Πανηγυρικός εορτασμού 21ης Μαΐου 2023
Κατά την τελική φάση του Eνωτικού Aγώνα, η Δημόσια Εκπαίδευση του βρετανικού προτεκτοράτου «Ενωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων» ενεπλάκη στη δίνη του κυρίως με την αντιπαλότητα γι’ αυτήν των δυο πολιτικών σωμάτων, που συγκροτούσαν Έλληνες αντιπρόσωποι: της Ιονίου Γερουσίας και της Ιονίου Βουλής, καθώς σποραδικές ήταν οι αντιδράσεις διδασκόντων και διδασκομένων. Γι’ αυτό, σήμερα, θα εστιάσουμε την διερεύνηση των παραγόντων και των προϋποθέσεων, μέσω των οποίων εκφράστηκε ο μεταξύ τους ανταγωνισμός στις πέντε από τις έξι Ιόνιες Γερουσίες και Βουλές, που συγκροτήθηκαν στο διάστημα των δεκαέξι χρόνων που χωρίζουν τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1848 και 1849 με την Ένωση το 1864, καθώς η τελευταία συγκρότησή τους (Δέκατη τρίτη Γερουσία και Δέκατη τρίτη Βουλή) δεν παρουσιάζει σχετικό ενδιαφέρον.
Πριν αναφερθούμε στα γεγονότα, πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένες ασάφειες που αφορούν αυτά τα σώματα και δημιουργήθηκαν από την πρώτη ελληνική μετάφραση του Ιονικού Συντάγματος του 1817. Ενώ στο ιταλικό και στο αντίστοιχο αγγλικό κείμενο δεν υπάρχουν παρανοήσεις ως προς την ορολογία, η ελληνική μετάφραση δημιουργεί προβληματισμούς. Αυτοί προκαλούνται από την έλλειψη ελληνικής πολιτικής ορολογίας στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και από την εμμονή του μεταφραστή Παύλου Πετρίδη σε μια άκαμπτη ψευτοκοραΐζουσα ελληνική γλώσσα. Έτσι, έως την ελληνική μετάφραση του μεταρρυθμισμένου συντάγματος του 1855 από τον Μιχαήλ Στεφ. Ιδρωμένο, που εξάλειψε τα προβλήματα, ήταν σε χρήση στα δημόσια έγγραφα οι εξής όροι, οι οποίοι δημιουργούν σύγχυση:
1) Βουλή (Senato): πρόκειται για την εξαμελή Γερουσία, που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία,
2) Νομοθετική Συνέλευση (Assemblea Legislativa): πρόκειται για τη Βουλή, που την συγκροτούσαν σαράντα δυο αντιπρόσωποι εκλεγόμενοι με όχι πάντα αδιάβλητες εκλογές.
3) Ιονικόν Κοινοβούλιον (Parlamento Jonio): πρόκειται για σώμα ειδικής σύνθεσης, που προέκυπτε με την κοινή συνεδρία Γερουσίας και Βουλής.
Στη μετάφραση του 1818 ο Πετρίδης παρουσιάζεται ως να παρασύρεται από τις νομοθετικές αρμοδιότητες της προηγουμένης Επτανησιακής Γερουσίας (1800-1815). Mε δεδομένη όμως την τυφλή προσήλωσή του στο καθεστώς, είναι πιθανότερο να ήθελε να συσκοτίσει και να «νομιμοποιήσει διά του ονόματος» την περίεργη μείξη των εξουσιών που επεδίωξε το προτεκτοράτο, γιατί ο αναγνώστης του συνταγματικού κειμένου αμέσως κατανοεί ότι αληθής διάκριση των εξουσιών δεν υπήρξε, αλλά, αντίθετα, επικρατούσε σύγχυση των αρμοδιοτήτων τους.
Η Γερουσία, συμμετείχε στο νομοθετικό έργο (έχοντας το δικαίωμα, όταν η Βουλή σχόλαζε, να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα-Atti di Governo), μάλιστα με τη συνεργασία του Αρμοστή, με αυθαίρετη ερμηνεία του Συντάγματος. Επίσης, παρενέβαινε στο έργο της Δικαιοσύνης και με την έγκρισή του διόριζε τους δικαστές όλων των βαθμίδων, όπως άλλωστε και τους Επάρχους και τους υπαλλήλους του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των καθηγητών του Πανεπιστημίου, του Ιεροσπουδαστηρίου και του Κολλεγίου, και των διδασκάλων των δευτεροβάθμιων και προκαταρκτικών σχολείων.
Ο Αρμοστής, παράλληλα, είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να διορίζει τους εκπροσώπους του Τοποτηρητές, σε κάθε «ομόσπονδη κυβέρνηση». Με δεδομένη την ανάμειξη του στην επιλογή των Γερουσιαστών και στην άσκηση των καθηκόντων τους, η «Ιόνιος Γερουσία» τυπικά ήταν αντιπροσωπευτικό σώμα και φυσικά καθόλου ανεξάρτητο. Στην ουσία εκτελούσε έργο διεκπεραιωτή των αποφάσεων του προτεκτοράτου και του Αρμοστή, ο οποίος, μάλιστα, είχε την επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα της άσκησης veto στις Πράξεις της Γερουσίας, του Κοινοβουλίου και της Νομοθετικής Συνέλευσης. Γι’ αυτό, κατά τον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο, «[…] ο υπάλληλος ούτος, όστις εκαλείτο Λόρδος Μέγας Αρμοστής, ήτο η μόνη γενέτειρα και παραγωγός και απορροφητική αρχή όλων των λοιπών της Επτανησιακής Πολιτείας εξουσιών […]», η δε Γερουσία ήταν «[…] η πολύμορφος προσωπίς εν ονόματι και όπισθεν της οποίας υπεκρύπτετο ο Αρμοστής και ενήργει, όσα εκείνη εφαίνετο ότι απεδέχετο και έπραττε[…]». Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι η οποιαδήποτε αντιπαράθεση Γερουσίας και Βουλής ουσιαστικά ήταν αντιπαράθεση απόψεων προτεκτοράτου και αντιπροσώπων των νησιών. Με δεδομένη, επίσης, τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου (μετά το 1848) από αντιπροσώπους που ανήκαν στο κόμμα εξουσίας, «μεταρρυθμισταί», στο κόμμα αρχών, «ριζοσπάσται», και στο πολιτικό μόρφωμα που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των υποστηρικτών του προτεκτοράτου, είναι επίσης φανερό ότι η αντιπαράθεση γινόταν σε δυο φάσεις: μια εντός του Κοινοβουλίου, κυρίως μεταξύ αντιπολιτευομένων ριζοσπαστών και συμπολιτευομένων μεταρρυθμιστών (περισσότερο με την πτέρυγα του Πέτρου Βράιλα-Αρμένη, λιγότερο με την πτέρυγα του Ανδρέα Μουστοξύδη) και μια άλλη μεταξύ Γερουσίας και Βουλής, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο της οποίας μετείχαν εκπρόσωποι και των δυο κομμάτων.
