«Θλιβερό κι’ αναπάντεχο μας ήρθε το άγγελμα του ηρωικού θανάτου του Αλέκου Πρίφτη. Πιστός στρατιώτης της Λεφτεριάς και της Δημοκρατίας, υπέστη σαν εκπρόσωπος της εφημερίδας μας, αλλά και προσωπικά, μια συνεχή και απηνή καταδίωξη, που κορύφωμά της ήταν μια πολύχρονη καταδίκη, γιατί κατάγγειλε θαρρετά τις εθνικές συμφορές που επεσώρευσε στην Ελλάδα μια ξένη δυναστεία. Όλοι αποσκοπούσαν να βγάλουν απ’ τη μέση έναν ακατάβλητο αγωνιστή, που με θερμή πίστη συνέχιζε τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, για την εθνική μας τώρα ανεξαρτησία και τη Δημοκρατία. Ο αφάνταστος αυτός διωγμός τον υποχρέωσε να φύγει απ’ την πατρίδα του. Ξαφνικά τώρα, μαθαίνουμε το θάνατό του. Καμμιά πληροφορία άλλη δεν έχουμε. Η “Φωνή του Λαού” που τόσα πολλά χρωστάει στον Αλέκο Πρίφτη, μα κι’ όλοι οι συναγωνιστές του τού ΕΑΜ, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ πάνω στο νιόσκαφτο τάφο του νεκρού παλληκαριού και τιμημένου λαϊκού αγωνιστή, που τον άνοιξεν ο μοναρχοφασισμός που άναψε την εμφύλιο πυρκαγιά στη χώρα μας. Κι’ ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε τον αγώνα για το θρίαμβο της Δημοκρατίας, που ήταν και το ιδανικό του».
Μ’ αυτό το μικρό κείμενο κάτω από τον όνομά της και βασικό τίτλο «ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΗΜΕΝΟΥ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΠΡΙΦΤΗ», κυκλοφόρησε στην πόλη της Κέρκυρας την Κυριακή 28 Ιουλίου 1946 το φύλλο της εφημερίδας «Η Φωνή του Λαού». Επρόκειτο για την εφημερίδα του ΕΑΜ της Κέρκυρας, που συνέχιζε τη λειτουργία του στις μεταπελευθερωτικές συνθήκες, για τη δικαίωση όλων των στόχων του, εν μέσω των γνωστών διώξεων της εποχής εις βάρος του. Πληροφορούσε τον λαό πως ο επί μακρόν διευθυντής της εφημερίδας Αλέκος Πρίφτης δεν είναι πια.
Κομμουνιστής αξιωματικός και χαρισματική προσωπικότητα που είχε αναδειχθεί σε «ψυχή» της Εθνικής Αντίστασης στο νησί, ως ηγετική μορφή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στα χρόνια της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής της Κέρκυρας, ο Αλέκος Πρίφτης ήταν «βέλος στα μάτια» της τοπικής ελίτ, που πάσχιζε με κάθε αντιδημοκρατικό μέσο – και με βρετανική στρατιωτική παρουσία – να στερεώσει την κλονισμένη εξουσία της. Τις 14 Μαΐου 1946 τοπικό δικαστήριο σκοπιμότητας τον είχε καταδικάσει, ερήμην, για προσβολή της βασιλικής δυναστείας, σε φυλάκιση 5,5 χρόνων! Η απάντησή του ήταν εκείνη που αποφάσισε με τους συναγωνιστές του: Ηγήθηκε ομάδας καταδιωκόμενων σαν αυτόν αγωνιστών, στα βουνά της Ηπείρου, όπου είχε πολεμήσει τους ξένους κατακτητές. Οι διώκτες του, κρατικές και παρακρατικές ομάδες, τον σκότωσαν σε μάχη στο Κοκκινόχωμα Ιωαννίνων τις 21 Ιουλίου 1946. Στην ίδια μάχη, όπως έγινε γνωστό αργότερα, είχε πέσει νεκρός ο συναγωνιστής του Αλέκος Οικονόμου, ενώ είχε συλληφθεί ο συναγωνιστής τους Λεωνίδας Ράπτης, που εκτελέστηκε λίγο μετά. Ο Αλέκος Πρίφτης, λαϊκός αγωνιστής με σπάνιες αρετές και στέλεχος του ΚΚΕ στην Κέρκυρα, έπεσε νεκρός από πυρά, σε ηλικία 33 χρόνων, με το όπλο στο χέρι. Η πικρή είδηση δεν έφτασε αμέσως στην Κέρκυρα και οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Για ένα πράγμα, που επιβεβαιώθηκε πλήρως τις επόμενες μέρες, δεν άφηναν αμφιβολία τα μαντάτα: Έπεσε πολεμώντας.
Ολόκληρη η πρώτη σελίδα της «Φωνής του Λαού» ήταν αφιερωμένη στον πολύ αγαπημένο και στην πόλη και στην ύπαιθρο του νησιού, όπως πλήθος στοιχείων μαρτυρεί, κορυφαίο αυτό Κερκυραίο αγωνιστή της περιόδου.
Έχει σωθεί ένα φύλλο αυτής της εφημερίδας, που ήταν το 292ο φύλλο της. Σώθηκε σε αρχείο ιδεολογικού αντίπαλου του ΕΑΜ και υποστηρικτή του αστικού καθεστώτος, ο οποίος σε άλλη πάλι «στημένη» δίκη είχε υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο κάθε τόσο με ανυπόστατες κατηγορίες Αλέκο Πρίφτη και αργότερα σε βιβλίο του σκιαγράφησε, με θετικές αναφορές, την προσωπικότητα και την πλούσια δράση του κορυφαίου μαχητή της κερκυραϊκής Εθνικής Αντίστασης. Βρίσκεται στα Αρχεία Νομού Κέρκυρας, στο Παλαιό Φρούριο της πόλης.
