Η επιβαλλόμενη παροχή στον επενδυτή σαφούς, πλήρους, κατανοητής και αντικειμενικής πληροφόρησης σε σχέση με επενδυτικές συμβουλές και υπηρεσίες, από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (συνεπώς και στις τράπεζες), επιτρέπεται να γίνει είτε προφορικά, όπως συνήθως συμβαίνει, είτε σε τυποποιημένη μορφή.
Η ευρεία χρήση της τυποποιημένης ενημέρωσης, ωστόσο αφήνει ερωτηματικά σχετικά με το πόσο πραγματικά είναι ταιριαστή με την μεγάλη ποικιλία των «επενδυτικών προσωπικοτήτων». Το μέλος οφείλει να ελέγχει την εμπειρία και τη γνώση του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό χώρο, την χρηματοοικονομική του κατάσταση, τους επενδυτικούς του στόχους, την προσωπικότητα του και να προτείνει ταιριαστές προτάσεις για την κάθε ξεχωριστή περίπτωση του επενδυτή. Αυτές οι πληροφορίες υποδεικνύουν την καταλληλόλητα της υπηρεσίας σε σχέση με τον κάθε επενδυτή, ενώ ειδικότερα στον έλεγχο συμβατότητας, το μέλος ζητά από τον επενδυτή ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις επενδυτικές του γνώσεις ώστε να συμπεράνει με ποιον τρόπο μπορεί να υποδείξει την ακαταλληλότητα της υπηρεσίας προς το πρόσωπο του.[1] Η πρακτική των τραπεζών να ενημερώσουν τον πελάτη για τους κινδύνους με βιαστικό και πρόχειρο τρόπο, ειδικά όταν περιέχονται δυσνόητοι επενδυτικοί όροι αποτελεί παραβίαση του νόμου ν. 4514/2018 (άρθρο 24 παρ.5) , παρά το γεγονός ότι ορίζει πως η πληροφόρηση μπορεί να είναι τυποποιημένη, ουδέποτε όμως βιαστική.
Ειδικότερα, σε πλείστες περιπτώσεις τα ραντεβού με τους υπαλλήλους της Τράπεζας διαρκούν λίγα λεπτά, οι όροι μελετώνται εν τάχει, ενώ πολλές φορές η ενημέρωση έπεται της υπογραφής της υπηρεσίας υπό μορφή προτυποιημένων συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και παραλαβής δελτίων πληροφόρησης πελατών. Επιπρόσθετα, η Τράπεζα μνημονεύει συνήθως στις ανωτέρω προτυποποιημένες συμβάσεις πως υπό προϋποθέσεις απαλλάσσονται από την ευθύνη έρευνας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός πελάτη τους.[2] Ναι μεν ο νόμος επιτρέπει την προτυποποιημένη παράδοση ενημέρωσης, για την ταχύτητα των συναλλαγών, και την αναγνώρισης πως η Τράπεζα συμβάλλεται με χιλιάδες πελάτες καθημερινώς και είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η διαπραγμάτευση με κάθε πελάτη ξεχωριστά, ωστόσο απαγορεύει την μονομερή, μη αντικειμενική προσυμβατική ενημέρωση, η οποία δεν καλύπτεται από την έγγραφη ενημέρωση, χωρίς καμία απολύτως ή ελάχιστη προφορική επεξήγηση του βαθμού και της έκτασης του κινδύνου που επρόκειτο να αναλάβει.
