Με εισηγητή – ποιος να το φανταζόταν – έναν πολιτικό της βενιζελικής συμμαχίας γεννημένο στο νησί όπου γράφτηκε η πρώτη γνωστή ευμενής ελληνική κριτική για τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική δημοκρατία, η Βουλή των Ελλήνων στις 25 Ιουλίου 1929 ψήφιζε, για πρώτη φορά στα χρονικά της, έναν νόμο για τη δίωξη των φίλων της κομμουνιστικής θεωρίας και του κόμματός τους. Ο πολιτικός εκείνος δεν ήταν άλλος από τον – εικονιζόμενο πιο πάνω δίπλα στον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά την 4η Αυγούστου 1936 – Κερκυραίο μεγαλοκτηματία Κωνσταντίνο Ζαβιτζιάνο, ηγέτη του μικρού κομματικού σχηματισμού Προοδευτική Πολιτική Ένωσις και υψηλόβαθμο αξιωματούχο του φιλελεύθερου βενιζελικού συνασπισμού.
Σαν σήμερα πριν από ενενήντα τέσσερις χρόνους, δηλαδή, άρχιζε η εφαρμογή του κατασταλτικού αυτού νόμου. Το νομοθετικό έκτρωμα έφερε τον αριθμό 4229/25-7-1929 και ο τίτλος του ήταν «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ο αντιδημοκρατικός αυτός νόμος έμεινε στην ιστορία ως «Ιδιώνυμο».
Ήταν, τότε, εξήντα εννιά χρόνια μετά τη γραμμένη το 1860 επιστολή του λόγιου Νικόλαου Κονεμένου από την Κέρκυρα στην Κεφαλονιά, προς τον λόγιο Ανδρέα Λασκαράτο, με ευνοϊκά σχόλια για τη νέα κοσμοθεωρία του Καρλ Μαρξ που πρέσβευε την αλλαγή κοινωνικής τάξης στην πολιτική εξουσία και την αντικατάσταση της αστικής τάξης από την εργατική και τα συνεργαζόμενα μαζί της λαϊκά στρώματα στη διακυβέρνηση.
Αποκτώντας προσωνύμιο που συμβόλιζε έκτοτε την πολιτική διάσταση της καταστολής πράξεων υποστήριξης και διάδοσης των κομμουνιστικών ιδεών, ο νόμος 4229/1929 πέρασε στην Ιστορία με τον νομικό όρο «Ιδιώνυμο», επειδή αφορούσε ιδιαίτερες ποινές εις βάρος ομάδων πολιτών για αδικήματα που τιμωρούνταν μόνο με γενικής ισχύος ποινές, μετατρέποντας τον κομμουνισμό σε νέο αδίκημα. Να τι προέβλεπε στο πρώτο του κιόλας άρθρο:
«Όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλο σκοπόν τη δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος (…) ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον έξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον. Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ – άουτ (σ.σ. εργοδοτικής ανταπεργίας), προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις».
Η αναφορά σε απεργίες δεν ήταν καθόλου τυχαία ή παρεμπίπτουσας σημασίας. Το εργατικό κίνημα ήταν στο στόχαστρο, καθώς οι εργατοϋπάλληλοι και ευρύτερα ο λαός οργανώνονταν κατά χιλιάδες σε συνδικάτα και άλλες λαϊκές οργανώσεις, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, ενώ το εντεκάχρονο τότε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ανυπότακτο μα αρκετά αδύνατο και βαλλόμενο στο επίπεδο των στελεχών του με κάθε λογής άτυπες διώξεις για «υποκίνηση» κινητοποιήσεων με «ανατρεπτικά» αιτήματα, ήταν η πιο δυνατή φωνή των εργαζομένων και συνέχιζε να διεκδικεί έναν αυξανόμενο ρόλο στον πολιτικό στίβο. Στην Κέρκυρα, ειδικά, οι αγρότες ήδη είχαν «γυρίσει την πλάτη» για τα καλά στον άλλοτε θεωρούμενο «αγροτιστή» Κων. Ζαβιτζιάνο (1878-1951), αναγκάζοντάς τον σε πρόωρη εκλογική αποστρατεία από το νησί, ενώ δύο δεκαετίες νωρίτερα είχε πείσει μεγάλο μέρος τους με παχιά και συγκεχυμένα λόγια, σαν τον προκάτοχό του σε αυτόν το ρόλο δημαγωγό Πολυχρόνιο Κωνσταντά (1833-1895), πως δεν υπηρετούσε άλλα συμφέροντα από τα δικά τους.
Τότε, μόνο λίγους μήνες αργότερα, το «αδελφάκι» της Κέρκυρας νησί των Παξών στο Ιόνιο, όπως και η παλιά αγγλική φυλακή της πόλης της Κέρκυρας, άρχισε να δέχεται από διάφορες ελληνικές γωνιές το πρώτο μαζικό κύμα πολιτικών «επισκεπτών διαρκείας», που διαβιούσαν εκεί σε άθλιες συνθήκες και διαρκώς επιτηρούμενοι, εκτίοντας ποινές εκτόπισης. Έμελλε να περάσουν από εκεί δεκάδες μέλη, στελέχη και φίλοι του ΚΚΕ.
Οι Κερκυραίοι φίλοι του ΚΚΕ που δεν εννοούσαν να σιωπήσουν «πειθαρχώντας» στον νέο νόμο, είχαν άλλη τύχη. Είτε φυλακίζονταν στο αγγλικό μπουντρούμι σε λόφο της πόλης, δύο λεπτά με τα πόδια από το αρχοντικό του Κων. Ζαβιτζιάνου στον όρμο της Γαρίτσας, είτε γνώριζαν… το Αιγαίο.