Εκεί εντοπίστηκε προ ημερών και ληξιαρχική πράξη βάπτισης του Αλέκου Πρίφτη, η οποία βεβαιώνει ότι είχε έρθει στη ζωή το έτος 1913, τις 19 Μαΐου 1913 πιο συγκεκριμένα, ενώ όλα τα μέχρι πρότινος διαθέσιμα στοιχεία έφεραν το 1911 ως έτος γέννησής του. Η βάπτισή του έγινε στην εκκλησία της Παναγίας Βλαχέραινας στο λαϊκό προάστιο της Γαρίτσας. Απέναντι από την είσοδό της ήταν το – σωζόμενο, ακατοίκητο πια – σπίτι που κατοικούσε η οικογένεια, πολύ πριν μετακομίσει μέσα στην πόλη. Ο πατέρας, μελλοντικός αξιωματικός, με βορειοηπειρωτικές ρίζες, ήταν κουρέας στην περιοχή στα νεανικά του χρόνια.
Το ότι ο Αλέκος Πρίφτης ήταν 33 ετών το1946 επιβεβαιώνεται επίσης, οριστικά πια, από στοιχεία των δημοσιευμάτων στο αφιερωμένο στον θάνατό του φύλλο της «Φωνής του Λαού».
Εκείνο το φύλλο αναδεικνύουν οι γραμμές που ακολουθούν. Δυσδιάκριτα σε κάποια σημεία τους τα κείμενά του, πιθανώς και με τυπογραφικά και συναφή λάθη – σιωπηρά αποκαθιστούμε ελάχιστα. Το συγκεκριμένο σωσμένο φύλλο ήταν ίσως κακοτυπωμένο, δοκιμαστικό. Προήλθε ενδεχομένως από το τυπογραφείο. Η εφημερίδα έγινε τόσο ανάρπαστη στην πόλη, όπως εξηγούσε στο αμέσως επόμενο φύλλο της, που δεν έφτασε στα χωριά, παρόλο που είχε σε όλη την ύπαιθρο πολλούς συνδρομητές. Αποτελεί κι έτσι όμως, το φύλλο αυτό, ένα αμάχητο τεκμήριο μιας ιστορίας και μιας προσωπικότητας που οι διώξεις απέτυχαν να ρίξουν στη λήθη και ούτε ο χρόνος έχει σταθεί ικανός να τις σβήσει.
Τον τίτλο «Αλέκος Πρίφτης, ένα αγνό και τίμιο παλληκάρι – Μία ζωή αφιερωμένη στον αγώνα του Λαού» έφερε ένα από τα δημοσιεύματα του φύλλου, γεμάτο βιογραφικά στοιχεία και κρίσεις για τον νεκρό.
Πιο κάτω, ως πρόλογος, ήταν στίχοι του Ηπειρώτη αγωνιστή ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα: «Τα παλληκάρια δεν πεθαίνουν στο κρεβάτι, μήτε γερνούν…».
Αντιγράφουμε το κείμενο:
Για τη ζωή του πρέπει να γραφτεί ένα ποίημα. Επικό. Γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια διαρκής πορεία προς τα μπροστά. Μια συνεχής συνταύτιση με την αλήθεια. Μια αδιάκοπη σύνδεση με τη Λεφτεριά. Το αντίκρυσμα της θυσίας ποτέ δεν τον πτόησε. Είχε μια ψυχή που δεν γνώριζε το φόβο. Κι’ η καρδιά του ήταν απλή, παιδική, αμόλευτη. Κυριαρχούσε μέσα του η πίστη. Υπόδειγμα οικογενειάρχη. Υπόδειγμα αγωνιστή. Εργατικότητα, ακατάβλητος. Θάρρος ανομολόγητο. Αφοσίωση άπειρη. Ενθουσιασμός χειμαρρώδης. Εγκαρτέρηση απαράμιλλη. Και παλληκαριά.
Αυτός ήταν ο Αλέκος. Σεμνός και αγνός, είχε όλη την αγάπη και την εκτίμηση όσων τον γνώριζαν.
Ολόκληρος είχε προσφερθεί στον αγώνα. Ούτε ίχνος ματαιοδοξίας. Ούτε ίχνος ελαστικότητας. Ολάκερο το είναι του ήταν αφοσιωμένο στην υπόθεση του Λαού, της Λεφτεριάς και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Φτωχή η οικογένειά του. Μα τα οικονομικά μέσα τ’ αναπληρούσε η στοργή ενός καλόκαρδου πατέρα και η τρυφερή αφοσίωση μιας δεύτερης μάνας, ισάξιας με την πρώτη. Ακόμα, μια γερόντισσα γιαγιά που τούδωσε – μαζί και στ’ άλλα του αδέρφια – τα πρώτα διδάγματα της αγάπης και της αφοσίωσης. Στο οικογενειακό αυτό θερμοκήπιο η ψυχή του πλουτίστηκε μ’ όλα τα προσόντα της αγνότητας και της τιμιότητας.
Από μικρό παιδί είχε την μανία του στρατιωτικού. Δεκατριών (σ.σ. περίπου δεκατεσσάρων) χρονών (στα 1927) επιμένει και μπαίνει στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών. Οι πρώτες στρατιωτικές σπουδές του είναι λαμπρές.
Το Μάη του 1930 αποφοιτάει. Κατατάσσεται υπαξιωματικός και τοποθετείται στο 29ο Σύν)γμα Κομοτηνής. Κερδίζει την εχτίμηση και την αγάπη όλων των στρατιωτών και βαθμοφόρων. Γίνεται επιλοχίας και στα 1933 μπαίνει στη Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών.
Στο κίνημα του Μαρτίου 1935 (σ.σ. βενιζελικής έμπνευσης με αντιμοναρχικές αναφορές) δείχνει την πρέπουσα διαγωγή. Αυτό προκαλεί τις υποψίες των ανωτέρων του. Αρχίζει ένα σοβαρό κυνηγητό από το Μεταξικό καθεστώς (Μάης 1935) και την μέρα της ορκωμοσίας του ως αξιωματικού τον αποστρατεύει (σ.σ. το υπουργικό, ακόμη κοινοβουλευτικό καθεστώς όπου δέσποζε ο Ιωάννης Μεταξάς) για λόγους υγείας!
Στην πραγματικότητα όμως για λόγους καθαρά πολιτικούς και αναγομένους (…) σε τότε συνδέσμους του πατέρα του (σ.σ. επίσης στρατιωτικού, σε κάποια περίοδο φιλομοναρχικού).
Προσπάθειες χρόνων καταρρέουν. Δεν απελπίζεται όμως. Τότε ακριβώς εκδηλώνεται σ’ αυτόν το τεράστιο απόθεμα βάρους που είχε.
