Αυτόν τον Ύμνο, που τον έγραψαν ο Ζακυνθινός Διονύσιος Σολωμός και ο Κερκυραίος Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, τον έχω ακούσει από την Φιλαρμονική «Μάντζαρος», την «Καποδίστριας» κι από την «Παλιά». Τον έχω ακούσει από τη χορωδία San Giacomo της Κέρκυρας κι απ’ τσου τραγουδιστάδες τση Ζάκυνθος. Τον έχω ακούσει ενορχηστρωμένο από τον Βύρωνα Φιδετζή κι από τον Παναγή Μπαρμπάτη. Τον άκουσα στην χειμερινή Ολυμπιάδα στο Vancouver του Καναδά, από την Ελληνοκαναδή -Κερκυραία στην πραγματικότητα- mezzo soprano, Ariana Chris. Τον έχω ακούσει από τη φίλη μου Χρύσα Σπηλιώτη, στη «Μάνα του Μάντζαρου» και μερικές δεκαετίες πιο πριν, από την ίδια σ’ ένα παράθυρο του Πολυτεχνείου, ενώ ανέμιζε με τα χέρια της μιαν ελληνική σημαία, στις 17 του Νοέμβρη του 1973. Τον έχω ακούσει στην Κύπρο. Τον ακούω νοερά απ’ τον πατέρα της φίλης μου της Καλλιόπης, που επιστρέφοντας απ’ το Πολυτεχνείο τη νύχτα της 17ης του Νοέμβρη, μπαίνει αλαφιασμένη στο σπίτι της την ώρα που ανέκρουαν στο ραδιόφωνο απ’ τον σταθμό του Πολυτεχνείου, τον Εθνικό Ύμνο. Και βλέπει τον πατέρα της, τον δεξιό και βασιλικό, σε στάση προσοχής και με δάκρυα στα μάτια. Περίμενε να τελειώσει ο ύμνος για να την αγκαλιάσει και να την ρωτήσει πού ήταν (που το ‘ξερε) κι αν ήταν καλά.
(Από το Facebook του συγγραφέα Ευρυπίδη Κλεόπα)