιου και γι’ αυτό τον προσφωνούσαν Καπετάν Τάσο.
Σχετικό έγγραφο βεβαιώνει ότι τις 5 Φλεβάρη 1944 ανήκε στο 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με έδρα την Τρίπολη Αρκαδίας, ήταν διοικητής λόχου και είχε ειδικότητα σαμποτέρ.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε στην ακτίνα Θ’ των φυλακών.
Συγκρατούμενοί του άφησαν τις εξής μαρτυρίες για την προσωπικότητα και τη δράση του:
Ο Τάσος κατατάχτηκε στο στρατό το 1939. Εκεί έγινε λοχίας και δήλωσε μονιμότητα. Το 1940 βρέθηκε στο Αλβανικό μέτωπο (…) Πήγε σε μια σχολή στην Ανατολική Μακεδονία και βγήκε ανθυπολοχαγός. Με την κατάρρευση γύρισε στο Άργος με τα πόδια.
Αρχικά ο Τάσος στον ΕΛΑΣ ανάλαβε τη διοίκηση μιας διμοιρίας σαμποτέρ. Το τμήμα του ανάπτυξε μια πλούσια δράση κατά των καταχτητών. Έκανε πολλά σαμποτάζ κατά των Γερμανών στη σιδηροδρομική γραμμή Κορίνθου-Πάτρας. Ανατίναξε ολάκερες αμαξοστοιχίες του εχθρού, γέφυρες, δρόμους κ.λπ. Ο ίδιος ποτέ δε μιλούσε για τη δράση του. Τα διηγούνταν όμως άλλοι συναγωνιστές που τα έζησαν ή τα άκουσαν (…) Μια ανατίναξη μιας μεγάλης γερμανικής αμαξοστοιχίας, αρχές Ιουλίου ’44, κοντά στην Ακράτα, με αρκετό γερμανικό στρατό που τον εξαφάνισαν και πήραν και πολλά γερμανικά λάφυρα.
Μετά την απελευθέρωση πιάστηκε αμέσως. Τον πέρασαν δικαστήριο στην Πάτρα και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Απόψε ήρθαν να τον πάρουν (…) Μαζί με τους φύλακες, από σεβασμό ήρθε και ο ίδιος ο αρχιφύλακας. Σαν άνοιξαν το κελί του, του λέει ο Τζόρας σε τόνο προσποιητά λυπημένο:
– Τάσο ετοιμάσου κι εσύ…
– Έτοιμος είμαι, κύριε Τζόρα, του απάντησε ήρεμα, κοφτά, ο Τάσος. Μόνο θα με αφήσετε να πω δυο λόγια στους συναγωνιστές μου.
Ο Τζόρας δεν απάντησε, απόδειξη ότι το δέχεται.
Αφού ντύθηκε ήρεμα-ήρεμα, βγήκε στο διάδρομο.
– Ακριβοί μου συναγωνιστές, ακούστηκε η φωνή του μέσα σε ιερή σιγή, φεύγοντας από κοντά σας θέλω να είστε πάντα αγαπημένοι, μονιασμένοι και πανέτοιμοι για να αντιμετωπίσετε ό,τι σας συμβεί. Πέφτοντας ήθελα το αίμα των αποψινών συντρόφων σας, το αίμα το δικό μας να είναι το τελευταίο που δίνει η φυλακή μας. Εύχομαι να επικρατήσει η συμφιλίωση και η ειρήνη στον πολυταραγμένο τόπο μας.
Τέλος ζητωκραύγασε υπέρ του ελληνικού λαού και του Κόμματος και ακολούθησε την κουστωδία για τον προθάλαμο του θανάτου.
Στα κελιά της απομόνωσης λίγο αργότερα, ο Τάσος ζήτησε να μαζευτούνε οι εκεί φύλακες, για να τους πει δυο λόγια. Πράγματι πήγαν μερικοί να τον ακούσουν σ’ αυτήν την ώρα τη στερνή.
– Εμείς, τους λέει, πεθαίνουμε για τα ιδανικά μας. Για μια Ελλάδα ευτυχισμένη. Για μια Ελλάδα χωρίς πλούσιους και φτωχούς. Για να απολαμβάνουν όλοι ίσα τα αγαθά των κόπων τους. Και εσείς οι φύλακες μέσα εκεί θα βρείτε την ανθρωπιά σας και την προκοπή σας, γι’ αυτό δεν πρέπει να φέρνεστε έτσι στους πολιτικούς κρατούμενους, πρέπει να τους σέβεστε και να τους εκτιμάτε. Μ’ αυτούς θα ζήσετε ως πολίτες αύριο.
Τους μίλησε ήρεμα, καλοκάγαθα, στοργικά. Ήθελε να μαλακώσει, να ανθρωπίσει και να συνετίσει αυτά τα άγρια θηρία. Τα έρμαια του μίσους και της απανθρωπιάς. Και, όπως ειπώθηκε από τους επισκέπτες κρατούμενους, ένας-δύο από τους φύλακες συγκινήθηκαν σε βαθμό που δάκρυσαν (…)
Ο Τάσος Ζερβός μαζί με όλους τους άλλους μελλοθάνατους της βραδιάς αυτής στην απομόνωση δημιούργησαν μια διαφορετική ατμόσφαιρα με τα καλαμπούρια, τις απαγγελίες ποιημάτων και τις ομιλίες τους.
Το όνομα του Τάσου είχε μια ξεχωριστή φήμη ανάμεσά μας. Ήταν μετρίου αναστήματος και είχε ένα επιβλητικό παρουσιαστικό. Νους βαθυστόχαστος και επιχειρηματολόγος, σοβαρός, ήρεμος, καλοσυνάτος. Όταν άνοιγε μια οποιαδήποτε συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα είχε μια ελκυστική δύναμη που σου τράβαγε το ενδιαφέρον. Αυτά του τα προσόντα τον είχαν αναδείξει Γραμματέα της ομάδας της Θ’ αχτίνας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 28 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Είχε καταδικαστεί σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στην Πάτρα, μάλλον με την κατηγορία ότι είχε σκοτώσει μαυραγορίτες.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Αλέξιος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 33/2.4.1948.
22.
Θωμαϊδης
Σάββας
Στ’ αγιασμένο τούτο χώμα
που ‘πιεν αίμα ποταμό,
μας κρατάει το χρέος ακόμα
για τον μέγα λυτρωμό
Ο Σάββας Θωμαΐδης γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Αμισιανά του Δήμου Παγγαίου στον νομό Καβάλας.
Ήταν γεωργός και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση συμμετέχοντας στον ΕΛΑΣ, ενώ αργότερα συντάχθηκε με τον Δημοκρατικό Στρατό.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 26 Φλεβάρη 1949, σε ηλικία 34 ετών (ή 35 ετών καθώς σύμφωνα με ορισμένα άλλα στοιχεία φέρεται να γεννήθηκε το 1914), μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές του, ενώ ήταν απεργός πείνας στο πλαίσιο ομαδικής απεργίας πείνας που είχαν κηρύξει εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Κέρκυρας.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Σταύρος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 24/24.3.1949.
23.
Ιωάννου
Δημήτρης
Κάθε στιγμή κουβαλούσαμε
το θάνατό μας στον ώμο μας
Ο Δημήτρης (ενδεχομένως και Κρέων) Ιωάννου (Διαβολής, Κρέοντας) γεννήθηκε στο χωριό Κεφαλάρι στην ορεινή περιοχή του νομού Κορινθίας το 1916.
Ήταν έφεδρος αξιωματικός και κατοικούσε στην Τρίπολη Αρκαδίας.
Είχε ταχθεί υπέρ του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε, για τη δράση του αυτή, στην ακτίνα Θ’ των φυλακών.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 32 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Βασίλης-Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 33/2.4.1948.
24.
Καλαϊτζάκης
Αντώνης
Χαίρε, ως χαίρε, Ελευθεριά
Ο Αντώνης (Αντώνιος) Καλαϊτζάκης γεννήθηκε στην περιοχή της Κανδάνου στον νομό Χανίων της Κρήτης, περί το 1915.
Πήρε μέρος στον αντιστασιακό αγώνα από τον πρώτο χρόνο της κατοχής και αργότερα στον αντίστοιχο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Συνελήφθη από μονάδα χωροφυλακής της περιοχής Κανδάνου τις 29.5.1947, μαζί με τον αργότερα εκτελεσμένο μαζί του στο Λαζαρέτο, συναγωνιστή του, Νίκο Σηφοδασκαλάκη, στη διάρκεια επιχείρησης εναντίον ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας από την περιοχή Σελίνου, κοντά στο χωριό Κακοδίκι.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων τον Σεπτέμβριο του 1947, μαζί με τον αργότερα εκτελεσμένο μαζί του στο Λαζαρέτο συναγωνιστή του Σήφη Σφακιανάκη, κατηγορούμενος για υποστήριξη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, με επίκληση του Γ’ Ψηφίσματος περί εκτάκτων μέτρων για την αποτροπή ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος.
Φυλακίστηκε, όταν μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, στην ακτίνα Κ’.
Για τον ίδιο (πατρώνυμο μάλλον Γιώργος), για τη βραδιά πριν από την εκτέλεση του ιδίου και άλλων Κρητικών συναγωνιστών του όταν τους πήραν από τα κελιά τους στο «κελί του Γολγοθά» και για τον αποχαιρετισμό τους σε επισκέπτη κρατούμενο, καθώς και για τη δημοσίευση σχετικού ποιήματος σε παράνομη εφημερίδα τους, σώθηκε η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας:
Οι Κρητικοί κάλεσαν στην απομόνωση τον συναγωνιστή τους (…) Ήταν όλοι τους (…) εύσωμοι με μια κρητική κορμοστασιά γεμάτη λεβεντιά. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένες οι ηρωικές παραδόσεις του νησιού. Είχαν βαθιά επίγνωση των ιερών επιδιώξεων του αγώνα (…)
Όρθιοι οι μελλοθάνατοι αγκάλιασαν το σύντροφό τους και τον φίλησαν. Στο πρόσωπό τους ένιωθαν να φιλούν όλους τους συντρόφους τους στο μεγάλο αγώνα, για τα κοινά ιδανικά. Η στάση τους αυτή μπροστά στο θάνατο προκάλεσε βαθιά συγκίνηση και μεγάλο θαυμασμό στο σύνολο των πολιτικών κρατουμένων.
Στις στήλες του “Φλάμπουρου” δημοσιεύτηκε ένα επικό ποίημα γραμμένο από το (…), αφιέρωμα στην ηρωική μνήμη των ατρόμητων παλικαριών του Ψηλορείτη.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία όπως εκτιμάται άνω των 30 ετών, μαζί με άλλους πέντε Κρητικούς συναγωνιστές του, τις 4 Νοέμβρη 1947.
25.
Καρράς
Ιωάννης
Κι εγνώρισεν
ο νιος τον εαυτό του
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Καρράς (Καράς, Μωρηάς) γεννήθηκε στην αποκαλούμενη πλέον Ερυθρές κωμόπολη Κριεκούκι της δυτικής Αττικής, κοντά στη Θήβα, το 1923.
Ήταν εργάτης και τάχθηκε από νωρίς με το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 8 Σεπτέμβρη 1949, σε ηλικία 26 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Το όνομά του και τα ονόματα των άλλων τεσσάρων αναφέρονται σε ποίημα που ο Μανώλης Γλέζος έγραψε στη φυλακή της Κέρκυρας τη μέρα της εκτέλεσής τους.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Λουκάς) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 67/15.9.1949.
26.
Κατής
Φώτης
Θα ζώση εκείνη το σπαθί
μες το βυζί αποκάτου,
κι εμπρός! σημαία και σπαθί,
ψυχή, ψυχή και νίκη!
Ο Φώτης (Φώτιος) Κατής (Καττής) γεννήθηκε το 1919 σε χωριό κοντά στο Καρπενήσι Ευρυτανίας.
Ήταν τυπογράφος στο Καρπενήσι, κομμουνιστής και μαχητής του ΕΛΑΣ.
Φυλακίστηκε τα τέλη του 1946 στην ακτίνα Ι’ των φυλακών της Κέρκυρας και έκανε μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε συναγωνιστές του. Εκεί πληροφορήθηκε τη θανάτωση του αδελφού του Νίκου Κατή από παρακρατικούς στη Ρούμελη.
Έχουν σωθεί οι εξής περιγραφές συγκρατουμένων του για τον ίδιο, για τις συνθήκες της μεταφοράς του για εκτέλεση και για τα λόγια του στο «κελί του Γολγοθά» σε άλλους μελλοθάνατους και σε επισκέπτη κρατούμενο που τους κρατούσε συντροφιά:
Ψηλός, λεπτός, μελαχρινός, μαύρο μαλλί, στρωτό μουστάκι, μαύρα μάτια, παράστημα ωραίο. Τελειόφοιτος γυμνασίου. Ηλικία γύρω στα 30. Η καταγωγή του από χωριό του Καρπενησιού. Στον αλβανικό πόλεμο υπαξιωματικός. Στέλεχος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ατρόμητο παλικάρι. Το διευθυντή Ν. Τουρνά τον γνώριζε από την Αλβανία. Τον είχε στην ομάδα του. Απ’ εκεί ο Τουρνάς γνώριζε την ιδιαίτερη παλικαριά του. Γι’ αυτό και τον φοβόταν.
Στις φυλακές Κέρκυρας τον είχαν μεταφέρει στα τέλη του 1946. Στη Ι’ αχτίνα, τον είχαμε δάσκαλο γραμματικής σε δυο γκρούπες του κρυφού δημοτικού σχολειού. Στις αντιδράσεις μας προς τη διεύθυνση ενάντια στα λογής-λογής καταπιεστικά μέτρα της ο Φώτης έβγαινε πάντοτε μπροστά. Στο διευθυντή μίλαγε αψιά και βίαια. Το ίδιο και στον Τζόρα.
Πριν έξι μήνες οι παρακρατικοί είχαν σκοτώσει το μικρότερο αδελφό του το Νίκο. τότε είχε έρθει ένα γράμμα από τους δικούς του που του γράφαν για το συμβάν. Ο Τζόρας το κράτησε και τον κάλεσε έξω στο αρχιφυλακείο για να του το δώσει ιδιοχείρως. Θέλησε τάχα και να τον συλλυπηθεί. Ο Φώτης του απάντησε κατάμουτρα: “Δεν δέχουμαι συλλυπητήρια από υποκριτές και ιδιαίτερα από σένα που μαζί με το διευθυντή παιδεύετε καθημερινά το νου σας πώς θα μας κάνετε τη ζωή μαρτυρική”. Επακολούθησε μεγάλος καβγάς που ακουγόταν ως τις αχτίνες.
Ο διευθυντής απέναντι στο Φώτη ένιωθε και κόμπλεξ, αλλά και φοβότανε την παλικαριά του. Γι’ αυτό έδωσε την εντολή να τον αρπάξουν γκαγκστερικά. Δεν είχε νιώσει ότι η παλικαριά και η αψηφιά προς το θάνατο εκδηλώνεται με ορθοφροσύνη που τη γεννάει της πίστης το ιδανικό (…)
Δυο τριάδες φυλάκων στις 3 παρά τέταρτο μπήκαν στα κελιά της Ι’ αχτίνας. Δεν τους ένιωσε κανείς. Ανεβαίνουν στο πάνω διάζωμα αθόρυβα. Η πρώτη τριάδα, οι πιο “νταήδες” ανοίγουν το κελί του Φώτη Κατή. Ρίχνουν φακό στους κοιμώμενους να δουν ποιος είναι ο Φώτης. Δεν λένε λέξη. Τραβούν αμέσως τις κουβέρτες του και τον βουτάνε. Κοιμότανε με το σώβρακο. Όλοι μας κοιμόμασταν το ίδιο, γιατί κανείς μας δεν είχε πυτζάμες. Τον σηκώνουν χωρίς να τον ξυπνήσουν, ενώ ταυτόχρονα του κλείνουν το στόμα. Κατεβαίνουν τις σκάλες όσο μπορούνε γρήγορα. Και μόνο στην πόρτα μπόρεσε να πει: “Αδέρφια με παίρ…” (…) Το ύπουλο και σατανικό αυτό σχέδιο ήταν του διευθυντή Ν. Τουρνά. Τούτο για να κάνει τη νύχτα, την κάθε νύχτα, κι έναν εφιάλτη. Γι’ αυτό μετάθεσε την ώρα του λύκου από τις 8 το βράδυ, στις 3 τα μεσάνυχτα. Ο γκαγκστερικός τρόπος αρπαγής εφαρμόστηκε αυτή τη βραδιά ιδιαίτερα στο Φώτη (…)
Στο κελί της απομόνωσης (…) ο Φ. Κατής οδηγήθηκε μισόγυμνος. Τότε κάλεσε έναν υπαρχιφύλακα και του λέει: “Βρε, άτιμοι, με το σώβρακο θα με πάτε στο εκτελεστικό απόσπασμα;”. Τότε ήρθε ο φύλακας και του πήγε ο (…) την υπηρεσιακή στολή – στολή κρατουμένων – και τα τσόκαρα (…) Κατά τις 4 η ώρα ένας φύλακας άνοιξε την πόρτα της Ι’ αχτίνας. – Κρατούμενοι ακούστε: Ο Φώτης Κατής ζητάει να του στείλετε τη στολή της υπηρεσίας με τα τσόκαρα. Και ζητάει να του τα πάει ο (…) Άνοιξε στον κρατούμενο και πήγε τα πράγματα του Φώτη (…) Ένα νέο σύνθημα ρίχνεται από τη Ι’ αχτίνα που αναμεταδίδεται κι από τις άλλες αχτίνες: «Λαέ της Κέρκυρας, το όμορφο και ήσυχο νησί σου έγινε καινούργιο Χαϊδάρι» (…)
Πρώτος μίλησε ο Φώτης Κατής: «Πέφτουμε για ένα καλύτερο αύριο. Σ’ όλους τους συντρόφους μου αφήνω την αγάπη μου. Σας διαβεβαιώ ότι θα πέσω με το κεφάλι ψηλά. Φεύγω με τη συνείδησή μου αναπαυμένη ότι έκανα το καθήκον μου απέναντι στο λαό και στο Κόμμα. Να πεις στη μάνα μου και στις αδερφές μου, να μη μαυροφορέσουν για μένα, γιατί δεν πεθαίνω παρά πέφτω για το λαό. Ζήτησα τη στολή της υπηρεσίας και τα τσόκαρα για να πέσω μ’ αυτά. Το κοστούμι, το παλτό και τα παπούτσια τ’ αφήνω να τα δώσετε στους άπορους συντρόφους μας».
Με τα τσόκαρα και τη χραδωτή στολή του κατάδικου, για να ζεστάνει με τα δικά του ρούχα έναν άλλο σύντροφο της μεγάλης του καρδιάς (…) Στη Ι’ αχτίνα 5 μαθητές του Φώτη, μετά τη μνημόσυνη εκδήλωση στο προαύλιο, πήγαν στο κελί που έμενε, αριθμός 21, και κράτησαν πάνω απ’ το άδειο κρεβάτι του ενός λεπτού σιγή. Πάνω σε μια κούτα από τσιγάρα, που την έστησαν στο μαξιλάρι του γράψαν τούτα τα λόγια: “Τιμή στον ήρωα και δάσκαλό μας”.
Συγκρατούμενός του έγραψε τους εξής στίχους για τον ίδιο:
Στο Φώτη Κατή
Ντόπιοι σε βάλαν μαχητή
στη χάψη τούτη τη φριχτή
Μα ξένοι το προστάξαν
και τη ζωή σου φράξαν.
Ντόπιες και οι σφαίρες που ‘φαγες
στα ανοιχτά σου στήθια
Μα ξένοι τους τις δόσαν
και τη ζωή σου κόψαν.
Γκαγκστερικά σ’ αρπάξανε
στον ύπνο, απ’ το κελί.
Επήγες με τα τσόκαρα
τη χραδωτή στολή.
Στάθης στητός ατάραχος
και είπες σαν κανόναρχος:
Γεια σας, συντρόφοι μπιστικοί,
Γεια σου και συ γλυκιά ζωή,
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 18 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο μάλλον Δημήτρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 26/11.3.1948.
27.
Κατσέλης
Νώντας
Με τον ξανθόν Απρίλη
Ο Νώντας (Επαμεινώντας, Επαμεινώνδας) Κατσέλης γεννήθηκε στην περιοχή της Θήβας το 1925.
Ήταν γεωργός εκεί και αγωνίστηκε κατά των κατακτητών μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Είχε δει ένα κακό όνειρο, όπως αναφέρεται σε περιγραφή συγκρατουμένων του για τον ίδιο:
– Τον είδες καλά μωρέ Κατσέλη με τα μάτια σου το «χάρο»;
– Τον είδα σας λέω.
Σώθηκε και μαρτυρία για το βράδυ που τον πήραν για εκτέλεση:
(…) Τραγουδάει το τραγούδι της Κοκκινιάς:
Ένα γλυκό ξημέρωμα 17 Αυγούστου (…)
– Γεια σας παιδιά…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 23 ετών, μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Δημήτρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
28.
Κατσιμίχας
Γιώργος
Άκρα του τάφου σιωπή
Ο Γιώργος (Γεώργιος, Γιώργης) Κατσιμίχας (Κατσιμίχος) γεννήθηκε το 1921 στον οικισμό Μούλκι, κοντά στην Αλίαρτο, στον νομό Βοιωτίας.
Ήταν αγρότης και σοφέρ εκεί. Στη διάρκεια της Κατοχής στρατεύτηκε στο ΕΑΜ.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Θήβας ή το συνδεδεμένο με αυτό ανάλογο δικαστήριο της Χαλκίδας και οδηγήθηκε από τη φυλακή της Θήβας στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου φυλακίστηκε στην ακτίνα Ι’.
Έχει σωθεί περιγραφή συγκρατουμένων του για τη δράση του:
Ο Γ. Κατσιμίχας είναι ένα κοντό, γεμάτο παλικάρι. Όπως διηγούνταν εδώ οι πατριώτες του, ο Γιώργης είχε δραπετεύσει αρχές του 1946 από τις φυλακές της Θήβας. Η Οργάνωση όμως του ΕΑΜ βρήκε ότι η πράξη του αυτή της δραπέτευσης δεν ήταν σωστή, γιατί αποσύνδεε τη δικιά του τύχη από την τύχη των άλλων κρατούμενων συναγωνιστών του. Με το σκεπτικό ότι εμείς ζητούσαμε να βγούνε όλοι μαζί νόμιμα και δίκαια ως αγωνιστές της εθνικής απελευθέρωσης της πατρίδας μας. Γι’ αυτό, ο συναγωνιστής έπρεπε να γυρίσει πίσω στη φυλακή…
Έτσι και έγινε. Ο Γιώργης Κατσιμίχας βρήκε σωστή τη θέση της ΕΑΜικής Οργάνωσης και ξαναγύρισε στη φυλακή.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία για διάλογο με φύλακα, όταν οδηγήθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας:
– Κατσιμίχας Γεώργιος.
– Εδώ.
– Γιατί δε λες παρών; Πέρασε μπροστά…
– Τ’ όνομα του πατέρα σου;
– Ιωάννης.
– Επάγγελμα;
– Αγρότης.
– Εγεννήθης;
– Αλίαρτος Θηβών.
– Τα ρούχα σου και στη σειρά.
Σε περιγραφή συγκρατουμένων του για εκείνον και για το γεγονός ότι είχε επιστρέψει στη φυλακή ενώ είχε αποδράσει, σημειώνεται ότι αμφέβαλλε αν έκανε καλά που γύρισε στη φυλακή αλλά υπεράσπιζε τη συλλογική πειθαρχία και αναφέρεται:
Ο Κατσιμίχας ο Γιώργης. Κοντός, τετράγωνος, με πυκνό μουστάκι.
– Δεν μου λες, στα σωστά, δεν έχεις μετανοιώσει;
– Για ποιό πράγμα;
– Που έφυγες απ’ τη φυλακή και γύρισες μονάχος σου σα χαζός.
– Ο αγωνιστής πρέπει πάντοτε να πειθαρχεί.
– Δηλαδή κι όταν ξέρει πως γυρίζοντας στη φυλακή θα δικαστεί σε θάνατο;
– Ασφαλώς.
– Αλήθεια Γιώργη, πώς έχει αυτή η ιστορία; Γνωριζόμαστε τόσον καιρό και ποτέ δεν σε ρώτησα γι’ αυτό.
– Ήμουνα τότε στη φυλακή της Θήβας και μια μέρα βγήκαμε, όπως πάντα, να πετάξουμε τα σκουπίδια. Κάνω τάχα πως πάω πιο πέρα προς νερού μου, ο φύλακας ήτανε κοντοχωριανός μου, έπεσα σ’ ένα ρεματάκι κι έφυγα… Με το βραδυνό κλείσιμο είδανε πως έλειπα. Ανακρίσεις, μέτρα, φασαρίες, κλπ. Εγώ απ’ εκεί πήγα γραμμή για το χωριό (…) Φεύγω, πάω στο βουνό. Βρήκα κι άλλους καταδιωκόμενους. Ζώστηκα τα φυσεκλίκια και ξαναπήρα το ντουφέκι. Ο σάλος στη φυλακή είχε κοπάσει. Η οργάνωση όμως της Θήβας, δεν ενέκρινε τη δραπέτευσή μου, διότι αποτελούσε ένα κακό που θάθελαν κι άλλοι να το κάνουν. Έτσι, μου στέλνει ένα σύνδεσμο και μου λέει να επιστρέψω στη φυλακή. Αυτό κι έκανα…
Σώθηκε, ακόμη, περιγραφή συγκρατουμένων του, με τα εξής στοιχεία:
Ήρθε με το φλυτζάνι για καφέ. Όσους να πιεί, ποτέ δε λέει όχι!
(…) Ο Κατσιμίχας απ’ το πρωί πάει κι έρχεται στην κιγκλίδα. Είναι στεναχωρημένος. Τον παίρνω να περπατήσει για να ηρεμήσουμε.
– Ακούς εκεί να μη μου παίρνουν το γράμμα…
Τα μακρυά ίσια μαλλιά πέφτουνε συνεχώς στα μάτια του και τα στρώνει νευρικά… Ένα γράμμα από τον αδελφό του. Του μηνούσε πως η δικογραφία του δεν βρισκόταν στο Υπουργείο όταν πήγανε με τον (…) Βουλευτή να δούνε κι ότι δε μπόρεσαν να μάθουν πού βρίσκεται. Η αίτηση χάριτος είχε κι αυτή απορριφθεί και δεν έμενε παρά η τελευταία πράξη του δράματος…
Ύστερα απ’ αυτό κάθισε και συνέταξε ένα γράμμα διαθήκη. Γιατί όπως έλεγε, την τελευταία στιγμή δεν είναι εύκολο να ταχτοποιήσεις όλες τις εκκρεμότητές σου. Ο (…) ξαναγυρίζει με το γράμμα στο χέρι.
– Το γράμμα σου είναι «επιλήσιμο» και δεν φεύγει.
–Δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, σας παρακαλώ.
– Αυτό μου είπανε.
– Κάντε μου τη χάρη, πέστε στον κ. διευθυντή ότι τον παρακαλώ πολύ να στείλει το γράμμα στον αδελφό μου.
– Δεν πάω γιατί θα με βρίσει.
– Σας παρακαλώ κ. Σπύρο, ίσως είναι η τελευταία φορά που συνομιλούμε, κάντε μου τη χάρη.
– Θα το πάω, είπε, αλλά μη κακομελετάς.
Έφυγε και σε λίγο γύρισε κατακόκκινος…
– Δεν σούλεγα… Είναι ανέκδοτος. Δεν το στέλνει. Αν θέλεις να σ’ ανοίξω να πας και μονάχος σου.
Βρήκε τον διευθυντή να πίνει τον καφέ του. Του διάβασε το περιεχόμενο της επιστολής του και τον παρακάλεσε να το λάβει και σα τελευταία του επιθυμία και να το στείλει.
– Αντί του λέει να παρακαλάς τον αδελφό σου να παντρευτεί τη μνηστή σου, κρίνω φρονιμότερο να πήγαινες ο ίδιος.
– Αυτό θα ήτανε ευχής έργον, μα αδύνατον.
– Καθόλου, φτάνει να θέλεις…
– Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
– Εσύ!
–Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι… Είπα να τον βρίσω, μα θα έχανα το παιχνίδι (…)
– Κ. Διευθυντά, αυτό είναι άλλη υπόθεση την οποία δεν μπορείτε ν’ αντιληφθήτε, αν και μας ζήτε τόσο καιρό…
– Άκουσε να δεις, τις ιδέες που ακολουθάτε τώρα εσείς εγώ τις γνώρισα σα φοιτητής. Ήταν της μόδας τα χρόνια αυτά τα παιδιά που δεν είχανε πήξει τα μυαλά τους να σηκώνουν παντιέρα. Απεργίες, διαδηλώσεις, φασαρίες. Σαν πάρουν όμως το δίπλωμά τους, βολεύονται στη θεσούλα τους και τα ξεχνάνε όλα και κείνοι οι λίγοι που συνεχίζουν το κάνουν για καριέρα. Πιστεύουν πως καμμιά φορά θα γίνουν υπουργοί και βουλευτές. Εσύ, κι αυτοί ναρθούνε, στην Κωπαΐδα θα δουλεύεις.
– Σωστά, μα θάναι δική μας τότε κι όχι των Εγγλέζων όπως τώρα που είμαι κολήγος και μεροκαματιάρης…
– Η ζωή Γιώργη, μια φορά δίνεται στον άνθρωπο, κι όποιος τη χάσει, δεν τη ξαναβρίσκει ποτέ…
– Είμαστε σύμφωνοι, μόνο που σημασία δεν έχει το μάκρος της αλλά ο τρόπος της ζήσης της. Και το σκουλήκι ζει, μα ζωή είν’ αυτή;
– Αυτά σου μαθαίνουν εκεί μέσα;
– Δεν μας μαθαίνει κανείς… Αυτό είναι υπόθεση πώς αντιλαμβάνεται κανείς το χρέος προς τους ανθρώπους.
– Θα σκεφτείς τα λόγια μου, μα θάναι αργά. Πάντως έχεις ακόμα καιρό και εγώ πάντα θάμαι εδώ.
– Ευχαριστώ, όμως μη το περιμένετε από μένα. Εκείνο που θέλω να σας παρακαλέσω είναι το γράμμα.
– Καλά, γιατί επιμένεις να παντρευτή ο αδελφός σου τη μνηστή σου; Αν… εσύ, αυτή κάποιον θα βρει.
– Είναι ουσιαστικά γυναίκα μου, γι’ αυτό θα της είναι δύσκολο, άλλωστετη προικίζω και με το μερτικό μου.
– Α! Βλέπω έβαλες σ’ εφαρμογή το σύνθημα του Κ. Κάτω η παρθενιά. Αν συνέβαινε αυτό στη Λακωνία θα την είχαμε ρίξει στον Ευρώτα ή στον Καιάδα. Ξέρεις τι γλέντι κάνουμε οι Έλληνες μ’ αυτή.
– Κι εμείς ακόμα πιο μεγάλο, μόνο που αυτό γίνεται στον αρραβώνα κι όχι στο γάμο. Είναι έθιμο της πατρίδας μου κι όχι συνθήματα και ψευτιές (…)
– Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, σαν του εξήγησα, κι έτσι δέχθηκε να στείλει το γράμμα (…)
(…) Με τον Κατσιμίχα είμαστε συνεργάτες. Με καλεί να πιούμε τον «τελευταίο» καφέ, όπως μούπε, γιατί είχε μια δυνατή προαίσθηση. Είδε λέει στον ύπνο του γάμο και στο χορό, χόρευε μπροστά μια θεια του πεθαμένη από χρόνια, όμορφη όσο ποτέ. Προσπάθησα να διώξω τις σκέψεις του, μάταιος κόπος. Τραγουδήσαμε το αγαπημένο του τραγουδάκι «Κλέψαν μάνα μου τ’ αρνί…» και χωρίσαμε την ώρα που έκλεινε ο φύλακας (…)
Ήρθαν κι απόψε (…) στις τρεις τα μεσάνυχτα. Πήγαν στο κελί του Κατσιμίχα… Τον ξύπνησαν και τούπανε να τους ακολουθήσει. Αργεί κάπως να ντυθεί… Περιμένουν αν και βιάζονται. Απ’ το διπλανό κελλί ακούγονται φωνές. Είναι ο πρώτος του εξάδελφος ο (…) Χτυπάει τη πόρτα, φωνάζει, παρακαλεί, κλαίει… – Γιώργο πάρε με μαζί σου, πάρτε με… Μην πας κάτσε νάρθω κι εγώ, ανοίχτε μου, ανοίχτε μου κοράκια…
«Γεια σας αδέλφια, ψηλά τη σημαία, ψηλά το κεφάλι, το τέλος τους ζυγώνει… Θα νικήσουμε… Ζήτω το ΚΚΕ».
– Γεια σου αδελφέ μας…
Τα χωνιά ξέχασαν τη διαταγή «Όποιος φωνάζει θα τυφεκίζεται σε τρεις μέρες στα Ιωάννινα…» και φωνάζουν πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά… «Λαέ της Κέρκυρας…………». Σε λίγο, η κουστοδία φτάνει, φωνάζουν να σωπάσουμε… Τίποτα… Το χτίριο είναι διόροφο. Ανοίγουν τα κελλιά του κάτω ορόφου, τους αλωνίζουν με τα κλομπς στο προαύλιο. Τ’ απάνω φωνάζουν, φωνάζουν… «Λαέ της Κέρκυρας… Σκοτώνουν, βασανίζουν…». Κλείνουν τους κάτω, βγάζουν τους απάνω. Τώρα γίνεται τ’ αντίστροφο. Δέρνουν τους από πάνω, φωνάζουν οι κάτω. Δεύτερος γύρος, τρίτος μέχρι και μπαϊλτίζουν και μας βγάζουν όλους μαζί στο προαύλιο. Κορμιά σπαρμένα, δεξιά κι αριστερά… Κοιτάνε τ’ άστρα και το φεγγάρι που βλέπει θλιμμένο από ψηλά και βογγάνε απ’ τους πόνους. Έφυγαν από μας. Τώρα τρέχουν στις άλλες αχτίνες. Και σαν κοπάσει ο σάλαγος, και φύγει το καμιόνι με τα παιδιά τότε θάρθει ο αρχ/κας και θα μας πει: «Βλέπετε, σας βγάλαμε να δείτε και φεγγάρι, είδατε τι ωραίο που είναι! Πόσα χρόνια είχατε να τ’ απολαύσετε…».
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Μάη 1948, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ηρακλής) φέρεται να έχει καταχωρηθεί σε ΦΕΚ με στοιχεία 44/10.5.1948 (;).
29.
Καφούρος
Μάρκος
Εδώ ‘ναι η στάχτη ενός λαού
Ο Μάρκος Καφούρος γεννήθηκε το 1921 στη Σαντορίνη.
Έγινε σιδηρουργός και δούλευε στη συνοικία Ταμπούρια του Πειραιά, όπου είχε μετακομίσει, καθώς και στη Θήβα, όπου μάλλον κατοικούσε την περίοδο της Κατοχής, καθώς ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Συνδέθηκε μάλλον με την Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ).
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Ιούνη 1949, σε ηλικία 28 (κατ’ άλλους είχε γεννηθεί το 1924 και τότε ήταν 25) ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 48/30.6.1949.
30.
Κελεμπεσιώτης
Τάκης
Και πάλι στον αγώνα
σκοτωμένοι,
αλλ’ όχι νικημένοι!
Ο Τάκης (Παναγιώτης) Κελεμπεσιώτης γεννήθηκε το 1927, μάλλον στη νήσο Κω του νομού Δωδεκανήσου, ενώ καταγόταν από την Κύπρο.
Ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και είχε μετακομίσει στην Αθήνα. Συνδέθηκε εκεί με τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων του Πειραιά το 1947.
Σε περιγραφή συγκρατουμένων του για εκείνον σημειώνεται ότι λάτρευε το λαϊκό τραγούδι και προστίθεται:
Πάνος Κελεμπεσιώτης. Ένα ολόξανθο παλληκάρι, που η ρίζα του είναι απ’ το μαρτυρικό νησί της Κύπρου… «Ήθελα πριν πεθάνω να δω το νησί μας λεύτερο κι ενωμένο, συνεχίστε κι ολοκληρώστε φίλοι μου εσείς τ’ όνειρό μου».
Σώθηκε περιγραφή συγκρατουμένων του και για την τελευταία του επιθυμία στη φυλακή της Κέρκυρας, όπως τη διατύπωσε εκεί στον διευθυντή της, λίγο πριν οδηγηθεί για εκτέλεση:
Εκεί ο Παναγιώτης Κελεμπεσιώτης ρωτάει το διευθυντή αν μπορεί να του διατυπώσει μια τελευταία επιθυμία του.
– Να την ακούσω ευχαρίστως, κι αν εξαρτάται από μένα, να είσαι βέβαιος ότι θα την πραγματοποιήσω, απαντάει ανυποψίαστος ο Ν. Τουρνάς.
– Από σας εξαρτάται απόλυτα, κύριε διευθυντά.
– Να την ακούσω.
– Η τελευταία μου αυτή επιθυμία είναι, που σε λίγη ώρα ο βίαιος θάνατος θα κόψει το νήμα της ζωής μου, ν’ αφήνετε ανοιχτές τις πόρτες των κελιών τα μεσημέρια.
Ο Τουρνάς έμεινε προς στιγμή άναυδος κι εμβρόντητος. Λες και κεραυνοβολήθηκε απ’ αυτή την αναπάντεχη κι ανέλπιστη επιθυμία ενός ήρωα που πορευόταν προς το θάνατο. Κι ύστερα απ’ την πρώτη σύγχυση κατόρθωσε να πει:
– Μα τι θα καταλάβετε εσείς απ ‘αυτό που ζητάτε… Αφού δεν αφορά και δεν ικανοποιεί σε τίποτα κάποια προσωπική σας εξυπηρέτηση (…)
– Και τα κόκαλά μου θα αισθάνονται μέγιστη ικανοποίηση, συνέχισε ο Παναγιώτης, αν ήταν δυνατό να γνωρίσουν, πως η ζωή μου πρόσφερε κάτι για την ανακούφιση των επιζώντων συναγωνιστών μου.
Επίσης, έχει σωθεί το εξής στερνό γράμμα του σε συγγενείς του:
Κέρκυρα 15-5-49
Θειά Ευανθία, από τώρα (αύριο;) δεν θα υπάρχω στη ζωή. Πρωί-πρωί θα είμαι νεκρός.
Τα πράγματα που θα λάβεις να τα μοιραστείτε όλα. Το πουλόβερ και το παλτό να δοθούν στην Κοραλία, με τα γράμματα και τις φωτογραφίες της. Το δαχτυλίδι, γράμματα και φωτογραφίες της Ασπασίας να της δοθούν.
Τα τελευταία μου φιλιά στην Καιτούλα, θείο Τάσσο, όλους τους συγγενείς και Ασπασία.
