Ήξερε λιγοστά πράγματα για τον μυθικό ήρωα του οποίου το όνομα – μόνος αυτός σε όλη την περιοχή – έφερε. Δεν είχε προλάβει να επισκεφθεί το γεμάτο ναζί τότε ανάκτορο Αχίλλειο στο Γαστούρι να δει και να μάθει πώς το είχε «διακοσμήσει» σε κάποια φάση ο Γερμανός αυτοκράτορας των αρχών του αιώνα του. Αλλά καμάρωνε που τον έλεγαν Αχιλλέα.
Τέτοιες μέρες, τον Αύγουστο του 1944, στα είκοσι πέντε του χρόνια, έπεσε νεκρός από γερμανικό βόλι.
Δεν πρόλαβε να δει την απελευθέρωση του νησιού από τους ναζί, για χάρη της οποίας με πατριωτικό ενθουσιασμό είχε συνδεθεί στη Λευκίμμη, στην περιοχή δηλαδή της νότιας Κέρκυρας όπου ζούσε, με μια μικρή τοπική οργάνωση του ανταρτικού ΕΔΕΣ που αποδείχθηκε ανάξιά του. Η δικιά του «αχίλλειος πτέρνα» ήταν το σβέρκο. Εκεί τον βρήκε η φονική σφαίρα.
Αχιλλέας Βλάχος, το όνομά του. Τον Γενάρη του 1919 είχε έλθει στη ζωή, στους Αγίους Θεοδώρους της Λευκίμμης. Από το 1990 ένας δρόμος της περιοχής, όπως είχε εισηγηθεί ο τότε αγωνιστής δήμαρχος του τόπου Νίκος Κουλούρης (1946-2019), φέρει το δικό του όνομα. Εκεί απέναντι στεκόταν το σπιτικό της φαμίλιας του πατέρα του Στέφανου.
Σώζονταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια πιστοποιητικά και μαρτυρίες για εκείνον το θάνατο. Κάηκαν με τη φωτιά που είχε ξεσπάσει στο παλιό δημαρχείο της Λευκίμμης. Μα πολλές και διαφωτιστικές μνήμες έχουν σωθεί ακέριες, μαρτυρεί ο συγγενής του γιατρός Αχιλλέας Βλάχος, που έλαβε το όνομα εκείνου του 25χρονου Αχιλλέα.
Να σε ποια δεδομένα συγκλίνουν μνήμες και μαρτυρίες για ό,τι συνέβη τον Αύγουστο – άλλοι θυμόνταν λανθασμένα τον Σεπτέμβρη – του 1944 και έφερε τον θάνατο:
Οπλισμένος Γερμανός απαιτεί, διατάζει, έξω από το σπίτι της οικογένειας του τον Αχιλλέα να τον ακολουθήσει σε οχυρά των Γερμανών, για αναγκαστική εργασία – αγγαρεία καθαρισμού χώρων τους. Ο νεαρός αρνείται. Γυρίζει την πλάτη, απομακρύνεται. Φωνάζει, απειλεί και αρχίζει να κυνηγά ο Γερμανός τον Αχιλλέα, που τρέχει να ξεφύγει. Μέσα σ’ ένα αμπέλι, καθώς είχε τη δυνατότητα ευθείας βολής, το κτήνος σήκωσε το όπλο του, πυροβόλησε και ξάπλωσε τον Αχιλλέα. Μια από τις σφαίρες χτύπησε το παλικάρι στην ινιακή περιοχή στο κρανίο. Διαλύθηκε, καταστράφηκε το πρόσωπο του Αχιλλέα. Ο θάνατος ήταν άμεσος, έγραψε στο πιστοποιητικό θανάτου ο νεαρός τότε γιατρός, μετέπειτα γνωστός μικροβιολόγος του νησιού, Σωτήρης Ζερβός.
Δεν προσδοκούσε αγγλικές λίρες για να κάνει αντίσταση ο Αχιλλέας, όπως ιθύνοντες του ΕΔΕΣ Λευκίμμης που η λιρολαγνεία και η ξετσιπωσιά τους έκαναν τον κεντροδεξιό Λευκιμμιώτη πολιτευτή, πρώην βουλευτή του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος μα και αγωνιστή εκείνων των χρόνων, Γιάννη Μοναστηριώτη, να μετακινηθεί από τον ΕΔΕΣ Κέρκυρας στο ΕΑΜ Κέρκυρας.