Με την πρώτη ματιά ανακαλύπτει τότε ότι ο στρατός τού στέρησε σοβαρότατους τομείς μόρφωσης. Είναι μόλις 22 χρονώ. Δεν αφήνει όμως τίποτα να τον συγκινήσει. Διαβάζει ακατάπαυστα ώρες ολόκληρες. Χώνεται σε βιβλιοθήκες. Μελετάει. Κρατάει σημειώσεις. Ο ίδιος αυτός λαχτάριζε από χαρά όσο συμπλήρωνε τη μόρφωσή του.
Είναι η εποχή που αναταράζουν τη χώρα μας (…) τα της 4ης Αυγούστου γεγονότα (σ.σ. κήρυξη της στρατιωτικής δικτατορίας Μεταξά). Μελετάει τη λαϊκή πάλη και η δημοκρατική του συνείδηση παίρνει μια αλματώδικη εξέλιξη όλο συνέπεια, ενημέρωση και κρίση.
Μπαίνει στον ιδρυτικό κύκλο της Φιλειρηνικής Ένωσης Νέων. Ολόψυχα δίνεται κατόπι στην Αντιδιχτατορική κίνηση. Είναι ένα κομμάτι της ψυχής του. Εκδηλώνει κι’ αυτός απαράμιλλες οργανωτικές ικανότητες. Σε κρίσιμες στιγμές ευψυχία και θάρρος. Μα τα χτυπήματα έρχονται αλλεπάλληλα. Τα μπουντρούμια της Ασφάλειας φιλοξενούν όλους τους αντιδιχτατορικούς. Σιγά – σιγά η κίνηση σμπαραλιάζεται. Μα στον πολύ περιορισμένο πυρήνα που διατηρεί τη φλόγα κρυμμένη μένει και ο ίδιος.
Η περίοδος αυτή τον προικίζει με καινούργια πείρα κι’ ικανότητες. Χωρίς να διακόπτει τη μόρφωσή του εργάζεται ακούραστα. Ο μεταξισμός τον εστέρησε να μην πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο.
Με την κατάρρευση συλλαμβάνει το σχέδιο ν’ απελευθερωθούν οι κρατούμενοι λαϊκοί αγωνιστές στις εδώ φυλακές. Μα δεν κατορθώνει να το βάλει σ’ ενέργεια. Έπρεπε να βασιστεί στις δυνάμεις του ΚΚΕ. Μ’ αυτές ήταν λίγες, τότε, κι’ ασύνδετες. Και η ευκαιρία χάνεται.
Έρχεται η κατοχή. Κι’ από δω αρχίζουν οι πιο συμπυκνωμένες σελίδες της ζωής του. Σελίδες πάλης, παλληκαριάς, ακούραστης δουλειάς, συνεχόμενου αγώνα με τον κίνδυνο.
Απ’ τους πρώτους μπαίνει στον ιδρυτικό κύκλο του ΕΑΜ το φθινόπωρο του 1941. Από τότε η ζωή (του) είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στον εθνικο-απελευθερωτικόν αγώνα. Η κούραση συνεχής και μεγάλη. Στερήσεις. Ξυπολησιά. Περιοδείες. Επικίνδυνα ταξίδια. Τίποτα δεν τον πτοεί. Στην ύπαιθρο πετυχαίνει μιαν οργανωτική εργασία σημαντικότατη. Στην πόλη έρχεται συχνά μ’ επικίνδυνες αποστολές. Περισυλλέγονται και κρύβονται όπλα και πυρομαχικά. Απλώνεται η οργάνωση του ΕΑΜ. Δυναμώνει και καθοδηγιέται η κερκυραϊκή αντίσταση στα ιταλικά σχέδια. Σ’ όλα αυτά βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στα 1942 οι Ιταλοί επιχειρούν να τον συλλάβουν. Διαφεύγει. Κι’ αρχίζει τη σκληρή περίοδο της παράνομης δράσης. Μέχρι τον Απρίλη του 1943, στ’ αλλεπάλληλα χτυπήματα της οργανώσεως απ’ τον ιταλικό χαφιεδισμό κατορθώνει και ξεφεύγει. Και πάντα μπαίνει μπροστά στην ανασύνταξη των πατριωτικών δυνάμεων που συνεχίζουν δυναμωμένες την έντονη δράση τους.
Τον Απρίλη του 1943 ταξιδεύει στην Ήπειρο. Πετυχαίνει την αποκατάσταση τακτικού συνδέσμου του ΕΑΜ της Κέρκυρας με την Πανηπειρωτική (του ΕΑΜ). Στο γυρισμό του, οι Ιταλοί εξαπολύουν μια μανιασμένη καταδίωξη εναντίον του. Έτσι το Μάη του 1943 ξαναγυρίζει στην Ήπειρο για να καταταγεί στον ΕΛΑΣ του βουνού, στ’ αντάρτικα.
Κοντά στο Φιλιάτι (σ.σ. Φλιάτες Θεσπρωτίας) πέφτει στα χέρια ομάδας εδεσιτών (του ΕΔΕΣ) μ’ επικεφαλής αξιωματικούς συμμαθητές του. Αυτοί ξέροντας την προέλευσή του τού ζητούν να καταταγεί στους μισθοφόρους του Ζέρβα (σ.σ. αρχηγού του διαβλητών επιλογών και εκλεκτού των Άγγλων αντιΕΑΜικού ανταρτικού ΕΔΕΣ που αργότερα συμφώνησε με τους ναζί να παραδοθεί σ’ αυτόν και σε Άγγλους η Κέρκυρα, με αντάλλαγμα ασυλία). Αρνιέται. Αυτό του στοιχίζει αιχμαλωσία, βάρβαρη επίθεση και καταλήστεψη των πραγμάτων του. Μετά την απελευθέρωσή του κατατάσσεται σαν αξιωματικός στο Αρχηγείο Σουλίου του ΕΛΑΣ. Αναλαμβάνει τη διοίκηση του μαχητικού ΙΙΙ Συγκροτήματος.
Και τότες, σε συγκρούσεις με τους Γερμανούς, μας δίνει τα πρώτα δείγματα και της παλληκαριάς του στη μάχη.