Αντίο για πάντα
Φεύγω για το μεγάλο γλέντι
Παναγιώτης
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 22 ετών (κατ’ άλλους είχε γεννηθεί το 1925 και τότε ήταν 24 ετών), μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μανώλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 42/9.6.1949.
31.
Κιτσοπάνος
Γιώργος
Δεν θα ξεχάσεις,
οι ρίζες των δέντρων βαθιά στο αίμα,
εδώ ποτέ δεν σκοτεινιάζει.
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Κιτσοπάνος γεννήθηκε το 1910 στο χωριό Καμαρίνα της Πρέβεζας.
Ήταν γεωργός και είχε αποκτήσει σημαντική μόρφωση. Συνδέθηκε από τα νιάτα του με το Αριστερό κίνημα.
Ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση ως στέλεχος του ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής στην Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία και τη Λευκάδα.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε μετά τη σύλληψή του και την καταδίκη του σε θάνατο με κατηγορίες που αφορούσαν κυρίως την κατοχική περίοδο, τον φυλάκισαν στην ακτίνα Ι’. Ήταν υπεύθυνος για την έκδοση παράνομης εφημερίδας των πολιτικών κρατουμένων με τον τίτλο «Το Φλάμπουρο».
Συγκρατούμενοί του έχουν διασώσει για εκείνον και την τελευταία βραδιά του τα ακόλουθα στοιχεία:
Ώρα 3 τα μεσάνυχτα. Βηματισμοί πολλοί ακούγονται, έξω στο κιγκλίδωμα της Ι’ αχτίνας. Οι κρατούμενοι των πρώτων κελιών του κάτω διαζώματος δίνουν το σήμα κινδύνου. Το κάθε κελί το αναμεταδίνει αμέσως στο διπλανό του. Η μετάδοση γίνεται σε σήματα μορς με χτύπο του κάθε ντουβαριού. Οι καρδιές αναταράζονται. Τα αυτιά στυλώνονται εντατικά. Ανοίγει η βαριά πόρτα της εισόδου στα κελιά. Σιωπή νεκρική. Οι γεμάτοι ανατριχίλα βηματισμοί των δεσμοφυλάκων ανεβαίνουν τις σκάλες. Τρίζει το άνοιγμα της πόρτας ενός κελιού. Όλοι οι κρατούμενοι περιμένουν ν’ ακούσουν μια κουβέντα, μια φωνή, μια λέξη. Τίποτα. Παγερή βουβαμάρα. Τα δευτερόλεπτα κυλούν ανυπόφορα αργά, πολύ αργά. Η ανυπομονησία γίνεται φωνή.
– Τι γίνεται παιδιά… ποιους παίρνουν…
Και πάλι η απάντηση αργεί. Παίρνουν έναν. Αλλά ο πόνος δεν αφήνει τους άλλους δυο να το πουν…
Οι φύλακες τον είχαν καλέσει με νεύμα να περάσει έξω. Και τώρα σιωπούν. Κι αυτός, ο διαλεχτός του χάρου, ετοιμάζεται ήρεμα κι αθόρυβα. Φοράει τα ρούχα του. Δένει καλά τα παπούτσια του. Φιλάει τους συντρόφους του κι απέ βγαίνει. Και τώρα, στις αγωνιώδικες ερωτήσεις απαντάει ο ίδιος:
– Ησυχάστε, παιδιά. Δεν είναι τίποτα, εμένα παίρνουν.
Είναι η γνώριμη φωνή του Γιώργη Κιτσοπάνου από την Καμαρίνα Πρεβέζης. Είναι ο συντάκτης της παράνομης εφημερίδας της φυλακής “Το Φλάμπουρο”. Το θάνατό του τον ξέρει. Τον περιμένει νηφάλιος. Κι αυτό το ‘χει καθρεφτίσει, το ‘χει φανερώσει στο “Φλάμπουρο” με τα γραπτά, τα άρθρα και τα ποιήματά του.
Την ώρα που κατεβαίνει κάτω, οδηγούμενος στα κελιά της απομόνωσης φωνάζει:
– Παιδιά στείλτε μου λίγα τσιγάρα. Γεια σας.
Στην απομόνωση κάλεσε ένα συναγωνιστή της αχτίνας του. Αφού του μίλησε για τον αγώνα, τελειώνοντας του λέει: “Και τώρα πάω να δώσω την τελευταία μάχη της ζωής μου”.
Ο Γ. Κιτσοπάνος ήταν παλιός αριστερός (…) Κατέχει σοβαρές θεωρητικές γνώσεις και αξιόλογες λογοτεχνικές ικανότητες (…) Στην Εθνική Αντίσταση ξεκίνησε από τους πρώτους.
Στο παράστημα ψηλός, λεπτός. Στεγνό μακρύ πρόσωπο, μαύρο μαλλί. Ηλικία, 38 χρονών. Τύπος νευρώδης και πολύ ενεργητικός. Διέθετε πένα πολύ αξιόλογη.
Ο ίδιος είχε γράψει στη φυλακή της Κέρκυρας και είχε δημοσιεύσει στην παράνομη εφημερίδα των κρατουμένων το εξής ποίημα για τη βαναυσότητα που αντιμετώπιζαν:
Νιώθω το μίσος το άσπονδό σας
απ’ τις θολές σας τις ματιές
πολέμησα τον όμοιό σας
κι ήβρα σε σας εκδικητές.
Η Γκεστάπο αν ξαναρχόταν
σαν πρώτα εξουσιαστής
πώς πέρασε θα συλλογιόταν
το δάσκαλό του ο μαθητής.
Κι ούτε που θα ‘βγαινε σεργιάνι
και θα ‘πληττε ολημερίς
για ό,τι θα ‘πρεπε να κάνει
το κάνετε με ζήλο εσείς.
Ώ! Θεά Δημοκρατία
και βασιλιάς ο δουλευτής.
Ενώ εσάς μοίρα σας είναι
να υπηρετείτε αλλοεθνείς.
Στοιχεία μαρτυρούν ότι ήταν φόβος και τρόμος συνεργατών των κατακτητών στην περιοχή όπου δρούσε.
Μαρτυρείται ότι στο «κελί του Γολγοθά», λίγα λεπτά πριν τον πάρουν μαζί με άλλους για το Λαζαρέτο, απήγγειλε το ποίημα του συμπατριώτη του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη «Στο σταυραϊτό»:
(…) Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ,
για χαμηλώσου λίγο,
και δώσμου τις φτερούγες σου
και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά,
τι θα με φάει ο κάμπος
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 28 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 38 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Χρήστος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 33/2.4.1948.
32.
Κίτσος
Θόδωρος
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι
λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο
Ο Θόδωρος (Θεόδωρος) Κίτσος (Κίτσου) γεννήθηκε μάλλον στο χωριό Μάρμαρα της περιοχής της Θήβας στη Βοιωτία γύρω στα 1928.
Ήταν στρατιώτης όταν αντιμετώπισε κατηγορίες για τις ιδέες και την πολιτική – κοινωνική δράση του και καταδικάστηκε σε θάνατο, πιθανώς με την αιτιολογία ότι αρνήθηκε να αποκηρύξει τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και το ΕΑΜ. Υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο 513 Τάγμα Πεζικού.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Φλεβάρη 1949, σε ηλικία 20 περίπου ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 18/9.3.1949.
33.
Κλουτσινιώτης
Σπύρος
Εμείς που λες
όλα τα φτιάχνουμε
στο φως.
Ο Σπύρος (Σπυρίδων) Κλουτσινιώτης (Κλουτσιμιώτης, Κλουτσουνιώτης, Κουλτσινιώτης) γεννήθηκε το 1922 στον οικισμό Μεγάλη Βάλτσα ή Μεγάλος Βάλτος του Δήμου Σικυωνίων στον νομό Κορινθίας.
Ήταν γεωργός και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης.
Φυλακίστηκε στην ακτίνα Ε’ ή την ακτίνα Θ’ των φυλακών της Κέρκυρας.
Σύμφωνα με περιγραφή συγκρατουμένων του, τη βραδινή ώρα που τον πήραν από το κελί του για εκτέλεση έτρωγε λιγοστό νερόβραστο ρύζι με λειψό ψωμί, μαζί με άλλους δύο κρατούμενους στο ίδιο κελί, που επίσης οδηγήθηκαν σε εκτέλεση. Χωρίς καμία εξήγηση, οπλισμένοι με πιστόλια φύλακες τους διέταξαν να βγουν αμέσως από το κελί τους και στον διάδρομο των κελιών άρχισαν να χτυπούν και τους τρεις με κλωτσιές και γροθιές, προκειμένου να οδηγηθούν στα πειθαρχεία.
Σε κοινό γράμμα προς τους συναγωνιστές του στη φυλακή, που συνυπέγραψε με άλλους οδηγούμενους για εκτέλεση αγωνιστές στο «κελί του Γολγοθά» λίγο πριν οδηγηθούν στο Λαζαρέτο, αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Αγαπημένα μας αδέλφια. Έχετε γεια για πάντα…
Όσους πικράναμε, ας μας συγχωρέσουν, εμείς δε νοιώθουμε πίκρα για κανένα… Νοιώθουμε περήφανοι που σ’ εμάς έλαχε η τιμή να εκπροσωπήσουμε πρώτοι την αντίσταση, στο βωμό της λευτεριάς.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Γενάρη 1948, σε ηλικία 26 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο μάλλον Κώστας, αναγράφεται ως Κουλτσινιώτης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 6/21.1.1948.
34.
Κολοβός
Πολύβιος
Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο
Ο Πολύβιος Κολοβός γεννήθηκε το 1924 στο χωριό Φανάρι του νομού Καρδίτσας.
Εντάχθηκε την περίοδο της Κατοχής στην ΕΑΜική Νεολαία ΕΠΟΝ και σε μονάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ στην περιοχή του.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας αντιμετώπισε αβάσιμες κατηγορίες για τη δράση του, συνελήφθη και αργότερα παραπέμφθηκε σε Έκτακτο Στρατοδικείο στη Λάρισα, το οποίο το 1946 τον καταδίκασε σε θάνατο, επικαλούμενο το γνωστό Γ’ Ψήφισμα περί εκτάκτων μέτρων.
Τον φυλάκισαν στην ακτίνα Κ’ των φυλακών της Κέρκυρας τις αρχές του 1947. Νωρίτερα τον κρατούσαν σε χώρο απομόνωσης στο κρατητήριο της Ασφάλειας Καρδίτσας.
Ήταν ο πρώτος πολιτικός κρατούμενος των φυλακών της Κέρκυρας που εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο.
Για την προσωπικότητά του και τις συνθήκες υπό τις οποίες στις φυλακές της Κέρκυρας οδηγήθηκε σε εκτέλεση, συγκρατούμενοί του διέσωσαν:
Έχουν φέρει ένα νεολαίο ονόματι Πολύβιο Κολοβό από το Φανάρι Καρδίτσας καταδικασμένο σε θάνατο από το Γ’ ψήφισμα. Ο Πολ. Κολοβός είναι ένα αμούστακο παλικαράκι ηλικίας 19 χρονώ. Μένει στην Κ’ αχτίνα. Αυτό το ψηλόλιγνο ζωηρό γεμάτο θέληση και κέφι παιδί δεν άργησε να προσαρμοστεί και να συναγωνίζεται τους αθηναίους νεολαίους σ’ όλες τις χαρούμενες εκδηλώσεις. Έτσι έγινε κι ένας δυνατός παίχτης του βόλεϋ (…) Έπαιζε καρφί στη ομάδα του (…)
Ένα απόγευμα – τέλη του Μάη του ’47 – έρχεται ένας φύλακας και του φωνάζει να περάσει στο αρχιφυλακείο.
– Για τι πράγμα, τον θέλεις στο αρχιφυλακείο; ρωτάει ο αχτινάρχης.
– Δεν ξέρω, απαντάει ο φύλακας, τον ζητάει ο αρχιφύλακας.
Ο αχτινάρχης και μερικοί άλλοι κρατούμενοι που κύκλωσαν το φύλακα να δούνε τι συμβαίνει, υποψιάστηκαν ως ύποπτο αυτό το κάλεσα τέτοια ώρα, πλησίαζε η βραδινή κατάκλιση.
– Αν δε μας πείτε τι τον θέλετε, δεν τον αφήνουμε να έρθει, του λέει ο αχτινάρχης.
Ο φύλακας έφυγε και σε λίγο γύρισε με έναν υπαρχιφύλακα. Φωνάζει να περάσει έξω ο Κολοβός γιατί πηγαίνει μεταγωγή.
– Μα τι είδους μεταγωγή είναι αυτή τέτοια ώρα; του αντιμιλούν οι κρατούμενοι.
– Να σας το πω κι αυτό, λέει ο υπαρχιφύλακας Γραμμένος, πήρε χάρη μου είπε ο αρχιφύλακας και μετάγεται σ’ άλλη φυλακή (…) Πήρε χάρη από τη Βασίλισσα και θα πάει να του τη διαβάσουνε (…)
Ο θαλαμάρχης ειδοποιεί με τρόπο τον Κολοβό που κάνει λουτρό, σαν τελειώσει να πάει στο κελί του. Το ψηλόλιγνο παλληκάρι απ’ το Φανάρι της Θεσσαλίας δεν έχει ιδέα (…)
Στο κελί έμαθε τι συνέβαινε.
Όλα αυτά έδειχναν ύποπτα, ο αχτινάρχης πήγε και είπε στον Κολοβό (…) να εξακριβώσουμε περί τίνος πρόκειται.
Ντύνεται και περιμένει.
– Δεν θα πας αν δεν μας ξεκαθαρίσουν τι σε θέλουν.
– Για ό,τι κι αν με θέλουν θα πάω, για όλα είμαι έτοιμος, είπε, κι έβαλε το σακκάκι του.
Επιτροπή ζήτησε και έγινε δεκτή από τον διευθυντή της φυλακής.
– Κρατούμενοι, αυτό που κάμνετε εγγίζει τα όρια της στάσεως, μιλούσε κι έτρεμε απ’ το κακό του.
– Άσ’ τις φοβέρες και τις απειλές, δεν είμαστε ποινικοί, είμαστε πολιτικοί κι ενδιαφερόμαστε για το σύντροφό μας.
– Σας διαβεβαιώ ως διευθυντής επί τω λόγω της τιμής μου ότι μετάγεται εις τας Φυλακάς Αθηνών, όπου συν τοις άλλοις θα του απονεμηθή και βασιλική χάρις.
(…) Ο Πολ. Κολοβός παράκουσε, άρπαξε το χάρτινο κουτί με τα πραγματάκια του παραμάσχαλα και βγαίνει.
– Πάω παιδιά, λέει, για να τους δείξω ότι δεν τους φοβόμαστε σε τίποτα.
– Μη στενοχωριόσαστε, κι αν ακόμα δεν μας είπανε την αλήθεια, είμαι καθ’ όλα έτοιμος.
Χωρίς να βιάζεται, μαζεύει τα πράγματά του, τον βοηθάμε κι εμείς, τα βάζει προσεχτικά στο βαλιτσάκι του, όσα δεν παίρνει τα χαρίζει στους πατριώτες του. Τη γλύτωσες, του λένε μερικοί και του κουνάν το χέρι. Συγχαρητήρια.
– Αν είναι για τη νίκη μου στο βόλεϋ τα δέχομαι, όσο για τ’ άλλα, πρώτα να δούμε και μετά να πούμε…
Πέρασε απ’ τα κελλιά και τους χαιρέτησε όλους, τους φίλησε και τον φίλησαν και περιστοιχισμένος από τα μέλη της ομάδας του περίμενε να τον ξαναφωνάξουν. Κάνει βόλτες με τους νέους της αχτίνας.
Λυπάμαι που φεύγω και δεν τελειώσαμε… το πρωτάθλημα. Πιστεύω όμως να την βγάλετε ασπροπρόσωπη την ομαδούλα μας.
Αποχωρίστηκε από τους συναγωνιστές του με το χαμόγελο. Έτσι έφυγε κι απ’ τη ζωή. Κοντά στο ροδοχάραμα έπεσε στο Λαζαρέτο (…) Το πέσιμο του μικρού Κολοβού συγκίνησε βαθύτατα την ομάδα των 500 πολιτικών κρατουμένων. Ένας αγωνιστής έγραψε ένα ποίημα που δημοσιεύτηκε στο “Φλάμπουρο”.
Δύο μέρες αποχή συσσιτίου θα υποχρεώσουν τη διεύθυνση να μας αποκαλύψει ότι πράγματι τον εξετέλεσαν (…) Έδειξε παροιμιώδη ψυχραιμία και ευγένεια για την ηλικία του.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο Βαγγέλης), σε ηλικία 23 ετών, τα τέλη Μάη του 1947.
35.
Κομνηνός
Γιάννης
Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια
Δεν σκιάζομαι τα βόλια τα σκληρά
Ο Γιάννης (Ιωάννης, ενδεχομένως και Κώστας) Κομνηνός γεννήθηκε στην περιοχή Κάλαμος της Ιθάκης το 1925.
Την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Κεφαλονιάς – Ιθάκης, γεγονός που του στοίχισε την καταδίκη του σε θάνατο. Παράλληλα, καταδικάστηκε επίσης σε θάνατο για προγενέστερο βαρύ ποινικό αδίκημα. Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας και τοποθετήθηκε σε αχτίνες με ποινικούς κρατούμενους και δοσίλογους. Οι υπεύθυνοι παράγοντες επικαλέστηκαν, υποκριτικά, για να τον εκτελέσουν, μόνο την ποινική υπόθεση.
Διέσωσαν για εκείνον άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Κέρκυρας:
Πήραν για εκτέλεση τον Κομνηνό από τον Κάλαμο Ιθάκης. Ο αγωνιστής αυτός ήταν καταδικασμένος σε θάνατο για δυο υποθέσεις. Η μία υπόθεση ήταν για ποινικό αδίκημα. Η άλλη, για τη δράση του στον ΕΛΑΣ.
Στο κελί της απομόνωσης ο Κομνηνός ζήτησε να δει ένα νεολαίο από τη Ι’ αχτίνα, τον (…) Μόλις ο Κομνηνός αντίκρισε τον επισκέπτη του, του λέει: Σε κάλεσα ακριβέ μου συναγωνιστή, για να σου πω δυο λόγια την τελευταία μου στιγμή. Κατ’ αρχήν θέλω να σου δείξω ότι η επικείμενη εκτέλεσή μου δε με φοβίζει καθόλου. Κοίταξε τα δάχτυλά μου που κρατούν αυτό το τσιγάρο, δεν τρέμουν καθόλου. Είμαι προετοιμασμένος να πέσω για την αγωνιστική μου δράση. Όμως για το ότι δεν εκτελούμαι σαν αγωνιστής αισθάνομαι μεγάλη ντροπή απέναντί σας. Γι’ αυτό σαν τελευταία μου επιθυμία, ζητάω απ’ όλους σας, να με συγχωρήσετε γι’ αυτή μου την όχι σωστή πράξη.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 22 ετών, τις 5 Δεκέμβρη 1947.
36.
Κουκούτσης
Γιάννης
Εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Κουκούτσης γεννήθηκε το 1904 στο Καρπενήσι Ευρυτανίας.
Ήταν υπάλληλος στην αρμόδια για το τραμ και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών (ΗΕΜ) στην Αθήνα, όπου είχε μετακομίσει. Εκεί ανέπτυξε κατά τα χρόνια της Κατοχής έντονη αντιστασιακή δράση.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε για τη δράση του μετά την περίοδο της Κατοχής υπέρ των στόχων του ΕΑΜ, φυλακίστηκε στην ακτίνα Ε’.
Ο συμβολικός τίτλος «Γεια σας αδέρφια» του γνωστού βιβλίου για το Λαζαρέτο και τους αγώνες των μελλοθάνατων στις φυλακές της Κέρκυρας απηχεί δικά του αποχαιρετιστήρια λόγια.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία συγκρατούμενού του για τον ίδιο:
Κουκούτσης Γιάννης του Αθανασίου, 44 χρονών από την Αθήνα, υπάλληλος ΗΕΜ. Η καταγωγή του ήταν απ’ το Καρπενήσι. Έμενε στην Ε’ αχτίνα. Τον άρπαξαν (…) απ’ το κελί χωρίς να τον ξυπνήσουν. Τον τράβηξαν έξω σούρνοντας. Την άλλη μέρα βρέθηκε το σακάκι του έξω στον προθάλαμο. Το μόνο που μπόρεσε να πει την ώρα που τον παίρναν ήταν “Γεια σας, αδέρφια”.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 18 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 44 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης ή Αθηναίος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 26/11.3.1948.
37.
Κουρουρός
Ταξιάρχης
Τους φόρτωσαν δεμένους,
τους στρίμωξαν ορθούς,
κλεισμένοι εμείς ακούμε:
– τους παίρνουν, δεν ακούς;
Ο Ταξιάρχης Κουρουτός (Κουρούτσης) γεννήθηκε το 1919 στο Σχηματάρι της Θήβας, στον νομό Βοιωτίας, όπου και ζούσε.
Καταγόταν από πολυμελή αγροτική οικογένεια, ήταν γεωργός και πήρε μέρος στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ στην περιοχή του. Επίσης, ήταν μέλος του ΚΚΕ. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1940-1941. Αργότερα ως αντάρτης του ΕΛΑΣ συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στην επιχείρηση απελευθέρωσης δεκάδων Ελλήνων και Σοβιετικών αιχμαλώτων που μεταφέρονταν από τους Γερμανούς με σιδηροδρομικό σταθμό το 1944, όταν και συνελήφθησαν πολλοί Γερμανοί.
Τραυματίστηκε σε μάχη του Δεκέμβρη του 1944.
Το 1945 συνελήφθη στο Σχηματάρι από ταγματασφαλίτες και με διαβλητές κατηγορίες φυλακίστηκε διαδοχικά στις φυλακές της Θήβας, της Αίγινας και της Χαλκίδας.
Για τη δράση υπέρ των σκοπών του ΕΑΜ καταδικάστηκε από Δικαστήριο Συνέδρων στη Χαλκίδα το 1946 σε θάνατο.
Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας και κλείστηκε στην ακτίνα Β’.
Έχουν σωθεί οι εξής μαρτυρίες συγκρατουμένων του για τον ίδιο και τις τελευταίες ημέρες του πριν από την εκτέλεση:
Πριν 15 μέρες ο Κουρουτός είχε μπει στο νοσοκομείο – απέναντι απ’ τη φυλακή – για εγχείρηση σκωλικοειδίτιδας. Ταυτόχρονα είχε έρθει και η διαταγή εκτέλεσής του. Όπως μαθεύτηκε μετά, η διεύθυνση ζήτησε να τον επιστρέψουν. Οι γιατροί όμως επέμεναν να τον εγχειρήσουν πρώτα, εκτός αν θέλουν να τον πάρουν παρά τη θέλησή τους. Η διεύθυνση αναγκάστηκε να υποχωρήσει (…)
Ο Ταξιάρχης Κουρουτός είναι ένα ψηλό και γεροδεμένο παλικάρι. Έχει μαύρα μαλλιά και μάτια καστανά. Αρχικά οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Σαν εφεδροΕΛΑΣίτης πήρε μέρος στη μάχη του σιδηροδρομικού σταθμού της Αυλίδας Θηβών το καλοκαίρι του ’44 (…) Ο Ταξιάρχης από τους πρώτους μέσα στο γερμανικό βαγόνι άρπαζε τα όπλα των φρουρών (…) Μετά τη μάχη αυτή πέρασε στο μόνιμο ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος στη μάχη στο Σχηματάρι που αποσκοπούσε να απελευθερώσει τους όμηρους κατοίκους του χωριού από τους Γερμανούς. Επίσης πήρε μέρος στη μάχη της Τανάγρας που έγινε αρχές Σεπτέμβρη του ’44 (…) Συνέλαβαν τη γερμανική φρουρά και πήραν πολλά λάφυρα σε οπλισμό. Μετά τη Βάρκιζα έμεινε στο χωριό του.
Πιάστηκε τέλη Μάρτη του ’45. Βασανίστηκε από τους εθνοφύλακες, με αποτέλεσμα να χάσει την ακοή του για πολύ διάστημα. Το 1946 καταδικάστηκε από Κακουργοδικείο της Χαλκίδας σε θάνατο με την κατηγορία ότι σκότωσε κάποιον ταγματασφαλίτη. Απ’ εκεί οδηγήθηκε στις φυλακές Κέρκυρας, όπου τούτη την ώρα αποχαιρετάει τη ζωή.
Τη βραδιά πριν τον πάρουν για εκτέλεση, άλλος συγκρατούμενός του και συγχωριανός του που είχε ενημερωθεί ότι θα έπαιρναν κι εκείνον και τον Ταξιάρχη Κουρουτό κι άλλους για εκτέλεση, ενημέρωσε τον ίδιο και έναν ακόμη μελλοθάνατο γι’ αυτό που θα ακολουθούσε.
– Παιδιά, απόψε να είμαστε έτοιμοι, γιατί δεν αποκλείεται να μας πάρουν…
– Ναι (…), του απαντάει ο Κουρουτός κοφτά κι αράθυμα, έτοιμοι είμαστε. Και ταυτόχρονα προβάλλει τα στήθια του. Ας έρθουν οι άτιμοι να μας πάρουν…
Και ώρα 3 μετά τα μεσάνυχτα ήρθαν.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 29 ετών (ενδεχομένως ήταν 31 ετών καθώς αναφέρεται και ως γεννημένος το 1917), μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Αντώνης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
38.
Κουτσούμπεης
Μιχάλης
Τα χέρια τους κουνάνε
και φεύγουνε και παν,
σαν να κουνάν σημαίες
μας αποχαιρετάν
Ο Μιχάλης (Μιχαήλ) Κουτσούμπεης (Μπαρμπαμιχάλης) γεννήθηκε το 1902, μάλλον στην περιοχή Ιτέα του Δήμου Παλαμά στον νομό Καρδίτσας.
Ήταν ζωγράφος και κατοικούσε στον Πειραιά, όπου είχε μετακομίσει. Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων με την κατηγορία πως είχε διαπράξει «κατοχικά αδικήματα», δηλαδή στη διάρκεια της Κατοχής, ως αγωνιστής του ΕΑΜ.
Προσωπικότητα σεβαστή, είχε κερδίσει τη γενική αναγνώριση των συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας για τις αρετές του.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία:
Στις 19 Φλεβάρη του ’49 (…) παίρνουν τον Μιχάλη Κουτσούμπεη (…), από τον Πειραιά, ζωγράφο στο επάγγελμα. Ο Μπαρμπαμιχάλης ήταν ο πιο σεβαστός άνθρωπος εδώ στο χώρο μας, με πολλά χαρίσματα. Με την πρώτη επαφή μαζί του σου ενέπνεε μια ιδιαίτερη εκτίμηση και συμπάθεια.
Επίσης, σώθηκε η εξής περιγραφή για εκείνον:
Ο Κουτσούμπεης ο Μπάρμπα Μιχαλιός είναι παληός μου γνώριμος από το 1945 στις φυλακές (…) Τον είχανε πάει στον ανακριτή και γυρίζοντας περνούσανε απ’ τις γραμμές των ΣΠΑΠ. Πάνω σε μια ράγια ήτανε πεταγμένο ένα κουταβάκι, που προσπαθούσε κουνώντας τ’ αδύνατα ποδαράκια του, να φύγει. Κι αφού δε μπορούσε έκλαιγε λυπημένα, τα ματάκια του κλειστά και στα τυφλά ζητούσε βοήθεια. Το τραίνο ακουγότανε και σε λίγο θα περνούσε πάνω απ’ το τρυφερό του κορμί κι όλα θα τελείωναν. Τα χέρια είναι δεμένα σφιχτά! Το τραίνο φάνηκε, να λίγο ακόμα και θα το λυώσει… Τρέχει, το αρπάζει και γυρίζει στους συνοδούς του που έκπληκτοι τον βλέπουν και απορούν…
Ήταν κρίμα, είπε, και τόχωσε στη τσέπη του παλτού του.
Όταν μπήκε στο θάλαμο, έλαμπε από χαρά!
– Τι έγινε μπάρμπα Μιχάλη; Σ’ άφησε ο ανακριτής, γι’ αυτό είσαι τόσο χαρούμενος;
– Δεν ξέρω τι θα κάνει αυτός, με τα χαρτιά μου, εγώ πάντως, με κάτι άλλο είμαι χαρούμενος και δίχως να περιμένει, έβγαλε απ’ τη τσέπη του πανωφοριού του τον θησαυρό του! Ένα κουταβάκι! Ένα κουταβάκι, τι όμορφο χρώμα κοκκινωπό και στη μπάλα του μια βούλα, άσπρο αστέρι. Καθώς το κρατούσε, τα ποδαράκια του κουνιούνταν στον αέρα και το κεφαλάκι του γυρνούσε πέρα δώθε δίχως να βλέπει.
Όλοι θέλουν να το χαϊδέψουν, να το ζεστάνουν στη χούφτα τους.
– Σιγά σιγά, θα το ψωφήσετε πριν την ώρα του. Το βάφτισε Τσώρτσιλ! Το τάιζε γαλατάκι, τόπλενε, το περιποιότανε σα παιδάκι. Άνοιξε σε λίγο τα ματάκια του, μεγάλωσε κι έγινε η χαρά όλων μας (…)
Ο μπάρμπα Μιχάλης έχει ασπρίσει πια και στο μελαγχολικό πρόσωπό του δυο βαθειές ρυτίδες κατεβαίνουν σαν αυλάκια που στερέψανε απ’ τη ξέρα. Τα δόντια φύγανε από καιρό, δεν θέλει όμως να βάλει μασέλες, γιατί «τι να τις κάνω, μέχρι που να με ρίξουν, βολεύομαι κι έτσι», έλεγε. Αδυνάτισε κάπως και τα χρόνια με το βάρος τους τούγυραν το κορμί. Το βήμα του έγινε αργό και οι ρευματισμοί πιο δυνατοί (…)
Δεν είχαμε αποσώσει το τσιγάρο και στο φλυτζάνι έμεναν μια δυο γουλιές ακόμα όταν ξαφνικά, αναπάντεχα, ένα σπουργιτάκι ήρθε και στάθηκε στο φεγγίτη και από κει, μ’ ένα ανάλαφρο βολ-πλανέ, κάθησε στον ώμο του γέρου. Κοιτούσα και δεν πίστευα στα μάτια μου.
– Είναι ο Λευτέρης μου, ο καινούργιος μου φίλος, είναι όμως κατεργάρης και περμπάντης, μού το σκάει και σαν πεινάσει νάτος… Το πουλάκι χωρίς να το ενοχλεί η παρουσία μου, ανέβηκε στο κεφάλι του, τον ψείρισε λιγάκι με τη μυτίτσα του, μετά γλύστρησε στο χέρι του και βάλθηκε να τον κοιτάει στα μάτια τιτιβίζοντας.
– Τον βλέπεις τον κατεργάρη, πείνασε και ήρθε, όταν τον βλέπεις και κάνει έτσι θέλει φαΐ. Πήγε σ’ ένα κουτί, έβγαλε λίγο σταράκι και μου τόβαλε στη χούφτα μου λέγοντάς με «Πες του: Έλα Λαυτέρη» (…) Όταν χόρτασε, όπως ήρθε έτσι κι έφυγε για τον ώμο του γέροντα (…)
– Είσαι καταπληκτικός γέροντα, πού τον ανακάλυψες πάλι ετούτον; (…)
– Όταν ήρθα, ήταν η σειρά του κελιού μας για υπηρεσία προαυλίου. Τα παιδιά δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να μ’ αφήσουν. Εγώ όμως δεν τους άκουσα και μαζί με τους άλλους δυό, όταν άνοιξε ο φύλακας με το πρώτο καμπανάκι, βγήκα κι εγώ στην αυλή. Όπως σκούπιζα, κάτι που φτερούγιζε δίχως να μπορεί να πετάξει, είτανε ο κατεργάρης μου. Μάταια η μάνα του προσπαθούσε να του δείξει, πετούσε, ξαναπετούσε γύρω του μ’ αυτός τίποτα (…) Ήταν μικρό και στην προσπάθειά του να μάθει να πετάει στη σκηνή της αχτίνας, έπεσε στο προαύλιο και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει. Τον ανέβασα εδώ και από τότε γίναμε αχώριστοι φίλοι. Μεγάλωσε στα χέρια μου, ήτανε η πιο γλυκειά μου απασχόληση. Υπάκουος, υπομονητικός κι έξυπνος… Όπως και ο Τσώρτσιλ μου, κοιμότανε στη γωνίτσα και ποτέ δε μου λέρωσε τα πράγματα. Δεν πήγαινε πιο πέρα απ’ το φεγγίτη του κελιού. Όταν τ’ απογεύματα βολτάριζα στην αυλή, κατέβαινε και σεργιάνιζε μαζί, πότε καθότανε στον ώμο μου και πότε φτερούγιζε παιχνιδιάρικα. Έτσι περνούσε ο καιρός μας μια χαρά. Όταν μια μέρα τον έχασα, φώναξα, έψαξα, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε, αλλά πουθενά ο Λευτέρης. Πάει λέω έφυγε, διάλεξε τη λευτεριά (…) Την τρίτη κατά τις 10 η ώρα μού παρουσιάζεται. Όπως είχα ξαπλώσει, φτερούγισε όπως τώρα, στο στήθος μου και τότε η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα απ’ τη δική του… (…)
Αυτό θα συνεχιστεί για καιρό, μέχρι που ένα πρωινό ο Λευτεράκης μάταια ψάχνει στο κελί του και στην αυλή του ασπρομάλλη γέροντα… Μιάν αυγή, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, ο γέρος με την παιδική ψυχή θα φύγει για πάντα από κοντά μας. Αυτή την καρδιά που πήγαινε ο σπουργίτης κι εύρισκε ζεστασιά κι αγάπη, θα την έχουν τρυπήσει οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, γιατί αγάπησε πολύ τους ανθρώπους, τα ζώα και τα πουλάκια…(…) Το γεροντάκι με την παιδική καρδιά, δεν αγαπούσε μονάχα τα σκυλιά και τα πουλάκια, μα και τη ζωγραφική. Ώρες ολόκληρες καταγινότανε με τις προσωπογραφίες. Είχε φτιάξει διάφορα έργα και ένα από αυτά το είχε τιτλοφορήσει «η εκτέλεσή μου». Ήταν μια σύνθεση από ακουαρέλλα (…).
Έγραψε ένα μακροσκελέστατο γράμμα στη γυναίκα του και στο παιδί του.
«Σαν μεγαλώσεις, να μας αγαπήσεις και ν’ αγαπάς όλους τους ανθρώπους…». Το κρύο δεν λέει να λιγοστέψει. Όσο η μέρα σώνεται, τόσο εκείνο μεγαλώνει.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 47 ετών (κατ’ άλλους είχε γεννηθεί το 1899 και τότε ήταν 50 ετών), τις 19 Φλεβάρη 1949.
Προηγήθηκε, τις 18 Γενάρη 1949, εντολή του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς την Εισαγγελία Κέρκυρας να προχωρήσει άμεσα στην εκτέλεσή του, αφού μεσολαβήσει νέα ανάκρισή του και εγκλεισμός του σε χώρο πλήρους απομόνωσης στη φυλακή, με το αιτιολογικό ότι είχε εντοπιστεί αλληλογραφία του με στρατιώτη.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Βασίλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 17/4.3.1949.
39.
Κουτσούρης
Δημήτρης
Οπού ‘ν’ ερμιά και σκοτεινιά
και του θανάτου σπίτι
πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα
τα μάτια της ψυχής μου
Ο Δημήτρης (Δημήτριος, Μήτσιος) Κουτσούρης (Λαμπέτης) γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1924.
Ήταν αγρότης, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης.
Καταδικασμένος σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Άμφισσας, για τη δράση του τα χρόνια της Κατοχής στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, οδηγήθηκε στην Κέρκυρα στην ακτίνα Ι’ των φυλακών της.
Έχει σωθεί η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα:
Στις 4.3.48 ξημερώνοντας ημέρα Πέμπτη παίρνουν (…) Στη Ι’ αχτίνα, πρώτα πήγαν στο κελί του Μήτσιου Κουτσούρη (ψευδώνυμο Λαμπέτης). Ήταν ένα ψηλό, ξανθό, δυνατό, αλλά και λίγο απερίσκεπτο παλικάρι. Έμενε στο τελευταίο κελί του κάτω διαζώματος (…) Έπεσε παλικαρίσια (…)
Μόλις άνοιξε το κελί του Κουτσούρη ώρα 3 τα μεσάνυχτα πρώτος πετάχτηκε απάνω.
– Ξέρω, λέει στους φύλακες, εμένα θέλετε… Μόνο θα με αφήσετε να ντυθώ και να χαιρετήσω τους συναγωνιστές μου. Ταυτόχρονα άρχισε να τραγουδά μεγαλόφωνα το τραγούδι: “Το μπουντρούμι δεν τον λυγά”. Το τραγουδούσε με την ίδια σταθερή και λαγαρή φωνή του, όπως πάντα.
Την ίδια στιγμή άλλοι φύλακες ανέβηκαν στο πάνω διάζωμα (…) Ο (…), ακούγοντας το τραγούδι του Κουτσούρη βγήκε στην πόρτα και φωνάζει δυνατά:
– Σταμάτα ρε Μήτσιο, εδώ παίρνουν τον (…) και συ μας το ‘ριξες πάλι στο τραγούδι;
– Πάψε (…), του λέει ένας συναγωνιστής από το διπλανό κελί, γιατί παίρνουν και τον ίδιον (…)
Ο Κουτσούρης αφού τέλειωσε το τραγούδι πέρασε απ’ όλα τα κελιά. Έχωνε τα δυο δάχτυλά του μέσα από τα τετραγωνάκια του φινιστρινιού της κάθε πόρτας – γιατί δεν πέρναγαν παραπάνω – και χαιρετούσε όλους τους αγωνιστές. Ένιωθες να σου πιάνει ένα δάχτυλο ανάμεσα στα δυο δικά του και να σου το σφίγγει δυνατά. Στο τέλος είπε:
– Αισθάνουμαι περήφανος που πέφτω για τον αγώνα του λαού. Δεν φοβάμαι το θάνατο και θα πέσω με το κεφάλι ψηλά.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 24 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Σεραφείμ) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
40.
Κουφουδάκης
Φώτης
– Λαέ μας, τα παιδιά σου,
σταθήκαμε πιστά,
κατά το μάθημά σου
στον τύραννο μπροστά.
Δώσαμε τις ζωές μας
ντυμένες αρετή,
για τη δική σου δόξα
και για την προκοπή.
Ο Φώτης (Φώτιος) Κουφουδάκης γεννήθηκε το 1906, μάλλον στην Αττική.
Ήταν εργάτης και κατ’ άλλους και ανθρακοπώλης, πουλώντας ξυλάνθρακες και γαιάνθρακες ως καρβουνιάρης. Ζούσε στο Νέο Φάληρο του Πειραιά.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στον Πειραιά ως μαχητής του.