Πριν όμως οι γαιοπολιτικοί σχεδιασμοί του Υπουργείου Αποικιών και Πολέμου της Μεγάλης Βρετανίας επιτρέψουν τις Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1848 (που αφορούσαν την Ελευθεροτυπία και το «Συνέρχεσθαι και Συνεταιρίζεσθαι», και οδήγησαν στην δημιουργία των κομμάτων), υπήρξε μια γόνιμη εποχή κατά την οποία οι αρμοδιότητες του Αρμοστή ασκήθηκαν σύμφωνα με το πνεύμα της ιδρυτικής Συνθήκης των Παρισίων του 1815, και τις προϋποθέσεις, που είχε υποδείξει κατά τις συνεδρίες στη Βιέννη και στο Παρίσι ο Ιωάννης κόμης Καποδίστριας.
Πρόκειται για την αρμοστεία (Αύγουστος 1832 – Μάρτιος 1835) του βαθύτατα καλλιεργημένου, φιλέλληνα, φιλάνθρωπου και φιλελεύθερου βαρώνου του Νιούτζεντ, ο οποίος αντίθετα με τους προκατόχους του Μαίτλαντ και Άνταμ ήταν πολιτικός, Λόρδος Σύμβουλος του Θησαυροφυλακίου και δεν ήταν ούτε Τόρρυ ούτε στρατιωτικός. Οι συνεπείς προς τις προκηρύξεις του πρωτοβουλίες για δικαιοσύνη, αμεροληψία και ευημερία, η όλη διαχείριση του αξιώματός του και οι φιλοφρονήσεις στον διερχόμενο από την Κέρκυρα βασιλέα Όθωνα (18-22 Ιανουαρίου 1833), επανέφεραν τις ελπίδες των Επτανησίων για την εκπλήρωση των εθνικών πόθων και δρομολόγησαν πολιτικές εξελίξεις. Το Ιόνιον Κράτος πέρασε από την αστυνομοκρατούμενη κοινωνία στην ελευθεριότητα, από τον αναθεματισμό της Ελληνικής Επανάστασης στην αποκατάσταση των Ιονίων αγωνιστών της, από την αδιαφορία για το ελληνικό παρελθόν στην ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου για την φύλαξη των ευρημάτων της Παλαιόπολης και του Βίδου, από τις απροσπέλαστες εκδόσεις του κρατικού τυπογραφείου στη δημοσίευση συγγραμμάτων, στην έκδοση των περιοδικών «Ιόνιος Ανθολογία» και «Τετραφαρδίνιος Αποθήκη», από τον παραγκωνισμό της Ελληνικής γλώσσας στην παλινόρθωσή της στη διοίκηση, τις εκδόσεις και την εκπαίδευση και από την εξάλειψη των δυνατοτήτων για μεγάλους σχεδιασμούς για τη δημόσια εκπαίδευση στην διαρκή προτροπή γι’ αυτούς και στην τοποθέτηση του (συνεργάτη του Κυβερνήτη Καποδίστρια) Ανδρέα Μουστοξύδη ως Προέδρου της Γενικής Επιτροπής Δημόσιας Εκπαίδευσης. Με την παραίτηση και την αντικατάστασή του από τον Ντάγκλας μετά την επάνοδο των Τόρρυς στην εξουσία, ο Νιούτζεντ άφησε πλεόνασμα στο δημόσιο ταμείο 700 χιλιάδες τάλιρα και την γεωργία και το εμπόριο στην καλύτερη κατάσταση που βρέθηκαν ποτέ.
Τον καθένα μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μνημεία για τον Νιούτζεντ, όπως και για τον Σίτον ή τον Γκλάντστον, ενώ υπάρχουν για τους αυστηρούς αρμοστές Μαίτλαντ, ΄Ανταμ, Ντάγκλας και Ουόρντ. Η περίπτωση μάλιστα του Νιούτζεντ είναι οδυνηρή εκτός από το ιδεολογικό και στο καλλιτεχνικό πεδίο καθώς η προτομή του (έργο του Προσαλέντη) απομακρύνθηκε από την περίοπτη θέση της στην κλίμακα των Ανακτόρων των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου και αντικαταστάθηκε από άλλο συντριπτικής ανισότητας ως ιστορικό και καλλιτεχνικό έργο.
Στο πεδίο της Δημόσιας Εκπαίδευσης, και ειδικότερα στον χώρο της Ιονίου Ακαδημίας, οι αντιδράσεις διδασκόντων και διδασκομένων δεν είχαν πολιτική μορφή. Τα γεγονότα του Μαΐου 1837 προκλήθηκαν από την δυσαρέσκεια για τις απουσίες του Ανδρέα Κάλβου στις παραδόσεις της Φιλοσοφίας. Ενώ με τους πανηγυρισμούς του Μαΐου 1849 για την επανάληψη των παραδόσεων στην Ιατρική σχολή στα Ελληνικά από τον καθηγητή της Παθολογίας Σπύρο Αρβανιτάκη , «Ζήτω το Ελληνικόν Έθνος, Ζήτω η εθνική γλώσσα» εκφράστηκε «…η αγαλλίαση και η ευχαρίστησις των μαθητών (καθώς)….Ανέκφραστος είναι η εντύπωσις ην έκαμεν ο ήχος της φίλης Ελληνικής φωνής εις τα ώτα της ενθουσιώσης νεολαίας μας». Μόνον το επεισόδιο της 22ας Μαρτίου 1864 στο Ιονικό Γυμνάσιο βρίσκουμε αντιβρετανικές εκδηλώσεις, αλλά αυτό ξεκίνησε ως αντίδραση στον διευθυντή Β. Μπέικερ και πραγματοποιήθηκε με την Ένωση ήδη ψηφισμένη.
Τα γεγονότα που πρέπει να μας απασχολήσουν ξεκινούν από την Ογδόη Βουλή (1845-1849) και ολοκληρώνονται με την Δωδεκάτη (Φεβρουάριος 1862-Σεπτέμβριος 1863). Η αντιπαράθεση εκτάθηκε σε ευρύτατες ενδοκοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές συζητήσεις, και στις δημοσιεύσεις άρθρων σε εφημερίδες, περιοδικά και ειδικά συγγράμματα, επωνύμως και ανωνύμως, ενώ ήπιων γενικώς τόνων ήταν η ανταλλαγή απόψεων και η όποια αντίθεση των «Αρχόντων της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» (Στέφανου Παδοβά, 1852, Ναπολέοντα Ζαμπέλη, 1857, Ανδρέα Μουστοξύδη, 1857, Ιωάννη Οικονομίδη, 1860, Αντώνιου Πολυλά, 1862) με την προϊσταμένη τους Γερουσία.