Το βιογραφικό αυτό δημοσίευμα ολοκληρωνόταν, λόγω του όγκου του, στο αμέσως επόμενο, 293ο φύλλο της εφημερίδας, με ημερομηνία Τρίτη 30 Ιουλίου 1946, ως συνέχεια πρώτου μέρους. Ο σχετικός τίτλος ήταν πάλι «Αλέκος Πρίφτης, ένα αγνό και τίμιο παλληκάρι – Μία ζωή αφιερωμένη στον αγώνα του Λαού».
Συνέχιζε λοιπόν:
Είναι η περίοδος των πρώτων γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Ιούλιος 1943. Στη Λάκκα – Σούλι, οι μισθοφόροι του Ζέρβα είχαν διαλυθεί αμαχητί και σε δυο μέρες. Στο Φανάρι γερμανοί και τσάμηδες οργίαζαν. Και κατόπι θέλησαν να ξεκαθαρίσουν τον ορεινό όγκο του Σουλιού. Οι ομάδες του τομέα αυτού είναι κάτω απ’ τη διοίκηση του Αλέκου. Μια εβδομάδα συνεχίστηκε η γερμανική προσπάθεια. Μάχεται με τους αντάρτες του στην πρώτη γραμμή. Εμψυχώνει. Παρασύρει όλους τους πολεμικούς κατοίκους των χωριών και πλαισιώνει τα λίγα του τμήματα. Μάχεται ηρωικά κι’ ενθουσιάζει. Δίνει άφθαρτα δείγματα παλληκαριάς. Και διευθύνει τις συγκρούσεις με ψυχραιμία. Οι γερμανοί δεν ανέβηκαν στα Σουλιώτικα βουνά!
Σε λίγο ο ΕΛΑΣ οργανώνεται σε στρατό. Τοποθετείται καπετάνιος του 1)24 τάγματος Σουλιού. Είναι το ίνδαλμα των ανταρτών και των χωρικών. Ενεργούν κατά των Γερμανών (…) στον κάμπο. Και στέλνει στο Γ.Δ. του Συν)τος τους πρώτους γερμανούς αιχμαλώτους.
Με την ιταλική κατάρρευση παίρνει εντολή και έρχεται στην Κέρκυρα. Αναδείχνεται απ’ τους πρωταθλητές για διαπεραίωση των λαϊκών αγωνιστών που απελευθερώθηκαν απ’ το Λαζαρέτο και τις φυλακές στην Ήπειρο. Εκτελεί συνεχή επικίνδυνα ταξίδια και το Γενάρη του 1944 – ενώ οι γερμανοί τους αναζητούσαν παντού – παίρνει ασφαλώς στην Ήπειρο δέκα αμερικανούς αεροπόρους (σ.σ. το αεροπλάνο τους είχε πέσει λόγω βλάβης στην περιοχή της Λευκίμμης) και τους παραδίνει στη Συμμαχική Αποστολή. Οι κίνδυνοι ποτέ δεν τον έκαναν να λυγίσει.
Τον ίδιο ακριβώς καιρό είναι ο οργανωτής και ο εμψυχωτής του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην περιφέρεια Γύρου – Όρους (σ.σ. στη βόρεια Κέρκυρα). Βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Γυρίζει σ’ όλα τα χωριά. Ενθουσιάζει. Πείθει. Ολόκληρη η περιοχή βρίσκεται σ’ οργανωτικό οργασμό κι’ ο Αλέκος αναγνωρίζεται σαν ο λαϊκός της ηγέτης.
Η ζωή του τα χρόνια κείνα είναι γεμάτη κακουχίες. Πείνα. Ξυπολησιά. Ψείρα. Τίποτα όμως δε μειώνει τον ενθουσιασμό του. Μπροστά του πάντα φέγγει ο σκοπός. Και δέχεται κάθε δυσχέρεια χωρίς να χάσει την αισιοδοξία και την πίστη του.
Στην προσπάθεια για τη συγκρότηση του ΕΛΑΣ Κέρκυρας είναι απ’ τους πρωτοπόρους. Καινούργιοι κόποι. Ο ΕΛΑΣ πραγματοποιείται. Οπλίζεται. Ετοιμάζεται. Και με το πρώτο σύνθημα τον Αύγουστο του 1944 στην περιφέρεια Γύρου κινητοποιεί τη διλοχία του (σ.σ. λοχαγοί Κίμων Καλοδίκης και Αριστείδης Μπαλός), περιμένοντας τη δράση (σ.σ. βάσει της γνωστής συμφωνίας της Καζέρτας είχαν παραχωρηθεί στον ΕΔΕΣ δικαιώματα πρώτου ρόλου στην Κέρκυρα). Μ’ αποφασιστικότητα ενεργεί την αρπαγή των γερμανικών πυρομαχικών στον Παντελεήμονα (σ.σ. στη βόρεια Κέρκυρα) κι’ άλλες μικρεπιχειρήσεις.
Μα τα γεγονότα έρχονται ραγδαία. Οι γερμανοί φεύγουν. Οι εδεσίτες αρνούνται να τους χτυπήσουν. Μεσολαβεί η Καζέρτα. Κι’ οι εδεσίτες αποβιβάζονται στη “μεγάλη μάχη της Μεσογγής” (σ.σ. ειρωνική αναφορά για κατοπινούς φανταστικούς ισχυρισμούς του ΕΔΕΣ περί δήθεν μάχης με Γερμανούς). Στις κρίσιμες αυτές στιγμές αναλαμβάνει τη Διοίκηση του 10 (10ου) Συντάγματος ΕΛΑΣ (Κέρκυρας). Με τη πειθώ του συγκρατεί τους άντρες του που είναι αγαναχτισμένοι απ’ το εδεσίτικο πραξικόπημα (σ.σ. κατάληψη της Κέρκυρας με δυνάμεις του ΕΔΕΣ Ηπείρου και αγγλοαμερικανικό φιρμάνι) που θυμίζει (ανύπαρκτες στο αλβανικό μέτωπο) ιταλικές νίκες. Μα οι “Σύμμαχοι” άγγλοι δε συγχωρούν να βρίσκονται όπλα σε χέρια Ελλήνων. Θέλουν να επιτύχουν την επικράτηση των ταπεινών μισθοφόρων τους. Κι’ έτσι έχουμε στην Κέρκυρα το πρώτο προδεκεμβριανό κρούσμα. Με τρόπο που μόνο στις σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας βρίσκουμε, παρασέρνουν τη Διοίκηση του Συν)τος κι’ αντί επιθεωρήσεως κάνουν αφοπλισμό! Τους δηλώνει τότε (σ.σ. αρνήθηκε την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στους Άγγλους) ότι και με ψυχές και γροθιές ο Ελληνικός Λαός είναι ικανός να κερδίσει την υπόθεση της Δημοκρατίας, στηλιτεύει τον ανέντιμο τρόπο με τον οποίον επιδιώξανε τους σκοπούς τους και εκδίδει την ιστορική για την Κέρκυρα ημερησία διαταγή του Συν)τος.