Μετά την καταδίκη του σε θάνατο οδηγήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας.
Σώθηκε η εξής περιγραφή για εκείνον:
Μεσόκοπος, με βαθιές ρυτίδες ν’ αυλακώνουν το πρόσωπό, μάτια μαύρα, ψαρί μουστάκι στριμμένο και στο κεφάλι δεμένη η μαντήλα που δεν τη βγάζει ούτε όταν κοιμάται.
Είχαν κάνει μια γιορτή και ήθελαν λουλούδια.
Ανάλαβε να το ταχτοποιήσει ο Κουφουδάκης. Ένα χωριατάκι του ποινικός, δούλευε συντηρητής στο ανθοκήπιο της φυλακής. Την έστησε στα κάγκελλα και σα διάβαινε το συντεκνάκι, του λέει: «έδα μωρέ που σε θέλω, κακορίζικο, σαν ματάρθης από δω να μου πέψεις λίγα λουλούδια, να κάνω μιαν ανθοδέσμη και να την πάω σ’ ένα κοπέλι που γιορτάζει». – «Καρτέρα επαέ και θα σου φέρω» και πραγματικά δεν άργησε να γυρίσει έχοντας τυλιγμένα σε μια εφημερίδα διάφορα λουλούδια. Μπροστά ο Κουφουδάκης με την ανθοδέσμη, πίσω ο (…) με τα γλυκά και πιο πίσω εμείς, πήγαμε στο κελί του (…).
Η γιορτή έκλεισε με τη μαντινάδα του Κουφουδάκη.
Πάντα ψηλά στέκει η κορφή
κι ας είν’ και χιονισμένη
το βράχο δέρνει η θάλασσα
μα πάντα βράχος μένει
(…) Ο Κουφουδάκης βρίσκει με το γράμμα του σπιτιού του κι ένα παραπανήσιο απ’ τον κουμπάρο του… Όταν είναι τέτοια δεν τους νοιάζουν οι γραμμές και οι σελίδες… «Κουμπάρε, μην είσαι βλάκας και μην ακούς τους άλλους τι σου λένε (…) Γιατί πας να φας τζάμπα το κεφάλι σου; Κάθε βράδυ μαζευόμαστε στη ταβέρνα και μονάχα εσύ λείπεις. Λες πως έμαθες και γράμματα, τι διάβολο, δεν σε μάθανε ακόμα να βάζεις την υπογραφή σου; Τα παιδιά σου μεγαλώσανε, γυρίζουνε στους δρόμους, θα τα χάσεις».
Τραγουδούσε για την ξαστεριά, καθώς τον έπαιρναν στο Λαζαρέτο:
(…) Τον Κουφουδάκη, επειδή τραγουδούσε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», τον βασάνισαν απάνθρωπα όταν τον έβαλαν στ’ αυτοκίνητο…
Είχε δει ένα όνειρο:
Σα νάμουνα, λέει, στο σπίτι μου (…) Βλέποντάς με τα παιδιά μου, ρίχτηκαν απάνω μου, κρεμάστηκαν όλα στο λαιμό μου και φώναζαν… Δεν χόρταινα φιλιά. Τάβαλα μετά στη σκάφη, τάπλυνα, τάντυσα, τα παπούτσωσα (…) Ρίχνω τα μάτια μου γύρω, το σπίτι σχεδόν άδειο. Τόχε πουλήσει η γυναίκα μου, μέχρι που να βρει δουλειά στο εργοστάσιο (…)
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 19 Νοέμβρη 1948, σε ηλικία 42 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μανώλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 83/1.12.1948.
41.
Κυριακίδης
Κοσμάς
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι
με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι
με χορό και τραγούδι
Ο Κοσμάς Κυριακίδης γεννήθηκε το 1924, μάλλον στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν εργάτης σιδηρουργός εκεί.
Αγωνίστηκε εναντίον των κατακτητών μέσα από τις τάξεις των ΕΑΜικών οργανώσεων της Θεσσαλονίκης.
Καταδικασμένος σε θάνατο για την κοινωνικοπολιτική δράση του, οδηγήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο Γιώργος), σε ηλικία 25 ετών, τις 4 Μάη 1949.
42.
Κωνσταντόπουλος
Βασίλης
Απ’ τον ύπνο ξάφνου σηκωμένοι,
Βαδίζουν τη στερνή τους την πορεία.
Ο Βασίλης (Βασίλειος, μάλλον και Αναστάσιος) Κωνσταντόπουλος (Κωνσταντακόπουλος, Κωσταντακόπουλος, Κωνσταντινόπουλος) γεννήθηκε το 1922 στην Πάτρα.
Ήταν εργάτης κλωστοϋφαντουργίας εκεί.
Καταδικάστηκε σε θάνατο για αδικήματα που υποτίθεται ότι διέπραξε την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και οδηγήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, στην ακτίνα Ε’.
Έχει σωθεί η εξής περιγραφή για μια βραδιά του πρώτου μήνα του 1948 που τον κάλεσαν από το κελί με σκοπό να τον μεταφέρουν στη νησίδα για εκτέλεση:
9 του Γενάρη (…) Ξαφνικά από τη Θ’ αχτίνα ακούγεται ένα χωνί (…) Δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό το χωνί και από την Ε’ αχτίνα μιλάει άλλο χωνί: “Συναγωνιστές, από δω πήραν το Βασίλη Κωνσταντόπουλο (…)”. Η είδηση ότι απόψε παίρνουν, συγκλονίζει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το μπουντρούμι.
Στο «κελί του Γολγοθά», λίγο πριν οδηγηθεί στο Λαζαρέτο με άλλους οδηγούμενους για εκτέλεση αγωνιστές, συνυπέγραψε κοινό γράμμα τους προς τους συναγωνιστές του στη φυλακή, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Μην σας δειλιάσει το απόσπασμα, δεν υπάρχει πιο μεγαλείο από την μετάβαση στην αθανασία. Το όραμα της μελλούμενης νίκης, σου δίνει φτερά, σε κάνει να είσαι ήρεμος.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Γενάρη 1948, σε ηλικία 26 ετών (αναφέρεται και ηλικίας 31 ετών, ως γεννημένος το 1917), μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Βλάσης, ως Κωσταντακόπουλος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 6/21.1.1948.
43.
Κωνσταντέλος
Τάσος
Και οι λέξεις φλέβες είναι.
Μέσα τους αίμα κυλάει.
Ο Τάσος (Αναστάσιος, Τάσιος) Κωνσταντέλος (Κωνσταντέλλος) γεννήθηκε το 1924, μάλλον στην Αθήνα.
Ήταν γαλακτοπώλης στην Αθήνα, υποστηρικτής του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης και αυτού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Έχει σωθεί από συγκρατούμενούς του οι εξής μαρτυρίες για τις αγωνίες του, για την ανάγκη ψυχολογικής προετοιμασίας για τα χειρότερα, χωρίς υπεκφυγές ή αυταπάτες στο περιβάλλον τους, καθώς και για διάλογο με δεσμοφύλακα και για τις στερνές του ώρες:
Θα μας σκοτώσουνε ή όχι; Τα λόγια αυτά του Κωνσταντέλου ήταν μια πετριά στο τέλμα (…).
Τον λένε Τάσο Κωνσταντέλλο. Φοράει τραγιάσκα για να κρύψει μια μεγάλη ουλή στο μέτωπό του από Ιταλικό όλμο στην Αλβανία, που λίγο έλειψε να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Το αριστερό του χέρι έχει μια ελαφρά δυσκαμψία, από μια σφαίρα που τον χτύπησε στην κατοχή σε μια μάχη της Αθήνας με τους καταχτητές. Παράσημα αιώνια (…)
Άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος, δεν του άρεσαν οι φαμφαρωνισμοί, με απλά και σταράτα λόγια, είπε, δεν μας καταδίκασαν οι αντίπαλοί μας για να μας στεφανώσουν, αλλά για να μας σαβανώσουν, όσους μπορέσουν. Γι’ αυτό ας είμαστε έτοιμοι, ας προετοιμαστούμε ψυχολογικά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας, απ’ το δρόμο της θυσίας.
– Να βράσω την πολιτική που δεν αγγίζει την καρδιά. Εκείνος που κερδίζει χαίρεται, κι αυτός που χάνει κλαίει, αυτό ξέρω εγώ.
– Η συνείδηση και το καθήκον δεν παζαρεύονται.
– Αυτά που σου είπα σήμερα ισχύουν και για αύριο.
(…) Στις 4.7.49 πήραν αποβραδίς τον Τάσο Κωνσταντέλο του Νίκου, 25 χρονών από την Αθήνα. Απ’ το κελί της απομόνωσης ο Τάσιος ζήτησε να τον επισκεφτεί ένας πατριώτης του που ήταν στη Β’ αχτίνα. Πήγε να τον πάρει ο Τζόρας (…) Ανοίγοντας το κελί τού εξήγησε τι τον θέλει. Οι διπλανοί κρατούμενοι δεν ήξεραν τίποτα. Μόλις άνοιξε το κελί βάζουν τις φωνές ρωτώντας να μάθουν τι γίνεται, ποιους παίρνουν…
Τότε ο Τζόρας τους απάντησε ότι τον παίρνουν ως επισκέπτη.
– Πόσους πήρατε απόψε κύριε αρχιφύλακα; τον ρωτάει ένας αγωνιστής.
– Δυστυχώς… έναν, απαντάει φυσικότατα ο Τζόρας.
Θύελλα διαμαρτυριών και αποδοκιμασίες ξεσήκωσε από τους δεσμώτες της αχτίνας, η ιταμή αυτή απάντηση του Γ. Τζόρα.
– Αίσχος φασίστα, αίσχος αιμοδιψή, αίσχος, τον αποδοκιμάζουν οι κρατούμενοι.
Τότε ο Τζόρας ένιωσε τι είπε η φαρμακερή γλώσσα του και προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα, λέγοντας ότι παρεξηγήθηκε. Ενώ εννοούσε ότι δυστυχώς πήραν και απόψε έναν (…)
Στο Λαζαρέτο, μπροστά στο απόσπασμα ο Κωνσταντέλος βρήκε τη δύναμη να μιλήσει για τα δίκια του αγώνα, για την πατρίδα, για το λαό. Από εκδίκηση γι’ αυτό ρίχνουν και τον χτυπούν στα πόδια. Με κλαρισμένα τα πόδια και όρθιο το κορμί ζητωκραυγάζει για την κοινωνική δικαιοσύνη με υψωμένη τη γροθιά του.
Σε πρώτη φάση, σύμφωνα με μαρτυρία, είχαν προσπαθήσει να τον απομονώσουν από τους συναγωνιστές του αρκετές ώρες πριν τον πάρουν για το Λαζαρέτο:
Τον Κωνσταντέλλο τον άρπαξαν μέρα μεσημέρι…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 25 ετών, τις 4 Ιούλη 1949.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Νίκος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 59/3.8.1949.
44.
Λαμπρακόπουλος
Δημήτρης
Ίσως εκεί που κάποιος
αντιστέκεται χωρίς ελπίδα,
ίσως εκεί να αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία,
που λέμε,
κι η ομορφιά του ανθρώπου
Ο Δημήτρης (Δημήτριος) Λαμπρακόπουλος (Λαμπρόπουλος) γεννήθηκε περί το 1920 και ζούσε στο Αγρίνιο στον νομό Αιτωλοακαρνανίας.
Ήταν ιδιωτικός υπάλληλος.
Καταδικάστηκε σε θάνατο για τη δράση του υπέρ των επιδιώξεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο σε ηλικία τριάντα περίπου ετών, μαζί με άλλον ένα συναγωνιστή του, τις 23 Σεπτέμβρη 1949, λίγο πριν ανακοινωθεί παύση των εκτελέσεων αγωνιστών για πολιτικούς λόγους.
45.
Λάμπρου
Γιάννης
Κι είναι το πέρασμά τους όλο φως
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Λάμπρου (Λάμπρος) γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Πύλη του νομού Βοιωτίας.
Ήταν αγρότης.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Άμφισσας, για την κοινωνικοπολιτική δράση του υπέρ του ΕΑΜ και των οραμάτων του.
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας τον απαθανάτισαν έτσι:
Λάμπρου Γιάννης του Αργύρη, 28 χρονών, γεωργός, από την Πύλη της Λιβαδιάς. Ήταν σοβαρό κι αξιαγάπητο παλικάρι.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 28 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Αργύρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
46.
Λάμπρου
Λεωνίδας
Με τη χρυσή της νιότης πανοπλία
Το θάρρος, την ορμή, τη λεβεντιά
Πετάμε στον αγώνα, στη θυσία
Ο Λεωνίδας Λάμπρου (Λάμπρος), γόνος αγροτικής οικογένειας, γεννήθηκε στο Σχηματάρι της Θήβας στον νομό Βοιωτίας το 1927 (κατ’ άλλους το 1929).
Ενώ ήταν μαθητής Γυμνασίου έγινε μέλος της ΕΠΟΝ στην περιοχή του και αργότερα μέλος του ΚΚΕ. Βοηθούσε την οικογένειά του στις αγροτικές της δραστηριότητες. Μετά την απελευθέρωση βασανίστηκε απάνθρωπα από διώκτες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Χαλκίδας το 1946 ή το 1947.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου μεταφέρθηκε, φυλακίστηκε στην ακτίνα Β’.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα τα εξής στοιχεία για την προσωπικότητα και τη δράση του:
Ο Λεωνίδας Λάμπρου του Γεωργίου είναι ένας μικρόσωμος ΕΠΟΝίτης μόλις 21 χρονών. Γεννήθηκε το 1927. Έχει καστανό μαλλί και γαλανά μάτια. Από σπουδαστής γυμνασίου οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943. Το 1944 διέκοψε στην 5η τάξη τις σπουδές του και ρίχτηκε στον αγώνα. Αρχικά ανέλαβε Γραμματέας Τμηματικής Επιτροπής της Δυτικής Περιφέρειας Επαρχίας Θηβών. Πήρε μέρος στη Συνδιάσκεψη ΕΠΟΝ Στερεάς, στην Ελεύθερη Ελλάδα την άνοιξη του 1944. Την περίοδο αυτή οι Γερμανοί με τους τσολιάδες σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση μπήκαν στο Σχηματάρι και συνέλαβαν μαζί με άλλους χωριανούς, τους γονείς του και τα δύο αδέρφια του, τον Παντελή και τον Σπύρο και τους έκλεισαν στις φυλακές Χαλκίδας ως την απελευθέρωση.
Ως Γραμματέας της Τμηματικής Επιτροπής ΕΠΟΝ ο Λεωνίδας γύριζε τα χωριά και ξεσήκωνε τους νέους να βοηθάνε τον αγώνα και να κατατάσσονται στον ΕΛΑΣ.
Μετά τη Βάρκιζα έμεινε στο χωριό του. Πιάστηκε το Μάρτη του 1945. Βασανίστηκε απάνθρωπα στα κρατητήρια του χωριού του και κλείστηκε στις φυλακές Θήβας. Το 1946 μεταφέρθηκε στις φυλακές Χαλκίδας, όπου το ’47 δικάστηκε σε θάνατο με μια χαλκευμένη κατηγορία. Ακόμα, μέσα στη φυλακή Χαλκίδας του σκάρωσαν και μια άλλη κατηγορία. Ότι δηλαδή οργάνωνε μέσα απ’ τη φυλακή ομάδες ανταρτών για το βουνό. Τον πέρασαν στρατοδικείο και τον δίκασαν 16 χρόνια φυλακή. Τέλη ’47 τον μετέφεραν στη φυλακή Κέρκυρας στη Β’ αχτίνα. Εκεί στάθηκε και πηγή ψυχαγωγίας με το κρυφό θεατράκι, με σκετς, τραγούδια και τη σάτιρα που έγραφε στην ΕΠΟΝίτικη εφημερίδα της αχτίνας.
Την ώρα αυτή που τον πήραν απ’ το κελί του, στάθηκε και μίλησε μπροστά στο κελί του (…).
Αυτός ο μικρός, λέει ο (…), είπε πολλά. Εκείνο που συγκράτησα είναι τούτο: Με δίκασαν ότι τάχα σκότωσα. Σκότωσα κι εγώ που ούτε στον ΕΛΑΣ έκανα, ούτε όπλο έπιασα στα χέρια μου κι ούτε έμαθα ποτέ τη χρήση του. Ζητωκραύγασε υπέρ της ΕΠΟΝ, της Εθνικής Αντίστασης και ευχήθηκε να επικρατήσει η συμφιλίωση ανάμεσα στους ανθρώπους της χώρας μας. Ύστερα τράβηξε το στερνό του δρόμο.
Σώθηκε και περιγραφή με την αντίδρασή του στο «κελί του Γολγοθά» την ώρα που «επισκέπτης» ισοβίτης δακρυσμένος αποχαιρετούσε τον ίδιο και άλλους μελλοθάνατους:
Ο μικρός ΕΠΟΝιτάκος ο Λεωνίδας Λάμπρου του παρατηρεί:
– Συναγωνιστή, οι αγωνιστές δεν κλαίνε, γίνονται σκληροί.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 21 ετών (κατ’ άλλους ήταν 19 ή 20 ετών), μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
47.
Λένας
Γιώργος
Δυνατά πάνω απ’ το θάνατο
Ο Γιώργος (Γεώργιος, Γιώργης) Λένας (Λενάς) γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας το 1923.
Ήταν αγρότης, που είχε ταχθεί με την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας για τον ίδιο και τις συνθήκες της μεταφοράς του από την ακτίνα Ι’ για εκτέλεση και την αντίδραση που ξεσηκώθηκε με χωνιά, με το που αναγγέλθηκε η μεταφορά άλλου κρατουμένου:
– Από ‘δω πήραν το (…)
Ένα δεύτερο ποδοβολητό κατεβαίνει (…) Ξεγλιστράει άλλη φωνή: “Την κάλτσα μου”. Φωνές αγωνιώδικες ξεσπούν από τα κελιά: “Τι γίνεται αδέλφια, ποιους παίρνουν;”.
– Από εδώ πήραν το Γιώργη Λένα, απαντάει το άλλο κελί (…)
– Λαέ της Κέρκυρας και πάλι απόψε παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση (…)
Το πρωί βρέθηκε μια κάλτσα στο διάδρομο.
Ο Γιώργος Λένας ήταν ένα ψηλό 25χρονο παλικάρι από τη Λιβαδειά Βοιωτίας με καστανά μάτια και πολύ μακριά χέρια. Για να μας διασκεδάζει, δίπλωνε τα χέρια του πίσω απ’ το κορμί του κι έπιανε το αντίθετο αυτί του κι ακόμα σε στάση προσοχής, κούναγε πότε το δεξί και πότε το αριστερό του αυτί.
Μάθαινε στη φυλακή την ελληνική γραμματική, μαζί με συγκρατούμενούς του. Το πρωί της εκτέλεσής του πέντε συμμαθητές του πήγαν στο κελί του:
Πήγαν στο κελί του συμμαθητή τους Γιώργου Λένα, νούμερο 17. Εκεί μετά την ενός λεπτού σιγή, κράτησαν ο καθένας τους, ανά 3 λεπτά, ένα τετράδιο γραμματικής μισογραμμένο στο μάθημα με τα ανώμαλα ρήματα. Τέλος ένας συμμαθητής του έγραψε κάτω απ’ το γραπτό του τετραδίου:
“Τιμή στον απλό αγωνιστή και συμμαθητή μας που έδωσε τη ζωή του για κάτι πολύ μεγάλο”.
Σώθηκε και η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του για τη στάση που πληροφορήθηκαν ότι κράτησε στο Λαζαρέτο και για σχετικό περιστατικό άρνησης οπλιτών να τον εκτελέσουν:
Ο Γιώργος Λενάς, δεν ήταν παρά ένα απλό παληκάρι του Λαού, μόλις 28 χρονών, που σαν τον πάνε στο Λαζαρέτο (…), μπροστά στον νιόσκαφτο λάκκο, όχι μόνο δεν θα δεχθεί να τον δέσουν στο παλούκι, και να του κλείσουν τα μάτια, αλλά τα θερμά κι απλά του λόγια θα κάνουν το απόσπασμα να κατεβάσει τα όπλα και θα χρειαστεί να περιμένει για να φέρουν άλλους να τον σκοτώσουν.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 18 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 25 (αναφέρεται και ως 28) ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο μάλλον Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 26/11.3.1948.
48.
Λιάκουρας
Ηλίας
Από κανέναν
δεν το δανειστήκαμε
το κόκκινο.
– δικό μας αίμα·
Ο Ηλίας Λιάκουρας (Λιακούρης) γεννήθηκε το 1921, μάλλον στο χωριό Ασωπία του Δήμου Τανάγρας στον νομό Βοιωτίας.
Ήταν εργάτης κλωστοϋφαντουργίας στην Αθήνα, όπου εργαζόταν και ζούσε. Σε νεαρή ηλικία ασπάστηκε την επαναστατική εργατική ιδεολογία και οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Θηβών το 1945 ή το 1946, οπότε και οδηγήθηκε στην Κέρκυρα και τοποθετήθηκε στην ακτίνα Β’ των φυλακών.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα τα εξής στοιχεία για τον ίδιο:
Λιάκουρας Ηλίας του Αθνασίου από την Ασωπία Θήβας, 27 χρονών, παντρεμένος με 2 παιδιά.
Παρέδωσε σε ισοβίτη συγκρατούμενο στο κελί του, μαζί με έναν ακόμη συναγωνιστή του από το ίδιο κελί που επίσης πήγαινε για εκτέλεση, τα στερνά τους γράμματα, λέγοντας:
“Δεν ξέρω τι θα κάνετε συναγωνιστή, του λέει ο Ηλ. Λιάκουρας, αυτά τα γράμματα θέλουμε να φτάσουν στα σπίτια μας. Αυτή είναι η τελευταία επιθυμία μας από σένα”. Τον φίλησαν και βγήκαν.
Έχει σωθεί, επίσης, η εξής περιγραφή, για το μοιραίο βράδυ και την απανθρωπιά δεσμοφύλακα:
Τα χωνιά συνεχίζουν, παρά τις πέτρες, τα χώματα και τα βρώμικα νερά που πετάνε απ’ έξω οι φύλακες κρυμένοι στο σκοτάδι… Αυτοί που φύγανε με τον (…) ξαναγυρίζουν… Μπροστά ο φύλακας του μαγειρείου… Ανοίγει το κελλί του Ηλία… «Παιδιά παίρνουν το Λιάκουρα…», ακούμε μια φωνή.
– Ηλία, ετοιμάσου, βλέπεις τήρησα το λόγο μου όταν σου υποσχέθηκα να σε πάρω εγώ…
– Ευχαριστώ που κράτησες το λόγο σου, μου έκανες βλέπεις τη καρδιά περιβόλι…
– Όταν σου μίλαγα δεν με άκουγες.
– Μη μου βρωμίζεις τις τελευταίες μου στιγμές… Φύγε από μπροστά μου, να μη σε βλέπω…
Και το πληγωμένο λιοντάρι θα προσθέσει:
– Αν δε φύγει αυτός, δεν έρχομαι, σκοτώστε με εδώ…
Φωνές… Έξωωω, Αίσχοςςς… Σωστό πανδαιμόνιο… Η υπόσχεση του υπαρχιφύλακα, ότι θα τον τιμωρήσει για την απρέπειά του (!!) κι η έκφραση συγγνώμης, ηρεμούν την κατάσταση.
Πριν πιάσει προζήμι, πλενόταν, σαπουνιζόταν, το ίδιο και τώρα… Αφού κάνει προσεκτικά την τουαλέττα του, φοράει τα γυαλιά του και στη τσέπη του πουκάμισου που ακουμπάει στη καρδιά… βάζει τη φωτογραφία των παιδιών του… «Στο μπαμπά, για να του κρατάμε συντροφιά»…
Χαιρετάει, όπως όλοι και πριν χαθεί για πάντα από κοντά μας, μας απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό.
– Αδέλφια, σε σας αφήνω τη φροντίδα των παιδιών μου, πιστεύω πως δε θα τους λείψει το ψωμί…
Η αχτίνα αντί χαιρετισμού θα τραγουδήσει:
«Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας
κι η Λιάκουρα της Γκιώνας
……………………………………….
Μην τύχει κάτω εκεί στους κάμπους
και τους πιάσανε και παν
να τους κρεμάσουν
Θρηνείτε Γκιώνα η Λιάκουρα»
Σώθηκαν και κατοπινά λόγια του σε «επισκέπτη» κρατούμενο στο «κελί του Γολγοθά»:
“Σύντροφοι, δεν ξέρω πολλά για να σας πω. Σας λέω μονάχα τούτα: Ο αγώνας μας είναι τίμιος και ηθικός. Γι’ αυτό κρατάτε ψηλά τη σημαία του. Όσοι θα ζήσετε, να φροντίσετε τα ορφανά παιδιά μας. Ζήτω το Κόμμα, ζήτω η νίκη του λαού”.
Επίσης, έχει σωθεί το εξής στερνό γράμμα του στη σύζυγό του:
Λατρευτή μου Γηναίκα για σου. Γιάσου για πάντα. Γιατή άλλο γράμμα απαυτό δεν πρόκειται να ξαναλάβης. Αγάπη μου όταν θα λάβης και διαβάσης το γράμμα μου αυτό θέλο να κάνης πέτρα την καρδιά σου για να μπορέσης να συνεχήσης αυτόν (τον) άνησο αγώνα που έκανα κ’ εγώ μέχρη σήμερα, που για το μεγαλείο του αγώνα αυτού έπεσαν χυλιάδες μάρτυρες μα δεν πρόδωσαν για να κατακτήσουν αυτά τα ιδανικά που λέγωνται Λευτεριά, Δημοκρατία, Ανεξαρτησία!!! Έτση αγάπη μου όταν το διαβάσης το γράμμα μου αυτό δεν θέλο να κλάψης, ούτε και να πονέσης, θέλο να ήσαι υπερήφανη, και να κρατάς πάντα το κεφάλη σου ψυλά σαν τίμια ελληνίδα και σαν γυναίκα ενός ήρωα που πολεμώντας έπεσε από τα δολοφονικά βόλια των προδωτών, μόνο και μόνο να κάνη ευτηχισμένο τον Λαό και εσένα. Τούλα μου η σκληρή πάλη θέλησε να μας χωρήση για πάντα, φρόντησε να αποκαταστήσης τα αγαπημένα μας παιδιά, ζητώντας πάντοτε την Βοήθεια και την συμβουλή της οργάνωσης και του τιμημένου Κόμματος που άνικα, του ΚΚΕ. Τούλα μία μέρα που θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας και θα (ρ)ωτήσου(ν) εάν ήχανε πατέρα, θέλο να καθήσης να του(ς) πης την ιστορία μου τόσο καλά που να μην την ξεχάσουν ποτέ στη ζωή τους.
Τούλα μου θα σου κάνω και μια παράκλυση που όσο θα ζεις δεν θα πρέπει να την ξεχάσεις ποτέσου. Θέλο να μην στερήσεις ποτέ μα ποτές τα αγαπημένα μας παιδιά από την μανούλα μου. Ακόμη θέλο να μην χαλάσουνε ποτές οι σχέσεις των δυό οικογενειών που μας ενώνανε, έστο και στις πιο κρίσιμες στηγμές της ζωη σας. Τούλα μου όσον για την μελλοντική σου ζωή σου δί(ν)ω το ελλεύθερο να σκεφθής το πώς θα πρέπει να ζήσης έχωντας πάντα σαν γνώμονα ότη δεν θα ξεχάσης ποτέ ότη εγό θυσιάστηκα για να σε κάνω να ζήσης ευτιχησμένα, αλλά πάντα τίμια και δίκαια. Ξέρω ότι για όλα αυτά θα κλάψης, θα υποφέρης, είναι αλήθεια πως η αγάπη που είχε ο ένας προς τον άλον δεν βρίσκω λόγια να την εκφράσω, ζήσαμε λίγο μαζή, αλά ζήσαμε τόσο ευτηχισμένα όσο δεν έζησε κανένας άλος στον κόσμο αυτόν, όμως έτση είναι η ζωή, με τον καιρό θα βρης την λυσμωνιά σου.
Αγαπούλα μου όταν μεγαλώσουν τα παιδιά μας θέλο να τα διδάξης να αγαπήσουναι το Λαό, να παλεύουν για τα συμφέροντά του, να αγαπάνε το δίκιο, ναγωνίζονται γιαυτό, έστο κι αν χρειαστεί να δώσουνε και την ζωή τους. Ακόμα δήδαξέτα ν’ αγαπήσουνε και να γίνουν μέλοι του Ηρωηκού αυτού Κόματος που λέγεται Κ.Κ.Ε.
Τελειώνοντας σας ζητό συγνώμη εάν άθελά μου στον καιρό της συμβίωσής μας έτιχε να σας στενοχωρήσω. Σας φυλώ Γλυκά ο αγαπημένος σας σύζυγος, και γαμπρός σας. Όσον για σένα αγαπούλα μου και ξεψυχώντας θα σαγαπώ όπως σαγαπούσα πάντοτε. Τούλα μου επίτρεψέ μου και δέξου τα πιο θερμά μου και λατρευτά φυλιά εκ μέρους μου.
Ο Αγαπημένος σου Σύζυγος. Φύλα μου τα παιδιά που εγώ δεν πρόλαβα να τα χαρώ.
Ηλίας Λιάκουρας
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
49.
Λούβαρης
Γιώργος
Εμπρός ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ
για την Ελλάδα,
το δίκιο και τη λευτεριά
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Λούβαρης (Δούβαρης) γεννήθηκε το 1917, μάλλον στην Αττική.
Ήταν μανάβης στο Νέο Φάληρο στον Πειραιά.
Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 19 Νοέμβρη 1948, σε ηλικία 31 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του, δύο από τους οποίους ήταν γνωστοί συμπολεμιστές του στον Πειραιά.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μανώλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 83/1.12.1948.
52.
Μαγνήσαλης
Άγγελος
Ένα τραγούδι
είν’ η πνοή σου
Ο Άγγελος Μαγνήσαλης (Μαγνήσιαλης, Μαγνησιαλίδης, Μαγνίσιαλης) γεννήθηκε το 1923, μάλλον στην Αττική.
Ήταν οξυγονοκολλητής και ζούσε στην Κοκκινιά στον Πειραιά. Είχε συνταχθεί με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα, όπου φυλακίστηκε στην ακτίνα Β’, τα εξής στοιχεία για τον χαρακτήρα του, καθώς και για τη στάση του τη βραδιά που τον κάλεσαν για εκτέλεση και όταν τον μετέφεραν με πλοιάριο στη νησίδα:
Τύπος εύθυμος και εύστροφος ο Άγγελος ξεχώριζε στην αχτίνα του από το αστείρευτο χιούμορ του και τα γουστόζικα πειράγματά του. Τη βραδιά αυτή (…) έβρεχε καταρραχτώδικα. Άμα βγήκε απ’ το κελί του λέει του Γ. Τζόρα:
– Μα είναι κατάσταση αυτή κύριε αρχιφύλακα;
– Για ποιο πράγμα Άγγελε; ρωτάει ο Τζόρας.
– Να μας παίρνετε, με μια τέτοια βροχή; Δε σκέπτεστε ότι θα μουσκέψουμε στο δρόμο και μπορεί να αρπάξουμε και καμιά πλευρίτιδα;
Ο Τζόρας ξερογέλασε αμήχανα. Και απευθυνόμενος προς τους συναγωνιστές του ο Άγ. Μαγνήσιαλης λέει:
– Συναγωνιστές, όποιος πεθαίνει στον αγώνα του για το λαό και το Κόμμα του κάνει τον καλύτερο θάνατο. Εγώ αισθάνουμαι ευτυχής που πέφτω για τον τίμιο αγώνα μας. Εσείς κύριοι – απευθύνεται στους δεσμοφύλακες – παίρνετε μέρος στα εγκλήματα του δοσιλογισμού και της ξενοκρατίας. Γι’ αυτό πρέπει να αισθάνεστε ντροπή και ενοχή.
Ζητωκραύγασε και τράβηξε για την απομόνωση (…)
(…) Ο Μαγνίσαλης με τη φάβα τη σαντορινιά (…)
Στον καπετάνιο του επιταγμένου καϊκιού που τους μετέφερνε στο Λαζαρέτο (…) ο Άγγελος Μαγνήσιαλης του λέει:
– Καπετάνιε, δεν με παίρνεις για μούτσο στο καΐκι σου; Θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά μου. Το καΐκι σου θα λάμπει πάντα από καθαριότητα…
Ο καπετάνιος μπροστά σ’ αυτή τη λεβεντιά των παλικαριών συγκινήθηκε κατάβαθα και δήλωσε παραίτηση από αυτά τα δρομολόγια.
Σώθηκαν και οι εξής μαρτυρίες για εκείνον:
– Δεν έχω καμμιά όρεξη να χάσω την όρεξή μου… Θα τρώω μέχρι δευτέρας παρουσίας… Για το (…) με πέρασες εμένα που κάνει δίαιτα να μην παχύνει; Αλήθεια (…), χτες έλεγες κάτι για την κόλαση του Δάντη. Εμείς σε ποιον κύκλο θα πάμε, στον πρώτο ή στον τελευταίο;
Λίγο πριν πάρουν εκείνον και άλλους υπό εκτέλεση συναγωνιστές του για το Λαζαρέτο, στο «κελί του Γολγοθά» συμμετείχε σε ομάδα τους, που παρουσίασε θεατρικό σκετς στους υπόλοιπους και σε επιλεγμένους συγκρατούμενους επισκέπτες τους. Ακόμη, με έναν από αυτούς παρουσίασε σκετσάκι με τον γνωστό τύπο της εποχής, Αγκόπ.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 25 ετών, μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Νίκος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
51.
Μάμαλης
Στάθης
Της λευτεριάς ανοίγω δρόμο
της στρώνω βάγια και περνά
Ο Στάθης (Ευστάθιος, Ευστράτιος) Μάμαλης γεννήθηκε στην Αράχοβα Βοιωτίας το 1917.
Ήταν εργάτης.
Εντάχθηκε την περίοδο της Κατοχής στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, αρχικά, στην περιοχή του. Αργότερα πήρε μέρος στη μάχη της Αράχοβας εναντίον των Γερμανών τον Σεπτέμβρη του 1943.
Μετά την καταδίκη του σε θάνατο από μεταπολεμικό δικαστήριο, για τη δράση του υπέρ του ΕΛΑΣ, φυλακίστηκε στην ακτίνα Ε’ των φυλακών της Κέρκυρας. Καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Άμφισσας.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα διέσωσαν τα εξής για τον ίδιο και συναγωνιστές του τη βραδιά της μεταφοράς τους για εκτέλεση:
Ανοίγουν άλλα κελιά και παίρνουν τον Στάθη Μάμαλη του Αθανασίου, εργάτη 31 χρονών απ’ την Αράχωβα (…), το (…), τον (…) Όλοι μιλάνε για τον αγώνα, χαιρετούνται κι αποχαιρετιούνται. “Γεια σας παιδιά, γεια σας συναγωνιστές, γεια σας αδέρφια”. Τρίζουν, βογκούν κι αντιβοούν τα ντουβάρια των διαζωμάτων από την τρικυμία της συγκίνησης, που χωρίζονται απ’ τη ζωή, του χάρου οι διαλεγμένοι.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 31 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
52.
Μάντζος
Δημήτρης
Είναι του αγώνα μας τα φώτα
Ο Δημήτρης (Δημήτριος) Μάντζος γεννήθηκε στον οικισμό Κοκκινόχωμα του Δήμου Παγγαίου του νομού Καβάλας το 1915.
Πολέμησε μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης το 1946 με την υπ’ αριθμό 117/1946 απόφασή του επικύρωσε προγενέστερη καταδίκη του σε θάνατο από άλλο δικαστήριο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 32 ετών, τις 29 Νοέμβρη 1947, ημέρα Σάββατο.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ζώης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 62/10.12.1947, όπου αναφέρεται ότι η εκτέλεση έγινε τις 7:30 το πρωί και προηγήθηκε έγγραφη σχετική εντολή της Εισαγγελίας Κέρκυρας (Νικόλαος Κρητικός) με ημερομηνία 24 Νοέμβρη 1947, σε εφαρμογή εντολής της αρμόδιας υπηρεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης.
53.
Μαριόλης
Γιάννης
Και απά στην πέτρα της σιωπής
τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος
της λευτεριάς ταμένος
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Μαριόλης (Μαριώλης) γεννήθηκε το 1927, μάλλον στην Αττική.
Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός, κομμουνιστής.
Κατοικούσε στη Νέα Κηφισιά Αττικής.
Κατηγορήθηκε για παράβαση του αντιδημοκρατικού ν. 375/1952, καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο ή στην τοποθεσία Αλυκές Ποταμού έξω από την πόλη της Κέρκυρας, απέναντι από το Λαζαρέτο, τις 16 Νοέμβρη 1954, σε ηλικία 27 ετών.
54.
Μαρτζούκος
Γιάννης
– Βάλε μια υπογραφή και γλίτωσε τη ζωή…
– Η ζωή δίχως τιμή είναι κίβδηλο νόμισμα…
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Μαρτζούκος (Μουρτζούκος, Καραφωτιάς) γεννήθηκε στα Μέγαρα Αττικής, όπου μάλλον η οικογένειά του είχε μετακομίσει από την Κέρκυρα, το 1928.
Ήταν τσαγκάρης είτε σε εργοστάσιο είτε ως επαγγελματίας υποδηματοποιός.
Ανέπτυξε δράση την περίοδο της Κατοχής, στο πλαίσιο του ΕΛΑΣ, στην περιοχή του.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα διέσωσαν γι’ αυτόν:
Αρχικά ο Γιάννης είχε καταταγεί στο μόνιμο ΕΛΑΣ, μα στην πορεία αρρώστησε και γύρισε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ των Μεγάρων.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 20 ετών (αναφέρεται και ως 25 ετών, γεννημένος το 1923), μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
55.
Μαστρογιάννης
Ηλίας
Στ’ αδέλφια μου τραβώ
και σμίγω την οργή μου
Ο Ηλίας Μαστρογιάννης (Μαστρόγιαννης) γεννήθηκε το 1917 στο χωριό Κερασιά του Δήμου Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Άννας στον νομό Εύβοιας.
Ήταν εργάτης, μαχητής της Εθνικής Αντίστασης. Μεταφέρθηκε και φυλακίστηκε στην Κέρκυρα μαζί με τον Μανώλη Γλέζο
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 8 Σεπτέμβρη 1949, σε ηλικία 32 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Το όνομά του αναφέρεται, μαζί με εκείνα των άλλων τεσσάρων εκτελεσμένων, σε ποίημα με τον τίτλο «Απόψε πήραν και πάλι» που ο φυλακισμένος τότε στην Κέρκυρα Μανώλης Γλέζος έγραψε αυθημερόν, όταν τους εκτέλεσαν.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 67/15.9.1949.
