Δειλά – δειλά στην αρχή, πιο έντονα στη συνέχεια ξεκίνησα το δύσκολο αλλά και γοητευτικό συνάμα ταξίδι μου στην πολιτική σκηνή της Κέρκυρας με το άρμα του ψηφοδελτίου της Ν.Δ.
Άκουσα πολλά
Στην αρχή άκουσα πολλά: Τι θέλει πάλι μία γυναίκα καλλιτέχνης, μία γλύπτρια και κατεβαίνει στην πολιτική να ζητήσει την ψήφο μας! Ποια είναι αυτή, που την ξέρουμε, που μας ξέρει, δεν ήρθε σε πανηγύρια, σε παρελάσεις, σε γάμους ή βαφτίσια, σε τελετές. Τι θα κάνει τώρα μία γυναίκα γλύπτρια, εδώ ξέχασαν τον Καποδίστρια, τι θέλει τώρα με το άγαλμά του να μας δείξει.
Κάποιοι αγανακτισμένοι άρχισαν να κτυπούν το χέρι τους στο τραπέζι, φωνάζοντας: Μας ξέχασαν όλοι, ξέρεις ποιος είμαι εγώ, με εικοσαετή προσφορά στο κόμμα και στην περιοχή μου. Κάποιοι άλλοι έγραψαν με περίσσιο θράσος ακόμη και κάτω από άρθρο που δημοσίευσα σε τοπική εφημερίδα … Θα είχες δικαίωμα να είσαι υπερήφανη, αν η κυβέρνηση που κατεβαίνεις ως υποψήφια, όλα αυτά που τα αναφέρεις ως εξαγγελίες, είχαν υλοποιηθεί στα χρόνια κυβέρνησης της ΝΔ… Ακόμη, σε σχόλια αναφέρουν ότι ελάχιστοι ψηφίζουν μια γυναίκα καλλιτέχνη εδώ στην Κέρκυρα…
Ποια μπορεί να είναι η απάντηση;
Αναρωτήθηκα, ποια μπορεί να είναι η απάντηση; Πρέπει να απαντήσω πολιτικά; Να τους αγνοήσω; Όχι, σκέφθηκα. Η μόνη απάντηση μπορεί να είναι μέσα από την τέχνη, τον πολιτισμό, τους στίχους του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, όπου με τίτλο «ΠΑΤΡΙΔΕΣ» γράφει:
Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία,
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι,
κυλάει· κι είναι στα βάθη της ψυχής μου,
τόποι πανάρχαιοι κι ασάλευτοι…
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του απείρου…
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά!
Στοιχεία αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων…
Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων…
Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο,
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τ’ είμαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβόλοαπάνου,
που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια…
Θάνος Χρήστου
Όπως, ακόμη, γράφει ο υπέροχος και ζωντανός στη μνήμη όλων, καθηγητής της ιστορίας της τέχνης, Θάνος Χρήστου: «Προνομιακός και ανεξάντλητος σε καλλιτεχνικές δυνάμεις χώρος η Κέρκυρα, κύτταρο δημιουργίας και πνευματικής ανάτασης… Με αναζητήσεις που ξεπερνούν τα όρια του μικρού αυτού νησιού, ανέδειξε τους πρώτους γλύπτες της νεοελληνικής τέχνης, στήριξε τη ζωγραφική, γαλούχησε τους πρώτους χαράκτες… Η δημιουργία το 1811 της πρώτης Σχολής Καλών Τεχνών από τον Παύλο Προσαλέντη τον πρεσβύτερο, η μετατροπή σε δημόσια από τους Άγγλους το 1815 είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των πρώτων νεοελλήνων γλυπτών, τη συστηματική ενασχόληση των δημιουργών με την κοσμική ζωγραφική και τη χαρακτική…»
Κέρκυρα μοναδική
Κέρκυρα της μουσικής, της τέχνης και του πολιτισμού, ανεξάντλητη σε υπέροχα πνεύματα και μεγάλες προσωπικότητες.
Όταν την χειμαζόμενη από τον οθωμανικό ζυγό ηπειρωτική Ελλάδα, σκέπαζε η σκλαβιά και το σκοτάδι, εδώ άνθιζε η αναγέννηση, γεννήθηκε το πρώτο νεοελληνικό κράτος, μεγαλούργησε η Ορθοδοξία. Εδώ «έσμιγε η Ανατολή με ένα φιλί τη Δύση».
Δεν μας ταιριάζει ο πολιτικός φανατισμός, η πολιτική μισαλλοδοξία
Δεν ταιριάζει σε μας τους Κερκυραίους και τις Κερκυραίες, ο πολιτικός φανατισμός, το σκοτάδι των ύβρεων και της πολιτικής μισαλλοδοξίας.Μας ταιριάζουν οι αιώνιες περιγραφές του Ομήρου, που γράφει για τους Φαίακες:
…Ήρθε στου Αλκίνου τ’ ακουστά παλάτια κι ο Οδυσσέας, κι ο νους του σάστιζε πρίν πάει στα χαλκωτά κατώφλια` τι σα φως ήλιου ή φεγγαριού στα μάτια του φαινόταν του Αλκίνου του τρανόκαρδου το θεόρατο παλάτι… Χαλκένιοι τοίχοι στέκονταν απ’ το κατώφλι ως μέσα στα βάθια και ζωνόντανε με λαζουρί στεφάνι` θύρες χρυσές σφαλνούσανε το στεριωμένο χτίριο, με παραστάτες αργυρούς στο χαλκωτό κατώφλι, με ανώφλι, ολάργυρο κι αυτό και με χρυσή κρικέλα… Τι όσο περνούν οι Φαίακες στον κόσμο όλους τους άλλους σε καραβιού κυβέρνημα, τόσο πιδέξιες είναι στο φάδι κι οι γυναίκες τους, που η Αθηνά να φτιάνουν ώρια δουλειά τις έμαθε, και νου λαμπρό έδωσέ τους… Τέτοια οι θεοί χαρίζανε λαμπρά του Αλκίνου δώρα…
Και τ’ είμαι εγώ;
Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβόλο απάνου, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια…
Αυτή και μόνον αυτή μπορεί να είναι η απάντησή μου!