Από τα δημοσιεύματα κεντρική θέση κατέχει το σύγγραμμα του πρώην ριζοσπάστη βουλευτή Ερμάννου κόμη Λούντζη, «Περί της εν Επτανήσω διοργανώσεως της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Αθήναι 1857)», το οποίο κυκλοφόρησε στα νησιά λίγο πριν την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του «Άρχοντος της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» από τον Ανδρέα Μουστοξύδη. Σε αυτό δεν περιλαμβάνονταν μόνο οι προσωπικές απόψεις του πρώην βουλευτή για τη μέθοδο, τη διάρκεια, τα επίπεδα και τα αντικείμενα διδασκαλίας, αλλά διατυπώνονταν, χωρίς τις κοινοβουλευτικές δεσμεύσεις, οι απόψεις των ριζοσπαστών για την «[…] πολλαπλασίασιν των σχολείων, την εισαγωγήν της κατάλληλης μεθόδου και την υποχρεωτικήν διδασκαλίαν […]». Ειδικά για το πανεπιστήμιο, ανέφερε ότι: «[…] Ο γιγνώσκων τα απαιτούμενα εις απαρτισμόν Πανεπιστημίου, νομίζω, ότι ούτε στιγμήν δύναται να φανταστεί να ενιδρύση παρ’ ημίν Πανεπιστήμιον εκτός εάν θέλη να υπάρχει και το όνομα τούτο, τουτέστιν η πλάνη αύτη τόσω μάλλον ολεθρία. Τόσο και της αμαθείας είναι μεγαλυτέρα πληγή και μάλλον επικίνδυνος η ημιμάθεια, οσάκις μάλιστα, συνεχομένη μετά της δοκησισοφίας, λαμβάνει επίσημον κύρος […]». Το κείμενο του Λούντζη, αναλυτικότατο και εμπεριστατωμένο, οπωσδήποτε δυσκόλεψε τη θέση του Μουστοξύδη και της Γερουσίας, καθώς ήταν μια διαρκής πρόκληση των αντιπολιτευομένων για αλλαγές στη δημόσια εκπαίδευση. Αλλά και πάλι η Γερουσία δεν αξιοποίησε καμιά πρόταση, αρκούμενη, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, σε μικρού εύρους εμβαλωματικές λύσεις.
Η «Ενάτη Ελευθέρα των Ιονίων Βουλή», στην οποία οι πολίτες εκπροσωπήθηκαν πλέον από πολιτικά κόμματα και όχι από πολιτικές ομάδες, συγκροτήθηκε με τις εκλογές της 28ης Φεβρουαρίου 1850, σύμφωνα με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις των ετών 1848 και 1849, και υπό το βάρος των γεγονότων της Κεφαλονιάς (τη Μεγάλη Παρασκευή και του Σταυρού) του 1848 και των ακροτήτων των βρετανικών στρατευμάτων κατά την καταστολή της εξέγερσης της Σκάλας, το 1849. Σε αυτό το Κοινοβούλιο, για πρώτη φορά, συμμετείχε το κόμμα των ριζοσπαστών με 11 βουλευτές, ανάμεσα στους οποίους και οι εξορισμένοι Κεφαλλήνες Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος και Ιωσήφ Μομφεράτος. Αν και το κοινοβουλευτικό έργο που είχε να επιτελέσει το Ένατο Κοινοβούλιο, ήταν τεράστιο, καθώς έπρεπε να καλυφθεί μια υπερτριακονταετής άγονη περίοδος (1817-1850), κατά την οποία τα νησιά εκτός της περιόδου Νιούτζεντ είχαν περιέλθει σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο, στις 26 Νοεμβρίου 1850 οι ριζοσπάστες βουλευτές επέλεξαν να συγκρουστούν μετωπικά με τις «αγγλοϊόνιες» αρχές, ψηφίζοντας την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής και την κατασκευή ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια, και καταθέτοντας ψήφισμα με το οποίο διακήρυτταν ότι: «[…] η ομόθυμος, σταθερά και αμετάτρεπτος θέλησις του Επτανησιακού λαού, είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας του και η Ένωσις αυτού με το λοιπόν έθνος του, την απελευθερωμένη Ελλάδα […]». Το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα η διοίκηση του προτεκτοράτου να διατάξει κατά τη διάρκεια της συνεδρίας την άμεση λήξη της περιόδου και την αναβολή των εργασιών για τον Ιούλιο του 1851, ώστε να μην ολοκληρωθεί η ανάγνωση της διακήρυξης και να μην περιληφθεί στα πρακτικά της συνεδριάσεως.
Την 25η Απριλίου 1851 παραιτήθηκε από το αξίωμά του ο συντηρητικός Πρόεδρος της Γερουσίας Δημήτριος κόμης Σολωμός, αδελφός του ποιητή, διαφωνώντας για τον τρόπο με τον οποίο η Αρμοστεία κλιμάκωνε τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Η παραίτηση επιτάχυνε τις διαδικασίες και στις 10/22 Δεκεμβρίου 1851 ο Ουόρντ διέλυσε τη Bουλή και προκήρυξε εκλογές, ενώ παράλληλα εξήγγειλε μεταρρυθμίσεις «[…] διά την παύσιν των διενέξεων μεταξύ Βουλής και Γερουσίας […]». Κατά τη διάρκεια αυτής της βουλευτικής περιόδου τα εκπαιδευτικά δεν είχαν ακόμη ενταχθεί στα αντιπολιτευτικά σχόλια. Οι μεταρρυθμιστές της πτέρυγας Βράιλα ασκώντας ήπια αντιπολίτευση στην πρόταση της Γερουσίας για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έγραφαν στην εφημερίδα τους «Πατρίς»: «…Ο διοργανισμός της προκαταρκτικής και της δευτερευούσης παιδείας, κατά σχέδιον ευρύτερον και λογικότερον δύναται να προμηθεύση δωρεάν εις τα τέκνα του λαού την ανατροφήν, την οποίαν η κοινωνία, ως φιλόστοργος μήτηρ οφείλει τοις πάσι αδιακρίτως, μέλλει να απαιτήση κεφάλαια διπλάσια ή τριπλάσια των νυν εις τούτο δαπανωμένων. Διότι πρέπει να πολλαπλασιασθώσι τα σχολεία, να παρασκευασθώσι οι υπάλληλοι και προ παντός να πληρωθούν εις τρόπον ώστε να μη λιμοκτονώσιν ως πολλάκις συμβαίνει […]». Μόνος ο Κερκυραίος Ιωάννης Βαπτιστής Δελβινιώτης, ο οποίος, μάλιστα, είχε διετελέσει και καθηγητής Φυσικής του Ιονικού Πᾳνεπιστημίου, χαρακτήριζε στα κείμενά του το ανώτατο ιονικό εκπαιδευτικό ίδρυμα «Τοπικόν κατάστημα της Κερκύρας». Όσο και να είχε ενοχληθεί από την άρνηση του Αρμοστή (διά της Γερουσίας) να του επιτραπεί να παραδώσει, χωρίς αμοιβή, μαθήματα Ιστορίας της Ιατρικής, με το αιτιολογικό ότι «[…] ηδύνατο εκ τούτου να προκληθώσιν άτοπα […] λόγω των αναφορών του εις τους αρχαίους Έλληνας ιατρούς…», η καταχώριση των καυστικών χαρακτηρισμών στην «Πατρίδα» δείχνει τουλάχιστον την έλλειψη συντονισμού στη στάση των μεταρρυθμιστών αυτή την εποχή απέναντι στο Ιονικό Πανεπιστήμιο.