Είχε την πατριωτική και προσωπική του αξιοπρέπεια πάνω απ’ όλα.
Τον έθαψαν οι δικοί του και οι συγχωριανοί του σε οικογενειακό κοιμητήριο, στην ιδιόκτητη μικρή εκκλησιά Άγιος Δημήτριος των Αγίων Θεοδώρων στη Λευκίμμη.
Αργότερα, εκείνος ο στρατηγός του ΕΔΕΣ που εν ονόματι της πολιτικής Συμφωνίας της Καζέρτας για δικό του πρώτο ρόλο στην Κέρκυρα, σε συνεννόηση με τους Άγγλους και τους Γερμανούς, εξασφάλισε τον Οκτώβριο του 1944 αδιατάρακτη φυγή του επικεφαλής των ναζί και συνοδείας του από το νησί με στρατιώτες του μέσω της Λευκίμμης με αντίτιμο την κυριαρχική επιβολή δυνάμεων του ΕΔΕΣ Ηπείρου στην ΕΑΜοκρατούμενη Κέρκυρα, ο Ναπολέων Ζέρβας, δηλαδή, που κατάφερε με αγγλική βοήθεια και να εκλεγεί βουλευτής Κέρκυρας, απέδωσε τιμή στον Αχιλλέα. Τον προήγαγε σε λοχία νεκρό του ΕΔΕΣ.
Το 2006, σε μεγάλη ηλικία πια, ο νομικός, αξιωματικός στη Χωροφυλακή και απόφοιτος σχολής δασκάλων Δημήτρης Β. Πανδής (1924-2010), παλιός συνεργάτης της εφημερίδας «Κερκυραϊκά Νέα», απαθανάτισε τις δικές του μνήμες για τον Αχιλλέα Βλάχο, σε ένα υπέροχο τμήμα βιβλίου του με τον τίτλο «Απ’ ό,τι θυμάμαι», αφιερώνοντας σ’ εκείνον πέντε σελίδες.
Έγραψε σε κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο Αχιλλέας και η τράτα»:
«Αρρενωπός, από ζωή ξέχειλος, στην άνοιξη της ηλικίας του ήταν ο Αχιλλέας. Σωστός λεβέντης, μόλο που τόσο ψηλός δεν ήταν. Κρυφό της μάνας του καμάρι και του πατέρα του γλυκό όνειρο. Δεκαοχτάχρονος ήταν δεν ήταν, όταν τον πρωτοείδα από κοντά. Μάτια σπινθηροβόλα, σκόρπια, μαύρα, ανέμελα μαλλιά μ’ έναν αέρα ξεγνοιασιάς στο φωτεινό του πρόσωπο. Η ομιλία του είχε πότε τη γαλήνη και τη γλυκύτητα και πότε την ορμή της θάλασσας που κάθε μέρα ήταν κοντά της με την τράτα από μικρό παιδί.