Στην Ανάφη βρέθηκε ανάμεσα σε άλλους κι ένας ναυτεργάτης από την περιοχή της Λευκίμμης – που γλίτωσε τη ζωή του από τους Ζαβιτζιάνους, όχι όμως και από τους Ιταλούς κατακτητές της Κέρκυρας που τον δολοφόνησαν. Οδυσσέας Κοτινάς (1904-1943) το όνομά του, είναι ο πρώτος αριστερά στην πιο πάνω φωτογραφία με άλλους εκτοπισμένους και κατοίκους σ’ αυτή τη «λυσσάδα νήσο», κατά πως είχε αποκαλέσει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος το μικρό αυτό κυκλαδίτικο νησί με τους φοβερούς αέρηδες.
Να, όπως διασώθηκε από τον Νίκο Ασπιώτη στη Λευκίμμη, μια μαρτυρία του συναγωνιστή του Κοτινά κατά των Ιταλών Στέφανου Γαστεράτου (1916-2012), για το τι ακριβώς είχε πάθει ο ναυτεργάτης φίλος του: «Τον έστειλαν εξορία με το “ιδιώνυμο”, γιατί είπε σε κρατικό παράγοντα, που φέρθηκε με αγένεια σε συγχωριανό του: “Τι πράματα είναι αυτά! Ζουλού είμαστε;”. Έτυχε να είμαι εκεί, όταν έκανε το ερώτημα. Κάποιος δικολάβος έδωσε την εξήγηση ότι το ‘ρώτημα του ‘Δυσσέα έκρυβε… κακή σκέψη, την οποία ο νόμος περί “ιδιώνυμου” τιμωρούσε παραδειγματικά». Οι κομμουνιστές έπρεπε, βλέπετε, να κόψουν τη γλώσσα τους.
Με διοικητικά μέτρα και δικαστικές αποφάσεις με κάθε λογής προσχήματα κυνηγήθηκαν ή και διαλύθηκαν σε όλη τη χώρα, μαζί και στην Κέρκυρα, λαϊκές οργανώσεις και εργατικά σωματεία, με την κατηγορία ότι επηρεάζονταν από το ΚΚΕ.
Πριν ψηφιστεί από τη Βουλή αυτός ο νόμος ένας Επτανήσιος διανοούμενος καθολικής αναγνώρισης, ο πάνω εικονιζόμενος Ζακύνθιος λογοτέχνης Γρηγόρης Ξενόπουλος (1867-1951) – που αργότερα ηγήθηκε του ΕΑΜ Επτανησίων της Αθήνας εναντίον των ναζί όταν ο Κων. Ζαβιτζιάνος προήχθη από το δοσιλογικό καθεστώς και την οικονομική ελίτ σε τραπεζίτη – ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας. Αυτός ήταν ένας μόνον από έναν ευρύ κύκλο διανοουμένων της χώρας που ζήτησαν την απόσυρση του νομοσχεδίου και τον σεβασμό των λαϊκών ελευθεριών. Μαζί τους είχε υψώσει φωνή διαμαρτυρίας από το εξωτερικό και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Μαζί και η γενναία Κερκυραία λογία Ειρήνη Δεντρινού (Δενδρινού) το γένος Ζαβιτζιάνου (1879-1974 ). Η ίδια, δηλαδή, η αδελφή του Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, η οποία υποστήριζε στο νησί λαϊκές κινητοποιήσεις και αργότερα τάχθηκε δραστήρια και με το κίνημα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Εκδήλωσε θαρρετά την έντονη διαφωνία της δημοσίως.
Μεγάλα και μικρότερα κερκυραϊκά εργατικά σωματεία είχαν αντιδράσει από νωρίς, καθώς το σχετικό νομοσχέδιο είχε κατατεθεί στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 1928, τέσσερις περίπου μήνες μετά τη θριαμβευτική επάνοδο του βενιζελικού Κόμματος Φιλελευθέρων και συνεργαζόμενων με αυτόν κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας, ως αποτέλεσμα της νίκης του συνασπισμού στις εκλογές του Ιουλίου 1928 με 61,2%. Είχαν γίνει οι εκλογές με ένα έντονα άδικο εκλογικό σύστημα, που – πέραν του ότι είχε αφήσει εκτός Βουλής το ΚΚΕ λόγω χαμηλού ποσοστού του – περιόρισε σε μόλις 27 όλους κι όλους, από τους 250, τους βουλευτές του συντηρητικού συνασπισμού υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη (1884-1970) και ορισμένων άλλων αντιπολιτευόμενων συντηρητικών δυνάμεων ή και κινήσεων σοσιαλδημοκρατικών αποχρώσεων. Ανάμεσα στους 250 βουλευτές εκείνης της Βουλή ήταν και οι κινούμενοι άλλοτε εντός και άλλοτε εκτός του βενιζελικού συνασπισμού Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876-1936), Γεώργιος Καφαντάρης (1873-1946) και Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968), καθώς κι ένας πολιτευτής με σημαντικό ρόλο στην Κέρκυρα δεκαπέντε χρόνια αργότερα, με το όνομα Λέων Μακκάς (1892-1972), που όλοι τους διεκδικούσαν με έμφαση εργατικές ψήφους.
