ΠΑΝΟΣ ΜΟΥΧΤΕΡΟΣ
*
Σε λίγο καταφτάνουν κι οι τελευταίοι εναπομείναντες συγγενείς και φίλοι. Έχει αυτόν τον περίεργο άνεμο πάλι۰τις τελευταίες μέρες είναι μονίμως εδώ, καθώς ξεφυσά πάνω από τα μάγουλα των ανθρώπων, σαν το αόρατο χάδι κάποιου πατέρα, που θέλει να σκουπίσει τα δάκρυα από το παιδί του. Αν και Μάρτιος, φέρνει περισσότερο σε συνθήκες Νοεμβρίου η ατμόσφαιρα με τούτα τα μαζεμένα γκρίζα σύννεφα, που μοιάζουν με μολύβι απλωμένο σ’ ολάκερο τον ουράνιο καμβά. Υποτίθεται πως μπήκε ημερολογιακά η άνοιξη, όμως αυτά όλα πλέον έχουν ενδιαφέρον μόνο για τους μετεωρολόγους, άλλωστε είναι πολλά ήδη τα χρόνια, που έχουν καταργηθεί οι εποχές σε τούτο τον πλανήτη. Το θρόισμα γίνεται διαρκές κι ο καιρός είναι σε μια κατάσταση επερχόμενης καταιγίδας, που, όσο κι αν επέρχεται, ποτέ τελικά δεν ξεσπά. Όλο αυτό θυμίζει εκείνο το χαρακτηριστικό συναίσθημα, που έχεις, όταν θες τόσο πολύ να κλάψεις και δεν το κάνεις, μένοντας με το δεμένο σε κόμπο στομάχι σου έτσι και για όσο διαρκεί αυτή η μετέωρη συναισθηματική κατάσταση. Εντωμεταξύ, αν πετύχεις και βρεθείς σε μέρος, όπου επικρατεί σιωπή συνεχόμενη, θαρρείς ότι ακούς ψιθύρους τριγύρω σου, πως διατυπώνονται στον αέρα λέξεις ασύνδετες, ενώ προσπαθούν να συνδεθούν με άλλες λέξεις και μετά από λίγο καταφέρνουν και φτιάχνουν φράσεις, ικανές να έρθουν και να καρφωθούν στο υποσυνείδητό σου μέσα και να νομίζεις ότι έχεις αποτρελαθεί τελείως, ακούγοντας τάχα φωνές από τον άλλο κόσμο. Είναι σαν κάποιος να επιχειρεί να σπάσει επιτέλους αυτή την πυκνή βουβαμάρα, να θέλει να ουρλιάξει και να γυρίσουν όλοι προς το μέρος του, για να δουν τι συνέβη και κανείς πια δε σέβεται την ανάγκη για γαλήνη των άλλων, ειδικά σε ένα νεκροταφείο, όπως αυτό εδώ σήμερα. Ζωή σε σας, θερμά συλλυπητήρια, βαρεθήκαμε να τα επαναλαμβάνουμε.
Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες, αυτό το χώμα, που θα πέσει πάνω στα φέρετρα είναι δικό τους και δικό μας. Ειδικά η πένθιμη καμπάνα είναι ακόμα πιο εκνευριστική, διότι χτυπάει τόσο αργά και τόσο σταθερά, όπως ένας μετρονόμος, που λες και κρατά τον ρυθμό επικοινωνίας ανάμεσα στους νεκρούς και τους επιζήσαντες. Άλλοτε πάλι, είναι σαν τον χτύπο από μια καρδιά στα τελευταία της, μέσα στο εξασθενημένο σώμα ενός μελλοθάνατου, με σφυγμό ελάχιστο, ίσα-ίσα, για να πούμε ότι ακόμα επιβιώνει και πως δεν μπορεί να δηλωθεί ο θάνατός του, ακόμα κι αν έχει καταγραφεί ως πεθαμένος ή αγνοούμενος. Ευτυχώς, για πρώτη φορά, μετά από ώρα μπόλικη, ανοίγουν μερικά αμήχανα στόματα με σχεδόν μωβ χείλη και προσπαθούν να ψελλίσουν λόγους σπουδαίους, επικήδειους, με φρύδια συνοφρυωμένα και βλέμματα σφιχτά, όπως κάποιος, που τον στραβώνει ο ήλιος απέναντι και δυσκολεύεται να ανοίξει τα μάτια του. Όλα προκλήθηκαν δυστυχώς από ένα τραγικό, ανθρώπινο λάθος, τι να κάνουμε τώρα, δηλαδή, οι άνθρωποι είμαστε ταυτισμένοι με τα λάθη, ακόμα κι η ίδια μας η σύλληψη μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός λάθους, μιας λάθος βραδιάς, από μια λάθος στιγμή, με λάθος επιπτώσεις κι ο κύκλος αυτός των λαθών και των σφαλμάτων καταντάει φαύλος, δίχως αρχή και τέλος. Ούτε μπορώ να ακούω πάλι αυτές τις αναλύσεις αν θα μπορούσε να αποφευχθεί κάθε φορά το βέβαιο ανθρώπινο λάθος και πως πρέπει να υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας για την περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος θα ξεχαστεί, θα μεθύσει, θα αποκοιμηθεί και θα μπερδέψει τα κλειδιά στις ράγες και θα συγκρουστούν δυο τρένα, που κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή. Στις δημοσκοπήσεις πως πάτε, βλέπω ότι κινούνται πλέον στα όρια του στατιστικού λάθους.
