Όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί συγκλίνουν απόλυτα στην πολιτική σημαντικότητα των εκλογών με την απλή αναλογική καθώς και στον καθοριστικό ρόλο που θα παίξουν τα όποια εκλογικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση ενός καθόλα νέου πολιτικού σκηνικού. Τα επιτελεία όλων των κομμάτων που κατέρχονται στον εκλογικό στίβο, κυρίως των δύο πρώτων, θεωρούν τα αποτελέσματα της επερχόμενης πρώτης κάλπης ως ένα crash test για το τι μπορεί να συμβεί από εκεί και πέρα.
Το ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών εξαρτάται από δύο τίνα :
- Από τη δυνατότητα του πρώτου κόμματος να «ρισκάρει» μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, μέσα από την οποία θα κατακτήσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτός είναι ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας.
Για την κατάκτηση αυτού του στόχου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και οι επιτελείς της γαλάζιας παράταξης, εξορκίζουν σε όλους τους τόνους την χαλαρή ψήφο της πρώτης εκλογής, – η οποία μπορεί να διασπείρει ψήφους στα μικρά κόμματα της ευρύτερης κεντροδεξιάς -, και ταυτόχρονα αναζωπυρώνουν το ΑντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, στοχεύοντας στον περιορισμό διαρροών ψηφοφόρων προς την σημερινή αντιπολίτευση.
Το ιδανικό αποτέλεσμα για την ηγεσία της γαλάζιας παράταξης, στις εκλογές με απλή αναλογική, θα ήταν η κατάκτηση ενός 34 με 35%, το οποίο θα ήταν εκλογικό εφαλτήριο για εύκολη κατάκτηση του ποσοστού – στόχου 37,5 με 38%, το οποίο θα χάριζε την πολυπόθητη αυτοδυναμία σε δεύτερες εκλογές. ΣΕ μια τέτοια εκλογική εξέλιξη των αριθμών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα ήταν πολιτικός «καβαλάρης», θα παρέδιδε την πρώτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, που θα έπαιρνε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η χώρα θα οδηγείτο σε δεύτερες εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση, αφού και οι δύο επόμενες διερευνητικές εντολές, σε Αλέξη Τσίπρα και Νίκο Ανδρουλάκη θα απέβαιναν ομοίως άκαρπες.
Πολιτική των αριθμών και εξελίξεις
Σε περίπτωση ενός ποσοστού γύρω στο 30 με 31-32%, η Νέα Δημοκρατία θα είχε πολιτικό πρόβλημα, καθώς : Πρώτον, μόνη της δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Ακόμη κι αν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση με άλλους εταίρους, δεν θα «ρίσκαρε» δεύτερες εκλογές, αφού θα ήταν και πάλι δύσκολη έως και ακατόρθωτη η κοινοβουλευτική – κυβερνητική αυτοδυναμία, ακόμα και με τον δικό της εκλογικό νόμο του «κλιμακωτού μπόνους». Δεύτερον, αν επιχειρούσε συμμαχική κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα αντιμετώπιζε είτε, το ενδεχόμενο μη επάρκειας σε αριθμό βουλευτών για να φτάσει τους 151 της δεδηλωμένης ή σε περίπτωση επάρκειας την άρνηση του κυβερνητικού εταίρου σε επόμενη κάλπη, υπό τον φόβο της πολιτικής πόλωσης, η οποία και προφανώς θα κατέληγε σε βάρος του. Παρόμοιο πρόβλημα θα αντιμετώπιζε η γαλάζια παράταξη, ακόμα και στην περίπτωση κυβερνητικής σύμπραξης με την ευρισκόμενη στην δεξιά της όχθη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ, του Κυριάκου Βελόπουλου, αν φυσικά, η κοινοβουλευτική αριθμητική το επέτρεπε.
Μέσα στο ανωτέρω περιγραφέν μετεκλογικό πολιτικό κλίμα, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας θα αντιμετώπιζε μέγιστο προσωπικό πολιτικό πρόβλημα, καθώς θα είχε περάσει πολύ κάτω από τον εκλογικό πήχη που ο ίδιος είχε θέσει. Σ αυτήν την περίπτωση, όλα τα σενάρια στην γαλάζια παράταξη θα ήταν ανοικτά, μηδέ της αλλαγής αρχηγού εξαιρουμένης.!
- Από τη δυνατότητα σχηματισμού συμμαχικής κυβέρνησης. Αυτός είναι ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ –ΠΣ.
Είναι σαφές, πως, όσα ισχύουν με τα προαναφερθέντα εκλογικά ποσοστά για την Νέα Δημοκρατία, προκειμένου να σχηματίσει συμμαχική κυβέρνηση στον ευρύτερο χώρο της κεντροδεξιάς, στον ίδιο ακριβώς βαθμό ισχύουν και για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τον σχηματισμό ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς και με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Οι αριθμοί που θα βγάλουν οι κάλπες, είτε διαβαστούν από κεντροδεξιό, είτε διαβαστούν από κεντροαριστερό, το συμπέρασμα – αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.!