Τις 23 Ιανουαρίου 1923 τα διοικητικά συμβούλια σειράς εργατικών σωματείων του νησιού ενέκριναν και έστειλαν στην κυβέρνηση το εξής τηλεγράφημα: «Κατά προετοιμαζομένην ψήφισιν νομοσχεδίου περί διώξεως του κομμουνισμού, αποβλέποντος εις την τρομοκράτησιν της εργατικής τάξεως Ελλάδος, αγωνιζομένης νομίμως προς βελτίωσιν της εν γένει καταστάσεως αυτής και εξασφάλισιν των συνδικαλιστικών της ελευθεριών, τα Διοικητικά Συμβούλια και οι αντιπρόσωποι των εργατικών Σωματείων Κερκύρας διαμαρτύρονται, δηλούντα ότι η εργατική τάξις σύσσωμος θα αγωνισθή κατά του νομοσχεδίου τούτου, δια την μη ψήφισιν αυτού». Την αρχή είχε κάνει μία μέρα νωρίτερα το σωματείο των αρτεργατών, εγκρίνοντας ομόφωνα σε συνέλευση των μελών του ψήφισμα με το οποίο καλούσε την κυβέρνηση να μην ψηφίσει το «μεσαιωνικό αυτό νομοσχέδιο».
Από το 1910 στο 1929
Αλλά ο 51 ετών τότε Κερκυραίος υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1864-1936), ήταν ανένδοτος, όπως άλλωστε και ο πρωθυπουργός και ηγετικά επιτελεία της οικονομικής ελίτ της χώρας.
Νομικός και για λίγο δικαστής με σπουδές στο εξωτερικό, καθώς και γόνος κερκυραϊκής οικογένειας με ηπειρωτικές ρίζες και μεγάλη κτηματική περιουσία στο νησί, ο Κ. Ζ. δεν συγκαταλεγόταν ακριβώς στα μεγαλύτερα και ισχυρότερα «τζάκια» με τίτλους ευγενείας στην Κέρκυρα. Ο πατέρας του Γεώργιος Κ. Ζαβιτζιάνος (1844-1916), μάλιστα, ανήκε σ’ εκείνη τη μερίδα της αστικής τάξης που είχε στραφεί εναντίον του ιδιαιτέρως συντηρητικού πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη (1844-1916 και αυτός) και το 1899 είχε κατέλθει ως υποψήφιος βουλευτής επικεφαλής «ανεξάρτητου» συνδυασμού, μάλλον με την υποστήριξη του κόμματος του Θεόδωρου Δηλιγιάννη (περί το 1824-1905), αναζητώντας εκλογική στήριξη σε αγροτικές μάζες και προβάλλοντας εκσυγχρονιστικές και αντιρατσιστικές θέσεις. Με κάποια προοδευτικά – εκσυγχρονιστικά – αντιφεουδαρχικά συνθήματα που συγκίνησαν αγροτικές μάζες του νησιού εκκίνησε και ο Κ. Ζ. την πολιτική του σταδιοδρομία στην Κέρκυρα γύρω στα 1910, συντασσόμενος με τον Ε. Βενιζέλο και σταδιακά διεκδικώντας ως ισχυρή προσωπικότητα έναν «αυτόνομο» προσωπικό ρόλο στο πλαίσιο του βενιζελικού συνασπισμού, χάρη στις σημαντικές πολιτικές του ικανότητες. Υπερίσχυσε μάλιστα του Γ. Θεοτόκη και των ανθρώπων του στο νησί, σε μιαν εκλογή, κατά 3.000 ψήφους. Θεωρείται ως ένας από τους συνιδρυτές του Κόμματος Φιλελευθέρων του Κρητικού πολιτικού. Ίδρυσε το 1928 το κόμμα Προοδευτική Πολιτική Ένωσις, ως πολιτικό σχηματισμό υπό την ηγεσία του, αλλά σε γενικές γραμμές στοιχήθηκε επί μακρόν με τον βενιζελικό εκλογικό και κοινοβουλευτικό συνασπισμό, αδυνατώντας να αναπτύξει δική του κομματική δυναμική.
Προβάλλοντας ως επιτυχία του ένα Διάταγμα του 1914 που δήθεν απάλλασσε οριστικά τους αγρότες του νησιού από παλαιά βάρη σε γαιοκτήμονες, ενώ παρέτεινε το πρόβλημα και χρειάστηκαν νέες νομοθετικές παρεμβάσεις ερήμην του, το 1915 είχε ηγηθεί στην Κέρκυρα «Φιλελεύθερου Αγροτικού Συνδυασμού». Από την αρχή της πολιτικής του καριέρας προπαγάνδιζε τις θέσεις του, συχνά, με φυλλάδια. Το πρώτο του μάλλον ήταν ένα με τίτλο «Το Αγροτικόν Ζήτημα Κερκύρας», που τύπωσε στην Αθήνα το 1914, περιλαμβάνοντας σχετική αγόρευσή του στη Βουλή.
Ήδη το 1912 – σε ηλικία σχεδόν 34 ετών – είχε προταθεί από τον Ε. Βενιζέλο και είχε εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής, δίνοντας όρκους υπέρ «της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, της ψήφου, του λόγου, του πνεύματος, του Τύπου».
Όντως ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα με αντιφεουδαρχικές αιχμές και λόγια συμπάθειας προς τους αγρότες, όπως αυτά που ακολουθούν: «Τάξις, πλην εννοείται, ορισμένων εξαιρέσεων, κακίστης ανατροφής, οπισθοδρομικών και αντεθνικών παραδόσεων, νομίζει ότι διατηρεί τους υπό απολυταρχικών πολιτευμάτων απονεμηθέντες εις τους προγόνους αυτών τίτλους, τίτλους προκαλούντας νυν τον γέλωτα και την περιφρόνησιν», εκατάφερε και «ενέσπειρεν την πενίαν απ’ άκρου εις άκρον της νήσου», καθιστώντας τους αγρότες του νησιού «υποτελείς και είλωτας».