Παρά τον εκκωφαντικό κρότο από τη σύγκρουση και τα ατελείωτα ουρλιαχτά, μπορώ ακόμα και θυμάμαι πολλές από τις εικόνες, που εξελίχθηκαν μπροστά μου εκείνη τη μοιραία νύχτα. Ίσως γιατί στάθηκα τυχερός και μπόρεσα να ξεφύγω αμέσως με το πού συνήλθα κι ανέκτησα τις αισθήσεις μου, σφίγγοντας ακόμα με τα ματωμένα μου δάχτυλα το μπουκαλάκι με το νερό, που είχα πάρει πριν λίγα δευτερόλεπτα από το κυλικείο στο μπροστά βαγόνι. Δεν ήξερες βέβαια αν μας είχε ταρακουνήσει σεισμός, αν το κατά τα λεγόμενα υπερσύγχρονο αυτό σιδηροδρομικό βέλος είχε εκτροχιαστεί ή αν κάποιος επιτήδειος από εκείνους, που φθονούν την κοσμογονική ανάπτυξη σε αυτή τη χώρα ήθελε με δόλια ενέργεια να προκαλέσει τον εκτροχιασμό, για να επιχειρηματολογήσει για μια ακόμα φορά φωνασκώντας ότι τελικά είμαστε δεκαετίες πίσω. Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν είναι ψέμα πως οι ευθύνες είναι διαχρονικές και φτάνουν όντως μέχρι και τις παλαιότερες των κυβερνήσεων, όλοι φταίμε, εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενοι, μην κάνουμε πως δεν υπάρχει η συλλογική ευθύνη, που μαζί με την ατομική συγκρούονται κι ανατινάζονται τώρα, όπως δύο τρένα φλεγόμενα. Διότι, αφού εγώ κατάφερα και πάτησα πάνω σε καμένα πτώματα, για να σωθώ, χωρίς να περιμένω τη βοήθεια από το κράτος, έτσι έπρεπε να έχουν κι όλοι οι υπόλοιποι πάρει απόφαση πως ζωή σημαίνει ιδιωτική πρωτοβουλία. Όποιος περιμένει ασφάλεια, παροχές, εγγυήσεις από την κυβέρνησή του τη στιγμή εκείνη, που φλέγεται ο ίδιος κρατώντας ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, είναι άξιος της μοίρας του. Χρέη από δάνεια των σκοτωμένων προς τράπεζες διαγράφονται, παρέχεται σύνταξη στους εν ζωή συγγενείς επί τέσσερα, όσοι δηλαδή ακριβώς κουβαλάνε και την κάσα, είδες τελικά η πολιτεία, θυσία γίνεται υπέρ ζώντων και νεκρών.
