Βόλτα στο νεκροταφείο; Ναι, αν είσαι παιδί και βλέπεις ακόμα κι αυτό σαν ευκαιρία για να ξεφύγεις απ’ τη μονοτονία του σπιτιού και του σχολείου, να περπατήσεις σε άλλες γειτονιές και να περάσεις την ώρα σου «αλλιώς». Τα ψυχοσάββατα η μάνα φόραγε σκουρόχρωμα ρούχα, με στόλιζε για τη «βόλτα» και πηγαίναμε με τα πόδια στο νεκροταφείο, λίγο έξω απ’ το χωριό. Με ήθελε για συντροφιά, ίσως και για να με εξοικειώσει με το θάνατο, παρουσιάζοντάς τον μου σαν ένα συνηθισμένο κι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής.
Το νεκροταφείο έδειχνε πολύ επιβλητικό στα παιδικά μου μάτια. Με τη μάντρα και τη μεγάλη καγκελόπορτα, με την όμορφη πετρόκτιστη εκκλησία, με τους δρόμους και τα μονοπάτια, με τα δέντρα και τα λουλούδια, με τις δικές του γειτονιές, με τους σιδερένιους και μαρμάρινους σταυρούς να σηματοδοτούν την ανάλογη με την κοινωνική του θέση υπόγεια κατοικία του κάθε νεκρού, έμοιαζε σα μια σιωπηλή πολιτεία, που οι κάτοικοί της κοιμόνταν τη μέρα – τη νύχτα δεν ήθελα να ξέρω τι κάνουν -, και τα αναμμένα καντήλια που τρεμόσβηναν, σα να πρόδιδαν την ανάσα τους. «Άκρα του τάφου σιωπή…» έγραψε ο ποιητής, μη μπορώντας να σκεφτεί πιο ακραία σιωπή, απ’ αυτή που επιβάλλει ο θάνατος μέσα στο μνήμα.
Η μάνα καθάριζε τον οικογενειακό τάφο απ’ τα χόρτα και τα σκουπίδια κι άναβε το καντηλάκι, αφήνοντας δίπλα λάδι, νερό, λουμίνια και σπίρτα για την επόμενη επίσκεψη. Άλλες γυναίκες, μαυροφορεμένες οι περισσότερες, έκαναν τα ίδια στους τάφους των δικών τους νεκρών, μη και παραπονεθούν στον ύπνο τους ότι τους λησμόνησαν. Στην ουσία, για να αντισταθούν στο φυσικό κανόνα που λέει ότι η ζωή συνεχίζει το δρόμο της με αυτούς που μένουν πίσω, και στη διαπίστωση ενός άλλου ποιητή, ότι «Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ῾να χρόνο τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα».
Εγώ τριγύριζα σε κοντινή απόσταση και χάζευα με ό,τι μου τραβούσε την προσοχή. Αν και μου είχαν μάθει ότι στο φως όλοι οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, φοβόμουν να απομακρυνθώ. Ένιωθα κάτι άγνωστο κι αόρατο να αιωρείται στον αέρα, μαζί με την ανεπαίσθητα αλλιώτικη μυρωδιά. Η σκέψη ότι πάταγα σε θαμμένα κόκαλα, δε με άφηνε να κόψω ούτε ένα λουλουδάκι, κι αν προς στιγμή ξεγελιόμουν, το πέταγα αμέσως, μόλις σκεφτόμουν τι το έθρεφε. Άσε που φοβόμουν μην ανοίξει η γη, και με αρπάξει απ’ τη μάνα μου κάποιος κάτοικος του κάτω κόσμου, όπως ο Πλούτωνας την Περσεφόνη!