Σε αυτό το κλίμα κινήθηκε και η ζακυνθινή εφημερίδα τους Το Μέλλον, όπου σε άρθρο της, ένα μήνα αργότερα, μετά την επισήμανση ότι η εκπαίδευση πάσχει, προτάθηκαν η κατάργηση του Πανεπιστημίου και του Ιεροσπουδαστηρίου, και δραστικότατες αλλαγές στη δημόσια εκπαίδευση, Συμπαγής και δυναμική η αρθρογραφία των ριζοσπαστών διαπίστωνε από τις στήλες της δικής τους εφημερίδας Φιλελεύθερος: «[…] εγκαθιδρύθησαν τάχα πανεπιστήμια και σχολεία με πομπώδη προγράμματα και κανονισμούς και εν τοσούτω απέμενον πάντοτε κενά από μαθήματα και καθηγητάς. Η νεολαία περιήρχετο τας Ακαδημίας της Ευρώπης, η δημοτική εκπαίδευσις ευρίσκετο παντελώς παρημελημένη και ένεκα των από σκοπού παρεμβαλλομένων προσκομάτων, εις αθλιεστάτην κατάστασιν. Και όμως το δημόσιον ταμείον κατεξόδευεν, εφόσον εφαίνετο, υπέρογκα ποσά […]».
Στις 14/26 Φεβρουαρίου 1853 εγκαταστάθηκε η Δεκάτη Βουλή, καρπός των μόχθων του Αρμοστή, καθώς η καλπονοθεία, η βία και η αυθαιρεσία έδωσαν την πλειοψηφία στους μεταρρυθμιστές της πτέρυγας του Βράιλα-Αρμένη, που είχαν πεισθεί να συνεργαστούν, ύστερα από τις υποσχέσεις του προτεκτοράτου, για ευρύτερες μεταρρυθμίσεις. Το πολιτικό κλίμα διαφαινόταν καλό, γι’ αυτό στην απάντηση της Βουλής στο Διάγγελμα του Αρμοστή (το οποίο, σύμφωνα με την ΟΣΤ΄ Πράξη, διαβάστηκε στα ελληνικά από τον πρόεδρο του σώματος Πέτρο Βράιλα-Αρμένη) έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην Παιδεία: «[…] η ανάγκη της μεταρρυθμίσεως του συστήματος της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, κατέστη πασίδηλος. Αι εις τα τελευταία έτη αλληλοδιαδόχως γενόμεναι επ’ αυτού μεταβολαί συνέτεινον προς το χείρον μάλλον ή προς βελτίωσιν […]». Αλλά η απουσία των κρατουμένων στην εξορία ριζοσπαστών βουλευτών, οι αντιδράσεις των ριζοσπαστών και της φιλελεύθερης πτέρυγας των μεταρρυθμιστών του Μουστοξύδη και το γενικότερο κλίμα απροθυμίας για συνεργασία, οδήγησαν τον Αρμοστή στο κλείσιμο της Βουλής. Δύο ημέρες πριν από τη λήξη του τριμήνου, επέτρεψε τη λειτουργία και πάλι, αλλά το ίδιο βράδυ πυρκαγιά αποτέφρωσε το βουλευτήριο, γι’ αυτό οι εργασίες επανελήφθησαν στην έδρα της Προστασίας, στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, στη μικρή αίθουσα του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαιοσύνης, που ήταν χωρίς θεωρεία, γεγονός που δεν επέτρεπε στους πολίτες να παρακολουθήσουν τις συνεδριάσεις. Με τον συνασπισμό των αντιπολιτευομένων (ριζοσπαστών και φιλελευθέρων μεταρρυθμιστών, της πτέρυγας Μουστοξύδη) το Δέκατο Κοινοβούλιο απέρριψε τις προτεινόμενες από τη Γερουσία (και τον Αρμοστή) μεταρρυθμίσεις και κατέλαβε θέση στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού υποδεικνύοντας τρόπους με τους οποίους μια συνεπής στις θέσεις της αντιπολίτευση μπορεί να ανατρέψει ισχυρές κυβερνητικές προτάσεις. Έκτοτε οποιαδήποτε σχετική πρόταση της Προστασίας θα έχει την ίδια τύχη, καθώς θα θεωρείται «ως παραλύουσα τους εθνικούς πόθους».