Οι ευρωπαϊκές Οδηγίες, που μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη, αποβλέπουν μεν στη μέγιστη εναρμόνιση των Κρατών μελών, υπό την έννοια της απαγόρευσης θέσπισης από τα κράτη μέλη πρόσθετων υποχρεώσεων σε βάρος των ΕΠΕΥ, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, πλην δεν εξαντλεί όλα τα ζητήματα, όπως συμβαίνει επί παροχής από ΕΠΕΥ τυποποιημένης πληροφόρησης, την οποία ο πελάτης δεν είναι σε θέση να αναγνώσει ή κατανοήσει, διότι έχει περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, οπότε έρχεται σε συμπλήρωση το εθνικό δίκαιο και η εφαρμογή της γενικής αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής (άρθρο 288 ΑΚ). Με βάση την αρχή αυτή η τράπεζα δεν θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άρθρα 24 και 25 του ν. 4514/2018 με μόνη την παροχή στον επενδυτή τυποποιημένης ενημέρωσης,[3] όταν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες επιβάλλεται και η προφορική και αναλυτική ενημέρωση του επενδυτή. Η προφορική ενημέρωση να συγκεντρώνει όλα τα ως άνω κατά τον νόμο στοιχεία και δεν αναπληρώνεται ούτε συμπληρώνεται από την τυποποιημένη ενημέρωση, πολύ περισσότερο στην περίπτωση που ο επενδυτής αδυνατεί για λόγους αντικειμενικούς να αναγνώσει ή κατανοήσει τους όρους της επένδυσης και εύλογα αρκείται και δείχνει εμπιστοσύνη στην προφορική πληροφόρηση. Συνεπώς, επί ταυτόχρονης παροχής τυποποιημένης και προφορικής ενημέρωσης, χωρίς τη διευκρίνηση ότι η τελευταία περιορίζεται σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή στοιχεία της επένδυσης, δεν θεωρείται πως καλύπτεται η υποχρέωση πληροφόρησης.
Η ανωτέρω διάταξη εισάγει την αρχή της διαφύλαξης των συμφερόντων του πελάτη, που υπαγορεύει προς τα μέλη, όταν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες[4], συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών εντύπων, οι πληροφορίες αυτές, αφενός, να διευκρινίζουν α) τον βαθμό επικινδυνότητας της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, β) τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της, γ) την αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, δ) την ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων [5]προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.
___________________________________________________________________
[1] Εάν ο επενδυτής δεν παράσχει πληροφορίες σχετικά με την γνώση του, ή εάν οι πληροφορίες κριθούν ανεπαρκείς, το μέλος οφείλει να τον προειδοποιήσει πως η απόφαση που θα ληφθεί σχετικά με την ακαταλληλότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας δεν θα είναι πλήρης (Οδηγία 2004/39/ΕΚ, άρθρο 19)
[2] Προτυποιημένη ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ της NBG Securities «……επί μη πολύπλοκων Χρηματοπιστωτικών Μέσων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 25 παρ. 6 του Ν.3606/2007 και στο άρθρο 15 της υπ’ αριθμ. 1/452/2007 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Εταιρία δεν υπόκειται στις νόμιμες διατάξεις περί ελέγχου συμβατότητας, ήτοι δεν υποχρεούται να εκτιμά κατά πόσο η εκάστοτε σχεδιαζόμενη υπηρεσία ή το Χρηματοπιστωτικό Μέσο είναι κατάλληλο για τον Πελάτη, λαμβανομένων υπόψη των γνώσεων και της εμπειρίας του στον αντίστοιχο επενδυτικό τομέα. Ο Πελάτης δηλώνει ότι έλαβε γνώση των μη πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως αυτά διαλαμβάνονται αναλυτικά στο Παράρτημα III της Σύμβασης, και γνωρίζει και αποδέχεται ότι οι επ’ αυτών υπηρεσίες εκτέλεσης ή λήψης και διαβίβασης εντολών του εκ μέρους της Εταιρίας θα παρέχονται σε αυτόν χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της συμβατότητάς τους, καθώς και ότι, ως προς αυτές τις υπηρεσίες, δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς της Εταιρίας.»
[4] Σημειωτέον προβλέπεται υποχρέωση των ΑΕΠΕY παροχής ειδικής πληροφόρησης; σε περίπτωση που επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται µαζί µε άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως µέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.
[5] Όπου «µειονεκτούν πρόσωπο» σηµαίνει κάθε πρόσωπο του οποίου οι προοπτικές είναι αισθητά µειωµένες, εξαιτίας ενός προσηκόντως; αναγνωρισμένου σωµατικού ή πνευµατικού µειονεκτήµατος. «Ευπρόσβλητο πρόσωπο» χαρακτηρίζονται οι ευπαθείς κοινωνικές οµάδες.