Από τότε αρχίζει μια απηνής εναντίον του καταδίωξη. Δεν πτοείται όμως. Διατηρεί επαφές μ’ όλους τους αξιωματικούς και τμήματα του Συν)τος. Δουλεύει ταυτόχρονα και στην πολιτικήν οργάνωση. Αεικίνητος. Ενθουσιώδης. Μ’ απαράμιλλες οργανωτικές ικανότητες. Εντείνεται όμως η εδεσίτικη καταδίωξη, εμπνευσμένη απ’ τους ξένους. Και στις 12 Δεκέμβρη 1944 προδομένος απ’ τον Σ(….) Φ(….) Κ(…….- σ.σ. παραλείπεται εδώ το αναφερόμενο πλήρες όνομα) απ’ το Κατωμέρι συλλαμβάνεται. Αρνιέται τότε στους εδεσίτες την ύπαρξη του ΕΛΑΣ στην Κέρκυρα (σ.σ. του ζητούσαν ομολογία ότι ΕΛΑΣίτες είχαν κρύψει όπλα ). Ξεφεύγει απ’ τα χέρια τους. Δραπετεύει. Έρχεται στην Ήπειρο. Παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις κατά των μισθοφόρων του Ζέρβα. Και τελικά τοποθετείται στο επιτελείο της Χ ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ.
Μετά τη Βάρκιζα ξανάρχεται στην Κέρκυρα. Με τον ίδιο ενθουσιασμό και πίστη ασχολείται με την αναδιοργάνωση των εαμικών δυνάμεων. Γυρίζει πάλι στα χωριά. Είναι μέλος της Ν.Ε. του ΕΑΜ. Δραστήριος κι’ ενεργητικός αφήνει παντού τη σφραγίδα της ενεργητικότητας και της οργανωτικής του πείρας. Από τότε όμως αρχίζει και η μοναρχοφασιστική καταδίωξη. Εισάγεται σε δίκη για τα γεγονότα της 31 Μαΐου 1945 (σ.σ. διωγμοί αγωνιστών με αντικομμουνιστικές φαντασιώσεις για εισβολή ανταρτών από την Αλβανία) και την αντιμετωπίζει με καταπληκτικό ανδρισμό που τον αναγνωρίζει Εισαγγελέας και δικαστήριο. Στις λαϊκές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες πάντα πρώτος. Κι’ αργότερα που οι ανάγκες του αγώνα το καλούν αναλαβαίνει τη διεύθυνση της “Φωνής του Λαού” (σ.σ. ενώ η εφημερίδα είχε δεχθεί καταστροφικές επιθέσεις). Διαλεχτός φίλος και συνεργάτης του τόνισε χτες το δημιουργικό έργο στην εφημερίδα. Στάθηκεν η ψυχή της. Μπόρες, φουρτούνες, δυσχέρειες. Μα όλα τα ξεπερνούσε με τη βοήθεια των συναγωνιστών του και την πρωτοπόρα, δημιουργική και αφοσιωμένη σκέψη του. Δε θα μακρύνουμε αναφέροντας τη δράση του στον τομέα αυτόν. Είναι αναγνωρισμένη απ’ όλους. Και η σημερινή εμφάνιση και πορεία της “Φωνής του Λαού” (σ.σ. καταξιωμένη εφημερίδα με πλατειά λαϊκή απήχηση, σημαντικές έρευνες για τα προβλήματα του λαού του νησιού, μεγάλο σχήμα κ.λπ.) του χρωστάει πολλά. Μα ο μοναρχοφασισμός μαίνεται. Ο βούρκος δε μπορεί να συγχωρήσει έναν αγνό και σεμνό λαϊκόν αγωνιστή. Κι’ αφού καμμιά τρομοκρατία δε θα μπορούσε να λυγίσει το παλληκάρι που πάλαιβε στις επάλξεις της Δημοκρατίας, άρχισεν ο δικαστικός διωγμός. Στο βουρκωμένο κι ανυπόληπτο θεοτοκικό περίγυρο (σ.σ. των Κερκυραίων πολιτικών Ιωάννη Θεοτόκη και Σπύρου Θεοτόκη που έγιναν πρωθυπουργός και υπουργός αντίστοιχα και προώθησαν νομοθετικά τον Ιούνιο του 1946, εν μέσω κατηγοριών για τη στάση τους τα χρόνια της Κατοχής, τις διώξεις εναντίον των μελών και υποστηρικτών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ) χαλκεύονταν οι μηνύσεις. Η έλλειψη πολιτικών επιχειρημάτων αντιμετωπίζονταν με την ανέντιμη βιομηχανία των μηνύσεων. Δέχτηκε τ’ αλλεπάλληλα χτυπήματα περήφανα. Διακήρυξε πάντα σαν αγωνιστής το μεγάλο δίκιο. Στηλίτεψε τους ταπεινούς του διώχτες. Μα τη δίκια του αγανάχτηση κορύφωσε το τελευταίο χτύπημα. ΠΕΝΤΕΜΙΣΗ ΧΡΟΝΙΑ ειρκτή γιατί κατάγγειλε την πολιτεία του επίορκου εξορίστου (σ.σ. βασιλιά Γεώργιου Γλύξμπουργκ)!
Η ελεύθερη αυτή ψυχή δεν ήταν δυνατό ν’ ανεχτεί μια τόσο μεγάλην αδικία. Υποχρεώθηκε έτσι να εγκαταλείψει την οικογένεια, την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη “Φωνή του Λαού” πούχει τόσο μεγάλο μέρος απ’ τη δική του ζωή και ψυχή! Έφυγε. Ο μοναρχοφασισμός πανηγύρισε. Έβγανε απ’ τη μέση ένα πρωτοπόρο κερκυραίο αγωνιστή.