Ως προς το ζήτημα του θανάτου, ήμουν λιγάκι μπερδεμένη με όσα άκουγα και διάβαζα. Όταν ήμουν μικρούλα, μου έλεγαν πως οι ψυχές πηγαίνουν στον ουρανό και γίνονται αστέρια κι αγγελούδια. Στο σχολείο και στο κατηχητικό μάθαινα, πως οι καλοί πηγαίνουν στον παράδεισο, όπου ζουν σε αιώνια ευδαιμονία, κι οι κακοί στην κόλαση, όπου ψήνονται στις αιώνιες φωτιές. Στη μυθολογία διάβαζα, πως οι νεκροί κατεβαίνουν στα υπόγεια βασίλεια του Άδη, όπου κι εκεί χωρίζονται σε αγαθούς και πονηρούς. Άλλοι λαοί κι άλλες θρησκείες παραμυθιάζονται με τα δικά τους. Τι να πρωτοπιστέψεις;
Κοιμητήριο σου λένε, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως οι πεθαμένοι κοιμούνται. Μα τι ύπνος είναι αυτός, αν δε μπορείς να απλώσεις χέρια και πόδια, να γυρίσεις πλευρό, να διπλωθείς σαν έμβρυο στη μήτρα. Αν δε χαμογελάς με τα όνειρα και δεν αλαφιάζεσαι με τους εφιάλτες. Αν δε μπορεί να σε ξυπνήσει ένα χάδι, μια σκουντιά, ένας θόρυβος, το βιολογικό σου ρολόι, το ξυπνητήρι βρε αδερφέ! Άλλος ο Ύπνος, άλλος ο Θάνατος. Παιδιά κι οι δύο της Νύχτας κατά τον Ησίοδο, μα τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους. Ήσυχος και πράος ο ένας, σκληρός και άκαρδος ο άλλος. Ο ένας δίνει ζωή, ο άλλος παίρνει τη ζωή. Μην τους μπερδεύουμε λοιπόν.
Όπως μεγάλωνα, μεγάλωνε κι ο φόβος μου. Γιατί στο μυαλό μου ο θάνατος σιγά-σιγά απογυμνωνόταν απ’ τα «στολίδια» του, τα μυθεύματα και τα ψέματα, κι έμενε αυτό που πραγματικά είναι, το Τέλος της ζωής. Η άκρα του τάφου σιωπή είναι από μόνη της πολύ φοβιστική.
Όταν έπαψα να είμαι παιδί, σταμάτησα να συνοδεύω τη μάνα στο νεκροταφείο. Δεν ήταν πια «βόλτα» για μένα αυτή η επίσκεψη. Κι ακόμα αποφεύγω να πηγαίνω σε κηδείες και «κοιμητήρια». Η τελετή, τα στεφάνια, τα μαύρα, ο μαρμάρινος σταυρός, το αναμμένο καντήλι, τα μνημόσυνα, τα ψυχοσάββατα, είναι για τους ζωντανούς. Για τη δική τους ψυχή στην καλύτερη περίπτωση ή «για τα μάτια» των άλλων στη χειρότερη. Οι πεθαμένοι δε χρειάζονται τίποτα στο σιωπηλό κόσμο της ανυπαρξίας τους. Ό,τι ήταν να πάρουν, το πήραν ή δεν το πήραν εν ζωή. Τα «εκ των υστέρων», περιττά.-
Από φιλολογική άποψη πολύ όμορφο το κείμενό σας. Εκφράζει όμως την άποψη ότι ο θάνατος είναι το τέλος των πάντων, με την οποία διαφωνούν όλες οι θρησκείες βασικά και αρκετά μεγάλο μέρος των ανθρώπων ακόμη και άθρησκων…
Aγαπητέ αναγνώστη, ευχαριστώ για το ευγενικό σας σχόλιο.
Στο διήγημά μου, που δημοσίευσα με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας μου, αναφέρομαι στο θάνατο ως το Τέλος της ζωής και της ύπαρξής μας, όπως τη βιώνουμε και τη γνωρίζουμε. Δεν παριστάνω ότι ξέρω κάτι που δεν ξέρω. Αλλά αυτό που δεν ξέρω, μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από αυτά που πιστεύουν οι θρησκείες.