Ήταν, βλέπετε, η εποχή που δεν είχε συντελεστεί ακόμα η καπιταλιστική αναπροσαρμογή της κερκυραϊκής γεωργίας, καθώς επιβίωναν ισχυρά υπολείμματα – δεσμά της φεουδαρχικής οργάνωσης του τομέα, που ο αγροτικός κόσμος αγωνιζόταν να αποτινάξει. Ο Κ. Ζ., μολονότι αναγνώριζε ότι οι αγρότες είχαν δικαιώματα επί «της επί αιώνες υπ’ αυτών καλλιεργουμένης και κατεχομένης γης», όταν του ζητούσαν να γίνει σαφέστερος εξηγούσε ότι η αστικού χαρακτήρα μεταβολή έπρεπε να συντελεστεί, κατά τη γνώμη του, «άνευ ουδεμιάς, ουδέ της ελαχίστης ζημίας των δικαιούχων» μεγαλοκτηματιών. Τασσόταν υπέρ των «κατάλληλων» αποζημιώσεων προς τους παλιούς και νεότερους φεουδάρχες και υπέρ της ενίσχυσης των νέων ισχυρών – εμπορικών, βιομηχανικών, τραπεζικών και ναυτιλιακών – συμφερόντων, που αντικαθιστούσαν σταδιακά στον ρόλο του δυνάστη τους «αιώνιους» μεγάλους γαιοκτήμονες της Κέρκυρας.
Όταν ήθελε να γίνει σαφέστερος, εξηγούσε κυνικά σχεδόν ότι εννοούσε τόσο λελογισμένες μεταρρυθμίσεις, ώστε αυτές θα επέρχονταν «δια της πλήρους ικανοποιήσεως βεβαίως των ιδιοκτητών» και με φροντίδα να επέλθει «αποκατάστασις των μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών σχέσεων», για να μην απολεσθούν οφέλη που θεωρούσε ότι απέφεραν οι ιδιωτικές «μεγάλες ιδιοκτησίες».
Αλλά το 1929 ο Κ. Ζ. δεν ήταν καν ο παλιός εαυτός του, αφού η αστική τάξη στα Επτάνησα είχε ολοκληρώσει πια – και με τη δική του συμβολή για κάποιο χρονικό διάστημα και συχνότερα ερήμην του – τον προοδευτικό ρόλο της και αποτελούσε πια από κάθε άποψη σοβαρή τροχοπέδη στην κοινωνική πρόοδο, βάλλοντας ανοιχτά εναντίον του «επικίνδυνου» λαού όχι μόνο της γεμάτης εργατόκοσμο και εργοστάσια πόλης, μα και της υπαίθρου, για να καταβάλλει τις νέες ριζοσπαστικές διαθέσεις και τους νέους κοινούς των λαϊκών στρωμάτων. Σε προσωπικό επίπεδο έχαιρε της υποστήριξης της ανανεωμένης κερκυραϊκής ελίτ, αλλά είχε απολέσει εκείνη των αγροτών.
Ήταν ο Ε. Βενιζέλος εκείνος που μέσα στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του ιδιώνυμου, έστω με παραπλανητικά λόγια, επισήμανε με την εξής τοποθέτηση, σχεδόν με ειρωνικούς τόνους, τον δρόμο που είχε διανύσει ο επί δύο δεκαετίες «πολύτιμος φίλος και εκλεκτός συνεργάτης» του: «Προδήλως ευρίσκεται πολύ δεξιώτερα από ό,τι ευρίσκομαι εγώ (…) Είναι βέβαια πολύ δεξιώτερος, αλλά πρέπει να είμεθα ευχαριστημένοι που μας ακολουθεί τέλος πάντων εις τας αριστεράς μας ιδέας (…) Λυπούμαι, κύριοι βουλευταί, διότι την συνηγορίαν του νομοσχεδίου άφησα εις τον αξιότιμον συνάδελφόν μου τον υπουργόν των Εσωτερικών, διότι οφείλω να ομολογήσω ότι εκόντευε να μου χαλάση το νομοσχέδιον με την συνηγορίαν την οποίαν έκαμεν. Το πράγμα εξηγείται εκ της διαφοράς του ταμπεραμέντου και εκ του γεγονότος ότι εγώ προ 18 ετών, ότε το πρώτον συνηντήθημεν εις την Ελλάδα, εάν υποθέσωμεν ότι υπάρχει μία μέση γραμμή η οποία χωρίζει τας δεξιάς και τας αριστεράς ιδέας, εκείνος ευρίσκετο προς τα αριστερά της αριστερής γραμμής και εγώ ευρισκόμην μόνον προς τα αριστερά. Εν τω μεταξύ, όσον επροχωρούσε η ηλικία, εγώ επροχωρούσα προς τα αριστερά· αυτός προς τα δεξιά».
Τι είπαν στη Βουλή οι Ζαβιτζιάνος – Βενιζέλος
Τα Πρακτικά των σχετικών συζητήσεων που έγιναν τότε στη Βουλή φωτίζουν το θέμα και προσθέτουν μάλλον νέα στοιχεία που δεν γνωρίζουμε να έχουν περιληφθεί στη σχετική ιστοριογραφία.