Πέραν όλων των ανωτέρω κατατεθέντων, ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έρθει πρώτο κόμμα και με λίαν διακριτή διαφορά από το δεύτερο κόμμα, – όχι απλά, «έστω και με ψήφο», όπως ισχυρίζεται η ηγεσία της Κουμουνδούρου, το ερώτημα «κυβέρνηση με ποιον…, ποιους…, και με ποιο πρόγραμμα», θα τεθεί ΆΜΕΣΑ ΚΑΙ επιτακτικά στο τραπέζι την επαύριον των εκλογών.
Στην προκείμενη περίπτωση, η πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, «όλοι θα αναλάβουν τις ευθύνες τους, απέναντι στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα του Μητσοτάκη», μόνον φιλολογική σημασία μπορεί να έχει, παρά πολιτική.
Στην περίπτωση εκλογικής πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ, ο Αλέξης Τσίπρας και οι περί αυτόν επιτελείς, θα βρεθούν αντιμέτωποι με το «κατεπείγον» της διερευνητικής εντολής σχηματισμού κυβέρνησης, – συνταγματική διάρκεια της διερευνητικής εντολής είναι 3 ημέρες – , θα κληθούν να λάβουν ταχείες αποφάσεις «εδώ και τώρα», και να συγκλίνουν προγραμματικά και πολιτικά με ένα αδύναμο έως και τριχασμένο ΠΑΣΟΚ, με έναν απρόβλεπτο Γιάνη Βαρουφάκη κι ένα εμμονικό ΚΚΕ.
Τα προβλήματα τις ελληνικής κοινωνίας, θέλουν άμεσα λύσεις, σαφείς, εφικτές και οικονομικά κοστολογημένες.
Η ελληνική κοινωνία θέλει λύσεις
Μια απλή μελέτη στα θέματα της προεκλογικής διακομματικής αντιπαράθεσης, όλοι θα συνέκλιναν στην άποψη – θέση, πως, – πέραν των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της όποιας λύσης δρομολογηθεί από κοινού με τους συμμάχους -, το τρίπτυχο, «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», θα είναι κυρίαρχο στο δημόσιο λόγο :
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ : Οι υποκλοπές και δη στην έκταση που έχουν διενεργηθεί αποτελούν σαφώς ευθεία απειλή για την ούτως ή άλλως εύθραυστη Δημοκρατία μας.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ : Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η φράση του αντιπροέδρου της βουλής και ιστορικού στελέχους της Νέας Δημοκρατίας, Νικήτα Κακλαμάνη, σχετικά με την παραδόξως γρήγορη απόφαση του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς : «Σέβομαι την δικαιοσύνη αλλά, μετά από αυτήν την απόφαση, χάνω την εμπιστοσύνη προς αυτήν και την ηγεσία της». Από την πλευρά της η Λούκα Κατσέλη συμπληρώνει : «Ουσιαστικά την απόφαση του Αρείου Πάγου, είχαν προαναγγείλει, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Χρήστος Σταϊκούρας».
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ : Η ελληνική οικονομική ατζέντα για το 2023 περιστρέφεται γύρω από 3+1 ζωτικής σημασίας επιδιώξεις: επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα στο 1%, απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα και πολιτική σταθερότητα. Είναι αληθές πως, για πρώτη φορά από το 2010, η Ελλάδα πορεύεται χωρίς ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία. Όμως ακόμα δεν έχει ξεφύγει από το στίγμα της κρίσης του 2009 καθότι δεν έχει αποκτήσει τη σφραγίδα των αγορών, δηλαδή την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό καθιστά τον δανεισμό της Ελλάδας πιο «ευαίσθητο» σε αρνητικές μεταβολές του διεθνούς κλίματος και σε εγχώριες μεταβλητές, όπως είναι οι εκλογές και οι δημοσιονομικές αποκλίσεις.
Τούτων, όλων των ανωτέρω δοθέντων, το εκλογικό σώμα θα κληθεί να επιλέξει, ανάμεσα σε μια εφαρμοζόμενη κι ακολουθούμενη πολιτική από την κυβέρνηση και μια προτεινόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και τους συμμάχους του στην εν δυνάμει ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ.
Το εκλογικό σώμα θα επιλέξει μεταξύ ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού, (Κυριάκος Μητσοτάκης), κι ενός εν δυνάμει πρωθυπουργού, (Αλέξης Τσίπρας), ο οποίος δεν είναι κυβερνητικά «παρθένος», έχει κυβερνητικό παρελθόν και δη αρνητικό για πολλούς. Στις πολιτικές της κυβέρνησης, τις οποίες η νυν αξιωματική αντιπολίτευση κατακρίνει, επικρίνει κι αντιπαλεύει πλήρως και καθ΄ ολοκληρίαν, η ελληνική κοινωνία προσμένει, «καθαρούς, εφικτούς κι ευδιάκριτους στόχους», «ειλικρινείς υποψηφίους υπουργούς» και κυβέρνηση που θα βγάλει την χώρα στο «ξέφωτο» και δεν θα τηρεί τις εσωκομματικές ισορροπίες της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, όπως γίνεται με τη σύνθεση των ψηφοδελτίων…!!!