Ξαφνικά μαθαίνουμε πως σκοτώθηκε. Τίποτα ακόμα δεν ξέρουμε για την τελευταία περίοδο της ζωής του. Μα είναι κοινή συνείδηση πως θάπεσε παλληκαρίσια. Όπως στάθηκε σ’ όλη του τη ζωή. Παλληκάρι. Σεμνό. Τίμιο. Με φλογερή πίστη. Κι’ ιδανικό τη Δημοκρατία και τη Λεφτεριά. Για μας και για όλη την Κέρκυρα μένει πια σύμβολο. Κι’ επιβεβαίωση πως όταν παιδιά σαν τον Αλέκο πέφτουν η υπόθεση της Δημοκρατίας και του Λαού δε μπορεί ποτέ να χαθεί. Όσο για τους διώκτες του μπορούν να χορτάσουν με το αίμα του, το τίμιο ελληνικό του αίμα πούμεινε αμόλυντο απ’ τις τρεις συνεχείς κατοχές! Ο Λαός όμως απ’ τα πλατειά του σπλάχνα θ’ αναπληρώσει το κενό που αφήνει με πολλούς άλλους! Και άλλους…
Τα κείμενα για τον Α. Π. συνοδεύονταν, στο κάτω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας της εφημερίδας, από ένα ποιητικό κατευόδιο. Ένα ποίημα, με τίτλο «Του Αλέκου Πρίφτη», το οποίο είναι ενδεικτικό των συναισθημάτων που προκάλεσε η είδηση του θανάτου του και από τότε βλέπει ξανά το φως της δημοσιότητας τώρα και προστίθεται βέβαια σε άλλα ποιήματα που γράφτηκαν για εκείνον και έχουν γίνει γνωστά. Ο συντάκτης του το υπέγραψε με το μονόγραμμα «Δ.» και δεν αποκλείεται, σύμφωνα με παλαιά στελέχη της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, να έχει γραφτεί είτε από τη λόγια Ειρήνη Δεντρινού είτε από έναν από τους ποιητές Λίλη Δεσύλλα και Ιάσονα Δεπούντη – ήταν και οι τρεις υποστηρικές του ΕΑΜ Κέρκυρας.
Το παραθέτουμε, με τους περιορισμούς φυσικά που συνεπάγεται ο χώρος όσον αφορά την απόδοση της μορφής του:
Έφυγες, αδελφέ, μέσα στη νύχτα.
Τόνομά σου ακούσαμε χωρίς να σε δούμε·
Κι’ ήταν σα νάσκισε το σκοτάδι μια φωτεινή κραυγή,
Η κραυγή της πίστης σου πούναι και δική μας πίστη.
Έφυγες, αδελφέ, μέσα στη νύχτα.
Δυο ρόδα κόκκινα λουλούδισαν στο πέρασμά σου.
Δυο ρόδα κόκκινα σαν το αίμα της καρδιάς σου
Που λαχταρούσε την άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι.
Ομάδι σκόρπισαν οι ελπίδες σου
Πάνω από τη γη που σε γέννησε.
Κι’ έκλαψαν τα δέντρα, κ’ έκλαψαν τα κλαριά
Κι’ έκλαψαν οι κρυοβρυσούλες που σε γνώρισαν
Να πολεμάς ορθός για την Ελευθερία.
Έφυγες, αδελφέ, μέσα στη νύχτα.
Μα εμείς που σ’ αγαπήσαμε δεν κλαίμε το χαμό σου.
Δ.
Ο αποχαιρετισμός του αδελφού
Υπογράφοντας πολύ συγκινητικό κείμενό του ως «Καστρινός», με το ψευδώνυμο δηλαδή που είχε χρησιμοποιήσει τα χρόνια της Κατοχής, αποχαιρέτησε τον Α. Π. ο αδελφός του Γεράσιμος Πρίφτης, τηλεγραφητής μέχρι τότε και μετέπειτα αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αντιστασιακών και βουλευτής Κέρκυρας με την υποστήριξη του εκτός νόμου ΚΚΕ και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, με θέσεις εναντίον της αστικής τάξης, της τότε εκκολαπτόμενης ΕΟΚ του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου και του ΝΑΤΟ.
«Στο παλληκάρι», ήταν ο τίτλος του κειμένου. Το προλόγιζαν οι εξής στίχοι που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για τον Μακεδονομάχο ηρωικό νεκρό Παύλο Μελά: «Σε κλαίει ο Λαός! Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι».
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του Γεράσιμου Πρίφτη, με την υπογραφή «Καστρινός»:
Παραμερίζω τον αδελφό. Πνίγω τον πόνο του. Σκουπίζω τα δάκρυά του. Κι’ αντικρύζω τον αγωνιστή. Το σεμνό παλληκάρι. Την αγνή καρδιά. Το συναγωνιστή μου. Έτσι όπως τον είδαν και τον αγάπησαν όσοι τον γνώρισαν. Στέκομαι βουβός μπρος στα (…) που σκεπάζουν τον τάφο σου· εκεί στα ηπειρωτικά βουνά, στο λέφτερον αγέρα τους· εκεί, που μόνον αξίζει να ζουν τα παλληκάρια όταν τα πάντα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, όπως ο ίδιος μας έλεγες. Παλληκάρι! Ο νους μας δε μπορεί να σε φαντασθεί νεκρό. Εσύ, ο χείμαρρος της ζωής, η πλημμύρα της ενεργητικότητας, η άβυσσος της πίστης. Εσύ, που με τη λεβέντικη κορμοστασιά σου γέμιζες τους δρόμους. Με τις χειρονομίες σου σκόρπιζες τον ενθουσιασμό. Με το πλατύ κι ανοιχτόκαρδο γέλιο – διαμάντι της αγνής παιδικής σου καρδιάς – έσπερνες παντού την αισιοδοξία. Νεκρός! Κανένας μας δε μπορεί να το πιστέψει. Ήσουν ζωή και λεβεντιά. Κι’ η πίστη που ανάβρυζε απ’ την ολόθερμη ψυχή σου σ’ έφερνε στον αγώνα, πούναι κι’ αυτός και δύναμη.