Ο ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων δεν «κρύφτηκε» πίσω από τον – τουλάχιστον σε αυτό το θέμα ακροδεξιών απόψεων – υπουργό του. Ο ίδιος ανέλαβε την πλήρη ευθύνη του νομοσχεδίου. Αποκάλυψε μάλιστα πως το αρχικό νομοσχέδιο του Κ. Ζ. ήταν ακόμη χειρότερο και το τελικό ήταν προϊόν κοινής συνεργασίας του ιδίου και του υπουργού του. Το αρχικό, είπε, «ήτο εις άκρον» και «πολύ μακριά» από τις δικές του απόψεις. Ο ίδιος, όπως εξήγησε, είχε πει στον Κ. Ζ. «να το κάμης», όταν τον ρώτησε μετά τις εκλογές. Σχεδόν «έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό» των βουλευτών, καθώς όχι λίγοι είχαν «στασιάσει», λέγοντας από του βήματος της Βουλής ότι θα ανακοίνωνε την παραίτησή του και την παραίτηση της κυβέρνησής του σε περίπτωση που το απαράδεκτο βέβαια αυτό σχέδιο νόμου δεν ψηφιζόταν επί της αρχής. Η ψήφισή του συνδυάστηκε άτυπα με παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Όταν άρχισε η συζήτηση στη Βουλή, ο Ε. Βενιζέλος είχε πει, προφανώς θέλοντας να «θολώσει» την ουσία του νόμου: «Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξη τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ’ Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού (…) Δε δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής (…) Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά».
Με αναφορές στον χριστιανισμό και σε «ιδεώδη κομμουνισμό» που δήθεν δεν υπηρετούσαν οι διεθνείς συνδιασκέψεις των κομμουνιστικών κομμάτων και η Σοβιετική Ένωση, ο «εθνάρχης»… επέτρεπε τη σκέψη, αλλά απαγόρευε τη δράση. Όπως πολιτικοί φίλοι του στην Κέρκυρα το 1912 είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς να ποδηγετήσουν το ανερχόμενο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα του νησιού και να το κάνουν ν’ απαρνηθεί την πάλη των τάξεων, έτσι και ο ίδιος είχε «σπάσει τα μούτρα του» σε προσπάθειές του να υποτάξει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, που έξι χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1924, είχε μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Εννιά μήνες πριν από εκείνη την ομιλία του στη Βουλή, στις 7 Ιουλίου 1928, ο Βενιζέλος είχε κάνει σαφές σε συγκέντρωση φίλων του στη Θεσσαλονίκη ότι θα πάτασσε και την απλή… διατάραξη του αστικού κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος. «Πάσα απόπειρα», είχε πει τότε, «διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είναι η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία, θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους». Και τον πιο κατάλληλο που βρήκε για να υλοποιήσει τον στόχο του, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, ήταν εκείνο τον Κερκυραίο, που ως «φέρελπι», «προοδευτικό» και «φίλο των αγροτών» ανερχόμενο πολιτικό είχε επιλέξει το 1912 να ορίσει πρόεδρο της Βουλής. Έκανε λοιπόν τον Κωνσταντίνο Ζαβιτζιάνο, μετά τις εκλογές του 1928, υπουργό Εσωτερικών. Προείχε η θωράκιση του αστικού καθεστώτος.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό ίσως απάνθισμα εκείνων των σαν αντικομμουνιστικό παραλήρημα τοποθετήσεων του Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου στη Βουλή, που ο ίδιος απέφυγε να συμπεριλάβει στο σύνολό τους σε φυλλάδιο που κυκλοφόρησε εντός του 1929 με τις θέσεις του επί του ζητήματος στη φάση συζήτησης του νομοσχεδίου:
* Κ. Ζ.: «Αι διατάξεις αυταί υπεστηρίχθησαν ως αυστηραί υπό την έννοιαν ότι δεν επιτρέπουν μετάνοιαν (…) Έχω ατομικώς έχω σκληράν πείραν περί της μετανοίας ταύτης (…) Να εμποδίσωμεν τας κομμουνιστικάς μεθόδους (…), να μην επανέρχωνται εις τας υπηρεσίας των (…) Η επιγραφή του νομοσχεδίου, η οποία αναφέρει ότι είναι νομοσχέδιον προστατευτικόν των ελευθεριών του λαού, είναι επιγραφή ανταποκρινομένη προς το πράγμα (…) Εκ του γεγονότος ότι ο κίνδυνος αυτός δεν είναι άμεσος πρέπει να σταυρώσωμεν τα χέρια μας; (…) Τα χλιαρώτατα όλων των άλλων μέτρων έλαβε μέχρι τούδε η Ελλάς και δι’ αυτό το έδαφός μας έγινε το κέντρον των συναντήσεων όλων των ξένων κομμουνιστών».
* Κ. Ζ.: «Προ εσχάτων ακόμη και εκάστη Κυριακή συνήρχοντο εν κλειστώ χώρω με προδιαγεγραμμένον σχέδιον να εξέρχωνται συσσωματωμένοι δια να επιβάλουν τον πανικόν και να επιτίθενται με όπλα φονικά κατ’ αυτών των αρχών (…) Είναι επιβεβλημένα όλα τα μέτρα και τα πλέον δρακόντεια κυρίως κατά των Ελλήνων κομμουνιστών (…) Αν δε ηδυνάμην και την σκέψιν εγώ να τιμωρήσω, και αυτήν, ομολογώ, θα ετιμώρουν, ειδικώς (…) Εις αυτά τα τελευταία έτη πόσας κρίσεις έτρεξεν η πολιτεία, πόσας δεινάς κρίσεις έτρεξεν αυτό το Κράτος εκ της κινήσεως της κομμουνιστικής, καθ’ ον τρόπον γίνεται. Υπάρχει, κύριοι, η δευτέρα Πανελλαδική απεργία του 1923 κατά την οποίαν προεκλήθησαν αι αιματηραί ταραχαί εις τον Πειραιάν, καθ’ ας εφονεύθησαν και ετραυματίσθησαν 10 εργάται και δύο εκ της εξουσίας (…) Έχομεν απειρίαν γεγονότων εις τον Στρατόν… Αυτοί καθημερινώς κερδίζουν έδαφος (…) Είναι ζήτημα αυτοθυσίας, είναι ζήτημα αποφασιστικότητος και θάρρους (…) Η κίνησις η δια των διανοουμένων επέδειξε μεγάλα αποτελέσματα (…) Η σπουδάζουσα νεολαία εις πολλά γυμνάσια του Κράτους απέδειξεν ότι είχε κομμουνιστικούς πυρήνας, μεταξύ δε των εκτοπισθέντων υπάρχουσι και μαθηταί (…) Δημόσιοι υπάλληλοι είναι πολλοί και εις εκπαιδευτικούς λειτουργούς υπάρχει μέγας αριθμός διδασκάλων και επιθεωρητών μέσης και δημοτικής εκπαιδεύσεως, υπολογιζόμενος εις 25 (..) Διότι δεν έχωμεν νόμον να τους απολύσομεν· και δι’ αυτό κάνομεν τον νόμον».