56.
Μελεμένης
Νίκος
Να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα…
Ο Νίκος (Νικόλαος) Μελεμένης (Ματρόζος, Ματρέζος) γεννήθηκε στο Χαλάνδρι Αττικής το 1918.
Ήταν οικοδόμος, σοβατζής.
Για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση βασανίστηκε φρικτά από τους ναζί.
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου είχε φυλακιστεί στην ακτίνα Ι’, διέσωσαν τα εξής στοιχεία για τον ίδιο:
Ο Νίκος Ματρόζος ή Μελεμένης, που όλοι οι κρατούμενοι τον ξέραμε μόνο ως Ματρόζο, ήταν ψηλός, λιγνός και άθελά του ολιγομίλητος αγωνιστής.
Αν εκείνος ο μεγάλος Ματρόζος του ’21 πέθανε στα γηρατειά του ως ζητιάνος, τούτος δε μπόρεσε να φτάσει ούτε ως εκεί. Έπεσε μισοστρατίς από το βίαιο θάνατο. Κι έπεσε πιο βασανισμένος από εχθρούς και “συμμάχους” κατακτητές. Ένα σοκ τρόμου τον έκανε να κουνάει το κεφάλι του σπαστικά. Λες και το υποσυνείδητό του, ήθελε κάθε φορά να βεβαιωθεί αν το κεφάλι του στέκει εκεί στους ώμους του.
Αιτία αυτού του τρόμου ήταν η σύλληψή του από τους Γερμανούς την Κατοχή με βασανιστήρια και κρεμάλα (…)
Οι μεταβαρκιζιανοί δικαστές του Ματρόζου στάθηκαν ανάλγητοι μπροστά στη βαριά αναπηρία που του άφησαν οι καταχτητές γιατί τους πολεμούσε και τον δίκασαν σε θάνατο (…)
Η περίπτωση του Ν. Ματρόζου ήταν γνωστή σ’ όλους μας στην αχτίνα (…), για να τον προσέχουμε ιδιαίτερα σε τούτο: Να μην τον βάζουμε σε δουλειές γενικής καθαριότητας που κάναμε όλοι μας με τη σειρά (…)
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 8 Σεπτέμβρη 1949, σε ηλικία 32 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Στον ίδιο και στους άλλους τέσσερις εκτελεσμένους αφιέρωσε το ποίημά του, με τον τίτλο «Απόψε πήραν και πάλι», που έγραψε την ίδια μέρα στη φυλακή της Κέρκυρας ο Μανώλης Γλέζος.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 67/15.9.1949.
57.
Μικρόπουλος
Αλέκος
Στάλαζαν αίμα οι πληγές μου
λόγγοι και πέλαγα βογγούσαν
δακρυρροούσαν οι ουρανοί
κι’ ήταν μυριόστομες φωνές
Ο Αλέκος (Αλέξανδρος) Μικρόπουλος γεννήθηκε στην Αττική, στην Κοκκινιά του Πειραιά, το 1928.
Ήταν ιδιωτικός υπάλληλος. Προτού ενηλικιωθεί συνδέθηκε με το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων Αθηνών το 1946.
Φυλακίστηκε στο μπουντρούμι της Κέρκυρας στην ακτίνα Ε’.
Έχουν σωθεί από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα οι εξής περιγραφές για τον ίδιο και τη στάση του:
Ο Αλέκος Μικρόπουλος είναι ο πιο μικρός σε ηλικία κρατούμενος της Εθνικής Αντίστασης στη φυλακή. Είναι ένα κοντό, γεμάτο παλικάρι. Όλο νιάτα και ζωή. Το πρόσωπό του πάντα χαρούμενο και γελαστό. Τα πειράγματά του και τ’ αστεία του ήταν η ζωή του. Η σοβαρότητα που καμώνονταν στις κουβέντες του αποτελούσε προσποίηση και τότε δυνάμωναν τα γέλια γύρω του. Στα θεατράκια και στα σκετς της αχτίνας του, έκανε τους συναγωνιστές του να κρατούν την κοιλιά τους απ’ τα γέλια.
Είχε κάνει στην ακτίνα του «ντουέτο του κεφιού και της χαράς» σε όλα αυτά με συγκρατούμενό του ονόματι Λευτέρη, με τον οποίο και εκτελέστηκε μαζί.
Όταν άνοιξαν το κελί να τους πάρουν, λέει ο Μικρόπουλος:
– Κύριοι, ποιον θέλετε, εμένα ή το Λευτέρη;
– Και τους δυο, απαντούν οι φύλακες.
– Μα δε γίνεται, κύριοι φύλακες, να πάρετε μόνο εμένα απόψε και ν’ αφήσετε το Λευτέρη; Όχι για τίποτε άλλο, αλλά να μην τον κουβαλάω σαν κολιτσίδα μαζί μου και στην άλλη (…)
Βγαίνοντας έξω απ’ το κελί φωνάζουν:
– Γεια σας παιδιά, ζήτω ο αγώνας μας και στείλτε χαιρετίσματα στην αγαπητή μας Κοκκινιά.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία για τα στοιχεία που ανέφερε, απαντώντας σε τυπικά ερωτήματα δεσμοφυλάκων, όταν μεταφέρθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας:
– Μικρόπουλος Αλέξανδρος
– Παρών
– Εγεννήθης;
– Στον Πειραιά
– Πόσο είσαι δικασμένος;
– Τέρμα καντάρι, δεν παίρνει άλλο…
Διασώθηκαν καταγεγραμμένες, επίσης, οι εξής μαρτυρίες για συνήθειες ή προτιμήσεις του και το χιούμορ του:
Του Μικρόπουλου του μακαρίτη, του άρεσε το ψητό γουρουνόπουλο. Θυμόσαστε, κάθε τόσο έλεγε και ξανάλεγε: «σαν βγω, θα πάω σε μια ταβέρνα, θα παραγγείλω ένα γουρουνοπουλάκι ψητό και μια μπότσα κρασί και θα κάτσω να το φάω μόνος μου, να χορτάσω…».
– Εγώ βρε παιδιά, λέει ο Μικρόπουλος, ξέρετε τι φοβάμαι; Να μην έχει τσουκνίδες εκεί που θα με ρίξουνε… Από μικρός έχω ένα φόβο γι’ αυτές που δε λέγεται (…) Θα πάω με παλτό…
– Κι όταν είναι καλός καιρός;
– Ασφαλώς…
– Γιατί;
– Φοβάμαι τα εγκαύματα απ’ τις σφαίρες…
Για τον καφέ που έφτιαχνε στο καφενεδάκι της φυλακής κρατούμενος με το όνομα Μήτρος:
– Εγώ παιδιά, σαν με πάρουνε καμμιά βραδυά, λέει ο Μικρόπουλος, και μου πούνε ποιά είναι η τελευταία σου επιθυμία, θα πω: ένα γλυκύ βραστό απ’ το χέρι του Μήτρου!
– Κι αν με πάρουνε εμένα πιο μπροστά;
– Θα μου φτιάχνεις τότε σαν ανταμώσουμε στον κάτω κόσμο…
Για το μοιραίο βράδυ, σαν πήγαν να τον πάρουν:
– Καλά, δεν σας μάθανε τρόπους; Έτσι μπαίνετε στην κατοικία τ’ αλλουνού; Δεν χτυπάτε τουλάχιστον; Αυτό λέγεται παραβίαση οικογενειακού ασύλου…
– Όρεξη που έχεις Μικρόπουλε, ο αρχιφύλακας χαμογελάει…
– Κύριε αρχιφύλακα… Ποιον θέλεις, εμένα ή τον (…);
– Να τοιμαστήτε κι οι δυο.
– Δεν γίνεται, να έρθη ο ένας σήμερα κι ο άλλος αύριο, για να μην αφήσουμε το σπίτι μοναχό!
– Έλα, κάντε γρήγορα, γιατί δεν έχουμε καιρό, πέρασε η ώρα…
– Κύριε αρχιφύλακα μπορώ να ζητήσω μια χάρη;
– Λέγε! Τι θες;
– Μήπως τώρα που βρέχει, ο λάκκος γεμίσει νερά και γίνουμε όλο λάσπες;
– Όχι, μην ανησυχείς… Δεν ξέρει τι να κάνει μ’ αυτό το εικοσάχρονο παιδί… Να θυμώσει ή να γελάσει; Είναι ξανθός σαν το γιο του και στην ίδια ηλικία…
(…) Ανοίγει τη βαλίτσα και βγάζει ένα άσπρο σεντόνι, τυλίγει κάτι μικροπράγματα και το παίρνει στα χέρια.
– Τι το θέλεις αυτό Μικρόπουλε;
– Σάββανο κύριε αρχιφύλακα… Να πάω έτσι δε γίνεται…
Χαιρετά για στερνή φορά, μαζί με φίλο του με τον οποίο θα εκτελεστεί μαζί:
– Καλή σε σας ελευθεριά, γρήγορα απ’ εδώ κοντά στον ήρωα λαό…
Διακόσιες σπαρακτικές κραυγές σκίζουν τον αιθέρα. «Λαέ της Κέρκυρας, πάλι απόψε παίρνουν αγωνιστές της Αντίστασης για εκτέλεση…».
Στο «κελί του Γολγοθά», όπου κάθε ένας προς εκτέλεση αγωνιστής μπορούσε να καλέσει έναν φίλο του, ως στερνό επισκέπτη, μαζί με άλλους οργάνωσε θεατρικό σκετς, πριν τους πάρουν για το Λαζαρέτο. Διέσωσε συγκρατούμενός τους:
Πενήντα λεπτά μάς μένουν αδελφέ μου (…) Όλοι συζητούν, μιλάνε γρήγορα, λαχανιασμένα (…) Τα έχω χαμένα (…) – Παιδιά, πάρτε θέση. Το καλλιτεχνικό τμήμα της ομάδας μας θα δώσει μια σύντομη παράσταση. Τραγούδι, απαγγελία, ανέκδοτο, σκιτσάκια… Είναι γραμμένα απ’ τους Πειραιώτες καλλιτέχνες Μικρόπουλο και Σία. Στο βάθος του διαδρόμου, προβάλλει ένας ντυμένος στ’ άσπρα – το σεντόνι του Μικρόπουλου (…) Μακιγιαρισμένος μ’ έντονο κόκκινο χρώμα στους κροτάφους και τα στήθια βγαίνει ο… Μικρόπουλος (…)
– Δε μου λες, παντρεμένος είσαι;
– Όχι… Παρθένος.
– Αμ πού σ’ άφησε το κόμμα να παντρεφτείς…
– (…) Έχεις παιδιά;
– Έχω ρε Μικρόπουλε…
– Όχι!
– Όχι! Δεν έχω…
– Δε σ’ άφησε το κόμμα να κάνεις παιδιά, ε;
– (…) Λοιπόν, για να τελειώνω με σας. Απαγορεύονται: Οι συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, διαμαρτυρίες, απεργίες και οι διαδηλώσεις… Μην τυχόν πάτε μέσα και μου ανακατέψετε τους άλλους, γιατί αλοίμονό σας! (…)
Μια βαθιά υπόκλιση κι ένα ολόθερμο χειροκρότημα αποτελούν το φινάλε…
Επίσης, σώθηκαν στερνά γράμματά του σε συγγενείς του, μαζί και το εξής προς τη μητέρα του, λίγο πριν μεταφερθεί στο Λαζαρέτο:
Αγαπημένοι μου Μητέρα
Σύμερα το βράδι, είταν τιχερό να μην ξανάρθω ποια στο Σπίτη. Μητέρα να μην στεναγορεθη καθόλου για εμένα γιατί με πάνε για εκτέλεση και πεθένο σαν πραγματικός Έλληνας. Με συγορής και θέλω την ευχή σου Μανούλα μου γλικιά γιατί άλο από πήκρες δεν πήρες από εμένα. Θα ήθελα το γράμμα αυτό να μην τέλειωνε ποτέ μα θα γράψω σε όλου(ς) στα αγαπητά μου αδελ(φ)ια και πατέρα – σε γλικοφιλώ Μανούλα μου για πάντα το εκτελεσμένο πεδί σου
Μικρόπουλος Αλέκος
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 20 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μιχάλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
58.
Μιτούσης
Ανδρέας
Μακρύς ο κάμπος και πλατύς
ο σπόρος μες’ το χιόνι δεν πεθαίνει.
Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει,
η φλόγα του ιδανικού μένει αναμμένη.
Ο Ανδρέας Μιτούσης (Μητούσης, Μουτούσης, Καυλής) γεννήθηκε στον νομό Δράμας το 1915.
Ήταν καπνεργάτης είτε καπνοπαραγωγός στη Δράμα, όπου μετείχε στο κίνημα των ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Απρίλη 1948, σε ηλικία 33 ετών (αναφέρεται και ως 25 ετών, γεννημένος το 1923), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Χρήστος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
59.
Μιχαήλ
Κώστας
Σε βλέπω!
Οι χτύποι της καρδιάς σου
Ρυθμοί εμβατηρίου της ζωής
Και τα μάτια σου
Τη στιγμή που τα σφάλιζε
του θανάτου η αστραπή
Να αγναντεύουν βαθιά
στον ορίζοντα την καλοσύνη.
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Μιχαήλ (Μιχαήλος) γεννήθηκε στη Μάνδρα Αττικής το 1915.
Ήταν εργάτης. Στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης εντάχθηκε στην Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) στην Αττική.
Μετά την καταδίκη του σε θάνατο με απόφαση δικαστηρίου της Αθήνας, όπου κατηγορήθηκε ως ενεχόμενος στον θάνατο συνεργατών των κατακτητών, οδηγήθηκε στην Κέρκυρα και τοποθετήθηκε στην ακτίνα Ε’ των φυλακών.
Σώθηκε η εξής περιγραφή από συγκρατούμενό του, τη βραδιά που φύλακες πήγαν στην ακτίνα να πάρουν αυτόν και άλλους για εκτέλεση:
Από την αχτίνα αυτή παίρνουν (…) τον Κώστα Μιχαήλο του Αθανασίου 33 χρονών από τη Μάνδρα Αττικής (…) Όλοι μιλάνε για τον αγώνα, χαιρετιούνται και αποχαιρετιούνται.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 33 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
60.
Μοντεσάντος
Γεράσιμος
Ζάκυνθος, Κέρκυρα
δεν θα σας ξαναειδώ
Ωραία μου Κεφαλονιά
δεν θα σε ξαναειδώ
Ο Γεράσιμος Μοντεσάντος (Μοντεσάτος, Μοτσετσάντος) γεννήθηκε στο χωριό Μαυράτα της Κεφαλονιάς, κοντά στο Αργοστόλι, το 1913.
Καταγόταν από εύπορη οικογένεια με δημοκρατικές αρχές. Ολόκληρη η οικογένειά του εντάχθηκε από την αρχή της Κατοχής στην Εθνική Αντίσταση.
Είχε εμπορικές δραστηριότητες στην Αθήνα, όπου μάλλον είχε μετακομίσει.
Σύμφωνα με συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα:
Η πατριωτική δράση του οδήγησε κι αυτόν μετά τη Βάρκιζα στις φυλακές και στην καταδίκη του σε θάνατο (…) Η δε νύφη του απαγχονίστηκε από τους Γερμανούς.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 36 ετών, μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές του.
Στη φυλακή της Κέρκυρας, όπου μεταφέρθηκε μετά την καταδίκη του σε θάνατο για την κοινωνικοπολιτική του δράση στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, πέρασε την τελευταία βραδιά της ζωής του τραγουδώντας με άλλους Κεφαλονίτες, που επίσης εκτελέστηκαν συγχρόνως, επτανησιακά τραγούδια της χαράς, του έρωτα, της δουλειάς και του αγώνα.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Χαράλαμπος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 42/9.6.1949.
61.
Μουστάκας
Αποστόλης
Τα χέρια που σπέρναν
Κόκκινα αγάπης λουλούδια
Το ντουφέκι κράτησαν
Της ελεύθερης ψυχής.
Ο Αποστόλης (Απόστολος) Μουστάκας γεννήθηκε το 1903 στην Αττική, μάλλον στην Πετρούπολη.
Ήταν τσαγκάρης, πιθανώς σε εργοστασιακή μονάδα κατασκευής υποδημάτων. Συντάχθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Καταδικασμένος σε θάνατο, φυλακίστηκε αρχικά με συγκατηγορούμενούς του για τη δράση τους υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην Αίγινα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας, στην ακτίνα Β’.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Έχει σωθεί από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα η εξής περιγραφή για τον ίδιο:
Ένας ηλικιωμένος τσαγκάρης από την Πετρούπολη Αθήνας, ο Μουστάκας Αποστόλης του Ανδρέα. Ο Απ. Μουστάκας, περίπου 45 χρονών, ήταν ένας απλός αγωνιστής με μεγάλη καρδιά (…) Στις 25 Μάρτη ’48 μας είπε σε μια παρέα ότι στην Αίγινα είχαν πέσει οι συγκρατούμενοί του. Τώρα παιδιά, κατέληξε, τούτες τις μέρες περιμένω και εγώ τη δική μου σειρά.
Τα λόγια του ήταν τόσο ήρεμα, λες και μας πληροφορούσε ότι θα πάει μεταγωγή.
Σαν τον κάλεσαν για εκτέλεση, τα λόγια του προς τους συναγωνιστές του ήταν:
Αφήνω την αγάπη μου στο λαό και στο Κόμμα μας και τα χαιρετίσματά μου στους τσαγκαράδες της Αθήνας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 45 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ανδρέας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
62.
Μπαλακτάρης
Παναγιώτης
Σε κάθε βήμα, πρόσεχε,
κάτου απ’ το χώμα
ζούνε οι νεκροί μας,
ζούνε οι σκοτωμένοι μας,
μην τους χτυπήσεις την καρδιά
με το βήμα σου, πρόσεχε,
γιατί αγρυπνάνε πάντα οι σκοτωμένοι
Ο Παναγιώτης Μπαλακτάρης (Μπαλαχτάρης, Μπαϊρακτάρης) γεννήθηκε το 1925 στην Αττική, μάλλον στον Πειραιά.
Ήταν εργατοτεχνίτης λεβητοποιός.
Στην Κατοχή ήταν ΕΠΟΝίτης και αργότερα τάχθηκε με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 8 Σεπτέμβρη 1949, σε ηλικία 24 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Ονομαστικά σε αυτόν και στους άλλους τέσσερις εκτελεσμένους αφιέρωσε ο Μανώλης Γλέζος ποίημα που έγραψε εκείνη τη μέρα στη φυλακή της Κέρκυρας, με τον τίτλο «Απόψε πήραν και πάλι».
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 67/15.9.1949.
63.
Μπάλας
Κώστας
Μες στις πέτρες
άνθισα και μεγάλωσα
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Μπάλας (Μπάλλας) γεννήθηκε το 1904 στο μαρτυρικό χωριό Αργίνια της Κεφαλονιάς, που τον Ιούνιο του 1944 είχε καεί και καταστραφεί από Γερμανούς και ντυμένους με γερμανικές στολές Έλληνες συνεργάτες τους της περιβόητης Οργάνωσης ΠΟΚ, καθώς το χωριό χαρακτηριζόταν ως «αετοφωλιά» της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης στο νησί.
Μεγάλωσε σε αγροτική οικογένεια και έγινε τροχιοδρομικός υπάλληλος στην εταιρεία του δικτύου τραμ στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας απολύθηκε από τη δουλειά του. Ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Την περίοδο της Κατοχής αναδείχθηκε σε δυναμικό μαχητή του ΕΑΜ.
Όταν συνελήφθη, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, είχε μετακομίσει στο Μαρκόπουλο Αττικής.
Σώθηκαν γι’ αυτόν από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα τα ακόλουθα στοιχεία:
Μπάλας Κώστας. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Αρχικά μετά τη στρατιωτική του θητεία διορίστηκε τροχιοδρομικός υπάλληλος.Η μεταξική δικτατορία τον απέλυσε για τις προοδευτικές του ιδέες. Με την εχθρική κατοχή εντάχθηκε αμέσως στο ΕΑΜ και ανέπτυξε πλούσια δράση. Υπόφερε αφάνταστες ταλαιπωρίες, όπως και η γυναίκα του Ελευθερία. Τους κάψαν το σπίτι με όλα τα υπάρχοντά τους. Σαν στέλεχος κι αυτός του ΕΑΜ είχε την ίδια τύχη με (…) άλλους συναγωνιστές του.
Τη στερνή βραδιά του στο «κελί του Γολγοθά» και μέχρι την αναχώρηση από τη φυλακή για το Λαζαρέτο τραγουδούσε, μαζί με συμπατριώτες του, επτανησιακά τραγούδια.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 45 ετών, μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές του, Κεφαλονίτες κυρίως.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 42/9.6.1949.
64.
Μπαμπαλιάρης
Μόσχος
Πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας
για τη πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζη τα στήθη μας
τούτ’ η πνοή και μόνη
Ο Μόσχος Μπαμπαλιάρης (Μπαρμπαλιάρης, Μαρμπαλιάρης, Μπαμπαλιάρος, Πασπαλιάρης) γεννήθηκε το 1910, μάλλον στο χωριό Κάριανη του Δήμου Παγγαίας του νομού Καβάλας. Κατ’ άλλους γεννήθηκε στην Ξάνθη. Επίσης, αναφέρεται ως γενέθλιος τόπος του η Χαλκιδική.
Ήταν κτηνοτρόφος.
Ανέπτυξε έντονη δράση για την επίτευξη των στόχων του ΕΑΜ.
Μεταφέρθηκε ως θανατοποινίτης στην Κέρκυρα, μάλλον από το Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, όπου είχε φυλακιστεί μετά από καταδίκη του σε θάνατο.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του για τον ίδιο:
Ήταν ένας πολύ πράος αγωνιστής, αλλά και πολύ καταρτισμένος στον αγώνα της αλλαγής.
Αναφέρεται για εκείνον, σε μαρτυρία συγκρατουμένων του για απειλητικά μισόλογα δεσμοφυλάκων στη διάρκεια πολυήμερης απεργίας πείνας και για την αντίδρασή του μια παγερή νύχτα, με φήμες για επικείμενες νέες εκτελέσεις:
Στο κελλί μένουν τέσσερις, ο (…) κι ο Πασπαλιάρης. Σιγομιλάνε, κάνουν οικονομία δυνάμεων, τ’ αδύνατα και (…) αξύριστα πρόσωπά τους σου δίνουν την εντύπωση, πως δεν είναι χθεσινοί σου γνώριμοι (…)
(…) – Από πού είσαι;
– Απ’ τη Καβάλα.
– Έχεις παιδιά;
– Μόνο παιδιά; Κι εγγόνια, δόξα τω θεώ.
– Αυτό που κάνετε βρε παιδιά είναι τρέλλα.
– Γιατί κ. αρχ/κα;
– Να θέλετε να πεθάνετε σώνει και καλά.
– Δεν θέλουμε, μας αναγκάζετε. Θέλετε να με στείλετε στο απόσπασμα, γιατί στη κατοχή πολέμησα τους βουλγάρους. Ενώ αυτοί που τους υπηρέτησαν είναι μεγάλοι και τρανοί (…)
Ο Πασπαλιάρης ήτανε απ’ τους νεοφερμένους και δεν ήξερε τις συνήθειες, γι’ αυτό δεν έδωσε και μεγάλη σημασία, ούτε στην επίσκεψη, ούτε και στα λεγόμενα του αρχ/κα (…) Η (…) εξάντληση κάνει το κρύο πιο τσουχτερό (…)
– Εγώ πάντως, δεν μπορώ να ξαπλώσω ντυμένος, λέει ο Πασπαλιάρης. Μου είναι αδύνατον.
– Καλά, δεν κρυώνεις;
– Ε, δε λέω, αλλά να υποφέρεται κάπως το κακό…
– Εμ βέβαια, αφού φοράς σώβρακα μάλλινα και μακρυά, πού να σε πιάσει το κρύο… Για να φόραγες κοντά σαν τα δικά μας…
– Εγώ όμως, είμαι γεροντάκι, ενώ εσείς παλληκαράκια, βράζει το αίμα σας.
(…) Κοντεύει τρεις η ώρα (…) Ακούγονται βήματα, πολλά και δυνατά μες τη νύχτα (…)
– Έλα, σήκω εσύ Πασπαλιάρη.
– Εμένα θέλετε; Αμέσως κ. αρχ/κα.
Σηκώθηκε σιγά, πέρνοντας μύριες προφυλάξεις για να μην τον δουν. Ντρεπότανε γιατί φορούσε μακρυά σώβρακα με κορδόνια στα μπατζάκια. Ήσυχα, χωρίς να βιάζεται, ντύνεται με προσοχή, φοράει τις κάλτσες, τις δένει με τα κορδόνια και μετά βάζει τα παπούτσια του με προσοχή, τα δένει και πριν βάλει το σακκάκι, ζητάει δυο λεπτά συγνώμη, παίρνει το καινούργιο ξυραφάκι, και καθώς τον βλέπει ο αρχ/κας τρομάζει. – Τι πας να κάνεις; του φωνάζει – Να ξυριστώ μια στιγμή, δεν είναι σωστό να πάω έτσι και ξεβιδώνει τη μηχανή, βάλθηκε να ξυρίζεται, έτσι ξερά, δίχως νερό και σαπουνάδα (…)
Ξυρίστηκε ήσυχα – ήσυχα, πέρασε το χέρι του πολλές φορές μήπως είχε αφήσει πουθενά καμμιά τρίχα, κοιτάχτηκε με προσοχή στον καθρέπτη, έστριψε το γκρίζο του μουστάκι και φόρεσε το σακκάκι του.
– Το παλτό σου, κάνει κρύο…
– Στο χαρίζω (…) να με θυμάσαι. Το κασκόλ μου φτάνει. Εμάς τους Μακεδόνες δεν μας πιάνει το κρύο…
Όλο το κελλί στο πόδι. Είναι αγκαλιασμένος …
– Σαν περάσεις απ’ τις σκάλες, πάρε κάτι για να φας.
– Ευχαριστώ, δεν νοιώθω τέτοια ανάγκη, μόνο κανένα τσιγάρο δώστε μου.
Μια κούτα τού αδειάζει ο (…) στη τσέπη και φιλιούνται όλοι…
– Παιδιά, συνεχίστε. Μην λυγίσετε… θα νικήσουμε… Σαν παππούς, μια ευχή αφήνω στ’ αγγονάκια μου και στα εγγόνια όλου του κόσμου. Όταν οι παππούδες θυσιάζονται αυτά θα ευτυχίσουν… Ας είναι ευτυχισμένα τα χρόνια που θα έρθουν. Συγχωράτε με… Γεια σας αδέλφια…
Με βήμα σταθερό (…) φεύγει για πάντα από κοντά μας, με την κουστοδία.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 26 Φλεβάρη 1949, σε ηλικία 39 ετών, μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές του, ενώ ήταν απεργός πείνας καθώς συνεχιζόταν πολυήμερη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Κέρκυρας.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 24/24.3.1949.
Σώζεται σκίτσο-προσωπογραφία του, που έφτιαξε ο πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές της Κέρκυρας ζωγράφος Μπαχαριάν.
65.
Μπαρής
Νίκος
Μη καρτεράτε να λυγίσουμε,
μήτε για μια στιγμή,
μήτ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ,
πάρα πολύ αγαπήσει
Ο Νίκος (Νικόλαος) Μπαρής (Βαρής, Μπάρης, Βάρης) γεννήθηκε στην Πάτρα ή σε άλλη περιοχή του νομού Αχαΐας το 1925.
Ήταν εργάτης.
Tην περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ.
Σώθηκε από συγκρατούμενό του στις φυλακές της Κέρκυρας η εξής μαρτυρία για την αντίδρασή του όταν τον ενημέρωσαν ότι επίκειται η εκτέλεσή του:
Το κοντό μελαχρινό ΕΠΟΝιτάκι, ο Νίκος Μπαρής του Γεωργίου, 23 χρονών, από το νομό Αχαΐας (…) Είπε πως δε φοβάται το θάνατο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 18 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 23 ετών (πατρώνυμο Γιώργος), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
66.
Μπάσιος
Σαράντης
Σύντροφοι, δεν είναι
ο θάνατος εδώ πέρα
– Οι σκοτωμένοι μας,
να τοι μαζί μας
πάλι και πολεμάνε.
Ο Σαράντης Μπάσιος (Μπάσης) γεννήθηκε το 1924 στο Κορωπί ή σε άλλη περιοχή του νομού Αττικής.
Ήταν ρητινοσυλλέκτης, υποστηρικτής του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού. Ζούσε στο Κορωπί.
Συγκρατούμενός του στην Κέρκυρα τον συγκράτησε στη μνήμη του με τα εξής στοιχεία:
Σαράντης Μπάσης του Γιάννη από το Κορωπί Αττικής, 25 χρονών, εργάτης.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Ιούνη 1949, σε ηλικία 25 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 48/30.6.1949.
67.
Μπέης
Αντώνης
Είναι μεγάλος τούτος ο άνεμος,
φεγγοβολάει
από χιλιάδες περιστέρια
φεγγοβολάει
από τα μάτια των ηρώων μας
φεγγοβολάει απ’ τη θυσία,
απ’ την ελπίδα και το μέλλον.
Ο Αντώνης (Αντώνιος) Μπέης (Βέης) γεννήθηκε στα Μέγαρα Αττικής το 1924.
Καταγόταν από μάλλον εύπορη αγροτική οικογένεια, ήταν και ο ίδιος αγρότης και την περίοδο της Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ στην περιοχή του. Ασπάστηκε τα ιδεώδη της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας και συντάχθηκε με το ΚΚΕ.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Β’ Δικαστήριο Συνέδρων Αθηνών το 1946.
Στις φυλακές της Κέρκυρας είχε αναλάβει καθήκοντα υπεύθυνου για την πολιτική στάση, επιμόρφωση και δράση των πολιτικών κρατουμένων στην ακτίνα Ε’, όπου τον φυλάκισαν.
Συγκρατούμενοί του διέσωσαν τα εξής για την προσωπικότητά του και τη στάση του όταν ενημερώθηκε ότι θα ακολουθούσε η εκτέλεσή του:
Από την Ε’ αχτίνα απόψε παίρνουν μεγάλο αριθμό αγωνιστών. Πρώτα ανοίγουν το κελί του Αντώνη Μπέη του Παναγιώτη από τα Μέγαρα Αττικής, 24 χρονών.
Παράστημα μέτριο ο Αντώνης, με καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια. Η οικογένεια του πατέρα του από τις πιο ευκατάστατες της πόλης των Μεγάρων. Η δράση του στην Εθνική Αντίσταση σημαντική. Τύπος ήρεμος, σεμνός, ευγενικός ανάμεσα στους συναγωνιστές του και σκληρός απέναντι στους αντιπάλους του.
Η μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του τον ανέδειξε Γραμματέα της αχτίνας. Τελευταία γνωρίζει ότι οπωσδήποτε θα πέσει. Και τούτο γιατί έμαθε ότι έπεσαν οι συγκατηγορούμενοί του στη φυλακή της Αίγινας. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η μέρα του. Μα και τούτο τούτη τη βραδιά το ξέρει. Έλαβε σημείωμα το απόγευμα από το κεντρικό Γραφείο.
Κάλεσε τότε αμέσως με τρόπο τα μέλη του Γραφείου της αχτίνας του. Εκεί τους ανακοίνωσε πως ήρθε και η σειρά του. Πρότεινε ως αντικαταστάτη του το (…) Παρακάλεσε τα μέλη να μην ανακοινώσουν τίποτα στους συναγωνιστές, ως την ώρα που θα τον πάρουν, ούτε στο κελί του είπε τίποτα το βράδυ. Αφού φάγανε, ξάπλωσε ντυμένος. Σαν άνοιξε η κεντρική πόρτα των κελιών στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα πετάχτηκε απάνω.
– Κύριοι φύλακες, φωνάζει, μην προσπαθήσετε να μας τραβήξετε με τη βία σα σφαχτάρια, γιατί, προσέξτε, δε θα το δεχτούμε. Πέστε μας ποιους θέλετε (…)
Κατέφτασε κι ο αρχιφύλακας Τζόρας. Πρώτο φωνάζουν το όνομά του.
Βγαίνοντας έξω απ’ το κελί του είπε:
– Συναγωνιστές, πεθαίνουμε για τα δίκαια του λαού μας, για ένα καλύτερο αύριο. Σταθείτε ακλόνητοι στον τίμιο δρόμο μας. Ζήτω ο λαός μας, ζήτω το ΚΚΕ.
Επίσης, σώθηκε το εξής στερνό γράμμα του προς τους γονείς του:
Φυλακές Κέρκυρας 11-3-1948
Λίγες ώρες πριν σταματήσει και η τελευταία μου πνοή, Σεβαστοί μου γονείς. Σας χαιρετώ για πάντα.
Πατέρα, Μάνα, αδέρφια, ανίψια, Νυμφάδες, Αδερφή και Γαμβρέ. Το θλιβερό αυτό γεγονός δεν θα πρέπει να σας λυπήση καθόλου, ούτε και να μαυροφορέσετε παρά να είσαστε υπερήφανοι.
Η τελευταία μου επιθυμία είναι να μην μαυροφορέσετε και εγώ πεθαίνω περήφανος γιατί εκτελούμαι σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και όχι σαν εγκληματίας γιατί ουδέποτε αναμίχτηκα σε μια τέτια πράξη.
Τελιόνοντας απετώ το νεογέννητο μπέμπη του Μίτσι να του βάλετε το όνομά μου και το μερίδιό μου να γραφτή σ’ αυτόν. Σεβαστοί μου γονείς Σας ευχαριστώ για την 3χρονη εξυπηρέτηση που μου κάνατε, εκπληρώνοντας το καθήκον σας σαν καλοί Γονείς. Τελιώνοντας δώστε τους τελευταίους μου χαιρετισμούς. Σ’ όλους τους συγγενείς και φίλους.
Σας χαιρετώ για πάντα ο γιος σας Αντώνης. Μη λυπηθήτε αλλά γλεντάτε γιατί δίνετε και εσείς εμένα δια τον αγώνα για τη Λευτεριά της πατρίδας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 24 ετών, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Παναγιώτης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
68.
Μπέλλος
Φίλιππος
Στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
Ο Φίλιππος (Φίλιππας) Μπέλλος (Μπέλος) γεννήθηκε το 1922, μάλλον στην Αττική.
Ήταν εργάτης, τορναδόρος.
Ζούσε στην περιοχή του Ταύρου στην Αθήνα.
Την περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ μαζί με τον αδερφό του Βασίλη Μπέλλο, που σκοτώθηκε από Γερμανό στρατιώτη. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση, συνελήφθη από τη στρατιωτική δύναμη των Βρετανών.
Το 1946 ήταν φυλακισμένος στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Αθηνών το 1947.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε μετά την καταδίκη του, εκτελούσε χρέη μάγειρα.
Σώθηκαν από συγκρατούμενούς του τα εξής στοιχεία για τον ίδιο:
Ο Φίλιππας Μπέλος από τον Αθήνα, που τον είχαμε μάγειρα στη φυλακή (…) ντρόπιασε το θάνατό του (…)
Η τύχη το ‘φερε να ‘ναι απόψε μόνος του, να πέσει (…)
Ήταν ένα όμορφο και σεμνό παλικάρι. Το 1943 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και σε συνέχεια στο ένοπλο τμήμα των πόλεων. Το Μάρτη του 1944 ένας Γερμανός σκότωσε το μικρότερο αδερφό του τον Βασίλη στα Περιβόλια του Ταύρου. Με τα Δεκεμβριανά ο Φίλιππας πιάστηκε απ’ τους Εγγλέζους και κλείστηκε στο Γουδί, απ’ όπου δραπέτευσε.
Λίγο αργότερα ξαναπιάστηκε και κλείστηκε φυλακή. Το 1947 δικάστηκε 7 φορές σε θάνατο και μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας.
Απόψε απ’ το κελί της απομόνωσης ζήτησε για επίσκεψη το συγκρατούμενο πατριώτη του (…) Η διεύθυνση δέχτηκε κι άφησε το (…) να του κρατήσει συντροφιά ως την ώρα που θα τον πάρουν.
Αφού κουβέντιασαν ό,τι είχαν να πουν κι αργούσε να πλησιάσει η ώρα του χωρισμού, ο Φίλιππας ζήτησε να ξαπλώσει λίγο. Ακούμπησε το κεφάλι πάνω στα απλωμένα πόδια του (…) Σε λίγο αποκοιμήθηκε. Κοιμήθηκε αυτό το σεμνό και άτρομο παλικάρι, περιμένοντας σε δύο ώρες να τον στήσουν…
Πού κρύβονταν αυτή η νηφαλιότητα, αυτή η στωικότητα κι αυτή η ασύλληπτη ηρεμία για να τον πάρει ο ύπνος; Ποια ανθρώπινη ψυχολογική διάνοια θα μπορέσει να παρουσιάσει, να εκφράσει αυτό το ψυχικό μεγαλείο;
Ήρθε η ώρα να τον πάρουν. Και ο ήρωας κοιμάται ακόμα. Μπαίνει μέσα ο επικεφαλής της συνοδείας, ένας ανθυπασπιστής για να τον πάρει. Ο ανθυπασπιστής απευθύνεται όπως ήταν φυσικό στον (…) και του λέει σιγανά:
– Σηκωθείτε σας παρακαλώ να πάμε…
– Όχι, δεν είμαι εγώ… είναι ο συναγωνιστής μου που κοιμάται.
Ο ανθυπασπιστής πισωπατεί μπροστά στο ανέλπιστο θέαμα…
– Ώστε κοιμάται;… ψιθυρίζει έκπληκτος.
– Ναι κύριε, κοιμάται. Κοιμάται η προσωποποίηση της αρετής τον ύπνο του δικαίου. Σκύψτε κι αφουγκραστείτε το χτύπο της καρδιάς του. Θα ακούστε πόσο ήρεμα και ρυθμικά χτυπάει. Χτυπάει στο ρυθμό μιας αυριανής Ελλάδας λεύτερης με προκοπή για όλους.
Έτσι ο Φίλιππας Μπέλος έφτασε στο θυσιαστήριο του Λαζαρέτου με τη φρεσκάδα του ύπνου στο πρόσωπό του.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 27 ετών, τις 16 Σεπτέμβρη 1949.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Παναγιώτης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 70/30.9.1949.
69.
Μπρίτσας
Κώστας
Εμείς κρατάμε όλη τη γης
μες στ’ αργασμένα μπράτσα
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος, Μιχάλης) Μπίρτσας (Μπίτσας, Δρίτσας, Μπίρτζος) γεννήθηκε το 1919, μάλλον στη Λιβαδειά Βοιωτίας.
Ήταν εργάτης εκεί ή στον γειτονικό νομό Φθιώτιδας, από όπου πιθανολογείται ότι καταγόταν και όπου είχε γεννηθεί ο ηρωικός 16χρονος αγωνιστής μαθητής Κώστας Μπίρτσας που είχε σκοτωθεί το 1942 σε μάχη του ΕΛΑΣ στην Ευρυτανία.
Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, με το ΕΑΜ.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 28 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
70.
Μπουμπούνας
Αγάπιος
Ο ξάγναντος ο βράχος
θα προβάλει στ’ ακρωτήρι
Προσκυνητές μπροστά
σ’ εσάς θα γονατίσουν
Και θα χουν σύμβολο
πιστό εσάς για ορμητήρι
Ο Αγάπιος Μπουμπούνας (Μπουρμπούνας, Αγκόπ) γεννήθηκε στην Αττική, μάλλον στην Κοκκινιά του Πειραιά, όπου και κατοικούσε.
Ήταν εργάτης υαλουργίας και είχε προσχωρήσει στο ΚΚΕ.
Την περίοδο της Κατοχής στρατεύτηκε στον ΕΛΑΣ και διέπρεψε ως μαχητής του με ηρωική δράση.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε μετά την καταδίκη του σε θάνατο από δικαστήριο της Αθήνας, συμμετείχε σε θεατρική ομάδα των πολιτικών κρατουμένων, συχνά υποδυόμενος με δική του καλόγουστη εκδοχή τον ευφάνταστο γνωστό ρόλο του υποτιθέμενου Μικρασιάτη πρόσφυγα «Αγκόπ».
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας διέσωσαν τα εξής στοιχεία για εκείνον:
Μπουμπούνας Αγάπιος ή Αγκόπ του Δαμιανού, εργάτης από τον Πειραιά, 29 χρονών. Το παρατσούκλι Αγκόπ το πήρε στις φυλακές. Και τούτο γιατί έπαιζε θέατρο και έπαιζε πάντοτε το ρόλο του Αγκόπ που τον απέδιδε καταπληκτικά. Γι’ αυτό τον φώναζαν όλοι με το όνομα Αγκόπ. Πολλοί (…) νομίζουν ότι αυτό ήταν το επώνυμό του. Ήταν ένα ήρεμο, καλοκάγαθο κι ευγενικό παλικάρι. Τα ωραία και μεγάλα λαμπερά μάτια του με τη φυσική καλοκάγαθη συμπεριφορά του σου γεννούσαν μια ιδιαίτερη εκτίμηση απέναντί του. Και το όνομά του Αγάπιος συνταίριαζε απόλυτα με το χαρακτήρα του.
Σώθηκαν μαρτυρίες για το χιούμορ του και για συνήθειές του:
– Ο Αγάπιος…
– Τσιγάρα κι όχι τρόφιμα. Άλλωστε η ρέγγα με το νερό τη γεμίζουν τη κοιλιά
Όταν τον πήραν από το κελί του, τραγουδούσε μαζί με έναν ακόμη που είχαν πάρει για εκτέλεση, τραγούδι της Κοκκινιάς για το γνωστό μπλόκο που έκαναν οι ναζί:
Μπλοκάρανε τη Κοκκινιά έτσι για χάρη γούστου (…)
– Γεια σας και γρήγορα στα σπίτια σας…
Στο «κελί του Γολγοθά» πήρε μέρος σε ομάδα τεσσάρων σαν αυτόν, υπό εκτέλεση, που παρουσίασε στους υπόλοιπους υπό εκτέλεση συναγωνιστές τους και σε στερνούς επισκέπτες τους θεατρικό σκετς, τρία τέταρτα περίπου πριν τους πάρουν για το Λαζαρέτο. Επίσης, με έναν από αυτούς παρουσίασε ένα σκετσάκι «Αγκόπ και Σουρπουίτσα».
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Ιούνη 1949, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Δαμιανός) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 48/30.6.1949.
71.
Μωραϊτης
Μιχάλης
Ετούτος ο λαός δε γονατίζει
παρά μονάχα
μπροστά στους νεκρούς του
Ο Μιχάλης (Μιχαήλ) Μωραΐτης γεννήθηκε στην Αττική, μάλλον στην περιοχή Ταμπούρια του Πειραιά, το 1924.
Ήταν εργάτης, σιδηρουργός ή και κλινοποιός.
Εντάχθηκε κατά την Κατοχή στις τάξεις του ΕΛΑΣ στον Πειραιά. Πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη για τη διάσωση των εγκαταστάσεων της Ηλεκτρικής Εταιρείας από την καταστροφή που επιχειρούσαν ναζιστικές δυνάμεις.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από δικαστήριο της Αθήνας το 1946, κατηγορούμενος για φόνο εννιά προσώπων γενικώς άγνωστης, απροσδιόριστης ταυτότητας.
Διέσωσαν γι’ αυτόν συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα:
Ως εφεδροΕΛΑΣίτης πήρε μέρος στη μάχη της Ηλεκτρικής. Αρχές του ’46 πέρασε από μια μεγάλη δίκη στον Πειραιά. Κατηγορούνταν μαζί με πολλούς άλλους για γνωστούς και αγνώστους. Σ’ αυτή τη δίκη απαλλάχτηκε. Στα τέλη του ’46 πέρασε από άλλη δίκη στην Αθήνα, για την ίδια υπόθεση. Η υπεράσπιση παρουσίασε το απαλλαχτικό της προηγούμενης δίκης. Ο εισαγγελέας τότε παρατήρησε ότι ναι μεν απαλλάχτηκε από κείνη τη δίκη, αλλά απαλλάχτηκε για τους 4 γνωστούς, ενώ για τους άγνωστους δεν αναφέρεται στο απαλλαχτικό ότι απαλλάχτηκε. Κι εδώ τώρα δικάζεται για τους 9 αγνώστους. Και σε συνέχεια ζήτησε την καταδίκη του στην εσχάτη.
Η υπεράσπιση ρώτησε το δικαστήριο: Πώς θα δικαστεί ο κατηγορούμενος για άγνωστους; Πού είναι οι συγγενείς των παθόντων; Ποιος διεκδικεί καταδίκη εν ονόματι των αγνώστων; Παρ’ όλα αυτά το δικαστήριο καταδίκασε τον Μ. Μωραΐτη 9 φορές σε θάνατο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Ιούνη 1949, σε ηλικία 25 ετών (κατ’ άλλους είχε γεννηθεί το 1923 και τότε ήταν 26 ετών), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 48/30.6.1949
72.
Ναυπλιώτης
Λευτέρης
Κι η σφαίρα η σφηνωμένη
στην καρδιά σου να μη λιώνει
όταν η καρδιά σου,
που τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θα ‘χει λιώσει…
Ο Λευτέρης (Ελευθέριος) Ναυπλιώτης
γεννήθηκε στον νομό Αττικής, μάλλον στην περιοχή της Κοκκινιάς στον Πειραιά, όπου και κατοικούσε, το 1915.
Ήταν εργάτης, λεβητοποιός. Επίσης, είχε κάνει ναυτικός.
Καταδικάστηκε σε θάνατο, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, από το Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Μετά την καταδίκη του οδηγήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, στην ακτίνα Ε’
Διασώθηκε από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα ότι μαζί με έναν ακόμη συναγωνιστή του αποτελούσαν στην ακτίνα του «ντουέτο του κεφιού και της χαράς», με σκετς και μικρά θεατρικά σχήματα. Μαζί με εκείνον, καθώς τους πήγαν μαζί για εκτέλεση, φώναζε:
– Γεια σας παιδιά, ζήτω ο αγώνας μας και στείλτε χαιρετίσματα στην αγαπητή μας Κοκκινιά.
Σώθηκαν μαρτυρίες για το χιούμορ του, όπως αυτή που ακολουθεί με την αντίδρασή του για την ποιότητα του καφέ στο στοιχειώδες καφενείο της φυλακής:
– Αν πρόκειται να μας φαρμακώνει και στην άλλη ζωή ο Μήτρος, να μου λείπει, πρόσθεσε ο Ναυπλιώτης. Θα ρωτήσω τον Άγιο Πέτρο: Μέσα είναι ο καφετζής μας; Δεν έρχομαι, πάω αλλού.
Σώθηκε και μια αντίδρασή του σε δύο επιστολές με παραινέσεις να απαρνηθεί την πίστη του:
Ο Ναυπλιώτης τσαλακώνει το δικό του νευριασμένος, πήγανε λέει σ’ ένα «παράγοντα» και τους υποσχέθηκε να με σώσει αν του βάλω μια υπογραφή έστω και δυσανάγνωστη. Βρε κερατά, αν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο τόκανα και μονάχος μου δίχως να σου χρωστάω και υποχρέωση. Εμένα πάλι τα ίδια… Η γυναίκα μου σώνει και καλά να υπογράψω και να πάω, αλλοιώς… πέρασαν δυό χρόνια, δεν μπορεί άλλο να περιμένει, μαράζωσε… Πάντα μου γράφεις πως μ’ αγαπάς, μα αν είναι αλήθεια δείχτο μου, αλλοιώς μου λες ψέμματα…
(…) – Ο Ναυπλιώτης πούθελε κοκορέτσι και ποτήρι.
– Σαν έρθουν (…), δεν θα τους ανοίξουμε έτσι Ναυπλιώτη;
– Θέλεις να μας κάνουν έξωση που δε πληρώσαμε το νοίκι;
– Ο Ναυπλιώτης, το παιδί της θάλασσας και του λιμανιού, φοράει στραβά το ναυτικό του κασκέτο και παίρνει κι ένα μπογαλάκι υπό μάλης…
Χαιρετά για στερνή φορά, μαζί με φίλο του με τον οποίο θα εκτελεστεί μαζί:
– Γεια σας παιδιά, καλή σε σας ελευθεριά…
Διακόσια κελλιά φωνάζουν (…)
Στο «κελί του Γολγοθά», συμμετείχε σε τετραμελή ομάδα των υπό εκτέλεση αγωνιστών που παρουσίασε στους υπόλοιπους και σε στερνούς επισκέπτες θεατρικό σκετς, πριν τους πάρουν για το Λαζαρέτο. Μακιγιαρισμένος και με ανάποδα βαλμένο το ναυτικό κασκέτο του.
Στη σκηνή όλοι οι μελλοθάνατοι, τραγουδάνε τώρα όλοι μαζί το «Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκειά ζωή». Τους συντροφεύουμε…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 33 ετών στη μεγαλύτερη μαζική εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων των φυλακών Κέρκυρας, μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Σπύρος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
73.
Νικολάου
Νίκος
Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις˙
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο
Ο Νίκος (Νικόλαος) Νικολάου (Οδυσσέας, Νικόλαος, Ουσσέας) γεννήθηκε στη Βοιωτία, είτε στη μαρτυρική κωμόπολη Δίστομο είτε στο χωριό Άγιος Αθανάσιος του ιδίου νομού, κοντά στη Λιβαδειά, το 1923.
Ήταν κρεοπώλης.
Ανέπτυξε έντονη δράση ως μαχητής του ΕΛΑΣ στην περιοχή του στη διάρκεια της Κατοχής.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, στην ακτίνα Β’ των φυλακών. Καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Θηβών.
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας διέσωσαν τις εξής πληροφορίες για τη δράση του και την αντίδρασή του όταν του γνωστοποιήθηκε από συγκάτοικό του στο κελί του και συνονόματό του Νίκο η επικείμενη εκτέλεσή του:
Νικολάου Νίκος. Ψευδώνυμο Οδυσσέας. Το επάγγελμά του κρεοπώλης, στη Λιβαδειά. Είναι από το μαρτυρικό Δίστομο (…)
Μαζί του έμενε ο (… Το απόγευμα της βραδιάς αυτής, ο (…) είχε λάβει ένα σημείωμα από το Γραφείο της Κεντρικής Ομάδας. Προτού το δώσει στο αχτινικό Γραφείο, το διάβασε. Εκεί είδε ότι θα παίρναν και το συγκάτοικό του τον Ν. Νικολάου. Αφού παρέδωσε το σημείωμα στο αχτινικό Γραφείο πήγε στο κελί του. Εκεί βρίσκει τον Νικολάου.
– Νίκο, του λέει, δεν πας στις κιγκλίδες να παρακολουθήσεις τις κινήσεις των φυλάκων, μην έχουμε τίποτε απόψε…
Ήθελε να τον προϊδεάσει.
– Καλά λες, πάω, του απάντησε ο Νικολάου.
Μετά μισή ώρα γυρίζει και του λέει:
– Εμένα απόψε, θα με πάρουν οπωσδήποτε.
– Και πώς το διαπίστωσες αυτό και μιλάς με τόση πεποίθηση;
– Το κατάλαβα από το φύλακα Μουρμούρη. Περνούσε απ’ έξω. Μόλις με είδε σταμάτησε. Προσφέρθηκε να μου δώσει τσιγάρο. Ποιος, ο Μουρμούρης… Δεν το πήρα. Του είπα καταλαβαίνω γιατί μου το δίνεις. Ήρθε η σειρά μου για να με πάρεις.
Να τι ακολούθησε λίγες ώρες μετά:
Μετά τη βραδινή κατάκλιση (…), αφού φάγαμε το φτωχό φαΐ μας από χόρτα, λέω στο Νικολάου: Εδώ σ’ αυτό το χαρτάκι έχω τα συνθήματα, που θα φωνάξουμε αν πάρουνε απόψε. Και του το έδωσα. Αργότερα ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας, αλλά κανένας δεν κοιμήθηκε. Στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα ακούμε να γυρνάει ανατριχιαστικά το κλειδί στην πόρτα μας. Πετιόμαστε αυτοστιγμής όλοι όρθιοι. Δε χρειάστηκε να ντυθούμε, γιατί είχαμε πέσει με τα ρούχα μας. Δύο φύλακες στην πόρτα μάς κοιτούν. Δε μιλάνε. Πάμε να βγούμε και οι δύο έξω. Ο τρίτος ήταν ισοβίτης.
– Όχι εσύ (…), μου λέει ο φύλακας.
Τότε ο σύντροφός μας, μας φίλησε και βγήκε. Η πόρτα ξανάκλεισε. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε το άδειο κρεβάτι του συναγωνιστή μας και νιώσαμε ένα βαθύ κενό μες στην ψυχή μας. Εκείνη την ώρα ακούμε τη φωνή του συναγωνιστή μας Ν. Νικολάου που πλησίασε στο φινιστρίνι της πόρτας και φάνηκαν τα μάτια του. Ήταν τόσο ορθάνοιχτα, τόσο λαμπερά που νιώσαμε ένα βαρύ κόμπο να πνίγει το λαιμό μας.
– Νίκο, φωνάζει, με φωνή έγνοιας και χρέους. Στον αριστερό ώμο του σακακιού μου από μέσα έχω το χαρτάκι με τα συνθήματα. Γεια σας. Κι αν ζήσεις, Νίκο, χαιρέτα το χωριό μου και τη Λιβαδειά. Γλίτωσα τότε από τους Ιταλούς, πέφτω τώρα από τους ντόπιους.
Ο λόγος του ήταν βαρύς, ιστορικός.
Είχε πάρει μέρος, από νωρίς, στην Εθνική Αντίσταση. Ιταλοί τον είχαν συλλάβει και τον είχαν κλείσει στη φυλακή της Λιβαδειάς. Απελευθερώθηκε από τη φυλακή τον Φλεβάρη του 1943, στη μάχη που έδωσε τμήμα του Υπαρχηγείου Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Δ. Δημητρίου (Νικηφόρο) για την απελευθέρωση από τη φυλακή της Λιβαδειάς επτά αγωνιστών που οι Ιταλοί είχαν κάνει γνωστό ότι θα εκτελέσουν, καθώς και των πολλών άλλων αγωνιστών που οι Ιταλοί κρατούσαν εκεί φυλακισμένους. Συνέχισε, σύμφωνα με περιγραφές που σώθηκαν, να αγωνίζεται δυναμικά:
Ο Νίκος Νικολάου λίγο καιρό μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή τράβηξε για το βουνό. Κατατάχτηκε αντάρτης στα τμήματα της Λιβαδειάς. Αργότερα έγινε σύνδεσμος μεταξύ Συντάγματος και ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες της περιοχής ως το διώξιμο του καταχτητή.
Κι αυτή τη στιγμή πορεύεται το δρόμο του Γολγοθά, με την πίστη στη θυσία για ένα καλύτερο μέλλον στην πατρίδα μας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 25 ετών (ή 28 ετών καθώς αναφέρεται και ως γεννημένος το 1920), μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
74.
Ντούβας
Σπύρος
Μόνο το κύμα τιναχτά
μοιρολογάει και λέει:
– Γεια σας, λεβέντες σταυραητοί
Ο Σπύρος (Σπυρίδων) Ντούβας (Ντόβας) γεννήθηκε στον νομό Αχαΐας, μάλλον στην Πάτρα, το 1919.
Ήταν κρεοπώλης στην Πάτρα.
Καταδικάστηκε από το Δικαστήριο Συνέδρων Αγρινίου σε θάνατο, για τις ιδέες και την πολιτική – κοινωνική του δράση στο πλευρό του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού, το 1947.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο σε ηλικία 28 ετών, μαζί με άλλον ένα συναγωνιστή του, τις 23 Σεπτέμβρη 1949, ενώ η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συζητούσε το θέμα των εκτελέσεων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα και η κυβέρνηση αποδέχθηκε τον τερματισμό τους τις 26 Σεπτέμβρη 1949, ύστερα από ομόφωνη απόφαση-αίτημα του ΟΗΕ.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Στάθης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 70/30.9.1949.
75.
Παναγιώτου
Γιώργος
Σμίξανε τα οράματα
κι οι συνειδήσεις μας
κινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι.
Άλλοι στα κουπιά
κι άλλοι στα πανιά,
στενάζανε τα ξύλα,
βογγάγαν’ οι ανάσες
Ο Γιώργος (Γεώργιος) Παναγιώτου γεννήθηκε στον νομό Βοιωτίας, μάλλον στο χωριό Θίσβη, το 1921.
Κατοικούσε εκεί και ήταν εργάτης.
Συνδέθηκε από νωρίς, μαχητικά, με το κίνημα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο σε ηλικία 27 ετών μαζί με άλλον ένα συναγωνιστή του τις 22 Ιούλη 1948, γεγονός το οποίο σήμανε, σε ένδειξη νέας διαμαρτυρίας, την έναρξη απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων, μετά από μαζικό και άγριο ξυλοδαρμό στη διάρκεια της νύχτας.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Λουκάς) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 60/24.7.1948.
76.
Παναγιώτου
Κώστας
Και μπάζανε
στο σπίτι μας
το φως
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Παναγιώτου (Αίας, Παπαναγιώτου) γεννήθηκε στον νομό Εύβοιας, μάλλον στο χωριό Ψαχνά ή στη Χαλκίδα, όπου κατοικούσε, το 1918.
Ήταν οικοδόμος, χτίστης.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Σώθηκε η εξής περιγραφή του από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα:
Αίας (…) Μ’ αυτό το όνομα τον γνωρίζουν όλοι. Του το δώσαν στον ΕΛΑΣ από την ιδιαίτερη παλικαριά και αποκοτιά του. Το επίθετό του είναι Παναγιώτου. Κώστας του Γιάννη, χτίστης στο επάγγελμα, ηλικίας 30 χρονών, από τα Ψαχνά Ευβοίας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 3 Απρίλη 1948, σε ηλικία 30 ετών, μαζί με άλλους έντεκα συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
77.
Παπαδημητρίου
Θόδωρος
Κι απ’ τα ίδια τους
τα λόγια εφλογιζόνταν
Ο Θόδωρος (Θεόδωρος, Λέων) Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1928 στην Αττική, μάλλον στην Αθήνα, όπου και κατοικούσε.
Ήταν σπουδαστής ή εργαζόμενος και συγχρόνως μαθητής γυμνασίου. Είχε συνταχθεί με την ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ.
Σχετικά με την εκτέλεσή του, καθώς και άλλων κρατουμένων, συγκρατούμενοί του στη φυλακή της Κέρκυρας, όπου μεταφέρθηκε μετά την καταδίκη του σε θάνατο, διέσωσαν για εκείνο το βράδυ:
Πάλι απόψε (…) Η ανάπαυλα που σημειώθηκε μετά τη δεκαεξαήμερη απεργία πείνας κράτησε ως τις 15 Μάη (…) Μισή ώρα μετά τη νυχτερινή κατάκλιση παίρνουν (…) Δύο είναι από την Αθήνα. Και είναι ο (…) και ο Θόδωρος Παπαδημητρίου του Δημητρίου, 23 χρονών, μαθητής γυμνασίου. Τώρα τους παίρνουν πάλι αποβραδίς και τους μεταφέρουν στα κελιά της απομόνωσης. Κανένα σημάδι ως τη στιγμή αυτή δεν είχε προϊδεάσει τους κρατούμενους γι’ αυτό. Ήταν κάτι ανυποψίαστο. Μάλιστα ο διευθυντής της φυλακής το απόγευμα της μέρας αυτής, είχε ανοίξει τα μεγάφωνα και μετέδιναν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Ίσως το έκανε αυτό για να πονέσουν πιο πολύ οι κρατούμενοι.
Συμμετείχε ενεργά σε πρόχειρα αθλητικά αγωνίσματα και παιχνίδια, καθώς έγραψε γι’ αυτόν σε αναμνήσεις του συγκρατούμενός του:
Ο Παπαδημητρίου (…) φέρνει το σχοινί απ’ τη γωνιά, «άλμα εις ύψος».
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 21 ετών (ή 23 ετών καθώς αναφέρεται και ως γεννημένος το 1926), μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Δημήτρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 42/9.6.1949.
78.
Παπαδημητρόπουλος
Λουκάς
Κάτου απ’ το χώμα,
μες στα σταυρωμένα χέρια τους,
κρατάνε της καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα,
προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση.
Ο Λουκάς Παπαδημητρόπουλος γεννήθηκε γύρω στα 1915 στη Λιβαδειά Βοιωτίας.
Συντάχθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Την περίοδο της Κατοχής έγινε μαχητής του ΕΛΑΣ.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε στις ακτίνες Ε’, Ζ’ και Γ’ των φυλακών. Με σκοπό να τον κάμψουν, με εντολή του διευθυντή των φυλακών Ν. Τουρνά και του αρχιφύλακα Γ. Τζόρα είχε βίαια μεταφερθεί σε ακτίνα «μεταμεληθέντων».
Συγκρατούμενοί του της Κέρκυρας διέσωσαν για εκείνον και τις πιέσεις που δέχθηκε:
Η διεύθυνση της φυλακής παιδεύει το νου της μέρα-νύχτα, για να εφευρίσκει μέθοδες και τρόπους για να σπάσει αγωνιστές. Σε τούτη την περίπτωση πρόκειται για μια πειρατική και πειραματική ενέργεια:
Μια μέρα του Μάη του ’49 φωνάζουν τον Λουκά Παπαδημητρόπουλο του Ευθυμίου από τη Λιβαδειά στο αρχιφυλακείο. Έμενε στην Ε’ αχτίνα. Από εκεί τον τραβούν διά της βίας και τον πηγαίνουν στην αχτίνα Ζ’ των “ανανηψάντων”.
Αφού πέρασε κάμποση ώρα, οι κρατούμενοι της αχτίνας του ρωτάνε τους φύλακες τι κάναν τον Παπαδημητρόπουλο, γιατί δε γύρισε ακόμα. Οι φύλακες με τη συμβολή του αρχιφύλακα απαντούν ότι: “Ο Παπαδημητρόπουλος πήγε εκεί που μένουν Έλληνες κρατούμενοι”. Αυτό στη γλώσσα της υπηρεσίας σήμαινε ότι ο κρατούμενος έφυγε από τους… Βουλγάρους κομμουνιστάς και πέρασε στους εθνικόφρονες. Η απάντηση αυτή για τους κρατούμενους σήμαινε ότι ο συναγωνιστής έφυγε από τις γραμμές τους με δήλωση μετανοίας.
Έτσι οι κρατούμενοι της Ε’ αχτίνας δάγκωσαν τα χείλη τους, χωρίς να βγάλουν μιλιά. Ο αγώνας του λαού είναι εθελοντικός. Εθελοντική είναι επίσης και η θυσία του καθενός. Γι’ αυτό κανένας δε μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις ή πολύ περισσότερο να μπει εμπόδιο σε κείνον που πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον αγώνα του. Ο καθένας, όπως εθελοντικά έγινε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, έτσι κι εδώ αισθάνεται δεμένος αγωνιστικά με τη συνείδησή του και το επαναστατικό πιστεύω του. Αν το καράβι που λέγεται πιστεύω, ανοίξει ρωγμές μέσα σ’ αυτή την άγρια τρικυμία και μπάζει μέσα νερά, τίποτα δε μπορεί να το σώσει από έναν καταποντισμό. Βέβαια για τους συνεχιστές του αγώνα η λιποταξία θεωρείται πράξη ανέντιμη, αλλά αρκούνται να σωπαίνουν. Και η διεύθυνση της φυλακής ξέρει πως όταν πει ότι ο τάδε κρατούμενος (…) πέρασε στους άλλους, το ζήτημα θεωρείται λήξαν και κλείνει. Έτσι και στην περίπτωσή μας το ζήτημα για τους πολιτικούς κρατούμενους, που δεν υποψιάστηκαν την πρωτόφαντη πειρατεία της αχαλίνωτης διεύθυνσης, έκλεισε. Δεν έκλεισε όμως για τον άμεσα ενδιαφερόμενο, τον απλό και υπέροχο αγωνιστή.
Ο Τουρνάς με τον Τζόρα θέλουν να πιστεύουν πως ο απαχθείς κρατούμενος, παρά τις διαμαρτυρίες του αυτή τη μέρα, το βράδυ θα το σκεφτεί καλύτερα το πράγμα, αφού μάλιστα θα βρίσκεται “μακριά από την επιρροή των φανατικών κομμουνιστών”, θα το συζητήσει με τον εαυτό του, και θα συμφωνήσει πως δεν είναι σωστό και δεν πρέπει να θυσιάσει τη ζωή του, τα νιάτα του, για μια δηλωσούλα. Φυσικά δεν θα τον καλέσουν αύριο κιόλας για να του ζητήσουν να υπογράψει, θα τον αφήσουν μερικές μέρες ώσπου να ωριμάσει κάπως το πράγμα στη σκέψη του. Εξάλλου θα σκεφτεί και κείνα τα λόγια που του είπαμε τελευταία: “Γιατί Παπαδημητρόπουλε να μην κοιτάξεις να γλιτώσεις τη ζωή σου; Εδώ τόσοι και τόσοι άλλοι που ήταν μεγάλοι και τρανοί δε δώσαν τη ζωή τους και θα τη δώσεις εσύ ένας απλός ΕΛΑΣίτης; Έπειτα ποιος σε εμποδίζει να είσαι πάλι αριστερός; Δεν λυπάσαι τους δικούς σου που μέσα στα γράμματά τους χύνουν μαύρα δάκρυα παρακαλώντας σε να κάνεις ό,τι πρέπει για να γλιτώσεις τη ζωή σου; Εμείς αγαπητέ μου λυπόμαστε τους δικούς σου και πονάμε για σένα που σε οδήγησαν οι ΕΑΜοβούλγαροι Κουκουέδες σ’ αυτό το γκρεμό. Να ξέρεις πως θέλουμε το καλό σου. Φυσικά αργότερα θα το καταλάβεις και μόνος σου και θα μας ευγνωμονείς έστω μέσα σου, που σε γλιτώσαμε από το βίαιο θάνατο, γι’ αυτό είμαστε βέβαιοι. Άντε ησύχασε τώρα με το αίσθημα ότι με τη συνδρομή μας έσωσες τη ζωή σου”.
Ο Λουκάς Παπαδημητρόπουλος όμως, τον οποίο η διεύθυνση του κολαστηρίου θέλει να νουθετήσει με τη βία, δείχνει παρά τους υπολογισμούς της πως δεν εννοεί να ανταλλάξει τη ζωή του με κείνο το χαρτάκι που του ζητούν να υπογράψει.
Νιώθει τον εαυτό του μέσα εκεί που βρέθηκε σαν σε βάραθρο, σαν σε απέραντο χάος. Αισθάνεται πως σαν του απαλλοτριώσουν το πιστεύω του χάνει και κάθε έννοια και νόημα η ζωή του. Τον κυριεύει ακόμα ένα ακατανίκητο αίσθημα προσβολής απέναντι των συναγωνιστών του. Γιατί θα νομίσουν και με το δίκιο τους, πως για να ενεργήσει έτσι η διεύθυνση τον είχε καρατάρει για αδύνατο χαρακτήρα ως αγωνιστή. Αυτό του πληγώνει την αγωνιστική του ψυχοσύνθεση και του προκαλεί ένα απέραντο μίσος, για την τόσο ανήθικη κι ανέντιμη πράξη της διεύθυνσης. Το μίσος αυτό μετατρέπεται σε μια αδιάκοπη πάλη για να πετύχει την επαναφορά στην αχτίνα του.
Έτσι κάθε πρωί, με το άνοιγμα των αχτίνων, μαζεύει σε μπόγο όλα τα πράγματά του, τα μεταφέρει έξω στις κιγκλίδες και μάχεται να τον διώξουν από την αχτίνα αυτή των “ανανηψάντων”. Φωνάζει ότι είναι και θα παραμείνει κομμουνιστής όσο ζει και αναπνέει. Ζητάει από τους φύλακες να τον παρουσιάσουν στον αρχιφύλακα, στο διευθυντή. Με τη μεσημβρινή κατάκλιση κάθε φορά προκαλεί φασαρία με τους φύλακες, που τον αναγκάζουν να επιστρέψει στο κελί του.
Το απόγευμα με το άνοιγμα, βγαίνει πάλι στις κιγκλίδες με το μπόγο του. Η ίδια δουλειά επαναλαμβάνεται πρωί και απόγευμα. Πιέζει όσο μπορεί την υπηρεσία. Φωνάζει, διαμαρτύρεται, παλεύει. Ο σθεναρός αυτός αγώνας αναγκάζει τελικά τη διεύθυνση να υποχωρήσει.
Έτσι νικημένη και σ’ αυτό το ανέντιμο σχέδιό της, ντροπιασμένη από την αποτυχία του εγχειρήματός της και ταπεινωμένη από την πολυήμερη αντίσταση του αγωνιστή, υποχρεώνεται να τον γυρίσει πίσω στους συναγωνιστές του, στη Γ’ αχτίνα (..)
Έτσι τέλος ο Λουκάς Παπαδημητρόπουλος πάλεψε σκληρά και επίμονα να μείνει ορθός στο δρόμο το δικό του. Στο δρόμο του τίμιου αγώνα. Στο δρόμο αυτό κι ας γνωρίζει ότι σίγουρα θα πέσει. Προτιμάει να πέσει χίλιες φορές, παρά να υποκύψει στους απάτριδες, λουφατζήδες, καιροσκόπους και δοσίλογους της Κατοχής (…)
Να τι ακολούθησε τρεις περίπου μήνες μετά:
Το βράδυ τραβούν στο κελί του Γολγοθά (…) Πρώτο παίρνουν τον Λουκά Παπαδημητρόπουλο του Θύμιου από τη Λιβαδειά. Είναι αυτός που είχε αρπάξει η αδυσώπητη διεύθυνση και τον είχε πάει με τη βία στην αχτίνα των “ανανηψάντων”. Είναι αυτός που επί δέκα μέρες πάλευε και τελικά κατόρθωσε να επιστρέψει στους κόλπους των συναγωνιστών του. Είναι αυτός που ήξερε ότι αυτή η επιστροφή του θα τον οδηγήσει στο δρόμο χωρίς επιστροφή. Και τον προτίμησε. Κι απόψε πορεύεται μαζί με τους διαλεχτούς συντρόφους του όπως τότε στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας (…) Έτσι κι απόψε πάλι μαζί, στον ύστερο δρόμο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 20 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 35 περίπου ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θύμιου) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 64/23.8.1949.
79.
Παπαδόπουλος
Ανδρέας
Της αγάπης αίματα
Ο Ανδρέας Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο του νομού Ηλείας ή, ενδεχομένως, σε χωριό της περιοχής της Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας, όπου κατοικούσε.
Ήταν μορφωμένος εργάτης ή επαγγελματίας τσαγκάρης, που είχε διαβάσει για την επαναστατική θεωρία του Καρλ Μαρξ.
Συντάχθηκε από νωρίς με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε λόγω καταδίκης του σε θάνατο, μετέδιδε τις γνώσεις του για τη μαρξιστική θεωρία στους συναγωνιστές του, μέσα από ιδεολογικές – πολιτικές συζητήσεις.
Έχει σωθεί μαρτυρία συγκρατούμενού του για τέτοια μαθήματα με «καθηγητή του Ανδρέα Παπαδόπουλο απ’ τον Πύργο», μαζί με διάλογο που είχε μαζί του:
– Εγώ, του λέει ο Ανδρέας, τα μεταδίνω όπως τα ‘γραψε ο Καρλ Μαρξ.
– Και ποιος είναι αυτός ο Μαρξ; τον ρωτάει.
– Ο Μαρξ ήταν ένας Γερμανός φιλόσοφος που έζησε τον περασμένο αιώνα κι έγραψε την κοσμοθεωρία του παγκόσμιου προλεταριάτου. Δηλαδή αυτά που σας διδάσκω σήμερα.
Λίγο πριν οδηγηθεί στο Λαζαρέτο με άλλους οδηγούμενους για εκτέλεση αγωνιστές, στο «κελί του Γολγοθά», συνυπέγραψε κοινό γράμμα τους προς τους συναγωνιστές του στη φυλακή, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Όταν ξέρεις γιατί πέφτεις, δεν πεθαίνεις… Πόσο θα θέλαμε να σας δείξουμε τη χαρά που νοιώθουμε αυτή τη στιγμή… Της ψυχής η περηφάνια δε λέγεται με λόγια.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Γενάρη 1948, σε ηλικία 24 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιάννη) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 6/21.1.1948.
80.
Παπαδόπουλος
Κώστας
Ζήτω, ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1925 στην Αττική, στην περιοχή Κοκκινιά του Πειραιά, όπου και κατοικούσε.
Ήταν ηλεκτρολόγος. Στη διάρκεια της Κατοχής έγινε μέλος της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ στον Πειραιά.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων των Αθηνών το 1946.
Φυλακίστηκε στην Κέρκυρα στην ακτίνα Ε’ ακτίνα των φυλακών.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία για τα στοιχεία που ανέφερε, απαντώντας σε τυπικά ερωτήματα δεσμοφυλάκων, όταν μεταφέρθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας:
– Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος.
– Παρών.
– Ετών;
– Είκοσι δύο.
– Εγεννήθης;
– Στην Κοκκινιά.
– Επάγγελμα;
– Εργάτης.
– Και συ σε θάνατο;
– Μάλιστα.
– Καλά, πήγαινε κι εσύ με τους άλλους.
Έχει διασωθεί η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του άλλης ακτίνας για το πώς ενημερώθηκαν για τη μεταφορά του ιδίου και άλλων από διαφορετική ακτίνα για εκτέλεση:
Ακούγεται ένα χωνί (…) Δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό το χωνί και από την Ε’ αχτίνα μιλάει άλλο χωνί: “Συναγωνιστές, από ‘δω πήραν το (…), τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον (…)”. Την ώρα που άνοιξαν το κελί τους, για να τους πάρουν, είχαν αρχίσει να τρώνε το λιγοστό και νερόβραστο ρύζι τους με το λειψό ψωμί τους (…).
Η είδηση ότι απόψε παίρνουν για εκτέλεση αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης συγκλονίζει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το μπουντρούμι (…) Οι χίλιες παλάμες των αγωνιστών γίνονται χωνιά στο στόμα τους και μέσα από τα φινιστρίνια, τους αεραγωγούς και τους φεγγίτες υψώνουν μεσούρανη φωνή διαμαρτυρίας: “Αίσχος, δολοφόνοι της Αντίστασης” (…)
Παίρνουν τον Κώστα Παπαδόπουλο του Γρηγόρη, ηλεκτρολόγο, 23 χρονών από τον Πειραιά.
Ο Κ. Παπαδόπουλος ήταν ένα ψηλό και μελαχρινό παλικάρι. Αφήνει τώρα στη ζωή τη μάνα του και τις τρεις αδερφές του, που τον είχαν μοναδικό προστάτη. Φοράει τα ρούχα της υπηρεσίας με τα τσόκαρα και βγαίνει.
Σώθηκε, επίσης, μαρτυρία συγκρατουμένων του για την προτίμησή του στο βόλεϊ, για ιστορίες που έλεγε, για χαρακτηριστικά του γνωρίσματα:
– Παπαδόπουλε, έλα και δεν είχαμε καρφί στο βόλεϋ!
Τους έλεγε ιστορίες αντίστασης από την Κοκκινιά, για το μπλόκο των Γερμανών στις 17 Αυγούστου 1944 κι άλλες.
Είναι ψηλός, μελαχρινός, μαύρα αμυγδαλωτά μάτια και μουστάκι μαύρο σαν γαλλική περισπωμένη. Μπορούσες να τον πεις κι όμορφο, αφού δεν είχε κανένα ψεγάδι. Μιλούσε γρήγορα, λες και βιαζόταν να τα πει μη και δε προφτάσει.
(…) Ο Παπαδόπουλος με τον (…) μένουν στα κάτω κελλιά. Τους παίρνουν. Χαιρετάνε… “Γεια σας αδέλφια… Φεύγουμε περήφανα, μην φοβόσαστε, ο Λαός θα νικήσει”.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Απρίλη (ή τις 10 Απρίλη) 1948, σε ηλικία 23 ετών, μάλλον μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γρηγόρης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
81.
Παπαδόπουλος
Σωκράτης
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε·
ψηλώνει ο ήλιος· έλα
Ο Σωκράτης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αττική, μάλλον στην Αθήνα, το 1922.
Ήταν ιδιωτικός υπάλληλος εκεί και επέλεξε να στρατευτεί στους σκοπούς του ΕΑΜ.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του για τη βραδιά της μεταφοράς του ιδίου και συναγωνιστών του για εκτέλεση:
Σωκράτης Παπαδόπουλος του Μανώλη, από την Αθήνα, 27 χρονών, ιδιωτικός υπάλληλος (…)
Πορεύονται ψηλόκορμα και σταθερά.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο Μανώλης) τις 20 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
82.
Παπαπάνος
Δημήτρης
Ξέρεις, και το χώμα
κάτω από τα φύλλα
αυτό που τα γυμνά σου πόδια
αγγίζουν αλαφρά,
ζωή ήταν κάποτε,
χέρια που αγκάλιαζαν παθιασμένα
μάτια φλογισμένα από αγώνα
κορμιά φορτωμένα νιάτα
ψυχές που δεν γύρεψαν σωτηρία
μήτε μοίρασαν τον ουρανό στα όρνια.
Ο Δημήτρης (Δημήτριος, Μήτσιος) Παπαπάνος (Παπαπάνου, Ριγολέτος, Ριγουλέτος, Ριγελέτος) γεννήθηκε το 1918 στον οικισμό Πλαίσια Μαλακασίου, στα Κατσανοχώρια του παλαιού ομώνυμου Δήμου, στον νομό Ιωαννίνων.