Οι αράχνες των φασιστικών σκοταδιών δεν πνίξανε τους παλμούς της καρδιάς σου, που πάντα την έπαιρνε η Λεφτεριά στα θεϊκά της φτερά. Στάθηκες πάντα ορθός. Και του σπιτιού σου τη θαλπωρή, και των αγγελικών παιδιών σου το χάδι (σ.σ. ήταν πατέρας κοριτσιού τριών ετών με το όνομα Μαρίζα και κοριτσιού πέντε μηνών με το όνομα Λία, από τον γάμο του με τη δασκάλα Ζωή Πρίφτη το γένος Μολίν), ηρωικά πάντα τα στερήθηκες μπρος στο μεγάλο ΚΑΘΗΚΟΝ. Ορθός στάθηκες και μπρος σε τούτα τα δίσεχτα χρόνια της καινούργιας σκλαβιάς. Έβλεπες γύρω σου το θρίαμβο της ανηθικότητας, της δουλικότητας και της προδοσιάς. Και στρατοκόπος ακούραστος εξακολούθησες τον αγώνα για να λιώσουν οι οχιές. Κι’ αυτές θανατερά σου δώκανε δαγκώματα. Απανωτά. Οι δαίμονες του σκοταδιού στάθηκαν οδηγοί τους. Και την απέραντη ψυχή σου να κλείσουν ήθελαν στο κλουβί της φυλακής. Δίκαιη η φουρτούνα σου, φουρτούνα ολάκερου λαού. Και τράβηξες για κει, για το λέφτερον αγέρα. Σεμνός, ωραίος, αμίλητος. Μ’ οδηγό την πίστη σου. Εκεί, στα ίδια βουνά που πρωτοείδανε την παλληκαριά σου, σαν πολεμούσες τον ιταλό και το γερμανό. Εκεί στα ίδια βουνά, αγωνιστή της Λεφτεριάς, φουρτούνα του δίκιου, σε πλάγιασαν οι σφαίρες, οι ίδιες σφαίρες που σε πολέμησαν με τους γερμανούς αντάμα.
Παλληκάρι! Τριάντα τριώ χρονών. Στην ηλικία των μεγάλων πράξεων! Παλληκάρι!
Όχι! Δε σε πιστεύουμε νεκρό. Τους αντρειωμένους δε τους κλαίνε. Για μας ζεις. Είσαι μαζί μας. Ίδιος πάντα! Καμίνι πίστης και σύμβολο. Κι’ ο θάνατός σου παλληκάρι, είναι για μας πηγή ζωής και δύναμης, πάνω στη (…) που το καθήκον μας έσπρωξε για “ψωμί, λεφτεριά και τιμή του Λαού”.
Την αφιερωμένη στον Α. Π. πρώτη σελίδα του φύλλου της εφημερίδας του ΕΑΜ Κέρκυρας, που είχε πια διευθυντή της τον Θανάση Καββαδία, συμπλήρωναν πέντε ακόμη αυτοτελή θέματα. Δέσποζε ψηλά στο δεξί μέρος, με τίτλο «Ένα γράμμα μιας ελληνικής οικογένειας», η δημοσιευμένη σε προγενέστερο συναφές θέμα μας επιστολή του πατέρα του νεκρού αξιωματικού ε.α. Ηλία Πρίφτη και του Γεράσιμου Πρίφτη, με την οποία απέρριπταν πρόταση αγγλοαμερικανικής «Συμμαχικής Αποστολής» για την παράδοση στην οικογένεια τιμητικής διάκρισης εκ μέρους των «Συμμάχων» στον Α. Π. για τον ρόλο του στην προαναφερθείσα διάσωση των Αμερικανών αεροπόρων. Επίσης, ψηλά στο κέντρο της σελίδας δημοσιεύονταν θέματα με τίτλους «Στην κρίση του Λαού και της Ιστορίας» και «Το “κατηγορώ” ενός νεκρού», που περιλάμβαναν – έχουμε αναφερθεί σε έτερο θέμα μας για τον Κερκυραίο αγωνιστή – το μεν πρώτο την κατάπτυστη απόφαση κερκυραϊκού δικαστηρίου για την επιβολή ποινής φυλάκισης του Α. Π. επί 5,5 χρόνια ως υπεύθυνου για προσβολή της τιμής του εξόριστου βασιλιά από την εφημερίδα, το δε δεύτερο επιστολή που άφησε ο Α. Π. δραπετεύοντας, εξηγώντας τις θέσεις του και διακηρύσσοντας τη συνέχιση του αγώνα. Το τέταρτο άλλο πρωτοσέλιδο κείμενο, που συναρτάται με επόμενο θέμα μας για τις κάθε είδους διώξεις που αντιμετώπισαν η εφημερίδα του ΕΑΜ Κέρκυρας και τα στελέχη της, έφερε τον τίτλο «Ο Αλέκος Πρίφτης στο μετερίζι της “Φωνής”».
Το άλλο, πέμπτο θέμα είχε τον τίτλο «Ο νεκρός». Ήταν το κύριο άρθρο του φύλλου της εφημερίδας. Οι συναγωνιστές του στο πολλαπλώς διωκόμενο ΕΑΜ της Κέρκυρας τόνιζαν, μεταξύ άλλων, ότι «τους ήρωες δε τους κλαίνε (…), τους κάνουν σύμβολα των αγώνων τους οι λαοί (…) και ο Κερκυραϊκός λαός έχει το δικό του».
Το κύριο άρθρο
Ακολουθεί κι αυτό το κείμενο, καθώς αναδεικνύει κι άλλες πτυχές της δράσης και της προσωπικότητας του Α. Π. και εξηγεί τον σπουδαίο ρόλο του στη δημιουργία του 10ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Κέρκυρας, ολόκληρο:
Σήμερα προσερχόμαστε γύρω από έναν τάφο, που άνοιξε ανάμεσα σε σκοίνα και μύρτα στην Ηπειρωτική γη, για να δεχτεί το ξανθό παλληκάρι με τ’ ανήσυχα μάτια και τη μεγάλη καρδιά.