Η Δεκάτη Βουλή είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα. Το επιτακτικότερο ήταν η κρατική οικονομική δυσπραγία, αφού σύμφωνα με την ομολογία του Γενικού Θησαυροφύλακα Μπέικερ (Henry Baker), το Δημόσιο Ταμείο είχε 34 στερλίνες, γεγονός που ανάγκαζε την κυβέρνηση να καταφύγει στον δανεισμό από τους τραπεζίτες του Σίτυ με οποιουσδήποτε όρους. Προβλήματα, επίσης, δημιουργούσε, με αφορμή την υπόθεση Πατσίφικο (David Pacifico), ο ναυτικός αποκλεισμός των ελληνικών λιμένων και παραλίων από τον υπό τον ναύαρχο Πάρκερ (Sir William Parker, 1st Baronet, of Shenstone) βρετανικό στόλο, που κατέστρεφε τα ελληνικών συμφερόντων ναυτεμπορικά δίκτυα, υπέρ των βρετανικών και ο πόλεμος Ρωσίας και Τουρκίας στην Κριμαία, που απαγόρευε τον εφοδιασμό των νησιών με σιτηρά και περιόριζε την ιονική ναυτιλία. Παράλληλα, το ωίδιο συνέχιζε να καταστρέφει τα σταφιδάμπελα, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται επιδημίες: πρώτα η χολέρα στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, και στη συνέχεια η ευλογιά στα άλλα νησιά. Η κατάσταση αυτή εξαθλίωσε και απέλπισε σε αφάνταστο βαθμό τον αγροτικό και τον εργατικό πληθυσμό, προκάλεσε δε μεγάλη δυσφορία στον υπόλοιπο. Στη συνεδρίαση της 11ης/23ης Ιουλίου 1852, κατά τη συζήτηση σύναψης δανείου για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών, ο Λομβάρδος, με μια πρωτοφανή αντιπολιτευτική χειρονομία, πρότεινε τον έλεγχο και τη δραστική μείωση των δαπανών με την κατάργηση, ως ανώφελων ή ελάχιστα αναγκαίων, των κρατικών ατμοπλοίων και του Πανεπιστημίου, «[…] το οποίον δι’ έλλειψιν των αναγκαίων βοηθητικών μέσων στρεβλώνει τον νουν των μαθητών. Κατά τους παρελθόντας χρόνους η Ακαδημία ωφέλησεν μεγάλως […]. Σήμερον όμως, ας το είπωσιν αυτοί οι καθηγηταί, ουδεμίαν δύναται να παρέξη ωφέλειαν, αφού διδάσκεται η φυσιολογία χωρίς πειράματα, η ανατομία χωρίς πτώματα, η κλινική χωρίς ασθενείς […]». Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορικό στο Μόναχο, ο Λομβάρδος δεν είχε συναισθηματικούς δεσμούς με την Ιόνιο Ακαδημία. Γι’ αυτόν ο ψυχρός πολιτικός υπολογισμός για τα πολιτικά οφέλη που θα είχε το κόμμα του από την πολεμική εναντίον ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, το οποίο θεωρούσε ελάχιστα ελληνικό, ήταν θεμιτός.
Στις απόψεις αυτές αντέδρασε ο Κερκυραίος, τότε μεταρρυθμιστής βουλευτής, Στέφανος Παδοβάς, απόφοιτος της Ιονίου Ακαδημίας, προβάλλοντας τον εαυτό του ως το αποτέλεσμα των ευεργεσιών της. Η σφοδρότητα των απόψεων του Παδοβά ανάγκασε τον Ζακύνθιο ριζοσπάστη Ερμάννο κόμη Λούντζη να εξηγήσει ότι η αναφορά του Λομβάρδου δεν είχε κάτι το προσωπικό και η περίπτωση Παδοβά «[…] ανήκει εις άλλην εποχήν κατά την οποίαν η εκπαίδευσις εν Επτανήσω ήκμαζεν και με πολύ μικροτέραν δαπάνην παρείχε πραγματικάς ωφελείας […]». Στη συζήτηση ενεπλάκη ο επίσης Κερκυραίος μεταρρυθμιστής καθηγητής του Πανεπιστημίου Άγγελος Κογεβίνας, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι αυτή την εποχή μεταξύ των φοιτητών της Ακαδημίας υπήρχαν «[…] έντιμοι νέοι και πεπαιδευμένοι τόσον ώστε να συγκριθώσι με τους σπουδάσαντες εις τα λαμπρότερα της Ευρώπης πανεπιστήμια […]». Στη συζήτηση, που είχε εξελιχθεί σε αντιπαράθεση Ζακυνθίων ριζοσπαστών και Κερκυραίων μεταρρυθμιστών αντιπροσώπων, έδωσε άλλη διάσταση η παρέμβαση του Ζακύνθιου ριζοσπάστη Γεώργιου Βερύκιου, ο οποίος και αποκάλυψε τις διαθέσεις των ριζοσπαστών για το Πανεπιστήμιο: «[…] Αληθώς λοιπόν είπεν [ο Λομβάρδος] ότι το Πανεπιστήμιον ως απορροφόν μέγα μέρος των ιδρώτων του λαού και ουδεμίαν ωφέλειαν παράγον, πρέπει να καταργηθή. Δυνατόν να ωφελούνται εξ αυτού οι νέοι της Κερκύρας, αλλ’ ως αντιπρόσωπος της Ζακύνθου, και νομίζω ότι περί τούτου συμφωνούσι και οι των άλλων νήσων, θεωρώ διόλου επωφελές εκείνο το κατάστημα, διότι ημείς προτιμώμεν να πέμπωμεν τους υιούς μας εις την Ελλάδα εις εκείνο το πανεπιστήμιο δηλαδή το οποίον θέλει μας οδηγήσει εις το λαμπρόν μέλλον του Έθνους μας […]». Η δήλωση του Βερύκιου χαρακτήρισε τη στάση των ριζοσπαστών απέναντι στο Πανεπιστήμιο για ολόκληρη την υπόλοιπη περίοδο. Συνεπείς στις απόψεις τους και τις επιδιώξεις τους παρέμειναν έως το τέλος πολέμιοι της ύπαρξής του στην Κέρκυρα, θεωρώντας το ξένο, αφού δεν ελεγχόταν από τον Ελληνισμό. Κατά τον Γεράσιμο Χυτήρη, σε αυτές τις θέσεις περιέχονται σπέρματα τοπικισμού, πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι ιδεολογικά οι ριζοσπάστες θεωρούσαν την Αθήνα ως πρωτεύουσα του ελληνισμού και την Κέρκυρα ως έδρα της βρετανικής Προστασίας. Το πρόβλημα δεν είχε τοπικιστικές παραμέτρους, αλλά αφορούσε τις ιδεολογικές αρχές αυτού του κόμματος και τις ιδέες του αλυτρωτισμού, που είχαν θερμούς υποστηρικτές στα Ιόνια νησιά. Στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος πρέπει να συνυπολογιστούν και οι συνέπειες της αποτυχίας της Επανάστασης στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, στην οποία έλαβαν μέρος μεγάλες ομάδες Επτανησίων εθελοντών· μάλιστα, στη νέα μάχη στο Πέτα (4 Απριλίου 1854) συνελήφθη και βασανίσθηκε μέχρι θανάτου ο Ζακύνθιος ριζοσπάστης βουλευτής Ναθαναήλ Δομενεγίνης.