Ήταν σοφέρ.
Μαχητής του ΕΛΑΣ, έφερε τραύματα στο στήθος από εχθρικό βλήμα την περίοδο της Κατοχής.
Φυλακίστηκε στην ακτίνα Ι’ των φυλακών της Κέρκυρας.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα άφησαν τις εξής μαρτυρίες για εκείνον και την αντίδρασή του όταν πήγαν να τον πάρουν για εκτέλεση:
Μήτσιος Παπαπάνος ή Ριγουλέτος. Έτσι τον φωνάζαμε: Ριγουλέτο. Λεπτός, ανάστημα μέτριο, πρόσωπο στεγνό, χλωμό. Μεγάλα μάτια μαύρα, φωτεινά. Μόνιμος ΕΛΑΣίτης. Τραυματίας της Κατοχής σε μάχη. Αφού ετοιμάστηκε, βγήκε έξω απ’ το κελί και λέει δυνατά:
– Συναγωνιστές, με παίρνουν για εκτέλεση. Σας υπόσχομαι ότι θα πέσω με το μέτωπο ψηλά. Σταθείτε και σεις ακλόνητοι στις θέσεις σας.
Από ένα κελλί ακούγεται μια φωνή (…) του Νικηφόρου (…) από τα Δολιανά Ιωναννίνων (…) σε τόνο συγκινημένο.
– Αδερφέ μου, Ριγουλέτο, θα ‘ρθω κι εγώ, να πέσουμε μαζί. Κύριε φύλακα, άνοιξέ μου. Θέλω να πέσω μαζί με τον αδερφό μου Ριγουλέτο.
Αργότερα, στο κελί των μελλοθανάτων ο Ριγουλέτος σχίζοντας το πουκάμισό του μπροστά σ’ έναν επισκέπτη κρατούμενο και δείχνοντας τα στήθια του λέει:
– Εδώ σ’ αυτά τα στήθια που φέρνουν τραύματα από τους καταχτητές, θα πω στους φασίστες να χτυπήσουν. Γλίτωσα από τους Ιταλούς και τώρα θα πέσω απ’ αυτούς.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 30 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ηλίας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
83.
Παστιανίδης
Σωκράτης
Τέτοια φωτιά
στα στήθια μου
ν’ ανάψει…
Ο Σωκράτης Παστιανίδης γεννήθηκε το 1922, πιθανότατα στον νομό Δράμας. Καταγόταν από περιοχή του Καυκάσου, μάλλον από την Τιφλίδα της Γεωργίας.
Συνελήφθη για τις πολιτικοκοινωνικές πεποιθήσεις του υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ενώ είχε κληθεί στον κρατικό Στρατό και ήταν στρατιώτης. Το επάγγελμά του ήταν κατασκευαστής καπέλων, είτε ως εργάτης είτε ως επαγγελματίας. Φέρεται να κατοικούσε ή να υπηρετούσε ως στρατιώτης στην περιοχή Λουτρό Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, όταν συνελήφθη.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο, σε ηλικία 27 ετών, τις 19 (ή τις 26) Φλεβάρη 1949.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Παντελής) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 16/28.2.1949.
84.
Πελέκης
Νίκος
Τα σπλάχνα τους
κι η θάλασσα
ποτέ δεν ησυχάζουν
Ο Νίκος (Νικόλαος) Πελέκης γεννήθηκε στο μαρτυρικό Δίστομο, στον νομό Βοιωτίας, μάλλον το 1914.
Ήταν αυτοκινητιστής και, για κάποιο χρονικό διάστημα, έμπορος.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ στην περιοχή του και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Θηβών, με την κατηγορία, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε μέρος σε εκτέλεση μελών Οργάνωσης συνεργαζόμενης με τους Ναζί στη διάρκεια της Κατοχής. Νωρίτερα, είχε φυλακιστεί στις φυλακές Λιβαδειάς.
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας διέσωσαν τα εξής στοιχεία για τη δράση του:
Νίκος Πελέκης του Κωνσταντίνου, από το μαρτυρικό Δίστομο, 36 χρονών, έμπορος (…) Στα τέλη του ’42 οργανώθηκε στο ΕΑΜ Διστόμου. Το 1943 οργανώθηκε και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος στη μάχη της Στενής Διστόμου και αλλού. Μετά τη Βάρκιζα έμεινε στο χωριό. Όταν ήρθαν οι εφνοφύλακες το Μάρτη του ’45, φυλαγόταν μην πέσει πάνω τους, γιατί όποιον ΕΑΜίτη πιάναν τον ξυλοκοπούσαν άγρια. Αργότερα πήγε στο διοικητή της Εθνοφυλακής και του ζήτησε να μην τον κυνηγάνε. Εκεί κρατήθηκε, χτυπήθηκε πολύ και κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στην εκτέλεση των 8 Διστομιτών που είχαν κατηγορηθεί ότι ήταν οργανωμένοι στην ΕΣΠΟ των Γερμανών (…)
Μετά τη σύλληψή του ο Ν. Πελέκης κλείστηκε στις φυλακές Λιβαδειάς. Αρχές του ’46 βγήκε με αθωωτικό βούλευμα. Κατέβηκε τότε στην Αθήνα.
Τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς του ’46 ξαναπιάστηκε για την ίδια υπόθεση με νέα μήνυση. Καταδικάστηκε από το φοβερό κακουργοδικείο της Θήβας στα τέλη του 1947.
Κανένας μάρτυρας κατηγορίας δε μπόρεσε να πει κάτι το συγκεκριμένο για την υπόθεση που δικαζόταν ο Ν. Πελέκης, παρά μόνο “αν αυτός δεν ήταν, ξέρει ποιος ήταν”. Πολιτική αγωγή ήταν ο δικηγόρος (…), συγγενής των παθόντων και ισχυρός μεταβαρκιζιανός παράγοντας και θανάσιμος πολέμιος των ΕΑΜιτών. Στο δικαστήριο ο “κατηγορούμενος” Ν. Πελέκης κατηγόρησε το δικηγόρο αυτό για πολλά πράγματα που τον βάραιναν στην Κατοχή. Κι εκείνος πρόβαλε στο δικαστήριο το αξίωμα ότι αν δε δικάζουν τον Πελέκη καταδικάζουν εκείνον. Έτσι ο Νίκος καταδικάστηκε στην έσχατη ποινή.
Κι απόψε ο Ν. Πελέκης σ’ αυτή την τελευταία φθινοπωριάτικη νύχτα της ζωής του, απομονωμένος με τους άλλους συντρόφους του στο κελί του Γολγοθά γράφει το τελευταίο γράμμα στους δικούς του…
Το γράμμα αυτό σώθηκε:
Καλή μου Μητέρα και Αδέρφια Λουκά Κωσταντήνα και Γιάννη σας στέλνω το τελευτέω μου γράμμα.
Καθησμένως σε μια γωνιά ενός μικρού κελιού σας γράφω τα τελευτέα μου λόγια. οι υποσχέσεις που σας έδωσαν ήταν σαν άχερα στα λώνι που τα πέρνει ο αγέρας. γι’ αυτό εγώ, φέβγω για το μεγάλω ταξίδη που δεν θα γιρήσω πάλη γιαυτό επιθημώ να μην λιπηθήτε και ο Γιάννης από την οικογένια που θα δημιουργίση ας βάλη το όνομά μου.
– Κωσταντήνα το τελευτέω σου γράμμα το πήρα και δεν αμφιβάλω για όσα μου γράφεις για τη μητέρα πως θα την περιποιηθής όσο θα είνε ζωντανή.
Τελιώνω σας φιλώ όλους με το γράμα μου.
Ο υιός σας και Αδελφό σας
8/9/49 Ν. Πελέκης
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 8 Σεπτέμβρη 1949, σε ηλικία 35 ετών (ή 36 ετών καθώς αναφέρεται και ως γεννημένος το 1913), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Το όνομά του, μαζί με εκείνα των άλλων τεσσάρων συναγωνιστών του εκτελεσμένων στο Λαζαρέτο, αναφέρεται σε ποίημα που ο Μανώλης Γλέζος έγραψε στη φυλακή της Κέρκυρας τις 8 Σεπτέμβρη 1949.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 67/15.9.1949.
85.
Πιέρρος
Σπύρος
Κάτω απ’ τις λεύκες συντροφιά
πουλιά και καπετάνιοι
Ο Σπύρος (Σπυρίδων) Πιέρρος (Πιέρος) γεννήθηκε πιθανώς το 1926 στην Αττική, μάλλον στην Αθήνα.
Ήταν εργάτης και δούλευε και κατοικούσε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, όπου τάχθηκε με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Για τον ίδιο και τις συνθήκες υπό τις οποίες οδηγήθηκε σε εκτέλεση έχει σωθεί η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα:
Ξημερώνει Σάββατο 28 Φλεβάρη 1948. Ώρα 3 τα μεσάνυχτα. Βηματισμοί πολλοί ακούγονται (…) Μαζί με τον (…) τράβηξαν την ίδια ώρα άλλους (…) αγωνιστές για εκτέλεση. Είναι ο (…), ο Σπύρος Πιέρος του Ανδρέα από την Αθήνα, εργάτης 22 χρονών (…)
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 28 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 22 ετών (αναφέρεται και ως 30 ετών, γεννημένος το 1918), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ανδρέας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 33/2.4.1948.
86.
Πολίτης
Κώστας
Εδώ το φως
εδώ ο γιαλός
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Πολίτης γεννήθηκε το 1925 σε περιοχή του νομού Κορινθίας.
Ήταν αγρότης, αγωνιστής της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ.
Στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου οδηγήθηκε μετά την καταδίκη του σε θάνατο, είχε κλειστεί στην ακτίνα Ε’.
Για τη βραδιά πριν τον πάρουν για εκτέλεση και για τον ίδιο έχει σωθεί από συγκρατούμενούς του η εξής μαρτυρία:
9 του Γενάρη, μέρα Παρασκευή. Από το απόγευμα μια ιδιαίτερη νευρική κίνηση των φυλάκων εκδηλώνεται στον κυκλικό διάδρομο. Γίνεται η βραδινή κατάκλιση (…) Ακούγεται ένα χωνί (…) Το χωνί επαναλαμβάνει: (…) “Παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση (…)”. Από την Ε’ αχτίνα μιλάει άλλο χωνί: “Συναγωνιστές, από δω πήραν (…) τον Κώστα Πολίτη”.
Πριν μεταφερθεί στο Λαζαρέτο με άλλους αγωνιστές για εκτέλεση, στο «κελί του Γολγοθά», συνυπέγραψε κοινό γράμμα προς τους συναγωνιστές του, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Μόνο όσοι θα χρειαστούν να μας ακολουθήσουν – αν και ευχόμαστε μ’ όλη μας την καρδιά, να είμαστε οι πρώτοι κι οι τελευταίοι – θα νοιώσουν το μεγαλείο αυτής της στιγμής.
Σώθηκε, επίσης, η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του, για τη στάση του τη στερνή βραδιά του:
Ο νέος μυστικός δείπνος, θα πει ο Πολίτης, ξανθός και λεπτός κι όπως είναι μοιάζει πιότερο με άγιο παρά με άνθρωπο… Τρία χρόνια γνωριζόμαστε και δεν είπε ποτέ σε άνθρωπο ένα κακό λόγο, ούτε και γι’ αστείο. Υψώνουμε τα ποτήρια, κάνει πρόποση. «Καλό βόλι σε μας, καλή τύχη σε σας»…, όλοι βάλανε τα γέλια (…)
Ο φύλακας Κ(……..), ένα σταφιδιασμένο ανθρωπάκι, επειδή φοβότανε να πηγαίνει να παίρνει απ’ το κελλί τους μελλοθάνατους, πήρε μια ξυριστική λεπίδα και γρατζούνισε το χέρι του, λέγοντας πως τον χτύπησε ο Πολίτης ην ώρα που τον έπαιρναν… (…) Αποδείχτηκε πως έλεγε ψέμματα (…) Ο διευθυντής ζήτησε συγνώμη.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Γενάρη 1948, σε ηλικία 23 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Άγγελος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 6/21.1.1948.
87.
Ρεμπάμπης
Δημήτρης
– Σκέψου πιο ψύχραιμα, δεν τη χαραμίζει κανείς τη ζωή…
– Δεν αποκηρύσσω, καταλαβαίνεις;
– Στα ψέματα να γράψεις ένα χαρτί πως δε…
– Δεν μου χρειάζονται εμένα τέτοιες κατεργαριές. Είμαι αγωνιστής και μπορώ να πεθάνω για τις ιδέες μου. Να μου αμφισβητούν το δικαίωμα να ζω και να πεθαίνω σαν ελεύθερος άνθρωπος το απαγορεύω, τ’ ακούς;
Ο Δημήτρης (Δημήτριος, Μήτσιος) Ρεμπάπης (Ρεμπάμπης, Ρεμπάνης, Ρεμπάτης, Μπροφ) γεννήθηκε το 1926 στον νομό Βοιωτίας, μάλλον στη Λιβαδειά.
Ήταν αγρότης σε οικογενειακό κτήμα και αγωνιστής της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Λαμίας το 1946.
Φυλακίστηκε στην Κέρκυρα στην ακτίνα Ι’ των φυλακών.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα για τη βραδιά της εκτέλεσής του και τον ίδιο, καθώς οδηγήθηκε στην εκτέλεση μαζί και με έναν άλλο αγωνιστή από την ιδιαίτερη πατρίδα του:
Στις 4.3.48 ξημερώνοντας ημέρα Πέμπτη παίρνουν άλλους 6 αγωνιστές (…) Ρεμπάμπης Μήτσιος του Ηλία από τη Λιβαδειά, 22 χρονών (…) Ώρα 3 τα μεσάνυχτα (…) Φύλακες ανέβηκαν στο πάνω διάζωμα. Πήγανε πρώτα στο κελί που έμενε ο άλλος Λειβαδίτης, ο Μήτσιος Ρεμπάμπης που είχε το ψευδώνυμο “Μπροφ” και μ’ αυτό τον φωνάζαμε. Ένας φύλακας, με το άνοιγμα του κελιού, του σιγομίλησε να… ετοιμαστεί (…) Παίρνουν τον Μπροφ.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 22 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Ηλίας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
88.
Ροδίτης
Αριστείδης
Έτσι, με το καρτέρεμα,
μεγάλωσαν οι νύχτες
Ο Αριστείδης (μάλλον και Αρσένης) Ροδίτης γεννήθηκε στην Αττική το 1906. Κατοικούσε στην Αθήνα.
Ήταν εργάτης, εφαρμοστής μηχανών. Συντάχθηκε με τους στόχους της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και τους υπηρέτησε και μετά την απελευθέρωση.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε στην ακτίνα Δ’ των φυλακών.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα συγκράτησαν για τον ίδιο και τη βραδιά πριν τον εκτελέσουν μαζί με άλλους συναγωνιστές του, ενώ ανέμεναν εκτελέσεις το ξημέρωμα:
Ανοίγουν άλλα κελιά και παίρνουν (…) Από τη Δ’ αχτίνα παίρνουν τον Αριστείδη Ροδίτη του Φώτη, απ’ την Αθήνα, 42 χρονών, εφαρμοστή μηχανών στο επάγγελμα (…) Οι φωνές με τα χωνιά απ’ όλες τις αχτίνες υψώνονται μακρόσυρτες δραματικές φωνές πάνω απ’ την κοιμώμενη πολιτεία που ξυπνάει, ακούει, ξέρει κι αναστενάζει.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 42 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Φώτης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
89.
Σαμπατζής
Οδυσσέας
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
Ο Οδυσσέας Σαμπατζής γεννήθηκε το 1914 σε χωριό του νομού Σερρών.
Ήταν γεωργός. Καταδιώχθηκε για την κοινωνικοπολιτική δράση του την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε στην ακτίνα Θ’ των φυλακών.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα συγκράτησαν για τις ώρες που πήραν για εκτέλεση τον ίδιο και έναν ακόμη Μακεδόνα:
Ώρα 3 τα μεσάνυχτα. Από ‘να κελί, του αυτιού ο σκοπός μας, βγάζει φωνή, κοφτή, δραματική: “Συναγωνιστές, ανοίξανε τη Θ’ αχτίνα…”. Όλοι πετιόμαστε σαν ελατήρια απάνω για να μας εύρει όρθιους του χάρου το γιουρούσι. Από τη Θ’ αχτίνα παίρνουν δύο Μακεδόνες. Είναι ο (…) και ο Σαμπατζής Οδυσσέας του Πέτρου, 34 χρονών, γεωργός από τις Σέρρες.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Απρίλη 1948, σε ηλικία 34 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Πέτρος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
90.
Σημάκης
Νίκος
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
Ο Νίκος (Νικόλαος) Σημάκης (Σηφάκης, Σιμάκης) γεννήθηκε στην Κρήτη, στον νομό Χανίων όπου και ζούσε, περί το 1910.
Για την υποστήριξή του στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και με άλλες κατηγορίες καταδικάστηκε σε θάνατο από Έκτακτο Στρατοδικείο στα Χανιά.
Φυλακίστηκε στην Κέρκυρα στην ακτίνα Κ’ των φυλακών.
Για την εκτέλεση του ιδίου και συναγωνιστών του σώθηκαν οι εξής μαρτυρίες συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου είχε μεταφερθεί:
Ο (…) φώναξε για να ακούσουν όλοι: “Συναγωνιστές, παίρνουν εμάς τους Κρητικούς γαι εκτέλεση”. Δεν ήταν πολύς καιρός που τους είχαν φέρει από την Κρήτη (…) Όπως είχαν πληροφορήσει το Γραφείο της Ομάδας Διαβίωσης της Κ’ αχτίνας, στη δίκη τους, όταν τους καταδίκασαν σε θάνατο επειδή ήταν στο ΔΣΕ, ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για να μην τους εκτελέσουν. Γι’ αυτό τους μετέφεραν στην Κέρκυρα (…)
Ένας κρατήρας άνοιξε από απότομες φωνές με χωνιά απ’ όλες τις αχτίνες, σχίζει τα σκοτάδια της νύχτας και σκορπάει το μήνυμα θανάτου: “Λαέ της Κέρκυρας… ” (…) Για πρώτη φορά ο λαός της Κέρκυρας πληροφορείται ότι στο νησί του άρχισαν οι ομαδικές εκτελέσεις. Οι φωνές με τα χωνιά συνεχίζονται όλη τη νύχτα ως τα χαράματα.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Νοέμβρη 1947, σε ηλικία, όπως εκτιμάται, άνω των 35 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του, επίσης Κρητικούς, στην πρώτη ομαδική εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων των φυλακών της Κέρκυρας στη νησίδα.
91.
Σηφοδασκαλάκης
Νίκος
Μαύρη σκιά
Κόκκινο όραμα
Μαύρη κάνη
Κόκκινο αγίασμα
Ο Νίκος (Νικόλαος) Σηφοδασκαλάκης (Σιφοδασκαλάκης) γεννήθηκε στο χωριό Τοπόλια στην περιοχή Κισάμου στον νομό Χανίων της Κρήτης στην Κρήτη, περί το 1900.
Έλαβε μέρος στον τόπο του στο κίνημα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και στη συνέχεια σε αυτό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Τις 23.6.1947 παρακρατική μονάδα έκαψε το σπίτι του στα Τοπόλια.
Ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων τις 12 Σεπτεμβρίου 1947, μαζί με τον αργότερα εκτελεσμένο μαζί του στο Λαζαρέτο αγωνιστή Στρατή Ψυλλάκη και έναν ακόμη Κρητικό συναγωνιστή τους, ως υποστηρικτής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, με επίκληση νόμου περί εκτάκτων μέτρων εναντίον όσων αντιδρούσαν στην καπιταλιστική κοινωνικοπολιτική τάξη πραγμάτων.
Στην Κέρκυρα, όπου μεταφέρθηκε, φυλακίστηκε στην ακτίνα Κ’ των φυλακών.
Σώθηκε το εξής στερνό γράμμα του σε συγγενείς του:
Κέρκυρα 4-11-47
Αγαπητή Ειρήνη, για τελευταία φορά σου γράφω επιδεί δεν πρόκειται να ξανανταμωθούμε εκτός αν στον κάτω κόσμο γνωρίζονται οι ψυχές. Να μη στεναχωρεθείς για το χαμό μου μόνο να κοιτάξεις το Μιχαλάκη μας κι εκεί να έχης τις ελπίδες σου… (σβησμένες από τη λογοκρισία της φυλακής έξι γραμμές) Θα στείλη η υπηρεσία τα πράγματα 1) ένα παλτό 2) το σακάκι 3) ένα πουκάμισο 4) ένα παντελόνι 5) ένα μαξιλάρι 6) μία βαλίτσα 7) μία κουβέρτα. Όταν τα λάβης να δώσεις στον αδελφό μου τον Μιλτιάδη το σακάκι το παντελόνι και το παλτό … (σβησμένη από τη λογοκρισία της φυλακής μία γραμμή) να πουλήσεις την περιουσία και να το πάρης να φύγεις απαυτού. Αυτή την παραγγελία έχω να την εκτελέσης. Επίσης σου στέλνω… (δεν διαβάζονται έξι γραμμές ή είναι σβησμένες από τη λογοκρισία της φυλακής) Δώσε τους τελευταίους μου χαιρετισμούς στο θείο… και σ’ όλους τους συγγενείς και φίλους μου.
Έχεται γεια και σας φιλώ ο συζηγός σας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Νοέμβρη 1947, σε ηλικία, όπως εκτιμάται, άνω των 45 ετών, μαζί με άλλους πέντε Κρητικούς συναγωνιστές του.
92.
Σκαλιστήρας
Γιάννης
– Σώσαμε την ψυχή του έθνους απ’ τη λέπρα του ραγιαδισμού. Αυτό μονάχα δεν σας φτάνει;
Ο Γιάννης (Ιωάννης) Σκαλιστήρας (Σκαληστήρας, Σκαλιστήρης) γεννήθηκε πιθανώς το 1929 στο χωριό Γραβούνα (Γραβούνι) του πρώην Δήμου Χρυσούπολης, στον νομό Καβάλας.
Ήταν αγρότης, καπνοπαραγωγός, καθώς προερχόταν από αγροτική οικογένεια. Αγωνίστηκε με την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση εναντίον των κατακτητών.
Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1947, από Δικαστήριο Συνέδρων στη Δράμα, για αδικήματα που υποτίθεται πως διέπραξε μετά την απελευθέρωση της χώρας, τον Δεκέμβρη του 1944.
Έχει σωθεί η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας για τις συνθήκες μεταφοράς του για εκτέλεση μαζί με άλλους συναγωνιστές του, ενώ έκαναν απεργία πείνας:
Αποκορύφωμα της επίθεσης ενάντια στην απεργία είναι ότι στις 3 τα μεσάνυχτα προς την τέταρτη μέρα απεργίας (…) παίρνουν για εκτέλεση (…) Τα ονόματά τους είναι (…) Γιάννης Σκαλιστήρας από το Γραβούνι (…) Ο Γιάννης άφηνε στον κόσμο μόνο μια αδερφή, μικρότερή του. Στην απομόνωση κάλεσε το συγκρατούμενό του (…) Του ζήτησε να στείλει κάτι μικροπράγματά του στην αδερφή του μαζί με γράμμα που να της γράφει να τον θυμάται όχι με πίκρα και καημό, αλλά με περηφάνια που δικαιούται να αισθάνεται για τη θυσία του.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές του τις 26 Φλεβάρη 1949, σε ηλικία 20 ετών (κατ’ άλλους ήταν 29 ετών, γεννημένος το 1920), ενώ ήταν απεργός πείνας στο πλαίσιο της τρίτης ομαδικής απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων των φυλακών της Κέρκυρας. Η Εισαγγελία Εφετών Κέρκυρας είχε εκδώσει εντός του μηνός, σύμφωνα με στοιχεία ατομικού φακέλου για εκείνον, δύο σχετικές αποφάσεις.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ (ως ηλικίας 20 ετών) με στοιχεία 24/24.3.1949.
93.
Στρατής
Μανώλης
Το παλληκάρι που ‘πεσε
με ορθή την κεφαλή του
δε το σκεπάζει η γης ογρή
σκουλήκι δε τ’ αγγίζει
Ο Μανώλης (Εμμανουήλ, Λευτέρης) Στρατής (Μπαγιαντέρας) γεννήθηκε μάλλον το 1906 στον νομό Βοιωτίας, στην περιοχή της Θήβας.
Ήταν εργάτης εκεί. Αγωνίστηκε στην Εθνική Αντίσταση.
Στην Κέρκυρα τον φυλάκισαν στην ακτίνα Ε’ των φυλακών.
Διέσωσαν συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα για τον ίδιο και την αντίδρασή του τη βραδιά της μεταφοράς του ιδίου και συναγωνιστών του από το «κελί του Γολγοθά» για εκτέλεση:
Ο νους και η καρδιά τους πάλλονταν στο να εξάρουν με τρόπο συγκινητικό τον ιερό σκοπό που άξιζε η θυσία τους (…) Ο (…) το μόνο που μπόρεσε να πει την ώρα που τον παίρναν ήταν “Γεια σας αδέρφια”. Το ίδιο και ο Μανώλης Στρατής του Αριστείδη, 46 χρονών, εργάτης από τη Θήβα.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 18 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 46 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (ως ηλικίας 25 ετών, πατρώνυμο Αριστείδης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 26/11.3.1948.
94.
Στρουμπούλας
Νίκος
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά
σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός
μαζί με τους νεκρούς του
Ο Νίκος (Νικόλαος) Στρουμπούλας (Στρομπούλας, Στομπούλας, Στρουμπούλος) γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας το 1928.
Ήταν κηπουρός εκεί. Στη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε με την ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ.
Φυλακίστηκε στην Κέρκυρα, μετά από καταδίκη του σε θάνατο, στην ακτίνα Ι’ των φυλακών.
Σώθηκε από συγκρατούμενούς του της Κέρκυρας η εξής μαρτυρία για τον ίδιο:
Ξημερώνοντας ημέρα Πέμπτη παίρνουν (…) Στρουμπούλας Νίκος του Κωνσταντίνου, 20 χρονών, κηπουρός στο επάγγελμα, από τη Λιβαδειά (…) Ο Νίκος Στρουμπούλας ήταν κοντό, γεμάτο, μελαχρινό και γεροδεμένο παλικάρι. Ήταν ένα πολύ εύθυμο και γελαστό παιδί, που σκορπούσε πάντα το κέφι γύρω του από τα έξυπνα κι ανεξάντλητα καλαμπούρια του.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Μάρτη 1948, σε ηλικία 20 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Κώστας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
95.
Σφακιανάκης
Σήφης
Τους βλέπω να ρίχνουν
εκείνο το μακρό, τελευταίο βλέμμα
στη γραφική θέα
(χωρίς ταινία στα μάτια),
ο τελικός αποχαιρετισμός
πριν αντικρίσουν τον Τοίχο.
Ο Σήφης (Ιωσήφ) Σφακιανάκης γεννήθηκε στο χωριό Πλεμενιανά του νομού Χανίων της Κρήτης περί το 1910.
Ήταν αγωνιστής του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων τον Σεπτέμβριο του 1947, μαζί με τον αργότερα εκτελεσμένο μαζί του στο Λαζαρέτο αγωνιστή Αντώνη Καλαϊτζάκη, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες σχετικές με τη δράση του ως υποστηρικτής του ΔΣΕ, αντιτιθέμενος στο διαβόητο Γ’ Ψήφισμα με το οποίο θεσπίστηκαν έκτακτα μέτρα εναντίον όσων ευνοούσαν την αντικαπιταλιστική αντικαθεστωτική δράση.
Στην Κέρκυρα, όπου μεταφέρθηκε, φυλακίστηκε στην ακτίνα Κ’ των φυλακών.
Σώθηκαν από μαρτυρίες συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα τα εξής στοιχεία για την αντίδραση του ιδίου και συναγωνιστών του την τελευταία τους βραδιά πριν τους πάρουν για εκτέλεση:
Μια ώρα μετά τη βραδινή κατάκλιση, μπουκάρουν στην Κ’ αχτίνα πάνω από 20 φύλακες. Ανοίγουν αμέσως τα κελιά που έμεναν οι (…) Κρητικοί εκτακτομετρίτες και τους φωνάζουν ονομαστικά να περάσουν έξω. Οι κρατούμενοι αυτοί είναι οι (…), Σφακιανάκης (…) Φωνές αλαφιασμένες ρωτούν από το ένα κελί στο άλλο τι γίνεται στην Κ’ (…)
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο μάλλον Μανώλης) τις 4 Νοέμβρη 1947, σε ηλικία όπως εκτιμάται άνω των 45 ετών, μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του από την Κρήτη.
96.
Ταξίαρχος
Παναγιώτης
Αηδονολάλειε στήθος μου,
πριν το σπαθί σε σχίση
Ο Παναγιώτης Ταξιάρχης γεννήθηκε το 1916 στην περιοχή της Αράχοβας στον νομό Βοιωτίας.
Ήταν αγρότης.
Εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ τα χρόνια της Κατοχής. Πολέμησε στη μεγάλη μάχη της Αράχοβας εναντίον των Γερμανών το 1943.
Στην Κέρκυρα φυλακίστηκε, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, στην ακτίνα Θ’ των φυλακών.
Διέσωσαν συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας για την προσωπικότητά του, τη δράση του και την αντίδρασή του όταν του ανακοίνωσαν ότι τον παίρνουν για εκτέλεση:
Ώρα 3 τα μεσάνυχτα (…) Στυλώνουμε τ’ αυτιά μας μήπως ξεδιαλύνουμε τον απόηχο της διπλανής αχτίνας. Και κει που η αναμονή κρατάει την ανάσα, ένα τραγούδι δόνησε της Βαστίλης τα ντουβάρια.
“Συννέφιασε ο Παρνασσός,
βρέχει στα καμποχώρια
και συ Διαμάντω μ’ άργησες,
πού πας αυτή την ώρα”.
Και καθώς ο τραγουδιστής με τη λαγαρή φωνή πορεύεται το στερνό του δρόμο, ακούγεται απόμακρα:
“Πάω γι’ αθάνατο νερό,
γι’ αθάνατο βοτάνι
να δώσω της αγάπης μου,
να πιεί να μην πεθάνει”.
Είναι η φωνή του Παναγιώτη Ταξιάρχη του Αθανασίου, 32 χρονών, απ’ την Αράχωβα (…)
Ο Παναγιώτης Ταξιάρχης, ο τραγουδιστής της “Διαμάντως”, στο στερνό του δρόμο, δεν ήταν μόνο καλός τραγουδιστής, ήταν και ατρόμητος πολεμιστής, όπως κι όλοι οι Αραχωβίτες που πήραν μέρος στη μάχη του χωριού τους.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Μάη 1948, σε ηλικία 32 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 44/10.5.1948.
97.
Τζαβίδας
Θανάσης
Στα μάτια του ένα σύννεφο
Μες την καρδιά του σίδερο
Ο Θανάσης (Αθανάσιος) Τζαβίδας (Ντζαβίδας) γεννήθηκε το 1922 στη Φθιώτιδα, στον οικισμό Περιβόλι (πρώην Δερελί) του Δήμου Δομοκού ή στον οικισμό Δαουκλί στην περιοχή της Ξυνιάδας στον ίδιο Δήμο.
Ήταν γεωργός, που τάχθηκε με τον ΕΛΑΣ και τον Δημοκρατικό Στρατό ανυποχώρητα.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα για τη βραδιά που τον κάλεσαν για εκτέλεση:
Το βράδυ τραβούν στο κελί του Γολγοθά άλλους αγωνιστές (…) Πέφτουν με την πίστη στην πατρίδα. Για να βρει ο λαός της εκείνο που ποθεί: Δημοκρατία, ειρήνη, δικαιοσύνη κι αδελφοσύνη (…) Θανάσης Τζαβίδας του Μιλτιάδη, 27 χρονών, γεωργός από το Δεριλή Δομοκού Φθιώτιδας (…)
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 20 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μιλτιάδης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 64/23.8.1949.
98.
Τζανετής
Λευτέρης
Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα
Ο Λευτέρης (Ελευθέριος) Τζανετής (Τζανέτης, Τζαννετής) γεννήθηκε το 1921 στην Αττική, μάλλον στην Αθήνα, όπου και κατοικούσε.
Ήταν αρτεργάτης ή και χαρτεργάτης.
Τα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ της Αθήνας.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων των Αθηνών το 1946. Αργότερα μεταφέρθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα διέσωσαν για εκείνον:
Τζανετής Λευτέρης του Γεωργίου, 27 χρονών, από την Αθήνα. Ανάστημα μέτριο προς το ψηλό. Ένα παλικάρι πολύ απλό, μα και πολύ ψυχωμένο, αρτεργάτης.
Σώθηκε και η ακόλουθη μαρτυρία συγκρατουμένων του:
Δεν είναι εύκολο να ιστορήσει κανείς τη λεβεντιά του παληκαριού (…), του συν. Λευτέρη Τζανετή που ανεβασμένος στο κελί με το χωνί στο στόμα, καταγγέλλει στο Λαό της Κέρκυρας τα ονόματα των συντρόφων που μόλις είχανε πάρει για εκτέλεση, όταν ανοίγουν και το δικό του κελί, για να πάρουν και τον ίδιο.
Δεν θα κατέβει από τους ώμους του συντρόφου που είχε ανεβεί παρά σαν τελειώσει τα ονόματα και προσθέσει αυτό σαν υπογραφή: Αυτή τη στιγμή παίρνουνε κι εμένα, γεια σας.
Σώθηκε το εξής στερνό γράμμα του στην οικογένειά του:
Σεβαστή μου Μητέρα και αγαπητά μου αδέλφια και αδελφές.
Έχω αρκετό καιρώ να πάρω γράμμα σας. Και να μάθω τη γύναιστε στην υγία το ίδιο κι’ απ’ την Γυναίκα μου, δεν γνωρίζω τους λόγους, εύχομαι όμως το γράμμα μου να σας βρη όλους καλλά σαν τα ψιλά βουνά. Μητέρα. Δίχως να θέλω να σας φοβίσο, με τα όσα θα σας γράψω, είμαι υποχρεωμένος απ’ τα πράγματα να σας κατατοπίσο στην πραγματικότητα που περνάμε εμείς εδώ. Και που η πραγματικότητα αυτή δεν μου δείνη καμιά εγγύηση για τη ζωή μου, μια που εδώ οι εκτελέσεις συνεχίζοντε. Χωρίς να θέλω να σας κολακέψω κάτι, που μου έγεινε συνείδηση είναι ότι σ’ όλο το διάστημα του κατατρεγμού μου σταθήκατε πραγματικοί συμπαραστάτες της οικογένειάς μου της Γυναίκας μου, των Παιδιών μου, η τέτοια στάσισας στο μέχρι τώρα διάστημα, είναι εγγύηση για μένα πως και στο μέλλον θα συμπαρασταθήτε στη Γυναίκα μου και τα παιδιά μου όπως πρέπει και όπως χρειάζετε. Ενώ λίγα έχω να σας πω πάνω σ’ αυτό το σημείο και ήμαι σύγουρος πως και να μην σας τα έλεγα έτσι θα τα πραγματοποιούσατε.
Εκείνο που εγώ θέλω ήστερα από τυχόν δυσάρεστη εξέλειξη της υπόθεσής μου είναι. Τη γυναίκα μου να την θεωρείσετε καλά, καλά, σαν αδελφή σας. και να μην την ξεχορίσετε σε τίποτα. Το πράγμα θα το φτάσετε, και μέχρι του να νοιαστήτε να την παντρέψετε αν κάτι τέτοιο κρειθή στο μέλλον σωστό. Κάθε σας ενέργεια προς τη Γυναίκα μου και τα παιδιά μου να είναι τέτοια που να μαλακόνη τον πόνο τους ως εκεί που κάθε φορά θα είναι μπορετό.
Δεν ξέρω ποια είναι συγκεκρειμένα η σημαιρινή οικονομική σας κατάστασι, κι ακόμη πώς θα εξελειχτή στο μέλλον, μέσα όμως στα πλαίσια της οικονομικής σας δυνατότητας κανονίστε να βοηθήσετε πάντα τη Γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
Θα τους έχετε πάντα κοντά σας και θα τους νοιάζεστε όπως εσείς ξέρετε.
Όλα ετούτα για μέχρι την ώρα που … (σβησμένα από τη λογοκρισία) … η Γυναίκα μου τα παιδιά (…)
Για μέχρι εκείνη την ώρα όμως αφείνο σε σας εντελώς σε σας, τη φροντίδα για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, όμοια όπως και μέχρι σήμαιρα. Αυτά που σας γράφω, τα γράφω γιατί με υποχρεώνουν έτσι τα πράγματα. Εσείς όμως να μην αποκαρδιοθείτε και στεναχορειθήτε.
Σεις να ελπίζετε και να ευχόσαστε με τον τρόπο που ξέρομε εμείς να ευχόμαστε να μην πάθω κακό, και τότε θα έχομε τούτο το γράμμα και θα το διαβάζουμε όλοι μαζύ για να θιμόμαστε τους δύσκολους καιρούς που πέρασαν και που έφεραν τους καλύτερους που όλοι πασκίζουνε ναρθουν και που ασφαλώς θάρθουν είτε έτσι είτε αλοιός.
Μητέρα τη στηγμή τούτη που σου γράφω έλαβα τηλεγράφημα χ(ω)ρής το όνομα του αποστολέα. Πάντος θα μου το στήλατε εσείς. Στέλνο με τούτο το γράμμα μια φωτογραφία που βγήκα προχθές. Την αφιερόνο στην αγαπημένι μου οικογένεια.
Κυταξέμε, ήμαι πολή καλλά στην υγία, και στην ψυχή πραγματικός βράχος…
Μητέρα χαιρετισμούς δόσε στ’ αδέλφια μου όλα αδελφές και ανίψια. Στον κυρ Βαρουξή, και να με συνχωρή που δεν του έγραψα, πάντος πέστου πως δεν ξεχνώ, την Οικογένειά μου να μου την φιλίσης.
19-3-48
Με αγάπη ο Γιόσου
Φυλ. Κέρκυρας, Λευτέρης Τζανετής
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Απρίλη 1948, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
99.
Τογλάτογλου
Σίμος
Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν,
δίχως μου, στην κορυφή
Ο Σίμος Τογλάτογλου (Τολάτογλου, Τοβλάτογλου) γεννήθηκε το 1919 στην Αττική, στην περιοχή Κοκκινιά του Πειραιά.
Ήταν εργάτης σε βυρσοδεψείο, αγωνιστής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ εναντίον των κατακτητών και προδοτών συνεργατών τους.
Σώθηκε μαρτυρία για το πώς αντιμετωπίστηκε από φύλακα, όταν τον μετέφεραν στη φυλακή της Κέρκυρας μετά την καταδίκη του σε θάνατο:
– Σίμος Τοβλάτογλου.
– Παρών.