Πριν όμως από μας ας προπορευτούν οι δημιουργοί του ανήκουστου εγκλήματος. Δίπλα στον τάφο υπάρχει μία λίμνη αίματος. Είναι γι’ αυτούς. Είναι το αίμα εκείνο που πολύ πεθύμησαν και πολύ επεδίωξαν. Ας σκύψουν και ας πιουν. Είναι γλυκειά γι’ αυτούς του αίματος η γεύση. Και αφού χορτάσουν με του αθώου το αίμα, ας σκουπίσουν με το κρύο του χέρι τα αιμοστάλαχτα χείλη τους. Γιατί κατόπι θα προσέλθουν άλλοι έχοντας μπροστά δύο ξανθόμαλλα μικρά ορφανά. Τα ορφανά του. Μα γύρω από τον τάφο δεν θα ακουστούν θρήνοι. Τα παλληκάρια δεν τα κλαίνε.
Στον τάφο του Αλέκου γράφεται τραγικά ολόκληρη η ιστορία της Ελλάδας των τωρινών στιγμών. Το θάρρος, ο ηρωισμός, η βαθειά συναίσθηση του καθήκοντος, η μέχρι θανάτου αφοσίωση σ’ αυτό, των αγωνιστών της Εθνικής Υποθέσεως από τη μια και από την άλλη η μικρότητα, ο σαδισμός, η τύφλωση των πορωμένων συνειδήσεων εκείνων που ευθύνονται για το σύγχρονο μαρτύριο της Ελλάδος (σ.σ. χιλιάδες αγωνιστές διώκονταν απηνώς, άρχιζε ο ταξικός εμφύλιος πόλεμος).
Ο Αλέκος Πρίφτης εδονείτο ίσαμε την τελευταία του στιγμή από ένα ιδανικό. Επάλλετο ολόκληρος από το όραμα μιας ευτυχισμένης Πατρίδας, ενός πιο ευτυχισμένου λαού. Και στην υπηρεσία αυτού του ιδανικού αφοσιώνεται ολοκληρωτικά. Χωρίς φειδώ τα δίνει όλα. Και της ψυχής του το αίμα ακόμη.
Χρόνια ολόκληρα υπηρετεί το λαό. Είναι το πιο αφοσιωμένο παιδί του. Η σκέψη του κυριαρχείται από τη συναίσθηση του καθήκοντος. Βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή. Οι εκλεκτοί πάντα προπορεύονται. Αγνός και άδολος σ’ ένα απέβλεπε. Να μην υστερήσει σε τίποτα. Διαρκώς εντείνει τις δυνάμεις του. Και διαρκώς προσφέρει περισσότερα. Διότι οι δημιουργικές του ικανότητες είναι ανεξάντλητες. Στάθηκε ακένωτη πηγή δημιουργίας και αισιοδοξίας. Ακατάβλητος διαρκώς προσφέρει. Η παρουσία του και μόνη εμψυχώνει. Το εκρηχτικό του γέλιο διασκόρπιζε δισταγμούς και αμφιβολίες.
Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με τη φλόγα της πίστεως που τον συγκλόνιζε δημιουργεί συνεχώς. Και εκ του μηδενός έθεσε στη διάθεση του Έθνους ένα ολόκληρο σύνταγμα. Το είχε οπλίσει υλικά και ηθικά. Με την απλή παρουσία του μετάγγιζε θάρρος και πίστη. Ήτανε κάτι που μπορούσε να το σπαταλήσει γιατί το διέθετε άφθονα.
Γλυκός σαν την άνοιξη, ήταν για όλους ένας αδελφός.
Και όταν η περίοδος της δουλείας πέρασε, χωρίς η Ελλάδα να γευθεί τους καρπούς της απελευθερώσεως, δεν επεδίωξε τη γαλήνη του περιθωρίου, ούτε την ασφάλεια μέσα στην αφάνεια. Βρέθηκε εντελώς φυσικά στην πιο δυνατή έπαλξη της Ελλάδος, της Δημοκρατίας και του Λαού για να αγωνισθεί χωρίς συμβιβασμούς. Μα οι νάνοι φθονούν κάθε ανάταση και τις εκδηλώσεις του θάρρους. Και ορκίστηκαν την πιο σαδιστική εκδίκηση. Και επεστράτευσαν ολόκληρο της ψυχής τους το ρύπο για να του ετοιμάσουν ένα σκοτεινό κελί.
Να τον θάψουν για χρόνια και χρόνια. Θα ερχότανε η εξόντωση αργά και ασφαλής.
Μα απατήθηκαν τα σκύβαλα του Έθνους. Διότι οι ελεύθεροι άνθρωποι από τις ταπεινώσεις της εγκαθείρξεως προτιμούν πάντα τον ελεύθερο αέρα, οσοδήποτε ακριβά και αν στοιχίζει. Είχε να διαλέξει δύο δρόμους (τόσους του άφησαν). Το δρόμο που οδηγεί στο κάτεργο ή εκείνον που όσον πικρός και τραχύς (…) είναι πάντοτε το ύστατο καταφύγιο των διωκομένων. Το δρόμο του Ελληνικού βουνού που είναι γεμάτο από μαγικούς και ηρωικούς ψίθυρους. Μα οι διώκτες του δεν ησυχάζουν και τις 20 αυτού του μηνός (σ.σ. τις 21 Ιουλίου, όπως έγινε γνωστό αργότερα) τον ξαπλώνουν νεκρό.
Έναν τέτοιο νεκρό (σ.σ. πάνω φωτογραφία του τραβηγμένη πιθανώς στη στερνή περίοδο της ζωής του, στα Ιωάννινα) κανείς δεν πρόκειται να κλάψει. Θάταν η πιο βαριά προσβολή γι’ αυτόν.
Τους ήρωες δε τους κλαίνε. Τους κάνουν σύμβολα των αγώνων τους οι λαοί. Και ο Κερκυραϊκός λαός έχει το δικό του. Για να αντλεί απ’ αυτόν τα πιο υψηλά διδάγματα, θάρρους και αφοσίωσης σ’ ένα ιδανικό. Το μεγαλείο της Ελλάδος, της Δημοκρατίας και του Λαού. Και το ιδανικό αυτό με τέτοιες θυσίες θα δικαιωθεί.
Τα μαύρα σύννεφα που σκοτεινιάζουν τον ουρανό της Ελλάδος θα σκορπίσουν. Τότε ο λαός θα αναζητήσει όσους ευθύνονται για τα αποτρόπαια κατά της Ελλάδος εγκλήματα και με το αλάθευτο κριτήριό του θα απονείμει δικαιοσύνην.