* Κ. Ζ.: «Ποίος είναι κομμουνιστής το ορίζει το πρώτον άρθρον (…) Η οργάνωσις, κύριοι βουλευταί, του κομμουνιστικού κόμματος είναι πλήρης. Περί αυτού μη έχετε ουδέ την ελαχίστην αμφιβολίαν. Αυτή είναι η εντύπωσις όχι μόνον η ιδική μου, είναι η εντύπωσις της Γ’ Διεθνούς. Εις έγγραφον υπ’ αριθμόν 1721 παρελθόντος έτους της Γ’ Διεθνούς προς το κομμουνιστικόν κόμμα (…) Δεν υπάρχει πόλις ή χωρίον της Ελλάδος εις το οποίον να μη έχη πυρήνα κομμουνιστικόν η οργάνωσις αύτη (…) Περιοδικά εδιενεμήθησαν και κυκλοφόρησαν εις τους στρατώνας, με τα τρομερωτέρας των προκηρύξεων (…) Υπάρχει ένας κίνδυνος ο οποίος είναι αναμφισβητήτως μεγάλος και δεν είναι τόσον μικρός όσο παρουσιάζεται. Μη αναμετρώμεν τας ψήφους των καλπών, ο αριθμός είναι μεγαλύτερος εκείνων (…) Όταν παρουσιάζεται νομοσχέδιον το οποίον επιβάλλει ως ποινήν φυλάκισιν, δεν νομίζω ότι κατηγορούμεθα δια την αυστηρότητά του, αλλά δια την εμβρίθειαν την οποίαν έχει, διότι είναι συμφυές με τον χαρακτήρα του Έλληνος πολίτου (…) Δια του μέτρου τούτου επιδιώκεται να εξασφαλίσωμεν και το αίσθημα της οικονομικής ασφαλείας (…) Όταν σκέπτεται κανείς ότι δεν τον ενισχύετε, δεν δύναται να γίνη λόγος περί επιχειρήσεων».
* Κ. Ζ.: «Εκείνος ο οποίος σήμερον υποστηρίζει τας αρχάς του κομμουνισμού είναι αναποφεύκτως και μοιραίως οπαδός της βίας (…) Δεν υπάρχει ουδείς, απολύτως ουδείς ειρηνόφιλος κομμουνιστής, δια να έχη ανάγκην προστασίας κινδύνου εκ της προσπαθείας αυτής, να διαφύγουν της εφαρμογής του νόμου πολλοί κομμουνισταί ανατροπείς, τους οποίους σκοπεύει να καταδιώξη το κείμενον νομοσχέδιον (…) Διότι εν Ελλάδι ούτε υπήρξαν, ούτε υπάρχουν, ούτε θα υπάρξουν ποτέ, κομμουνισταί αποφασισμένοι να επιδιώξουν την εφαρμογήν των ιδεών των με την αγιαστούρα εις το χέρι (…) Έπρεπε να ληφθεί πρόνοια και δια τους κομμουνίζοντας Δημοσίους υπαλλήλους».
* Κ. Ζ.: «Κατά των κομμουνιστών επεβλήθησαν και ορισμέναι ποινικαί διατάξεις, όταν κατά την εκδήλωσιν των αισθημάτων αυτών παρεβίασαν τας διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου (…) Η θέσις των καταδιωκτικών αρχών υπήρξεν τουλάχιστον δυχερής, ευρέθησαν δικασταί προ του τραγικού διλήμματος ή να εφαρμόσουν τας κειμένας διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου τας προστατευούσας το Πολιτειακόν καθεστώς ή (…) να καταλήξουν εις ποινάς αυτόχρημα γελοίας (…) Αδικήματα συνταράξαντα την τάξιν και την κοινωνίαν, αδικήματα εις τα οποία έγιναν τραυματισμοί και φόνοι, φόνοι παρ’ αγνώστου χειρός, αδικήματα αντιστάσεως κατά της εξουσίας, είδομεν τιμωρούμενα επιεικώς (…) Και σας ερωτώ, Κύριοι, είναι Κράτος εκείνο, δύναται να ονομασθή Κράτος το συγκρότημα εκείνο, το οποίον υπό τοιούτους όρους αμύνεται και κινείται; (…) Περί τροπολογιών: Θα κατελήγωμεν εις το συμπέρασμα όπως νομοσχέδιον προορισμένο ν’ αντιταχθή κατά της κομμουνιστικής κινήσεως, γίνη νομοσχέδιον εξυπηρετικόν των κομμουνιστικών μεθόδων εν ονόματι των φιλελευθέρων αρχών. Θα εφθάναμεν δηλαδή ούτω εις το συμπέρασμα να καταπροδώσωμεν αυτάς τας φιλελευθέρας αρχάς (…) Οι επί του προκειμένου ψιλοκοσκινίζοντες πολύ τα πράγματα, λησμονούν το γενικώτερον συμφέρον και ενδιαφέρονται μόνον και μόνον δια τους κομμουνιστάς τους οποίους επιδιώκουν να κάμουν ελευθέρους εις τας κινήσεις των».