– Εγεννήθης;
– Εις ……. Μικράς Ασίας.
– Ογλού – ογλού, εσείς κερατάδες μάς πήρατε στο λαιμό σας, είμαστε μια χαρά, κι από τότε πούρθατε εσείς, παληοτουρκόσποροι, δεν είδαμε θεού πρόσωπο. Πόσο είσαι δικασμένος;
– Σε θάνατο!
– Καλά σου έκαναν.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα για τη βραδιά που τον πήραν από το κελί του για εκτέλεση:
Έρχονται για εδώ… ανοίξανε την πόρτα του προαυλίου μας. Τρίζει ανατριχιαστικά η βαριά πόρτα (…) Με το άκουσμά της ένα ηλεκτρικό ρεύμα εκκενώνεται στο κορμί μας. Ανοίγουν ένα κελί στο κάτω διάζωμα. Παίρνουν (…) και το Σίμο Τολάτογλου του Στάθη, 29 χρονών, βυρσοδέψη από την Κοκκινιά (…) Βγαίνει κι ο Σίμος.
– Γεια σας, συναγωνιστές, φωνάζουνε, θα πέσουμε όπως ταιριάζει σε αγωνιστές της Λευτεριάς. Ζήτω ο λαός μας, ζήτω το Κόμμα μας.
Επίσης, έχει σωθεί και η εξής περιγραφή για τη μοιραία βραδιά:
Έρχονται… Ο (…) με τον Σίμο μένουν στα κάτω κελλιά. Τους παίρνουν. Χαιρετάνε…
– Γεια σας αδέλφια… Φεύγουμε περήφανα, μην φοβόσαστε ο Λαός θα νικήσει.
Εμφανίστηκε ιερέας για να μεταλάβουν:
(…) – Τ’ όνομά σου;
– Σίμος.
– Μεταλαβαίνει ο δούλος του Θεού Σίμος… Σώμα και αίμα…
– Αγάπησα μια κοπέλλα, θέλαμε να φτιάξουμε οικογένεια, μας τη γκρέμισαν παπά μου, αν είναι κακό, συγχώρα μας.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Απρίλη 1948, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Στάθης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
100.
Τράγος
Φάνης
Να με ξεριζώσεις χάρε,
σ’ αντιστέκομαι σαν δρυ
Ο Φάνης (Θεοφάνης) Τράγος γεννήθηκε το 1926, μάλλον στο χωριό Κουλουρά Αιγίου του νομού Αχαΐας.
Κατασκεύαζε κι επισκεύαζε καρέκλες ως εργάτης ή επαγγελματίας.
Δούλευε και κατοικούσε για ένα χρονικό διάστημα, όταν και συνελήφθη, στην Τρίπολη Αρκαδίας.
Ήταν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και μετά την καταδίκη του σε θάνατο μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου τον φυλάκισαν στην ακτίνα Θ’ των φυλακών.
Σώθηκε από συγκρατούμενούς του της Κέρκυρας η εξής μαρτυρία για τον ίδιο και τη βραδιά της μεταφοράς του για εκτέλεση:
Το χωνί επαναλαμβάνει: “Συναγωνιστές, από τη Θ’ αχτίνα παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση. Από δω πήραν το Φάνη Τράγο και (…)”.
Στα πειθαρχεία, που τους κλείσαν, δεν επέτρεψαν να τους επισκεφτεί σ’ αυτές τις τελευταίες τους στιγμές, κανένας κρατούμενος. Κι εκεί στα κελιά της απομόνωσης τους χτύπησαν τη νύχτα (…) Υπόκωφα και παρατεταμένα βογκητά (…) Για να δικαιολογήσουν οι φύλακες αυτό το χτηνώδικο φέρσιμό τους προσπάθησαν να προβοκάρουν και την ιερή μνήμη τους. Διέδωσαν την επομένη ότι τους επιτέθηκε ο μελλοθάνατος Φάνης Τράγος και τους χτύπησε με ξυραφάκι.
Συνυπέγραψε κοινό γράμμα πριν μεταφερθεί στο Λαζαρέτο με άλλους αγωνιστές για εκτέλεση, στο «κελί του Γολγοθά», στο οποίο ανέφερε προς τους συναγωνιστές του, μεταξύ άλλων:
(…) Και μια παράκληση. Κανείς να μη δεχτεί να υποταχτεί. Η δήλωση ατιμάζει… (…)
Σώθηκε και η εξής μαρτυρία συγκρατουμένων του για εκείνον:
Ο Τράγος είχε καιρό να μάθει νέα απ’ το σπίτι του και σήμερα το μεσημέρι τον φωνάζει ο φύλακας και του δίνει ένα γράμμα.
– Είναι το πρώτο που παίρνω το ’48, του λέει, γι’ αυτό αν θέλεις να σε κεράσω γλυκό.
– Είσαι παντρεμένος; Έχεις παιδιά;
– Όχι. Πού να προλάβουμε να κάνουμε οικογένεια!
– Ευτυχώς…
– Γιατί ευτυχώς;
– Τίποτα, απλώς ήθελα να πω, ότι στην κατάσταση που βρίσκεσαι σήμερα, δεν έχεις κι άλλες υποχρεώσεις (…) Φεύγοντας ο Μοσχονάς ήταν ταραγμένος.
(…) Η μέρα σώθηκε κι ο ίσκιος απλώθηκε παντού. Τα κελλιά κλείνονται με βία και οι κλειδαριές τρίζουν. Δεν έχουμε αποσώσει την τελευταία μπουκιά όταν ακούγονται βήματα βαριά και πολλά στο κουλούρι. Έρχονται… Πάνε στο κελί του Τράγου, μπροστά ο Μοσχονάς και πίσω οι άλλοι (…)
– Μήπως ήρθατε για μένα; Αν ναι, είμαι έτοιμος.
– Ναι, έγνεψε με το κεφάλι ο Μοσχονάς, κι έβγαλαν τα πιστόλια τους.
– Μην με πλησιάσει κανείς να βάλω το σακκάκι μου, να φιλήσω τ’ αδέλφια μου, κι έρχομαι. Αλλοιώς, όποιος μ’ αγγίξει θαρθεί μαζί μου. Ξέρω πού πάω και γιατί πάω…
Μια μυριόστομη κραυγή απ’ όλα τα κελλιά και απ’ όλες τις αχτίνες (ως και οι ποινικοί ακόμα) ανεβαίνει στον αιθέρα, ψηλά, πολύ ψηλά, όσο γίνεται ψηλότερα…
«Λαέ της Κέρκυρας, παίρνουν αγωνιστές της αντίστασης για εκτέλεση. Αδέλφια, τρέξτε ματαιώστε το έγκλημα».
Κάθε αχτίνα και φωνή, κάθε κελλί και χωνί (…)
Οι φύλακες ακροβολίζονται, οι φωνές για λίγο θα κοπάσουν. Το κελλί που άνοιξε θα διπλοκλειδωθεί κι ο μελλοθάνατος, αφού περάσει ένα-ένα τα κελλιά και χαιρετίσει όλους μας, χώνοντας τα δυο του χέρια απ’ το φεγγίτη της πόρτας, θα σταθεί στο κέντρο του διαδρόμου και με φωνή γεμάτη συγκίνηση θα πει:
«Αδέλφια σας λέω το στερνό μου έχε γεια. Πάω όπως ταιριάζει σε μαχητή της αντίστασης, δεν θα σας ντροπιάσω. Ζητώ συγγνώμη, αν άθελά μου πίκρανα κάποιον. Δεν τόκανα από πρόθεση. Οι φύλακες δεν φταίνε, μην τους βρίζετε, τώρα που είμαι μπρος στον τάφο συγχωρώ όλους όσους μ’ αδίκησαν. Αγαντάρετε και η νίκη είναι δική μας. Ζήτω η Αντίσταση! Ζήτω η Ελλάδα μας! Γεια σας αδέλφια! Ζήτω το ΚΚΕ!».
– Γεια σου αδελφέ μας, γεια σου ήρωα, γεια σου αθάνατε…
Το ένα σύνθημα διαδέχεται τ’ άλλο (…) Πού ήτανε κρυμμένη αυτή η φωνή, αυτή η δύναμη; Και τα μακρυνότερα χωριά της Κέρκυρας άκουγαν τις φωνές μας όλη νύχτα (…) Μια φωνή τενόρου, που θα τη ζήλευαν ακόμα και στη Σκάλα, λέει: «Λαέ της Κέρκυρας, σκοτώνουν την αντίσταση, το νέο 21».
Στο «κελί του Γολγοθά», όπου βρέθηκε με άλλους συναγωνιστές του υπό εκτέλεση, εκείνοι του υπαγόρευαν και ο ίδιος έγραφε τα στερνά τους γράμματα, καθώς και ένα κοινό γράμμα τους.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Γενάρη 1948, σε ηλικία 22 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Θανάσης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 6/21.1.1948.
101.
Τσαγκάρης
Διαμαντής
Μικρός λαός και πολεμά
για όλου του κόσμου το ψωμί,
το φως και το τραγούδι
Ο Διαμαντής (Αδαμάντιος, Δημοσθένης) Τσαγκάρης (Τσαγγάρης) γεννήθηκε το 1921, μάλλον στο χωριό Αστέρι Φαρρών του Δήμου Ερυμάνθου, στον νομό Αχαΐας.
Ήταν αγρότης, υποστηρικτής του ΕΑΜ.
Στην Κέρκυρα τον έκλεισαν στην ακτίνα Ε’ των φυλακών.
Για τις συνθήκες που επικράτησαν λίγο πριν και κατά τη μεταφορά του ιδίου και συναγωνιστών του για εκτέλεση, σώθηκαν οι εξής μαρτυρίες συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου είχε μεταφερθεί:
Μπήκε ο πρώτος μήνας του 1948. Η διεύθυνση της φυλακής όλο και σκληραίνει τη στάση της. Μεγαλώνει μεθοδικά τα μέτρα καταπίεσης. Η συμπεριφορά των φυλάκων γίνεται προκλητική και βάρβαρη (…) Χωνί: “Συναγωνιστές, από δω πήραν το (…), το Δημοσθένη Τσαγκάρη (…)”. Μια απέραντη βοή ξεχύνεται, προσκρούει στα πανύψηλα ντουβάρια της Βαστίλης, στροβιλίζεται και ανεβαίνει σα στήλη πυρκαγιάς για ν’ ακουστεί από την ευαίσθητη πολιτεία (…) “Λαέ της Κέρκυρας, αυτήν τη στιγμή παίρνουν για εκτέλεση αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης”.
Φύλακες έβγαλαν βίαια από την ακτίνα Ε’ τον ίδιο και άλλους δύο συναγωνιστές του για εκτέλεση, ενώ έτρωγαν:
Το άδειο κελί των πεσόντων της Ε’ αχτίνας άνοιξε την τρίτη μέρα, για να δεχτεί άλλους μελλοθάνατους αγωνιστές. Τότε είδαν τις τρεις καραβάνες στρωμένες σε “τραπέζι” στο ένα κρεβάτι πάνω σ’ ένα μισαλάκι με κομματάκια ψωμί, σ’ ένα στερνό τραπέζι που δεν αποτελείωσε, με το υπόλοιπο φαγητό στη μέση, όπως στη μέση κόπηκε και το νήμα της ζωής τους.
Στο «κελί του Γολγοθά» συνυπέγραψε κοινό γράμμα με άλλους αγωνιστές που οδηγούνταν μαζί του στο Λαζαρέτο για εκτέλεση, στο οποίο ανέφερε προς τους συναγωνιστές του, μεταξύ άλλων:
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…
Γεια σας αδέλφια – Κέρκυρα 10.1.1948
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 10 Γενάρη 1948, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 6/21.1.1948.
102.
Τσαντσαρίδης
Σίμος
Κι αυτοί είναι βράχοι
σ’ απέραντη θάλασσα.
Κολυμπώντας θα τους φτάσουμε.
Κι η θάλασσα θα γίνει σταγόνα.
Κι αυτοί οι αλάξευτοι βράχοι
μνημείο σε γεμάτες πλατείες.
Ο Σίμος Τσαντσαρίδης (Τζατζαρίδης Τσαρτσαρίδης,) γεννήθηκε στο χωριό Κρυόβρυση του νομού Κοζάνης, μάλλον το 1931.
Ήταν μαθητής γυμνασίου και υποστηρικτής της ΕΑΜικής Νεολαίας ΕΠΟΝ στον τόπο του.
Υποτίθεται πως συμμετείχε σε σφαγές «εθνικοφρόνων», σε ηλικία μικρότερη των 15 ετών, το 1943.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο της Κοζάνης το 1948.
Σώθηκε από συγκρατούμενούς του στην Κέρκυρα η εξής αναφορά για τον ίδιο και την εκτέλεσή του:
Η πορεία προς το Λαζαρέτο συνεχίζεται (…) Παίρνουν άλλους (…) αγωνιστές. Τους εξής: (…) Σίμος Τσαρτσαρίδης του Νίκου, 20 χρονών, μαθητής γυμνασίου, από την Κρυόβρυση Κοζάνης.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Ιούνη 1949, σε ηλικία μάλλον 18 ετών (αναφέρεται και ως 20 ετών, γεννημένος το 1929), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (αναφέρεται ως Τζατζαρίδης, πατρώνυμο Νίκος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 48/30.6.1949.
103.
Τσένεκης
Λεωνίδας
Εσείς νικάτε κι όταν πέφτετε.
Ο Λεωνίδας Τσέκενης (Τσενέκας) γεννήθηκε μάλλον το 1921 στο χωριό Ποροβίτσα του νομού Αχαΐας.
Ήταν αγρότης, πιθανώς και εργάτης στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε για αδικήματα την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, στην οποία μετείχε.
Στην Κέρκυρα, όπου μεταφέρθηκε μετά την καταδίκη του σε θάνατο, φυλακίστηκε στην ακτίνα Θ’ των φυλακών.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα διέσωσαν για τον ίδιο:
Ο Λεωνίδας Τσέκενης ήταν ένας νεολαίος ψηλός με καστανά μαλλιά, ένα ζωηρό και δυναμικό παλικάρι (…) από την Ποροβίτσα Αχαΐας, 27 χρονών, αγρότης (…) Στη Θ’ ακτίνα που έμενε αποτελούσε πηγή κεφιού και χαράς για όλους τους συναγωνιστές του.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 28 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 27 ετών (αναφέρεται και ως 22 ετών, γεννημένος το 1926), μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (άγνωστο πατρώνυμο, με επίθετο Τσενέκας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 33/2.4.1948.
104.
Τσιμπρίδης
Κυριάκος
Μαύρος θάνατος
Με βόλι κερνάει
Την κόκκινη καρδιά
Κόκκινη βροχή
Με αίμα ξεπλένει
Τη μαύρη πέτρα
Ο Κυριάκος Τσιμπρίδης (Τσιμπρίδος) γεννήθηκε περί το 1920, μάλλον στο χωριό Πλατανιά της περιοχής του Δήμου Παρανεστίου στον νομό Δράμας, αν και υπάρχουν αναφορές και για τον Βόλο Μαγνησίας ως γενέθλιο τόπο του, καθώς φέρεται να είχε μετακομίσει ή στρατευτεί εκεί.
Συμμετείχε στο κίνημα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 8 Σεπτέμβρη 1947, σε ηλικία, όπως εκτιμάται, άνω των 25 ετών, μαζί με άλλον ένα συναγωνιστή του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Παναγιώτης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 49/19.9.1947.
105.
Τσουκλίδης
Κώστας
Είπανε δικαιοσύνη τις δολοφονίες /
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Τσουκλίδης (Πύλαρος) γεννήθηκε στα Λιόσια Αττικής το 1892.
Ήταν εύπορος αγρότης, μάλλον και ιδιοκτήτης εστιατορίου.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε νωρίς στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ, στην Αττική, πολεμώντας τον κατακτητή και συνεργάτες του. Προπολεμικά ήταν συνδεδεμένος με αστικά κόμματα.
Αρνήθηκε να αποκηρύξει τη δράση του και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ενώ ένας αδελφός του την περίοδο που οδηγήθηκε σε εκτέλεση ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος του κρατικού Στρατού.
Καταδικάστηκε σε θάνατο, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, από το Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Φυλακίστηκε στην ακτίνα Δ’ των φυλακών της Κέρκυρας.
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας διέσωσαν για την προσωπικότητα και τη δράση του:
Παίρνουν τον Κώστα Τσουκλίδη ή Πύλαρο, πλούσιο γεωργό από τα Νέα Λιόσια Αττικής, 55 χρονών. Ο γερο-Πύλαρος, όπως τον φωνάζαμε, ήταν τύπος που εντυπωσίαζε πάντα τον περίγυρό του. Είχε το συνήθειο να χρησιμοποιεί στις συνομιλίες του την καθαρεύουσα. Προπολεμικά έκανε και τον κομματάρχη, σ’ άλλο Κόμμα, στην περιοχή του.
Από τους παλιούς πολιτικούς ήξερε πρόσωπα και πράγματα και ήταν αστείρευτος σε ιστορίες. Σ’ αυτά τα λίγα χρόνια της ζωής του στις φυλακές, του άρεσε πολύ η ποίηση και είχε μάθει, παρά την ηλικία του, πολλά πατριωτικά και επαναστατικά ποιήματα απέξω. Πάντοτε σε όλες τις εκδηλώσεις θα απάγγελνε ποιήματα ανάλογα με το περιεχόμενο της γιορτής. Στην Κατοχή είχε οργανωθεί από τους πρώτους στο ΕΑΜ. Μετά εντάχθηκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ των Ν. Λιοσίων Αττικής. Πήρε μέρος με την ομάδα του σε αρκετές μάχες. Είχε επιδείξει και ιδιαίτερη παλικαριά. Σε μια μάχη στη Χασιά με την ομάδα του κατάφερε και αναχαίτισε τους Γερμανούς επί ώρες. Όταν έφτασαν νέες ενισχύσεις των Γερμανών, ο “γέρος”, όπως τον φώναζαν οι ΕΛΑΣίτες, κράτησε ταμπούρι άμυνας ώσπου υποχώρησαν όλοι οι δικοί του και οπισθοχώρησε τελευταίος πολεμώντας.
Είχε τώρα αδερφό στο στρατό με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Από την οικογένειά του δέχτηκε πολλές πιέσεις για υποχώρηση, για να γλιτώσουν τη ζωή του. Τις απέκρουσε αποφασιστικά.
Έμεινε πιστός και αλύγιστος στα ιδανικά του που γι’ αυτά πορεύεται τούτη την ώρα όπως και όλοι οι σύντροφοί του το δρόμο προς το Λαζαρέτο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 11 Μάρτη 1948, σε ηλικία 56 ετών (αναφέρεται και ως 55 ετών, γεννημένος το 1893), μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 34/8.4.1948.
106.
Φαράντος
Μπάμπης
Στο μοιρολόι του γκιόνη ο λυγμός
Στο πανί του αφρού ο χαιρετισμός
Στο φτερό του γλάρου το μήνυμα
Στη σημαία του ανέμου το σύνθημα.
Ο Μπάμπης (Χαράλαμπος) Φαράντος (Φαράντζος) γεννήθηκε στην κωμόπολη Δεσφίνα του νομού Φωκίδας το 1918.
Ήταν έφεδρος αξιωματικός του Στρατού. Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο.
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ στη γενέθλια γη του και αγωνίστηκε με γενναιότητα ενάντια στο γερμανικό φασισμό. Ως καπετάνιος διμοιρίας ανδραγάθησε σε πολλές μάχες.
Συνελήφθη το 1945. Φυλακίστηκε στο κάτεργο των Γυάρου και στις φυλακές της Θήβας και Αβέρωφ στην Αθήνα.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στη Θήβα το 1947.
Σύμφωνα με συγγενείς του, είχε «σταυραετού φτερά και λαγού ποδάρια να κυνηγά, μαζί με τα άλλα παλικάρια, τον κατακτητή, για τη λευτεριά της σκλαβωμένης Ελλάδας».
Διέσωσαν συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας για εκείνον και για συγχωριανό του αγωνιστή με τον οποίο εκτελέστηκε την ίδια ημέρα:
Είναι και οι δυο τους παιδιά της ανταρτομάνας Ρούμελης, με πλούσια πατριωτική δράση (…) Ο Φαράντος ο Μπάμπης ήταν από τα διαλεχτά παλικάρια του ΕΛΑΣ.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο μαζί με άλλους δεκατέσσερις συναγωνιστές του, σε ηλικία 31 ετών, τις 23 Φλεβάρη 1949, ανήμερα του εορτασμού της έκτης επετείου από την ίδρυση της ΕΠΟΝ, οπότε και κηρύχτηκε νέα, τρίτη κατά σειρά απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων της φυλακής, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις νέες εκτελέσεις.
Η εκτέλεσή του (ως πατρώνυμο αναφέρεται Μέγας) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 24/24.3.1949.
107.
Φραγκιαδάκης
Λευτέρης
Οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν από τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ο Λευτέρης (Ελευθέριος) Φραγκιαδάκης (Φραγκαδάκης) γεννήθηκε το 1915 σε περιοχή του νομού Ρεθύμνου της Κρήτης.
Είχε μετακομίσει και κατοικούσε στην Αθήνα, όπου ήταν εργάτης σε βυρσοδεψείο.
Συντάχθηκε με τον ΕΛΑΣ της Αθήνας.
Σώθηκε η εξής περιγραφή συγκρατουμένων του στις φυλακές της Κέρκυρας για τη βραδιά που τον πήραν για εκτέλεση και την αντίδρασή τους μέχρι τη μεταφορά του για εκτέλεση, αλλά και λίγο αργότερα:
Μία ώρα μετά τη βραδινή κατάκλιση, οι φύλακες μπαίνουν στα κελιά για να πάρουν (…) αγωνιστές. Αυτοί είναι (…) και ο Λευτέρης Φραγκιαδάκης από την Αθήνα, βυρσοδέψης, 33 χρονών, που κατάγονταν από το Ρέθυμνο (…) Σε λίγο άρχισαν πάλι οι φωνές με τα χωνιά (…) Οι φύλακες (…) αρκέστηκαν να φωνάζουν ότι γράφουν εκείνους που φωνάζουν με τα χωνιά για να τους στείλουν αύριο στο βασιλικό επίτροπο του έκτακτου στρατοδικείου (…) Το πρωί, με το πέρασμα στις ακτίνες να μοιράσουν το τσάι, οι κρατούμενοι της κάθε αχτίνας γνωστοποίησαν στον υπαρχιφύλακα ότι κατέρχονται σε νέα διαρκή απεργία πείνας, για το σταμάτημα των εκτελέσεων.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 19 Νοέμβρη 1948, σε ηλικία 33 ετών, μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μιχάλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 83/1.12.1948.
108.
Χαλδάς
Νίκος
Ποιος κατεβαίνει
σήμερα στον Άδη
Ο Νίκος (Νικόλαος) Χάλδας (Χαλδάς, Γλωσσάς) γεννήθηκε στο χωριό Βαλεριάνος ή Βαλεριάνο της Κεφαλονιάς το 1904.
Ήταν εύπορος αγρότης.
Πήρε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης με την πλευρά του ΕΑΜ.
Στην Κέρκυρα, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, φυλακίστηκε στην ακτίνα Ι’ των φυλακών.
Πέραν αυτών, έχουν σωθεί για τον ίδιο και την προσωπικότητά του και οι εξής μαρτυρίες συγκρατουμένων του στην Κέρκυρα:
Μισή ώρα μετά τη νυχτερινή κατάκλιση παίρνουν 7 αντιστασιακούς, πέντε από την Κεφαλονιά: Νίκος Χάλδας ή Γλωσσάς του Γεράσιμου, 45 χρονών, χτηματίας, από το Βαλεριάνο (…) Ο Νίκος Χάλδας ήταν από εύπορη οικογένεια. Ήταν απόφοιτος γυμνασίου (…) Ήταν ένας άνθρωπος ήπιος, ευγενικός, γλυκομίλητος, με λεπτά αισθήματα και πολύ πράος (…) Έβγαλε το γυμνάσιο με άριστα. Η αγάπη του στις πνευματικές μελέτες και η ευπορία του τού επέτρεψαν να κάνει από προπολεμικά στο σπίτι του μία βιβλιοθήκη με δύο χιλιάδες τόμους βιβλία. Έτσι γνωρίστηκε με Έλληνες και ξένους προοδευτικούς συγγραφείς. Εγκολπώθηκε από τότε τα προοδευτικά ιδανικά (…) Η ιταλογερμανική κατοχή έθεσε στο Νίκο το καθήκον να ξεκινήσει απ’ τους πρώτους στο Δήμο Εληού την οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης (…) Μετά τη Βάρκιζα, που άρχισε το πογκρόμ ενάντια στους αγωνιστές, ο Ν. Χάλδας μαζί με τόσους και τόσους άλλους κλείστηκε στις φυλακές (…)
Αρχές του 1949 τον επισκέφτηκε στις φυλακές Κέρκυρας κάποιος εκπρόσωπος του Ντίνου Τσαλδάρη. Του πρότεινε άμεση χάρη και αποφυλάκιση υπό τον “όρο” να φύγει αμέσως για την Αμερική. Στην Αμερική ζούσε ο αδερφός του Αριστοτέλης που ήταν και ευκατάστατος επιχειρηματίας.
Ο Νίκος απέρριψε ως ανήθικη την πρόταση αυτή.
(…) Ο Χάλδας και οι άλλοι Κεφαλλωνίτες άφησαν εποχή με την παλληκαριά τους.
Τραγουδούσε επτανησιακά τραγούδια με συμπατριώτες του, πριν οδηγηθεί για εκτέλεση.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 45 ετών (πατρώνυμο Γεράσιμος), μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές του, τέσσερις από τους οποίους ήταν επίσης από την Κεφαλονιά.
109.
Χαραλαμπίδης
Ευγένης
Ο ουρανός καμάρωνε
κι η γη χειροκροτούσε
Ο Ευγένης (Ευγένιος) Χαραλαμπίδης γεννήθηκε το 1912 στην Αττική, σε συνοικία του Δήμου Περιστεριού. Καταγόταν από τον Εύξεινο Πόντο.
Ήταν λογιστής και οργανώθηκε στο ΚΚΕ, μάλλον από την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά.
Σε μεγάλη λαϊκή συγκέντρωση στο Περιστέρι, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, το 1944, ανακηρύχθηκε δια βοής προσωρινός δήμαρχος της περιοχής.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από Δικαστήριο Συνέδρων στην Αθήνα τις 22 Ιουλίου 1945, μαζί με άλλους τέσσερις αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, ως συνυπεύθυνος για τον θάνατο δύο κατάπτυστων προδοτών κατά την κατοχική περίοδο, ο ένας εκ των οποίων ήταν διοικητής Ασφάλειας στο Περιστέρι.
Η εφημερίδα του ΚΚΕ «Ριζοσπάστης» τις 24 Ιουλίου 1945, αναφερόμενη σε αυτή τη δίκη, έκανε λόγο για «δικαστικό έγκλημα». Σε επόμενο φύλλο της, τις 5 Αυγούστου 1945, η εφημερίδα δημοσίευσε κείμενο του «Ε. Ι. Χαραλαμπίδη, μελλοθάνατου – λαϊκού δημάρχου του Περιστεριού». Ο αγωνιστής δήμαρχος αναφερόταν σε μεγάλη λαϊκή αντικατοχική διαδήλωση που είχε γίνει τις 22 Ιουλίου 1943, για την οποία είχε γράψει τότε σε παράνομη εφημερίδα: «Η 22 του Ιούλη 1943 θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης της χώρας μας».
Φυλακίστηκε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στην ακτίνα Ι’ των φυλακών Κέρκυρας, όπου και συμμετείχε στην έκδοση παράνομης, μηνιαίας σατιρικής μικρής εφημερίδας των κρατουμένων της ακτίνας, με τον τίτλο «Ντι-ντι-τι» και δεξιά και αριστερά του τα εξής σατιρικά τετράστιχα που έγραψε ο ίδιος:
“Ντι-ντι-τι”
εφημερίδα πατιρντί
που τη βγάζουν επονίτες
με μολύβια δίχως μύτες.
Βγαίνει καθημερινά
κάθε αρχή του μήνα
κι έχει νέα περσινά
απ’ τα κελιά και την Αθήνα
Τον φώναζαν Ευγένη. Ήταν η προσωποποίηση της ευγένειας και της αξιοπρέπειας σ’ αυτό το άθλιο κι αφύσικο στην ομορφιά της Κέρκυρας κάτεργο. Όλοι οι μελλοθάνατοι σαν εκείνον, αγωνιστές, τον σέβονταν πολύ και του το ‘δειχναν. Ήταν ο μοναδικός δήμαρχος ανάμεσά τους – και μάλιστα 36 ετών.
Τα περιστέρια που επισκέπτονταν τις μάντρες και την αυλή των φυλακών της Κέρκυρας γίνονταν αφορμή για τις διηγήσεις τους για το Περιστέρι. Γι’ αυτή την πληθωρική σε αντάρτες του ΕΛΑΣ περιοχή της Αττικής, που σε λαϊκή συνέλευση, αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1944 τον είχε πανηγυρικά εκλέξει δήμαρχό της. Με το χαμόγελο στα χείλη κυκλοφορούσε στην αυλή της φυλακής. Με τίποτα δεν έχανε και το χιούμορ του.
Χωρίς να χάσει καθόλου την ευγένειά του, είχε ευτελίσει δημόσια μια μέρα του 1948 τον ίδιο τον διευθυντή της φυλακής Νίκο Τουρνά.
Σύμφωνα με μαρτυρία συγκρατουμένων του, να τι συνέβη όταν ο διευθυντής θέλησε, το Πάσχα του 1948, να τον προσβάλει, μπροστά και σε καλεσμένους, ενώ ασχολιόταν μ’ ένα ψητό αρνίσιο κεφαλάκι:
Ο Τουρνάς έβγαλε με το πιρούνι του απ’ το ψητό το μάτι κι επιδεικνύοντάς το θριαμβευτικά φώναξε: «Ορίστε κύριοι, ιδού πώς έβγαζαν τα μάτια των εθνικοφρόνων οι ερυθροί δημότες του κ. δημάρχου Περιστερίου»!
Ο αγωνιστής δεν σώπασε.
-Η βλασφημία αυτή, δεν απευθύνεται σε μένα προσωπικά, αλλά επεκτείνεται πολύ πέραν των δημοτών μου. Είναι ύβρις για ολόκληρο το λαό μας. Είναι, μια άτιμη συκοφαντία των ξένων.
-Σας τσούζει, ε; Έτσι δεν βγάζατε τα μάτια;, είπε ο διευθυντής και χώνοντας το πιρούνι έβγαλε και τ’ άλλο μάτι του ψητού.
-Με συγχωρείτε, αλλά για ν’ αντιληφθήτε το μέγεθος της συκοφαντίας δεν έχετε παρά να φέρετε ένα άλλο κεφαλάκι, άψητο όμως.
-Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό κ. δήμαρχε;
-Απλώς, να σας αποδείξω το ψέμα.
-Η αλήθεια για σας είναι ψέμα, είπε ο διευθυντής και απευθύνθηκε στο φύλακα μάγειρα: Έχουμε ωμά αρνάκια;
-Μάλιστα
-Πήγαινε να μου φέρεις αμέσως ένα κεφαλάκι, βέβαιος ο διευθυντής πως είχε συντρίψει τον Ευγένη.
-Λοιπόν, λίγο μετά, τι εννοείς κ. δήμαρχε;
-Ότι τα μάτια δεν βγαίνουν όπως νομίζεις.
-Εάν στο αποδείξω για μια ακόμα φορά, δέχεσαι να ομολογήσεις ότι εσύ κι η παρέα σου γεμίσατε τους τενεκέδες που ανεκάλυψε η Επιτροπή Σιτρίν στον Τύπο;
-Μ’ έναν όρο.
-Να τον ακούσουμε.
-Πως αν δεν το κατορθώσετε, θα παραδεχθείτε με τον ίδιο τρόπο πως αυτό είναι ένα ψέμα και συκοφαντία.
-Σύμφωνος.
Ο φύλακας επέστρεψε, έχοντας ένα ωμό κεφαλάκι αρνίσιο στην πιατέλα, που το ακούμπησε στο τραπέζι.
-Δήμαρχε το στοίχημα το χάσατε, είπε ο διευθυντής και πιάνοντας το πιρούνι προσπαθεί μάταια να βγάλει το μάτι, όπως την προηγούμενη φορά… Τραβάει, τραβάει, τίποτα. Το πιρούνι στράβωσε λιγάκι μα αυτό επιμένει στη θέση του. Του ‘δωσαν άλλο πιο γερό και πιο χοντρό. Τίποτα! Το τρύπησε άπειρες φορές, το ‘λυωσε, το παραμόρφωσε, το πιρούνι έσπασε, μα το μάτι δεν βγήκε. Στο τέλος, η πιατέλα θα γλιστρήσει, θα τσακιστεί στο πάτωμα και το κεφαλάκι θα λερώσει το γιορτινό κοστούμι του διευθυντή. Αυτό θα τον κάνει έξω φρενών και θα διατάξει να κλείσουν τον Ευγένη στην ακτίνα του αμέσως.
Ο περιβόητος φρούραρχος της Κέρκυρας, όταν μια Κερκυραία από κοντινή στις φυλακές ταράτσα φώναζε με οργή σε φύλακες «Γουρούνια…», καθώς ακούγονταν κραυγές βασανισμών των πολιτικών κρατουμένων και μαζεύτηκε στην είσοδο της φυλακής κόσμος απειλητικά και επιστρατεύτηκε στρατιωτική δύναμη από το Παλαιό Φρούριο της πόλης για να τον διαλύσει, ζήτησε να δει, θεωρώντας τον αρχηγό τους, τον κομμουνιστή δήμαρχο.
Συνέβησαν τα εξής:
«Πολύς λαός της πόλης μαζεύτηκε έξω απ’ τη Βαστίλη. Επιτόπου κατέφτασαν αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις με μηχανοκίνητα», έγραψε συναγωνιστής του δημάρχου, εξιστορώντας όσα συνέβησαν στην «Βαστίλλη της Ελλάδας», όπως ονομάστηκε το κάτεργο της Κέρκυρας. Θυμόταν καλά εκείνα τα γεγονότα. Οι φωνές-χωνιά των κρατουμένων ούρλιαζαν, όταν περιστοιχισμένος από αυτόματα και πολυβόλα ο φρούραρχος της πόλης άστραψε και βρόντηξε μπροστά στον γαλήνιο ΕΑΜικό δήμαρχο του Περιστεριού: «Εάν μέσα σε δέκα λεπτά δεν γίνει σιγή εκκλησίας, θα διατάξω πυρ εναντίον σας».
Ο δήμαρχος έμεινε αλύγιστος. Ήξερε, καταλάβαινε μετά από όλα αυτά ότι θα τον «πάρουν» για το Λαζαρέτο.
Για την προσωπικότητά του, τη δράση του και τις συνθήκες της μεταφοράς του για εκτέλεση, συγκρατούμενοί του στη φυλακή Κέρκυρας διέσωσαν τα εξής:
Απόψε, ξημερώνοντας 22 Ιούλη, ώρα 3 τα μεσάνυχτα, παίρνουν από τη Ι’ αχτίνα το δήμαρχο Περιστεριού Ευγένη Χαραλαμπίδη του Γιάννη, 36 χρονών (…) Ήταν κοντού αναστήματος, ασπρουδερός, μαύρα μαλλιά με μεγάλο μέτωπο. Πίσω απ’ τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του φεγγοβολούσαν τα μαύρα μάτια του. Ήταν τελειόφοιτος γυμνασίου και γνώριζε άπταιστα τη ρωσική γλώσσα. Ασχολούνταν εδώ στην Κέρκυρα με μεταφράσεις λογοτεχνικών βιβλίων κι έγραφε και δικά του συγγράμματα. Ήταν πολύ απλός αγωνιστής. Φορούσε πάντα τη χραδωτή στολή της φυλακής. Το πρόσωπό του κρατούσε πάντα ένα φυσικό μειδίαμα. Τις ώρες του προαυλισμού του, του άρεσε να κάνει βόλτες, ιδιαίτερα με επαρχιώτες. Οι συζητήσεις του τις περισσότερες φορές ήταν γεμάτες χιούμορ και εύθυμα πειράγματα. Ήταν επίσης πολύ ετοιμόλογος. Τον ρώτησα μια φορά ποια ήταν η καταγωγή του, επειδή ξέραμε ότι όλοι σχεδόν οι Αθηναίοι είχαν και κάποια άλλη προέλευση. Εγώ, μου λέει, κατάγομαι απ’ τον Πόντο, χωρίς να είμαι ο ίδιος πόντος…
Μια άλλη φορά ρωτάει, θυμάμαι, τον (…):
– Βασιλάκη πώς πας στο μάθημα της αριθμητικής;
– Πολύ καλά, δήμαρχε.
– Για πες μου στα γρήγορα, πάνω σ’ ένα δέντρο είναι 17 πουλιά. Ρίχνουμε μια ντουφεκιά και σκοτώσαμε τα έξι. Πόσα μείνανε στο δέντρο;
– Μείνανε τα έντεκα, δήμαρχε.
– Α Βασιλάκη! του λέει γελώντας, η αριθμητική θέλει και προβληματισμό, γιατί στο δέντρο με το μπαμ δεν έμεινε κανένα (…)
Τους τελευταίους μήνες γνώριζε πως η απόφαση ήταν πια τελεσίδικη για τη ζωή του. Τούτο το έμαθε από γράμμα του αδελφού του που είχε πάει στο υπουργείο Δικαιοσύνης και του είπαν ότι ο φάκελος είχε διαβιβαστεί στην Εισαγγελία της Κέρκυρας, Έτσι από κει και πέρα ο δήμαρχος περίμενε τη σειρά της εκτέλεσής του. Το γεγονός αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει τον Απρίλη ένα τηλεγράφημα από γνωστό του παράγοντα που παρακολουθούσε την υπόθεση.
Το τηλεγράφημα έλεγε περίπου τα εξής:
“Υπόθεσή σας περιήλθε κρίσιμο σημείο. Περαιτέρω βοήθεια αδύνατη. Συνιστώ υπογράψτε δήλωσιν προς αποφυγήν μοιραίου”
Παίρνοντας αυτό το αναπάντεχο τηλεγράφημα, ο δήμαρχος απαντάει την ίδια στιγμή τηλεγραφικώς:
“Πρότασή σας θεωρώ απαράδεχτη. Αναμένω ηρέμως ό,τι ήθελε συμβεί”
Το τηλεγράφημα, προτού το δώσει στο φύλακα, μας το διάβασε (…)
Όταν στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα μπήκαν οι φύλακες να πάρουν το δήμαρχο από τη Ι’ αχτίνα, κανείς δεν τους κατάλαβε. Και μόνο στην έξοδο έγινε αντιληπτό, από φωνή του δημάρχου (…) Μετά από το πρώτο ξάφνιασμα, με την αρπαγή του δημάρχου, όλες οι αχτίνες σήμαναν συναγερμό και άρχισαν τα χωνιά.