Τον Ουόρντ διαδέχθηκε στις 13 Απριλίου 1855 ο βαρωνέτος Γιανγκ (sir John Young 2nd baronet), σε μια περίοδο κατά την οποία οι επιδημίες, η καταστροφή της γεωργικής παραγωγής και ο Κριμαϊκός πόλεμος είχαν ολοκληρώσει την οικονομική κατάρρευση του πληθυσμού, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την οπισθοχώρηση της δημόσιας παιδείας. Στις 9 Μαΐου 1855, η αρμόδια για τα εκπαιδευτικά επιτροπή της Βουλής πρότεινε «την αναδιοργάνωσιν εκπαιδευτικού συστήματος προς γενικωτέραν ωφέλειαν και επί το οικονομικότερον». Η Γερουσία όμως προχώρησε σε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο αλλαγές, προκαλώντας την αντιπολίτευση. Στη συζήτηση της 28ηςΑπριλίου / 10ης Μαΐου ο Λούντζης ως πρόεδρος της επιτροπής ζήτησε τη μελέτη του προβλήματος, χαρακτηρίζοντας το θέαμα που παρουσίαζε η εκπαίδευση «αθλιέστατον», ενώ στις 27 Μαΐου / 8 Ιουνίου ο Λομβάρδος και ο Κερκυραίος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Σπύρος Αρβανιτάκης (που προαναφέραμε) επιτέθηκαν στην Ιατρική Σχολή. Ο δεύτερος, μάλιστα, έλεγε χαρακτηριστικά: «[…] Ιατρική Σχολή δεν δύναται να θεωρηθεί η ενταύθα καλουμένη, ενώ ελλείπει όλων σχεδόν των απαραιτήτως αναγκαίων επιβοηθητικών μέσων και καταστημάτων διά την εντελή και πλήρην της Ιατρικής διδασκαλίαν […]».
Στις 16/28 Ιουνίου 1855 ομάδα εννέα ριζοσπαστών, αντιδρώντας στη Γερουσία, κατέθεσε σχέδιο νόμου «Προς λυσιτελεστέραν διοργάνωσιν του εν ισχύει συστήματος της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως». Το νομοσχέδιο στο προοίμιό του διαπίστωνε ότι το σύστημα της εκπαίδευσης δεν ανταποκρίθηκε στον σκοπό του και ότι τα μεγάλα έξοδα για τη συντήρηση του Πανεπιστημίου, του Ιεροσπουδαστηρίου και του Κολλεγίου μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα, αν αποδίδονταν στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση, αφού αυτά τα εκπαιδευτήρια, εξαιτίας των ελλείψεών τους, γίνονταν πρόξενοι βλάβης των διδασκομένων, γεγονός που η κοινή γνώμη εξέφραζε με την αποχή από αυτά. Με βάση τα παραπάνω, προτεινόταν, μεταξύ άλλων πολλών, η κατάργηση του Πανεπιστημίου, του Ιεροσπουδαστηρίου και του Κολλεγίου. Το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε, λαμβάνοντας 15 αντί των απαιτουμένων 21 ψήφων, χωρίς να χρειαστεί η αναβολή που, θορυβημένος προς στιγμήν, ζήτησε ο πρόεδρος Βράιλας-Αρμένης. Καθώς αυτή ήταν η τελευταία συνεδρίαση της δεύτερης περιόδου, οι ριζοσπάστες δεν είχαν την ευκαιρία να επανέλθουν. Το γεγονός έδωσε τη δυνατότητα ερμηνείας σε νεότερους μελετητές ότι σιωπηρά υποχώρησαν, όπως θα έκαναν, εάν δεν το ήθελαν.
Στις 1/13 Ιουλίου 1855, πριν συμπληρωθεί η απαιτούμενη από το Σύνταγμα διάρκεια, ο Γιανγκ διέλυσε τη Δεκάτη και προκήρυξε εκλογές για την Ενδεκάτη Βουλή, η οποία συνήλθε στις 4/16 Φεβρουαρίου 1857. Στην Κεφαλονιά οι παρεμβάσεις και πάλι δεν έλειψαν και για 10 βουλευτικές έδρες επετράπη να λάβουν μέρος μόνο οι 11 υποστηριζόμενοι από την Προστασία υποψήφιοι. Όμως, εξελέγησαν στην Κέρκυρα, τη Λευκάδα και τη Ζάκυνθο εξέχουσες προσωπικότητες από τον αντιπολιτευόμενο χώρο, μεταξύ των οποίων οι Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αντώνιος Δάνδολος, Σωκράτης Κουρής, Στέφανος Παδοβάς, Κωνσταντίνος Λομβάρδος και Γεώργιος Βερύκιος. Σε συμπληρωματική εκλογή εξελέγη στην Κεφαλονιά και ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, ο οποίος απελευθερώθηκε μετά από εξορία πεντέμισι ετών, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί, καθώς δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει τα ναύλα.
Στις 20 Ιουνίου 1857 οι Δάνδολος και Λομβάρδος αποκάλυψαν στο Κοινοβούλιο τους βρετανικούς σχεδιασμούς για τη μετάπτωση του προτεκτοράτου σε αποικία. Σύμφωνα με αυτούς, θα αποικιοποιούνταν τα βόρεια νησιά (Κέρκυρα, Παξοί και διαπόντια) και τα υπόλοιπα θα ενσωματώνονταν στο Βασίλειο της Ελλάδος. Με πρόταση των ριζοσπαστών συντάχθηκε πατριωτική διακήρυξη που καταχωρίσθηκε στα Πρακτικά. Με την αντίδραση των βουλευτών και του Τύπου, το σχέδιο αποικιοποίησης εγκαταλείφθηκε, ο Γιανγκ παραιτήθηκε και, με νέο ελιγμό, το Υπουργείο Αποικιών απέστειλε στις 25 Ιανουαρίου 1859 ως προσωρινό διαχειριστή της Προστασίας, έως τις 17 Φεβρουαρίου 1859, το μέλος του ιδιαίτερου γραφείου της βασίλισσας Βικτωρίας και γνωστό για τα φιλελληνικά του αισθήματα Γκλάντστον (William Ewart Glandstone), με αποστολή να ανακόψει την ενωτική κίνηση προσφέροντας ριζικές μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα. Η Ενδεκάτη Βουλή όμως απέρριψε τις προτάσεις και με την αναχώρησή του εγκαταστάθηκε ως Αρμοστής ο μετριοπαθής συντηρητικός υποστράτηγος Νάιτ Στορκς (Maj Gen sir Henry Knight Storks), που ήδη είχε επιλεγεί.