Ο Λέων Μακκάς, φιλοβενιζελικός και φιλοπαπανδρεϊκός βουλευτής – η Βουλή ήταν γεμάτη… «καλούς αριστερούς» όπως θα καταλάβατε – είχε ενστάσεις διάφορες, όπως και αρκετοί άλλοι βουλευτές, για το νομοσχέδιο. Άλλωστε ο ίδιος ο ηγέτης των Συντηρητικών Κ. Τσαλδάρης είχε διερωτηθεί μήπως τελικά η «τσιμπίδα του νόμου» πιάσει γενικώς κάθε υποστηρικτή του ορθολογισμού και των ανθρωπιστικών ιδεωδών! Αλλά όλοι συμφωνούσαν, επικαλούμενοι όπως ο Κ. Ζ. και το Μακεδονικό Ζήτημα όποτε δεν είχαν τι άλλο να πουν εναντίον του ΚΚΕ, πως… με κάποιον τρόπο κάτι έπρεπε να γίνει εις βάρος των κομμουνιστών! Αυτό έκανε κι εκείνος ο βουλευτής που έμελλε τον Οκτώβριο του 1944, με το που απελευθερώθηκε η Κέρκυρα από τον ναζιστικό ζυγό, να σταλεί από τον πολιτικό του μέντορα Γεώργιο Παπανδρέου στο κυριαρχούμενο πολιτικά από το ΕΑΜ νησί ως Υπουργός – Διοικητής Ιονίων Νήσων της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», να διακηρύξει φτάνοντας ότι «βασιλεύς θα είναι ο λαός» και ότι θα γίνουν σεβαστές οι ελευθερίες του λαού και του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, να επιβάλει τελικά με όπλα του ΕΔΕΣ και αγγλοαμερικανική υποστήριξη μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, να απαγορεύσει τις συγκεντρώσεις διψήφιου αριθμού πολιτών και να κηρύξει και να συγκαλύψει στρατιωτικό νόμο και πογκρόμ διώξεων εις βάρος των μελών και των στελεχών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, συνεχίζοντας αργότερα την πολιτική του καριέρα ως στέλεχος του Ελληνικού Συναγερμού του αυλάρχη της μοναρχίας Αλέξανδρου Παπάγου (1883-1955). Δηλαδή, ο Λέων Μακκάς.
Είπε στη Βουλή τότε, μεταξύ άλλων, πως αυτή είχε καθήκον «να προασπίση την κοινωνικήν τάξιν, την κοινωνικήν αρμονίαν», έναντι όσων «διασαλεύουν την τάξιν» με «ενέργειαν ταραχών εις τας πόλεις καθώς και εις τας εξοχάς» ακόμη και σε όλη την Ευρώπη, αποτελώντας πολιτική «εξαίρεσιν εις τον κανόνα της γενικής αρμονίας» και διαφύλαξης του αστικού καθεστώτος. «Η αστική τάξις», τόνισε, «έχει πράγματι το καθήκον να οργανώση την άμυναν αυτής», επιδεικνύοντας «κοινωνικόν ένστικτον αυτοσυντηρήσεως». Διέβλεπε στον ορίζοντα «κίνδυνο κοινωνικών ανατροπών».
Γινόταν πολύς λόγος για το Σύνταγμα, μα δεν βρέθηκε κανείς να θυμίσει το συνταγματικό κείμενο του Ρήγα Φεραίου – ούτε ο Κ. Ζ. που οπωσδήποτε θα είχε ακούσει γι’ αυτό στην Κέρκυρα αφού εκεί είχαν τυπωθεί για πρώτη φορά επί ελληνικού εδάφους κείμενα του Ρήγα – σύμφωνα με το οποίο ο ελληνικός λαός πρέπει να έχει το δικαίωμα να εξεγείρεται και ακόμη και να επαναστατεί όταν κρίνει ότι καταπατούνται άδικα τα δίκαιά του.
Οι κρίσεις των αδελφών Γρηγόρη και Κώστα Δαφνή
Στο βιβλίο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», το 1961, ο Κερκυραίος σπουδαίος ιστορικός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γρηγόρης Δαφνής (1909-1967) θρυμμάτισε τον μύθο που καλλιεργούνταν τότε στην Κέρκυρα περί δημοκρατικού και προοδευτικού προσωπείου της πολιτικής που εξέφραζε ο Κ. Ζαβιτζιάνος. Μολονότι ασπάστηκε κι εκείνος, ιδιαίτερα από τότε που συνδέθηκε στενά με κυβερνητικά στελέχη και «μορφωτικά ιδρύματα» όπως εκείνο του μεγαλοεπιχειρηματία Μποδοσάκη, τη φιλολογία της οικονομικής ελίτ περί «κομμουνιστικού κινδύνου», έγραψε χωρίς περιστροφές πως ο Κ. Ζ. υπήρξε «πολιτικός με εξαιρετικώς συντηρητικήν νοοτροπίαν».