Το σύνθημα “Λαέ της Κέρκυρας και πάλι απόψε το όμορφο νησί σου έγινε καινούργιο Χαϊδάρι”, τραντάζει το μπουντρούμι μέσα στην καλοκαιριάτικη νύχτα (…) Η διεύθυνση ξέφρενη τούτη τη στιγμή από θυμό και μίσος διατάζει όλους τους φύλακες και μπουκάρουν στην κάθε αχτίνα για μαζικό ξυλοδαρμό (…) Τούτη τη νυχτιά εφαρμόζουν μια αλυσιδωτή ενέδρα άγριου ξυλοδαρμού. Δυο-τρεις φύλακες ανοίγουν στην αράδα τα κελιά και με κλωτσιές και σπρωξιές ωθούν τους κρατούμενους να περάσουν στο προαύλιο. Στο πέρασμά τους, είναι παραταγμένοι οι φύλακες “εφ’ ενός ζυγού” και με υψωμένα τα γκλομπς χτυπούν με γρηγοράδα τον καθένα στο πέρασμά του όπου φτάνουν κι όσο προλαβαίνουν. Είναι τούτος ο ξυλοδαρμός ένα είδος ραβδισμού αλά Μεσαίωνα. Όταν τελειώσουν σε τούτη την αχτίνα, τους κλείνουν και πάνε στην άλλη. Πίσω όμως αρχίζουν πάλι οι φωνές (…)
Μετά την εκτέλεση αυτή του δημάρχου Ευγένη Χαραλαμπίδη οι αγωνιστές δεσμώτες καταφεύγουν τώρα και σ’ έναν άλλο τρόπο διαμαρτυρίας. Κι αυτός είναι η διαρκής απεργία πείνας (…) Κατά τις εννιά η ώρα το πρωί της 22 Ιούλη (…)
Κερκυραίος παπάς με το επίθετο Μουρμούρης, που πήγαινε και στις φυλακές, ήταν στο Λαζαρέτο, στην εκτέλεση.
Σώθηκε η εξής μαρτυρία:
Τον αρπάζουν ξαφνικά, νύχτα που δεν το περίμενε κανείς. Το “Έχετε γεια” ακούμε ζαλισμένοι μες στον ύπνο. Είχαν σχέδιο να τον κάνουν αρπαχτό, δίχως να πάρουμε είδηση (…) Μα πρόλαβε να γράψει σε μια κόλλα χαρτί τη στερνή του συμβουλή, την πολιτική του διαθήκη: “Το κόμμα σαν την κόρη των ματιών σας. Θα νικήσουμε” (…) Για την τόλμη του και την παλικαριά του, μέρες θα ‘χει να μας λέει κρυφά ο παπα-Μουρμούρης. “Μπράβο του… Άντρας”. Πριν διατάξουν πυρ ο αποσπασματάρχης του είπε: “Έχω εντολή να σας ρωτήσω για τελευταία φορά και αν δεχθείτε να υπογράψετε να σας γυρίσω πίσω στη φυλακή”.
Ο δήμαρχος δεν λύγισε ούτε τότε: «Δεν προδίνω τις φωνές που ακούς. Είναι κραυγές αιώνων, γενεών που έφυγαν, γενεών που έρχονται. Ακούτε τι λένε; Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαρά σ’ όποιον την έχει. Σας συγχωρώ γι’ αυτό που θα μου κάνετε. Κοιτάχτε τα όπλα σας αδέλφια, έχουνε ξένη μάρκα. Μη σημαδεύετε στην καρδιά γιατί εκεί έχω κλεισμένους κι εσάς».
Ο καλοκαιριάτικος ήλιος που μόλις πρόβαλε απ’ τα Ηπειρώτικα βουνά, έσκυψε και τον αγκάλιασε την ώρα που ‘γερνε τρυπημένος απ’ τις σφαίρες, θυμόταν ακόμη ο παπάς.
Έγραψε συναγωνιστής του: Όλοι τον αγαπούσαμε και τον κλάψαμε. Σεμνός, ειλικρινής, τίμιος άνθρωπος σταράτος και μυαλωμένος, γι’ αυτό και δεν τον χώνευε ο διευθυντής.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο (πατρώνυμο Γιάννης) τις 22 Ιούλη 1948, σε ηλικία 36 ετών, μαζί με άλλον ένα συναγωνιστή του.
Ελάχιστες ώρες μετά, οι συναγωνιστές του στις φυλακές κήρυξαν απεργία πείνας.
Την άρση της θανατικής ποινής που του είχε επιβληθεί είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος.
Σώζεται επιστολή του με ημερομηνία 20 Μαρτίου 1948 σε πρόσωπο προσκείμενο σε υψηλόβαθμο πανεπιστημιακό παράγοντα της εποχής, στην Αθήνα, όπου ανέφερε: Πήρα το χθεσινό, «υπερεπείγον» μάλιστα, τηλ)μα σου. Απορώ για την τόλμη που είχες να συντάξεις ένα τέτοιο ατιμωτικό κείμενο. Ξέρεις τι απάντησε ο Σωκράτης, μετά την καταδίκη του, σ’ έναν φίλο του που εξέφρασε τη συμπόνια του με τα λόγια «Άδικα πεθαίνεις Σωκράτη!». Του απάντησε: «Τι θα προτιμούσες, να πεθάνω δίκαια;» (…) Πώς λοιπόν, εσύ, που ξέρεις την αλήθεια, προτιμάς να πεθάνω δίκαια, δηλ. αναγνωρίζοντας το ψέμμα για αλήθεια, αναγνωρίζοντας πως σκότωσα ενώ δεν σκότωσα; Εγώ καταδικάστηκα για τις πολιτικές μου ιδέες – που η αποκήρυξή τους θα ήταν πράξη ανέντιμη (και άσχετη προς την υπόθεση), ενώ εγώ, όπως ξέρεις, ήμουν, είναι και θα είμαι πάντα τίμιος.
Στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στο Περιστέρι Αττικής παρουσιάζονται πολλά στοιχεία της προσωπικότητας και της δράσης του, ενώ το 1979 είχε εκδοθεί από την Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ) το βιβλίο «Ευγένης Χαραλαμπίδης», με πληθώρα στοιχείων για την προσωπικότητά του, τα ταλέντα και τα ενδιαφέροντά του και την επαγγελματική και αγωνιστική ζωή του. Συμπεριλαμβάνονται σε αυτό, μεταξύ άλλων, δύο κείμενα – δημοσιεύματά του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση από τον ναζιστικό ζυγό, μαρτυρίες τρίτων για τη δράση του, καθώς και στίχοι του.
110.
Χιόνης
Αλέκος
Εκείθε με τους αδερφούς
εδώθε με το χάρο
Ο Αλέκος (Αλέξανδρος) Χιόνης (Χιώνης) γεννήθηκε το 1916 στο χωριό Ατσουπάδες της Κεφαλονιάς. Ζούσε εκεί και, για ένα χρονικό διάστημα, στο Αργοστόλι.
Ήταν αγρότης.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Του κάψανε το σπίτι.
Για τη δράση του, τον χαρακτήρα του και την αντίδραση του ιδίου και άλλων αγωνιστών της Κεφαλονιάς κυρίως τη βραδιά της μεταφοράς τους από τα κελιά τους στο «κελί του Γολγοθά», ενόψει της επικείμενης εκτέλεσής τους, συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα διέσωσαν τα εξής στοιχεία:
16 Μάη του ’49, μισή ώρα μετά τη νυχτερινή κατάκλιση παίρνουν (…) Αλέκος Χιώνης του Μιχάλη, 36 χρονών, γεωργός, από τις Ατσουπάδες (…) Κι αυτός αγρότης και προοδευτικός. Αγωνίστηκε σθεναρά κατά των καταχτητών. Του κάψαν το σπίτι και πέρασε πολλές δοκιμασίες (…)
Στο κελί της απομόνωσης οι μελλοθάνατοι το ‘ριξαν αμέσως στα τραγούδια. Τραγούδαγαν τις όμορφες χορωδιακές καντάδες της Επτανήσου. Μ’ αυτά τα τραγούδια που κράτησαν όλη τη νύχτα αποχαιρέταγαν τη ζωή κι όλους τους συνανθρώπους τους.
Τα χωνιά των δεσμωτών ξαναβουίζουν πάλι απόψε πένθιμα (…)
Ο διευθυντής Ν. Τουρνάς που άκουγε όλη τη νύχτα απ’ το γραφείο του αυτά τα χορωδιακά τραγούδια, καθώς και για τα τόσο ευγενικά φερσίματά τους, που φαίνεται κρατούνταν ενήμερος, πήγε λίγο πριν τους πάρουν για το Λαζαρέτο να τους αποχαιρετήσει. Και ίσως είναι οι μόνοι, απ’ αυτούς που έπεσαν, στους οποίους πήγε (…)
Οι διαλεχτοί του χάρου καλούν στην απομόνωση μερικούς κρατούμενους συναγωνιστές τους. Οι επισκέπτες τούς βρίσκουν όλους ευδιάθετους, ομιλητικούς και με ηθικό ακμαίο. Τέτοιο ηθικό και τέτοια περηφάνια νώθουν μόνο εκείνοι που ξέρουν να μένουν ορθοί στο δρόμο τους (…)
Για την παλικαριά τους «ο Χιόνης (…) και οι άλλοι Κεφαλλωνίτες άφησαν εποχή», διέσωσε συγκρατούμενός τους.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 16 Μάη 1949, σε ηλικία 33 ετών, μαζί με άλλους συναγωνιστές του από την Κεφαλονιά και την Αθήνα.
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Μιχάλης) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 42/9.6.1949.
111.
Χριστοφορίδης
Κώστας
Των φονιάδων το αίμα
με φως ξεπληρώνω
Ο Κώστας (Κωνσταντίνος) Χριστοφίδης γεννήθηκε το 1929 ή το 1928 στην Αττική, στην περιοχή Κοκκινιά του Πειραιά.
Ήταν μέλος της ΕΠΟΝ την περίοδο της Κατοχής.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Αθηνών, ενώ ήταν μαθητής, το 1946.
Στις φυλακές της Κέρκυρας τον έκλεισαν στην ακτίνα Ε’.
Σώθηκε μαρτυρία συγκρατουμένων του για τη στιγμή που τον παρέλαβαν δεσμοφύλακες στη φυλακή της Κέρκυρας:
– Κώστας Χριστοφίδης.
– Παρών, λέει ένα κοντόσωμο, λεπτό, μελαχρινό και σγουρομάλλικο αγοράκι, με γλυκά κι ωραία μεγάλα μαύρα μάτια.
Ο αρχιφύλακας κομπιάζει, ρίχνει μια ματιά στο παιδί και συνεχίζει.
– Του;
– Γεωργίου.
– Ετών;
– Είκοσι.
– Εγεννήθης;
– Στη Κοκκινιά.
– Επάγγελμα;
– Εργάτης – μαθητής;
– Τι θα πη εργάτης – μαθητής;
– Την ημέρα εργαζόμουνα στο μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινα στο σχολείο.
– Πόσο είσαι δικασμένος;
– Σε θάνατο!
Μαρτυρείται ότι ήταν λάτρης του λαϊκού τραγουδιού και ανέφερε ότι ήταν είκοσι ετών, ενώ δεν είχε κλείσει τα δεκαεννιά του.
Σώθηκε ως εξής διάλογός του με τον διευθυντή της φυλακής κι έναν εισαγγελέα:
– Πες μου θέλεις να πεθάνεις;
– Κανείς δε θέλει να πεθάνει, όμως χρειάζεται…
– Χρειάζεται να δώσεις εσύ τη ζωή σου για να γλεντάνε οι άλλοι, οι έξυπνοι;
– Αυτοί που θάρθουν μετά από μας θα ζήσουν ευτυχισμένοι.
– Εσύ κοίταξε να κρατήσεις το κεφάλι σου στις πλάτες και άστους τους άλλους… Τώρα σας νικήσαμε… Τέλειωσε…
– Και ο Νέρωνας νίκησε κάποτε κι έκαψε τους χριστιανούς, όμως ο χριστιανισμός εθριάμβευσε… Αφού κι εσύ λες πως είσαι χριστιανός…
Ξεχώριζε και για το χιούμορ του:
– Να σας πω λέει ο Χριστοφίδης… Έξω από αστεία, δεν θα ήθελα να με πάρουνε μέρα που θα βρέχει και θα φυσάει. Γιατί θα τουρτουρίζεις απ’ το κρύο και θα σου λένε πως τρέμεις απ’ το φόβο σου…
Είχε αντιδράσει ως εξής στην πληροφορία ότι είχαν εκτελεστεί πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Αίγινας:
– Αν πιάνει φωτιά το σπίτι του γείτονα, περίμενε και στο δικό σου, είπε ο Χριστοφίδης.
Ο Χριστοφίδης που μας είχε τρελάνει με τα σουβλάκια…
Σώθηκαν από συγκρατούμενούς του στις φυλακές Κέρκυρας και οι ακόλουθες περιγραφές για τον ίδιο και τη στάση του όταν συμπέρανε, ακούγοντας φύλακες, πως θα τον καλέσουν για εκτέλεση μετά από λίγες ώρες:
Στην Ε’ αχτίνα, το απόγευμα της 23 Απρίλη, μέρα Πέμπτη, ένας ΕΠΟΝίτης, ο Κώστας Χριστοφίδης του Γιώργη από την Κοκκινιά, κάθεται στη γωνιά του προαύλιου προς το εσωτερικό της φυλακής. Απέξω στο διάδρομο περνούν δύο φύλακες. Χωρίς να τον προσέξουν κοντοστέκονται και χαμηλοσυζητάνε.
– Ποιους θα πάρουμε απ’ εδώ απόψε; ρωτάει ο Ραρής.
– Τον Πα(…) και Σία, απαντάει ο Αρμένης.
Ο Πα(…) είναι ο συγκατηγορούμενός του μαζί με τον (…). Με την απομάκρυνση των φυλάκων ο Κ. Χριστοφίδης φεύγει. Ανεβαίνει στο κελί του. Εκεί καλεί με τρόπο ένα συναγωνιστή του, το Δα(…). Και ο Δα(…) διηγείται:
“Καθώς μπήκα στο κελί του Κώστα αμέσως με αγκάλιασε και με φίλησε. Κίτσο μου, μου λέει, απόψε θα με πάρουν για εκτέλεση. Το πώς το έμαθα, μη με ρωτάς. Αλλά μην προσπαθήσεις να με ενθαρρύνεις για το αντίθετο της βεβαιότητάς μου αυτής, γιατί θα μου προκαλέσεις την εντύπωση ότι δεν εκτιμάς σωστά την ψυχραιμία μου και θα με πικράνεις. Σου το λέω μόνο επειδή πρέπει να το ξέρει το Γραφείο της αχτίνας μας. Γι’ αυτό σου λέω ότι τα μεσάνυχτα θα με πάρουν μαζί με την παρέα μου (…) Το ρολόι μου τ’ αφήνω στον (…) για να το στείλει αργότερα στην αδερφή μου την Κατίνα. Τα άλλα πράγματά μου να τα δώσετε στους συναγωνιστές που έχουνε ανάγκη. Και τώρα σκοπεύω να κοιμηθώ λιγάκι για να είμαι ξεκούραστος το βράδυ. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, κράτα μου λίγη συντροφιά. Και μην αφήσεις κανένα να μπει στο κελί μου. Κίτσο, να παραγγείλεις του πατέρα μου πως θα πέσω όπως του υποσχέθηκα”.
Είχε ντυθεί γιορτινά, σύμφωνα με μαρτυρία συγκρατούμενού του.
Άμιλλα ομορφιάς ή καλλιστεία θανάτου, δεν καλοθυμάμαι πώς τόπε ο Χριστοφίδης…
Κοντά στα μεσάνυχτα είχε τον εξής διάλογο με φοβισμένο συναγωνιστή στο κελλί, ο οποίος τον έβλεπε να γράφει:
– Γιατί δεν κοιμάσαι; Τι ώρα είναι;
– Κοντεύει δώδεκα.
– Τι λες; και χόρτασα ύπνο και αν δεν έβλεπα ένα παληόνειρο θα κοιμόμουνα ακόμη.
– Κάνε υπομονή, θα περάσουν κι αυτές οι κακές νύχτες, θάρθουν κι οι ήσυχες.
– Πότε;
– Σύντομα.
– Δεν το βλέπω καϋμένε Κώστα… Θα μας φάνε όλους.
– Δεν πιστεύω.
– Μωρέ άκου που σου λέω, άλλους με το ντουφέκι, άλλους με την υπογραφή, δεν θ’ αφήσουν κανένα.
– (…) Κουράγιο, μη μιλάς για υπογραφή, είναι άτιμη πράξη.
– Άτιμη, ξεάτιμη μια φορά όσοι τη βάλανε ζούνε, ενώ οι άλλοι πήγανε στο Λαζαρέτο.
– Κι αυτοί που πήγανε κι εκείνοι που θα πάνε στο Λαζαρέτο, θα ζήσουν πιο πολύ από τους άλλους (…)
– (…) Γιατί δεν κοιμάσαι;
– Φυλάω βάρδια (…) Ξέρεις, θέλω να μου υποσχεθείς κάτι.
– Τι;
– Πως ό,τι κι αν συμβεί, δεν θα κάνεις δήλωση.
Περιγραφές συγκρατουμένων του αναφέρουν:
Τα βιβλία τού κρατάνε συντροφιά. Έχει κλείσει σε κύκλο την προσευχή του Λουντέμη: “Σ’ ευχαριστώ κι εγώ ο ανάξιος δούλος σου που μούδωσες γόνατα για να μπορώ και τη θέληση να μην θέλω να γονατίσω”. Στη σελίδα 114 του βιβλίου “Τα πλοία δεν άραξαν” έχει σημειώσει βιαστικά: “Μέχρι εδώ… Έρχονται να με πάρουν… Σ’ ευχαριστώ Μενελή μου για τη συντροφιά σου”.
(…) Ο Κώστας δέχτηκε τούτη τη στιγμή τ’ αντροκάλεσμα του χάρου για ταχιά χαράματα εκεί στο ερημόνησο, το Λαζαρέτο (…) Ημέρα του Άη-Γιώργη (…) Και σήμερα εμείς εδώ σημαδεύουμε τη μέρα αυτή αντάμα με το θάνατο. Κι αυτός ο ΕΠΟΝίτης της Κοκκινιάς, ο μαθητής του Γυμνασίου, τώρα 20 χρονών, που έγραφε στην Κατοχή τους τοίχους τα μεσάνυχτα “Όξω οχτροί απ’ τον τόπο μας” και “Ζήτω η λευτεριά”, τώρα θα ονειρεύεται πως θα φωνάξει αύριο μπροστά στις κάνες των σκοπών: “Αδέρφια, όχι άλλο αίμα. Φτάνει πια. Ζήτω η συμφιλίωση. Ζήτω η Ειρ…”.
(…) Το κελί του Χριστοφίδη το άνοιξε ο υπαρχιφύλακας Δημάκης, ένας ηλικιωμένος και πράος τύπος, και με χαμηλόφωνη φωνή του λέει:
– Έλα παιδί μου Χριστοφίδη.
– Έρχομαι κύριε υπαρχιφύλακα, είμαι έτοιμος. Μόνο να με αφήσετε να αποχαιρετήσω τους συναγωνιστές μου.
Ο υπαρχιφύλακας κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά (…) Ο Χριστοφίδης (…) φορούσε και πουλόβερ, το έβγαλε.
– Το αφήνω, παιδιά, να το φορέσει κανένας που δεν έχει.
Βγαίνοντας απ’ το κελί φωνάζει του Μιχάλη (…) – ήταν παλιά ψάλτης και καλός τραγουδιστής:
– Μιχαλάκη (…), άντε πες το τώρα κείνο το ωραίο τραγουδάκι μας (…)
– Έλα-έλα συναγωνιστή τού σιγοφωνάζουν οι άλλοι, μην του χαλάσεις την τελευταία επιθυμία, ξεκίνα το… (…)
Έτσι το ξεκίνησε:
“Κάτω εκεί απ’ τον Παρθενώνα
ζεις σε σπίτι φτωχικό
π’ αναπνέει αεράκι
από το Σαρωνικό (…)
Άνοιξε το παράθυρό σου
το παραθύρι σου
Δεν είναι κρίμα να ξεροσταλιάζω
για το χατίρι σου”
(…) Στην τελευταία στροφή το τραγουδάει κι ο ίδιος ο Χριστοφίδης. Και κάτω απ’ τον ήχο του τραγουδιού περνάει ένα-ένα τα κελιά, χώνει τα δυο δάχτυλα ανάμεσα απ’ τα σίδερα του φινιστρινιού κι αγγίζει τα χέρια ολουνών στον τελευταίο αποχαιρετισμό. Τους αποχαιρετάει όλους, μέσα σε μια ομαδική επαναστατική έξαρση. Και σαν τέλειωσε ο χαιρετισμός με το τραγούδι φωνάζει του τραγουδιστή:
– Σ’ ευχαριστώ πολύ φίλε μου (…)
– Συναγωνιστές, θα αντιμετωπίσω το θάνατο με το κεφάλι ψηλά. Όποιος ζήσει από σας να πει στον πατέρα μου πως πέφτω όπως του υποσχέθηκα ΕΠΟΝίτικα και προπαντός Κοκκινιώτικα. Ζήτω η ΕΠΟΝ. Γεια σας.
Έτσι τράβηξε προς το θάνατο αυτή η λεβέντικη νεανική καρδιά, με τον απόηχο του τραγουδιού. Και τα χάρτινα καριοφίλια – οι δεκάδες τα χωνιά βουίξαν ξανά μες στη νύχτα:
“Λαέ της Κέρκυρας και πάλι απόψε πήραν αγωνιστές”…
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 23 Απρίλη 1948, σε ηλικία 19 (ή 20) ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.
Ο ίδιος άφησε εννιά στίχους – μάλαμα:
Περαία μου, σ’ αφήνω γεια,
μ’ αυτές τις ομορφιές σου,
με τις εργατοπούλες σου
και με τις φάμπρικές σου.
Δεν φεύγω για την ξενιτιά,
παράδες ν’ αποκτήσω,
θα πάω στο Λαζαρέτο
με το αίμα μου
το δέντρο να ποτίσω.
Σε αυτόν κυρίως αναφέρεται ποίημα άγνωστου, που γράφτηκε τότε στις φυλακές της Κέρκυρας, με στίχους που λένε ότι «για το Λαζαρέτο πάνε τα παιδιά απ’ την Κοκκινιά, με το μέτωπο ψηλά».
Η εκτέλεσή του (πατρώνυμο Γιώργος) έχει καταχωρηθεί στο ΦΕΚ με στοιχεία 40/5.5.1948.
112.
Ψυλλάκης
Στρατής – Στάθης
Ο δρόμος σου γλυκός
και μοσχοβολισμένος·
στην κεφαλή σου κρέμεται
ο ήλιος μαγεμένος·
παλληκαρά και μορφονιέ,
γεια σου, καλέ, χαρά σου
Ο Στρατής (Ευστράτιος, μάλλον και Στάθης, Ευστάθιος) Ψυλλάκης (Ψυλάκης, Ψηλάκης) γεννήθηκε περί το 1910 στο χωριό Μουρί της επαρχίας Σφακιά, στον νομό Χανίων της Κρήτης.
Υπήρξε μαχητής του ΕΛΑΣ και αργότερα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, από τους πρώτους μαχητές του που καταδικάστηκαν στην Κρήτη σε θάνατο. Είχε τραυματιστεί σε μάχη.
Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1947 από δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής, στη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην περιοχή Εννιά Χωριά. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων τις 12 Σεπτεμβρίου 1947, μαζί με τον αργότερα εκτελεσμένο μαζί του στο Λαζαρέτο αγωνιστή Νίκο Σηφοδασκαλάκη και έναν ακόμη Κρητικό συναγωνιστή τους, με επίκληση νομοθεσίας περί εκτάκτων μέτρων διασφάλισης του καθεστώτος.
Συγκρατούμενοί του στην Κέρκυρα διέσωσαν για τον ίδιο τα εξής στοιχεία:
Ο Στάθης Ψυλλάκης ήταν και τραυματίας του Δημοκρατικού Στρατού (…) Μπήκε ο Νοέμβρης μέσα σε μια ατμόσφαιρα που όλο και βάραινε (…) Μία ώρα μετά τη βραδινή κατάκλιση (…) Ο Στάθης Ψυλλάκης φώναξε για ν’ ακούσουν όλοι: “Συναγωνιστές, παίρνουν εμάς τους Κρητικούς για εκτέλεση” (…) Το χωνί συνεχίζει να μεταδίνει το μαύρο άγγελμα.
Επίσης, σώθηκαν και αποδόθηκαν έτσι μαρτυρίες συγκρατουμένων του για εκείνον και τις αντιδράσεις τους:
Ένας από τους μελλοθάνατους πολιτικούς κρατούμενους σέρνει για τα καλά τον χορό της κουβέντας. «Αν βγεις ζωντανός από ‘δω, έχεις χρέος να τα πεις όλα στους νεότερους». Μαζί με άλλους στο παγόβουνο-κελί κι «ένα λεβεντόπαιδο απ’ τα Σφακιά της Κρήτης, κοντά δύο μέτρα μπόι». Νιοφερμένος σε σύγκριση με παλιούς, στο προηγούμενο ασβέστωμα κι άσπρισμα των κελιών εκείνος είχε μπει μπροστά και «ανέλαβε με το έτσι θέλω το άσπρισμα».
Ψυλλάκη Στάθη τον λένε. «Έκανε στο αντάρτικο της Κρήτης και μας έλεγε διάφορες ιστορίες απ’ τη Κρήτη. Πιάστηκε σε μια μάχη με τρεις άλλους. Ήτανε γεμάτος τραύματα».
Ο λόγος του μεστός:
– Με πήγανε στο νοσοκομείο, με κάνανε καλά και μετά στο στρατοδικείο και μας δίκασαν σε θάνατο. Αυτό το πράμα δε μπορεί να το χωρέσει ο νους μου, να σε τραυματίζουν, να σε γιατρεύουν και μετά να σε ντουφεκάνε. Ας είναι που λέτε…
– Σαν βγήκε η απόφαση βούιζε η Κρήτη. Οι βουλευτές των Χανίων τηλεγράφησαν στην κυβέρνηση να μην μας εκτελέσουν. Μας δώσανε αναστολή. Σα ‘συχάσανε τα Χανιά, κι εκεί που περιμέναμε να μας δώσουν χάρη, μας μπαγλαρώνουν και τσιφ στη Κέρκυρα. Μια βδομάδα ταξίδι και να σε πιάνει η θάλασσα. Τι τράβηξα δε λέγεται. Τέτοιο χαμό δεν το ‘παθα ούτε κι όταν ήμουνα ξεματωμένος απ’ τα τραύματα. Νιώθεις πως χάνεσαι και δεν έχεις δύναμη να κρατηθείς από πουθενά σαν ασκί μισόγιομο.
Η βραδιά στο κάτεργο βουνό, δεν περνιέται. Η μικρή λάμπα του πετρελαίου δεν φωτίζει πιότερο από ένα κερί.
Μιλούν για μεταγωγές που έδιναν κι έπαιρναν. Για γεγονότα του αγώνα εναντίον των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Για τον Δεκέμβρη του ’44 στην Αθήνα κι όσα γίνανε μετά σε βάρος μελών και φίλων του ΕΑΜ και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Για το γεγονός ότι στην κοντινή κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο είχαν ήδη οδηγηθεί κι εκτελεστεί κάποιοι συγκρατούμενοι αντιστασιακοί κι ερχόταν η σειρά άλλων. Πάλι μιλά ο Ψυλλάκης:
– Για σκέψου ν’ ασπρίσουμε αύριο το κελί και να μας πάρουν και να μη χαρώ το άσπρισμα.
– Μη κακομελετάς…
– Ε! Ο λόγος δεν φέρνει θάνατο. Πάντως για καλό δε μας έφεραν εδώ. Ξέρετε, είδα σήμερα ένα φύλακα να με θωρεί ετσά σαν την κουτσούλα.
Φρεσκοβαμμένο το κελί την άλλη μέρα μυρίζει ωραία. Ο Ψυλλάκης σαν τέλειωσε το άσπρισμα και δίχως να τον προσέξει κανείς γράφει στο ντουβάρι πάνω απ’ την πόρτα, σε σημείο που δεν φαινόταν απέξω, με μεγάλα κόκκινα γράμματα: «Αγάπα το κελί σου, φάε όλο το φαΐ σου και διάβαζε πολύ».
Η μέρα σώθηκε…
Το ίδιο βράδυ κόλλησε πίσω απ’ την πόρτα του κελιού μια γυναικεία φωτογραφία, κομμένη από κάποιο περιοδικό.
– Είναι η φωτογραφία της Ειρήνης. Αυτή η κοπέλα, που λέτε, πιάστηκε λίγο πιο μπροστά από μας, σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας. Ήτανε δασκάλα. Δεν φαντάζεσαι πόσο, πόσο όμορφα στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα. Από τότε που λέτε την έβαλα στην καρδιά μου. Διάβασα την ιστορία της στο «Ρίζο της Δευτέρας». Συγκινήθηκα και είπα στον εαυτό μου αν τύχει και πιαστείς να της μοιάσεις…
Τα γαλανά του μάτια ανοίγουν διάπλατα σαν να την έβλεπαν για πρώτη φορά.
– Όταν με πιάσανε βρήκανε τη φωτογραφία της στο πορτοφόλι μου. Και σπάγανε οι δικαστές το κεφάλι τους, για να βγάλουν τάχα συμπέρασμα ποια σχέση μπορούσε να υπάρχει σ’ εμένα και σ’ εκείνη. Τα δυο άκρα της Ελλάδας… Μ’ ανάθεμά με κι αν κατάλαβαν ποτέ τους. Όσες μέρες κράτησε η δίκη, κι όσες ώρες καρτερούσαμε στο κελί, μέχρι να μας δώσουν αναστολή, πάντα στεκόταν μπροστά στα μάτια μου και μου χαμογελούσε και σα να μου ‘λεγε: Ετσά μωρέ πεθαίνουν οι άντρες…
Αγαπούσε πολύ τις μαντινάδες και πιο πολύ ακόμα τον «Ερωτόκριτο». Τον ήξερε σχεδόν απ’ έξω. «Κρητικός που δεν ξέρει τον Ρωτόκριτο δεν είναι Κρητικός».
– Όταν πηγαίναμε τα κουράδια στο βουνό, αυτά βοσκάγανε κι εμείς βγάζαμε απ’ τη βούρια μας το βιβλίο του Βιτσέντζου και τον τραγουδούσαμε.
Βήματα, πολλά βήματα βιαστά και δυνατά ζυγώνουν στο κελί. Κόβουν σαν μαχαίρι τις κουβέντες της αϋπνίας σ’ όλη την ακτίνα Κ’ του μπουντρουμιού. Έχει-δεν έχει μία ώρα που έφυγε η 3η Νοέμβρη. Είκοσι φύλακες μπουκάρουν στην ακτίνα Κ’. Σαν λύκου μουγγριά, σαν τρόμου λαλιά τρίζει με δύναμη το κλειδί στο κελί του Σφακιανού κι ανοίγει η πόρτα.
– Ποιος είναι ο Ψυλλάκης;
– Εγώ, τι θέλετε; – Στη Γραμματεία, για κάτι στοιχεία… – Στοιχεία τέτοια ώρα; Μα δεν είναι κλειστά; – Όχι! Έλα, κάνε γρήγορα.
Ο Ψυλλάκης ετοιμάζεται να βγει. Ο θαλαμάρχης του κελιού φράζει με το σώμα του την έξοδο.
– Μην βγει κανείς έξω αν δεν μας πούνε το γιατί. Πού τον πάτε; – Δεν συμβαίνει τίποτα το έκτακτο, κατηγορηματικός ο φύλακας. – Τότε αύριο που είναι μέρα…
Ο Σφακιανός κοντοστέκεται. Βγάζει περήφανη, τρανή, αξιοπρεπή φωνή:
– Μου λέτε ψέματα… Κατεώ τι με θέτε, δεν είμαι κουζουλός… Σταθείτε μωρέ, να βάλω τα καλά μου κι έρχομαι!
– Λυπούμαστε, παιδιά, αλλά έχουμε διαταγή. Τ’ άλλα τα καταλαβαίνετε…
Μια φυλακή στο πόδι. Λίγο μετά αρχίζει να σειέται απ’ άκρου σ’ άκρο. Όλη η ακτίνα Κ’ ανάστατη, όλο το κάτεργο σιγά-σιγά στο πόδι. Η μία ακτίνα ξεσηκώνει την άλλη. Εκατοντάδες από άδικα δικαστήρια θανατοποινίτες, πολιτικοί κρατούμενοι-αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού, «όλοι αυτό είμαστε» λένε, τραντάζουν το κάτεργο. Φωνές από παντού. Χωνιά.
Πανζουρλισμός.
– Μέχρι που να με ρίξουν κι εμένα!…
Ο Στάθης Ψυλλάκης ετοιμάζεται. Να ντροπιάσει τον θάνατο. Φόρεσε τα στηβάνια του και με την κυλόττα και το μαύρο του πουκάμισο, ψηλός σαν κυπαρίσσι, ετοιμάζεται να βγει.
Αγκάλιασε, φίλησε πολλές φορές τους συντρόφους του κελιού του και πρόσθεσε: «Συνεχίστε, εγώ δεν θα ντροπιάσω ούτε σας ούτε την παντέρμη Κρήτη… Θα πάω στην Ειρήνη, έτσι όμορφα όπως κι αυτή».
Έριξε μια ματιά στο κελί κι εψιθύρισε: «Κρίμα, σ’ άσπρισα και δε σε χάρηκα». Προχώρησε μ’ αντρειωμένο βήμα. Για το απομονωμένο κελί-Γολγοθά. Αυτό όπου περνούσαν λίγες ώρες παρέα μ’ έναν φίλο τους πριν τους πάρουν στο Λαζαρέτο για εκτέλεση.
Κι ο Ψηλάκης με τη τσικουδιά…
Δεν θα πάει μόνος του στο θανατονήσι Λαζαρέτο, διαπιστώνει. Στο κελί-Γολγοθά είναι κι άλλοι Κρητικοί μαζί του. Όλοι τους «εκτακτομετρίτες».
Καταδικασμένοι σε θάνατο, κυρίως με βάση τον νόμο «περί εκτάκτων μέτρων» εις βάρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και κάθε προσώπου ή φορέα κρινόταν ότι συνδεόταν μαζί του με οποιονδήποτε τρόπο. Τι τραγική ειρωνεία! Κερκυραίος ακροδεξιός πολιτικός και υποστηρικτής «αντιστασιακής» οργάνωσης συνεργαζόμενης με τις δοσιλογικές γερμανόφιλες κυβερνητικές κατοχικές αρχές και τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας, ο πάμπλουτος Σπύρος Θεοτόκης, είχε εισηγηθεί τον νόμο στη Βουλή. Ως υπουργός Δημόσιας Τάξης, το 1946.
Χορεύουν.
Αρχίζουν να χορεύουν όλοι μαζί σούστα, πεντοζάλη. Σαν απόστασαν κάθισαν, θυμήθηκαν τα πρώιμα νιάτα τους και ‘πιάσαν τον «Ρωτόκριτο». Σαν ήρθε το απόσπασμα, τους βρήκε καθισμένους σταυροπόδι καταγής να λένε το ριζίτικο, το σφακιανό τραγούδι, λίγο μόνο παραλλαγμένο:
Μάνα μου κι αν έρθουν οι φίλοι μου
κι αν έρθουν οι εδικοί μου,
στρώσε ντω τάβλα να γευτούν,
κλίνη να κοιμηθούνε,
στρώντο και παραπέζουλα,
να θέσουν τ’ αρματά ντω.
Μη ντονέ πεις απόθανα
να μη βαρυοκαρδίσουν,
προτού να φάνε και να πιού
και να χαροκοπίσουν.
Κι άντε θα φεύγουν μάνα μου
και σ’ αποχαιρετούνε
Πες’ το ντω πως μ’ εσκότουσαν
στη Κέρκυρα τα μέρη.
Τι ώρες, μέχρι που οι δολοφονικές σφαίρες στο Λαζαρέτο έσκισαν λες με τον αχό τους τον αέρα.
Ένας κρατήρας είχε ανοίξει μες από το μπουντρούμι. Τα λόγια του Ψυλλάκη «Συναγωνιστές, παίρνουν εμάς τους Κρητικούς για εκτέλεση», καθώς διάβαινε τα κελιά για το κελί-Γολγοθά, εσήμαναν σηκωμό. Γενικόν αγωνιστικό συναγερμό.
Διακόσια κελιά υψώνουν μέχρι το πρωί φωνή τρανή!
Κάθε κελί και χωνί!
Τα παγόβουνα καίνε! Φούρνοι!
Μέσα στην ύπουλη αξέχαστη νύχτα, την ώρα που εβγάλαν τον Ψυλλάκη και τους άλλους απ’ τα κελιά τους για εκτέλεση, ένα χάρτινο χωνί ακούστηκε από την Κ’ ακτίνα. Με το μαύρο άγγελμα. «Προσοχή – προσοχή! Σας μιλάμε από την Κ’ αχτίνα. Συναγωνιστές, αυτή τη στιγμή πήραν από την αχτίνα μας τους πέντε Κρητικούς εκτακτομετρίτες για εκτέλεση». Για πέντε ήξεραν εκείνη τη στιγμή, ενώ ήταν έξι. Με ανταλλαγή συνθηματικών η ακτίνα Ι’ επιβεβαιώνει τη γνησιότητα του μηνύματος. Αναμεταδίδει με το δικό της χωνί: «Εδώ αχτίνα Ι’. Από την Κ’ πήραν τους πέντε Κρητικούς για εκτέλεση». Η μία μετά την άλλη κάνουν το ίδιο οι άλλες ακτίνες. Θαρρείς και άνοιξε κάποιος κρατήρας, φωνές με χωνιά απ’ όλες τις ακτίνες, από αγωνιστές ανεβασμένους στις πλάτες συναγωνιστών τους μέχρι τους φεγγίτες των κελιών στα 2,5 μέτρα απ’ το δάπεδο έσκιζαν τα σκοτάδια της νύχτας σκορπώντας μηνύματα για το Δίκιο και το μήνυμα θανάτου: «Λαέ της Κέρκυρας, αυτή τη στιγμή πήραν για εκτέλεση πέντε πολιτικούς κρατούμενους». Όλη τη νύχτα. Ως τα χαράματα. Φωνές με τα χωνιά. Για το Δίκιο.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 4 Νοέμβρη 1947, σε ηλικία όπως εκτιμάται άνω των 35 ετών, μαζί με άλλους πέντε Κρητικούς συναγωνιστές του, στην πρώτη ομαδική μεταπολεμική εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων στο κερκυραϊκό κάτεργο.