Από την άλλη, είναι όντως αλλόκοτο τώρα να βλέπεις να θάβονται άδειες κάσες ή σχεδόν άδειες, με ό,τι απέμεινε δηλαδή από τους χαροκαμένους επιβαίνοντες. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, μπαίνεις σε διλήμματα πολλά από την πρώτη κιόλας στιγμή, που σου ανακοινώνεται το ατύχημα, που είναι δυστύχημα και που πιο μετά καταλήγει τελικά σε μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στη νεοελληνική ιστορία. Υπάρχει λίστα με τα ονοματεπώνυμα των ταξιδιωτών προς την κόλαση ή θα μάθουμε τη μοναδική αλήθεια από τα έγκριτα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Θα αντέξεις να πας στο θάλαμο με τα καρβουνιασμένα πτώματα, για να τα αναγνωρίσεις από ένα άθικτο δαχτυλίδι ή ένα δόντι, που πάντα πήγαινε προς τα μέσα ή ένα τατουάζ, που δείχνει μια φλόγα πάνω σε μια ακόμα φλεγόμενη πλάτη ή τελικά θα προτιμήσεις να κρατήσεις τις όμορφες, έσχατες εκείνες εικόνες των αγαπημένων σου προσώπων, όπως ήταν προτού αστραπιαία λιώσουν σε χιλιάδες βαθμούς κελσίου; Κι αν πλέον δεν έχει απομείνει τίποτα, παρά μόνο αυτός ο γαμημένος ο αέρας, μαζί με τις αναμνήσεις, που αέρας έγιναν, τι στο διάολο να κάνεις για να έχεις να θυμάσαι, μπορείς απλά να αφήσεις έτσι μια ύπαρξη να αιωρείται ανάμεσα στη διάσταση των ζωντανών και των πεθαμένων, χωρίς να γίνει μια τυπική κηδεία, μόνο και μόνο για να αποχαιρετήσεις, να δώσεις έναν τελευταίο ασπασμό έστω στο μέτωπο από το φέρετρο, να μπορέσεις να φτιάξεις μνήματα με στιχάκια και φωτογραφίες επάνω, βάλε κι εκείνη ειδικά που φαίνεται το τατουάζ με τη φλόγα, δεν πειράζει, η ζωή συνεχίζεται, θα ερευνηθούν όλα μέχρι το κόκκαλο, ακόμα κι αν κόκκαλο δεν έμεινε κανένα για να θάψεις.
Όλα αυτά συμβαίνουν, όταν η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο μπροστά, ώστε να μπορείς να βάλεις ένα προηγμένο σύστημα GPS μέχρι και στον πεθαμένο, να ξέρεις δηλαδή ανά πάσα στιγμή αν κινείται στον παράδεισο ή εξακολουθεί και καίγεται και μετά θάνατον. Εντάξει, δεν δούλεψε η τηλεδιοίκηση, εξάλλου ο πρωθυπουργός δεν ήξερε για όλο αυτό το σύγχρονο χάος, τόσες σκοτούρες έχει για τούτο τον ευλογημένο τόπο, ήταν τόσο κοντά και στο να ανακοινώσει ότι πάμε σε εκλογές, Ελλάδα 2.0, 3.0, όλος αυτός ο επιτελικός σχεδιασμός ανατράπηκε, όπως ένα βαγόνι, που εκσφενδονίστηκε, πρέπει να αλλάξει η ατζέντα άμεσα, δεν επιτρέπεται να επικρατήσει το μόνιμο μοιρολόι, παραιτήθηκε άλλωστε ο αρμόδιος υπουργός, ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη, ολόκληρο υπουργικό συμβούλιο οδυρόταν με εναλλασσόμενους μορφασμούς στα πρόσωπα, φτάνει πια, ποτέ ξανά, ήταν η κακιά η ώρα κι η χώρα δε φταίει σε τίποτα. Μετά τον ορυμαγδό όλων αυτών των ειδήσεων, των τίτλων και των εφημερίδων, κοιτάς το σημερινό κηδειόχαρτο, θυμίζοντας ανακοίνωση για κάποιον, που εξαφανίστηκε κι ακόμα αγνοείται κι ουδείς ξέρει αν αυτό το φέρετρο, που τώρα θάβεται αδειανό αφορά κάποιον, που τελικά ακόμα ζει και που θα εμφανιστεί σε λίγο από τον άλλο κόσμο και θα βροντοφωνάξει θανάτω θάνατον πατήσας, ζωή χαρισάμενος. Είναι κι αυτός ο εκνευριστικός αέρας, δε με αφήνει να ηρεμήσω, πηγαίνω ανάμεσα από τον πατέρα και τη μάνα μου και κάνουν πως δε με βλέπουν, λες κι είμαι αέρας κι εγώ, βγάζω τη μεγαλύτερη κραυγή μπροστά τους και ουρλιάζω ότι είμαι ακόμα εδώ και πως ζω και δεν ακούνε τίποτε, δε με αγγίζουν, δε νιώθουν το λιωμένο μου δέρμα, τα γράμματα δε διαβάζουν που έγραψα πάνω στον τάφο μου, για την κοιλάδα των Τεμπών και το φόβο των μηχανοδηγών. Δεν ήταν δυστύχημα. Ήταν έγκλημα.
Όπως τα λέω.
*Ο Πάνος Μουχτερός διατηρεί το ιστολόγιο kakoskeimena.net