»Τον θυμάμαι σαν να ‘ταν χθες που ερχόταν στον Κάβο με την τράτα του πατέρα του, του Δήμου (σ.σ. παρανόμι), για να καλάρουν. Ξεμπράτσωτος, με σηκωμένα τα καλαμοβράκια, στεκόταν κοντά στους κωπηλάτες, τους κομπραβέντες, όπως τους λέγανε και τον καραβοκύρη πάνω στη βάρκα, τη γούντουλα, που ‘ταν με το μικρό πανί και τα μακριά βαριά κουπιά, ίδιο αρχαίο ταχύπλοο καράβι, γοργόφτερη Αργώ (…)
»Γερά τραβώντας τα κουπιά με σιδερένια μπράτσα, καλάριζαν και τραγουδούσαν ρυθμικά ένα σκοπό που σεγκοντάριζε τον θόρυβο απ’ τα κουπιά καθώς σπαθίζανε με βία τη θάλασσα ή συγχρόνιζαν τις κινήσεις τους μ’ ένα ταχύρρυθμο “ω, ωπ”. Πίσω στη πρύμη, κοντά στον καραβοκύρη, κι’ ο Αχιλλέας στητός, ολόρθος, καμαρωτός, κάνοντας πού και πού τον τιμονιέρη (…)
»Στην Κατοχή άρχισε σιγά σιγά πάλι το ψάρεμα με την τράτα (…) Ήταν η πείνα και τα ψάρια ήταν η κύρια τροφή του κόσμου, ιδιαίτερα αυτών που ζούσαν κοντά στη θάλασσα. Η τράτα του Δήμου άρχισε πάλι να ψαρεύει στον Κάβο. Από κοντά του σαν πάντα, κι ο Αχιλλέας, καλοσυνάτος, σβέλτος (…) Η κατάσταση όμως έγινε αφόρητη από τη στιγμή που ήρθαν τα άγρια θεριά, οι Γερμανοί, που πήραν τη θέση των Ιταλών τα τέλη του Σεπτέμβρη του 1943 (…)
»Ήταν Αύγουστος 1944, αν θυμάμαι καλά, που μας ήρθε η θλιβερή η είδηση, που από στόμα σε στόμα, σαν κεραυνός, έφθασε μέχρι τον Κάβο: “Στ’ Αλεύκι οι Γερμανοί σκότωσαν το παιδί του Δήμου, τον Αχιλλέα…”. Παγώσαμ’ όλοι, όλο το Πεντάχωρο. Το δολοφονικό βόλι βρήκε το παλικάρι, που έτρεχε να ξεφύγει τη λύσσα του κατακτητή καίρια στο πίσω μέρος του κεφαλιού και τον ξάπλωσε κάτω νεκρό. Τώρα κάτω στο χώμα στέκει νεκρό πουλί που του ‘χουν κόψει τα φτερά. Μοιάζει σβησμένο αστέρι της αυγής, πηγή που ξάφνου στέρεψε. Οι δικοί του που τρέξανε αμέσως στον τόπο του φονικού, τον βρήκαν μπρούμυτα, να κείτεται σε μια λίμνη από αίμα, στ’ αμπέλια, κοντά στον Άη – Δημήτρη, πλάι στ’ αγριολούλουδα με τα πουλάκια συντροφιά, που άλλοτε τον νανούριζαν με τα κελαϊδήματά τους, όταν η μάνα του τον έπαιρνε μωρό στον κάμπο. Τώρα τον μοιρολογούν και φτερουγίζουν δίπλα του θλιμμένα και το τιτίβισμά τους συγχέεται με το κλάμα και των γονιών του τις φωνές. Η φοβερή αυτή μέρα μένει αξέχαστη στη μνήμη των ανθρώπων που έζησαν από κοντά το δράμα. Κι ήρθαν οι γοργόνες της θάλασσας να τον μοιρολογήσουν κι’ οι σύντροφοί του με τους κρόκους, τα κοφίνια τους και τα κουπιά, που ‘ναι της ειρήνης και όχι του πολέμου τα σύμβολα, να τον φιλήσουν στο μέτωπο και να τον αποχαιρετήσουν, να πουν… γεια στ’ άγουρο παλικάρι που έχαναν αναπάντεχα στη δίνη του πολέμου. Κι η μάνα του, αντί φιλόξενο τραπέζι με ζεστό ψωμί και νιο κρασί απ’ το μεγάλο το βαρέλι για να χαρούν οι σύντροφοί του, έστρωσε νεκροκρέβατο στο νέο της βλαστάρι.
»Κι οι Γερμανοί με την ουρά στα σκέλη, με χέρια ματωμένα, δεν άργησαν να φύγουν. Μαζί κι ο δολοφόνος που, κατά πως το θέλει η παράδοση, φεύγοντας κρέμασε έξω από την πόρτα του σπιτιού του θύματος του φονικού το όπλο κυνηγημένος φαίνεται, από τις ερινύες ή γιατί ποιος ξέρει τι άλλο κακό είχε στο νου του βάλει»
Έκλαψε τον άδικο χαμό του, τότε, όλο το Πεντάχωρο.
Το όνομα του Αχιλλέα Βλάχου περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή στα γραφεία της κερκυραϊκής Οργάνωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, στην πόλη της Κέρκυρας, με τα ονόματα δεκάδων ανιδιοτελών Κερκυραίων που έχασαν τη ζωή τους πέφτοντας για το δίκιο και την τιμή του λαού.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