Μέσα στη λαίλαπα που προκάλεσε η αποκάλυψη του σκανδάλου της αποικιοποίησης, ψηφίστηκε από την Ενδεκάτη Βουλή στις 15/27 Ιουνίου 1857 ο «Νόμος Κ΄ (20) Περί Παιδείας», που υπήρξε το έβδομο και τελευταίο νομοθέτημα για την εκπαίδευση στο Ιόνιο Κράτος, το καλύτερο νομοτεχνικά. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1857 η Γερουσία τοποθέτησε Άρχοντα της Δημόσιας Εκπαίδευσης τον Ναπολέοντα Ζαμπέλη και μετά την παραίτησή του, στις 6 Οκτωβρίου, τον Ανδρέα Μουστοξύδη. Ως καθυστερημένη κυβερνητική αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί η δημοσίευση της αλληλογραφίας Μουστοξύδη-Γερουσίας το 1859, με την οποία καλύπτεται το χρονικό διάστημα 15/27 Οκτωβρίου 1857 έως 30 Ιουλίου 1859. Μεταξύ των εγγράφων αξιοπρόσεκτα είναι εκείνα που αφορούν τις διαφορετικές απόψεις για την ένωση Γυμνασίου (Κολλεγίου) και Λυκείου (δευτεροβάθμιου σχολείου) στην Κέρκυρα (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1857), τον νέο κανονισμό των δευτεροβάθμιων σχολείων (Λυκείων, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1859), τις αμοιβές και τις συντάξεις του προσωπικού (Δεκέμβριος 1857-Ιανουάριος1858), και τις οδηγίες για την εφαρμογή του Νόμου Κ΄ (20) για την Παιδεία (Μάρτιος 1858-Ιανουαριος 1859).
Τον Μουστοξύδη, μετά τον θάνατό του (17 Ιουλίου 1860), αντικατέστησε στο αξίωμα ως «Προσωρινός Άρχων» ο Κύπριος καθηγητής του Πανεπιστημίου και άμεσος συνεργάτης του Ιωάννης Οικονομίδης. Ανάστημα της Ιονίου Ακαδημίας ο Οικονομίδης γνώριζε όσο κανένας τις παθογένειες της επτανησιακής εκπαίδευσης, γι’ αυτό πρότεινε νέο εκπαιδευτικό σύστημα με το οποίο η δημόσια εκπαίδευση θα χωριζόταν σε θεωρητική και πρακτική, θα κατασκευάζονταν νέα σχολικά κτήρια, θα λειτουργούσε διδασκαλείο για την παραγωγή στελεχών, θα εφαρμοζόταν αυστηρή και διαρκής επιτήρηση των διδασκόντων, θα μετατρέπονταν τα σχολεία της εξοχής σε μικτά, με τη φοίτηση κοριτσιών ηλικίας 6 έως 9 ετών, θα επεκτεινόταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων των αρρένων στα υπάρχοντα δέκα θηλέων και θα ιδρυόταν Γυμνάσιο Θηλέων ή Παρθεναγωγείο. Όμως το Ιόνιο Κράτος δεν ήταν πλέον σε θέση να αξιολογήσει αυτές τις προτάσεις. Η Γερουσία δεν ήθελε να πιέσει την Προστασία επιβαρύνοντας τα οικονομικά, και το ζήτημα της εθνικής αποκατάστασης είχε αποπροσανατολίσει το Κοινοβούλιο και την κοινωνία. Γι’ αυτό οδηγήθηκαν στην εύκολη λύση και στις 12/24 Νοεμβρίου 1862, ο Οικονομίδης απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και Άρχων της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τοποθετήθηκε ο Αντώνιος Πολυλάς, Κερκυραίος ευπατρίδης, με μεγάλη μόρφωση, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας των Φιλομαθών, συγγενής του Καποδίστρια και του Πολυλά, δεν ήταν όμως πρόσωπο του πνευματικού αναστήματος και των διοικητικών ικανοτήτων του Οικονομίδη.
Στις 15/27 Φεβρουαρίου 1862 συνεκλήθη η Δωδέκατη Βουλή, την οποία συγκρότησαν ριζοσπάστες και μεταρρυθμιστές της πτέρυγας του Πέτρου Βράιλα-Αρμένη. Σε αυτήν κατά γενική απαίτηση των αντιπροσώπων, πρόεδρος αναδείχθηκε ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος. Κατά τη διάρκεια της θητείας της συνέβησαν δύο γεγονότα που η βρετανική διπλωματία θεώρησε θετικά για τους γαιοπολιτικούς σχεδιασμούς της στην περιοχή και τα οποία επηρέασαν καθοριστικά τον ενωτικό αγώνα: η επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1862, που είχε ως συνέπεια την αποχώρηση του δυσάρεστου για τους Βρετανούς βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας, και η εκλογή ως βασιλέως των Ελλήνων του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1863. Στον εναρκτήριο λόγο του στη Βουλή ο Αρμοστής Στορκς διαπίστωσε ότι η εκπαίδευση δεν βρισκόταν σε καλό στάδιο και προσκάλεσε τους βουλευτές σε διαδικασία μεταρρυθμίσεων. Η Βουλή συγκρότησε οκταμελή επιτροπή, με πρόεδρο αρχικά τον ριζοσπάστη πλέον Παδοβά και στη συνέχεια τον διαρκώς διαφωνούντα καθηγητή Θεόδωρο Καρούσο. Η επιτροπή επεξεργάστηκε και τροποποίησε νέο σχέδιο νόμου, το οποίο έφερε προς ψήφιση στη Γερουσία, πιεζόμενη από το γενικότερο πολιτικό κλίμα που δημιουργούσαν τα μέλη των πολιτικών λεσχών, μετά τη μετάφραση από τον ριζοσπάστη Αναστάσιο Γαήτα της αναφοράς του Γάλλου φιλέλληνα Λενορμάν (François Lenormant) προς τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Λόρδο Ράσελ (John Russell, 1st Earl Russel), «Το Ιόνιον ζήτημα ενώπιον της Ευρώπης» (Παρίσι 1861), αλλά και τις διπλωματικές πιέσεις που ασκούσαν τα γαριβαλδινά κομιτάτα μετά τη διεθνοποίηση του ιονικού ζητήματος από τον Λομβάρδο.
Ειδικότερα για την εκπαίδευση, ο Λενορμάν (χρησιμοποιώντας στοιχεία που του είχαν δώσει οι ριζοσπάστες βουλευτές) αναφερόταν εκτενώς στην αναποτελεσματικότητά της, συγκρίνοντάς την με εκείνη του Βασιλείου της Ελλάδος, και στην κακή πολιτική που ασκούσε η Προστασία διά της Γερουσίας: «[…] Ενώ τα νησιά του Ιονίου πληρώνουν 25.000 λ. στ. για τους Άγγλους στρατιώτες που φρουρούν τα φρούρια, η διοίκησή τους δεν εγκρίνει παρά 10.400 λ. στ. τον χρόνο για τη δημόσια εκπαίδευση. […] Και ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός των αγραμμάτων αποτελεί μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, προπαντός στις ηλικίες που ανατράφηκαν ύστερα από την Ανεξαρτησία, στα Ιόνια νησιά, με την ίδια ράτσα, όμοια έξυπνη και το ίδιο διψασμένη για μάθηση, οι χωρικοί που ξέρουν να διαβάσουν και να γράψουν, αποτελούν εξαίρεση […]».
Αντιδρώντας σε ολόκληρο το σκεπτικό του σχεδίου της Γερουσίας, η επιτροπή πρότεινε την κατάργηση του Πανεπιστημίου, του Κολλεγίου και του Ιεροσπουδαστηρίου, και την αναβάθμιση των δευτεροβάθμιων Λυκείων και των πρωτοβάθμιων Αλληλοδιδακτικών σχολείων. Ειδικά για το Πανεπιστήμιο, το σκεπτικό ήταν ότι «[…] αφ’ ης εποχής χρονολογείται το Πανεπιστήμιον των Αθηνών η ενταύθα Ακαδημία ήρχισε να παρακμάζη, ώστε να μη παράγη ουδεμίαν ωφέλειαν, τουλάχιστον εις τας άλλας νήσους, ενώ κατασπαταλώνται τοσαύτα χρήματα, άτινα ηδύναντο να χρησιμεύσωσι προσφορώτερον εις άλλον ουσιωδέστερον εκπαιδευτικόν σκοπόν […]». Στη συζήτηση ο Βράιλας παρενέβη λέγοντας: «[…] Νομίζετε ότι πολλαπλασιάζετε τα φώτα συγκεντρώνοντας αυτά εις μίαν μόνην εστίαν; Πόθεν το κλέος της Γερμανίας ειμή διότι εις έκαστον Κράτος αυτής ευρίσκονται Μουσεία και Πανεπιστήμια; Αντιβαίνετε τότε και εις το ελληνικόν πνεύμα το οποίον δεν είναι η συγκέντρωσις αλλά η ποικιλία, η διάχυσις και η επέκτασις των φώτων […]». Στις 8/20 Απριλίου 1862, λίγο πριν από τη λήξη της περιόδου, η Επιτροπή συνέχισε την αντιπαράθεση με τη Γερουσία και κατέθεσε τις τελικές απόψεις της οι οποίες αφορούσαν:
- Την Κατάργησιν της Ακαδημίας,
- Την βελτίωσιν του Κολλεγίου, όπως προπαιδεύονται οι νέοι εις την ακρόασιν των εν τοις πανεπιστημίοις παραδιδομένων μαθημάτων.
- Την διαρρύθμισιν του Ιεροσπουδαστηρίου προς μόρφωσιν του κλήρου.
- Την διαρρύθμισιν των δευτερευόντων σχολείων ώστε να αποτελέσωσι διάμεσον βαθμόν μεταξύ της προκαταρκτικής και της Ανωτέρας εκπαιδεύσεως.
Στην ψηφοφορία, σχεδόν οριακά, με 19 προς 17 ψήφους, αποφασίστηκε η αναβολή, με αποτέλεσμα τον μεγαλύτερο ερεθισμό του Λομβάρδου και την αύξηση του πείσματός του. Την 1η Αυγούστου 1863, στο Λονδίνο, η Μεγάλη Βρετανία και οι τέσσερεις δυνάμεις, Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία και Γαλλία, υπέγραψαν ειδικό πρωτόκολλο, με το οποίο έπαυε η βρετανική Προστασία στα Ιόνια νησιά, που είχε συμφωνηθεί στο Παρίσι με τη συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815. Τη 19η Σεπτεμβρίου / 1η Οκτωβρίου 1863 συνήλθε η Δεκάτη τρίτη Ιόνιος Βουλή, η οποία, τέσσερεις ημέρες αργότερα, ψήφισε την Ένωση της Επτανήσου με το Βασίλειο της Ελλάδος. Δεκαεννιά μήνες μετά την Ένωση, στις 20 Δεκεμβρίου 1865, ψηφίστηκε ο Νόμος ΡΗ΄, (108) σύμφωνα με τον οποίο η κατώτερη και μέση εκπαίδευση εναρμονίστηκαν με την υπάρχουσα στο Βασίλειο της Ελλάδος, καταργήθηκαν η Ιόνιος Ακαδημία και το Κολλέγιο, αντικαταστάθηκε το Ιεροσπουδαστήριον από την Ιερατική Σχολή και η Βιβλιοθήκη εντάχθηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Ο Λομβάρδος και το περιβάλλον του, αμετακίνητοι από τις αρχικές τους τοποθετήσεις, έδωσαν την απάντησή τους τρία χρόνια μετά τη συνεδρίαση του Μαΐου 1862.
Αυτά λοιπόν συνέβησαν κατά την τελική φάση του Eνωτικού Aγώνα, στη Δημόσια Εκπαίδευση του βρετανικού προτεκτοράτου «Ενωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων», για την οποία δεν πρέπει να πάψουμε να μνημονεύουμε ότι υπήρξε αποτέλεσμα των οραματισμών και των επιδιώξεων του Φρειδερίκου Νόρθ πέμπτου κόμη του Γκίλφορντ και των κόπων των Ελλήνων συνεργατών του, πάνω όμως στο υπόβαθρο που είχαν δημιουργήσει ο Ιωάννης κόμης Καποδίστριας και το λόγιο περιβάλλον του πρώτου Κράτους Ελλήνων «Επτάνησος Πολιτεία».
Το κτιριακό συγκρότημα των παλαιών στρατώνων της Πόρτα-Ρεμούντας, όπου στεγάστηκαν σταδιακά από το 1839 έως το 1840 η Ιόνιος Ακαδημία, η Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη, το Ιονικόν Γυμνάσιον, το Δευτερεύον Σχολείον, το Κεντρικόν Αλληλοδιδακτικόν Σχολείον και το Εκπαιδευτήριον των Ωραίων Τεχνών, τμήματα του οποίου ήταν το Ιονικόν Μουσείον και οι Συλλογές φυτών και πετρωμάτων (Gazzetta αρ. 514 της 19ης/30ης Οκτωβρίου 1840). Μετά το 1842 μεταστεγάστηκε από το «Παλάτιον του Αγίου Παντελεήμονα» (σημερινό Μον Ρεπό) και το Ιεροσπουδαστήριον, το οποίο χρησιμοποιούσε και την γειτονική εκκλησία της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων.
Η Ιόνιος Βουλή το 1860