Άδικος πάντα απέναντι στο ΚΚΕ, θαρρείς ως τεκμήριο πολιτικής «ορθότητας» των έργων του, ο Γρ. Δαφνής με τις κρίσεις του στάθηκε σε γενικές γραμμές δίκαια, θα έλεγε κανείς, απέναντι στους πολιτικούς των αστικών κομμάτων και στους ρόλους που εξυπηρετούσαν. Έγραψε, καθ’ υπερβολή ίσως, πως ο Κ. Ζ. ήταν αυτός που ως υπουργός Εσωτερικών το 1928 «έπεισε τον Ελ. Βενιζέλον περί της ανάγκης ψηφίσεως ειδικού νομοθετήματος, προβλέποντος την δίωξιν του κομμουνισμού», ενώ όμως στην πραγματικότητα «δεν υπήρξε» ούτε τότε ούτε νωρίτερα τέτοιος «κίνδυνος». Ο Ε. Βενιζέλος το 1929, κατά τον Γρ. Δαφνή, δεν ήταν απλώς και μόνον «επηρεασμένος από την κομμουνιστοφοβίαν των συντηρητικών της Δυτικής Ευρώπης και αποβλέπων εις την νομιμοποίησιν της διώξεως του κομμουνισμού εις την Ελλάδα (…) εδέχθη την κατάθεσιν του σχετικού νομοσχεδίου εις την Βουλήν, το οποίον και υπεστήριξεν ενθέρμως παρά την σφοδράν κριτικήν που υπέστη τούτο». Επιτελούσε τότε έναν συγκεκριμένο ταξικό ρόλο, ως κορυφαίος, όπως συνομολόγησε ο Γρ. Δαφνής, «πολιτικός της αστικής τάξης». Συνέχιζε επιπλέον, παρόλο και που έξι χρόνια νωρίτερα ο ιταλικός φασισμός είχε βομβαρδίσει και καταλάβει την Κέρκυρα, να εκφράζεται θετικά για το έργο του Μπενίτο Μουσολίνι.
Το ιδιώνυμο, όπως είχε εξηγήσει στο βιβλίο του ο Γ. Δ., προέβλεπε ακόμη και «την διάλυσιν των κομμουνιστικών σωματείων και την απαγόρευσιν των κομμουνιστικών συγκεντρώσεων». Ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» προβαλλόταν ως επιχείρημα από προπαγανδιστές της επιβολής δικτατορικών στρατιωτικών «λύσεων» και το καθεστώς στεκόταν ευνοϊκά απέναντι σε διάφορα υποτιθέμενα «προοδευτικά» κόμματα, τα οποία λειτουργώντας ως αναχώματα «συνεκράτησαν μάζας, τας οποίας θα ημπορούσε να παρασύρη το ΚΚΕ». Έτσι, άλλωστε, παράγοντες του «δημοκρατικού χώρου» της ευρύτερης βενιζελικής παράταξης, που είχαν εγείρει ενστάσεις στη Βουλή κατά τη συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου και είχαν ματαίως προτείνει στον Ε. Βενιζέλο την ψήφιση νόμου κατά του φασισμού, επτά χρόνια μετά, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941) εγκαθίδρυσε στρατιωτική δικτατορία και δεν υπήρχε προοπτική εκλογών, δήλωναν ότι δεν ήταν αντίθετοι σε επιβολή απαγόρευσης της κομμουνιστικής δράσης με συνταγματικό μανδύα. Η υπουργία Ζαβιτζιάνου, κατά τον Γ. Δ., «απέδωσε εξαίρετα», αλλά ο «κίνδυνος» που είχε επικαλεστεί ήταν προσχηματικός.
Το 1952, εννιά χρόνια πριν κυκλοφορήσει ο Γ. Δ. το βιβλίο του στην Αθήνα, στην Κέρκυρα ο αδελφός του Κώστας Δαφνής (1911-1987), εξέχων δημοσιογράφος, εκδότης και συγγραφέας, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Κωνσταντίνος Ζαβιτζιάνος – Ο άνθρωπος και το έργο του». Εμφανιζόταν ως επιμελητής του βιβλίου και άφηνε να εννοηθεί πως η ύλη του ήταν, τάχα, προϊόν σύμπραξης «συνεργατών και φίλων ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως», όπως έλεγε, εμπλέκοντας στη σχετική λίστα και ονόματα στελεχών του ΕΑΜ και υπερασπιστών των κομμουνιστών στις διώξεις που αντιμετώπιζαν στο νησί με ή χωρίς το ιδιώνυμο. Δεκατέσσερις μήνες μετά τον θάνατο του Κ. Ζ., το βιβλίο ουσιαστικά εξιδανίκευε σχεδόν τον αντιδραστικό κατά βάση υπερσυντηρητικό πολιτικό ρόλο του, αλλά και τις θέσεις και τον άλλοτε εκσυγχρονιστικό και άλλοτε οπισθοδρομικό ρόλο του στα θέματα της κερκυραϊκής γεωργίας. Τον παρουσίαζε, πολύ περισσότερο για την Κέρκυρα, ως «τον παράγοντα της αναμορφώσεως της οικονομικής και κοινωνικής της ζωής», υποτίθεται «δια των ριζοσπαστικών μέτρων τα οποία κατώρθωσε να επιβάλη». Δικαιολογούσε σαφώς ακόμη και τον ρόλο του στο ιδιώνυμο. Έφτανε και στο σημείο να δημιουργεί την εντύπωση πως χάρη σ’ εκείνον υπήρξε το – μόνο ωφέλιμο για τους αγρότες, το 1925 – καθοριστικό Νομοθετικό Διάταγμα «περί απελευθερώσεως των από των διηνεκών βαρών των αγροτικών κτημάτων της νήσου Κερκύρας». Αυτό στην πραγματικότητα, σύμφωνα και με κεντροδεξιές αναλύσεις, έλυσε το συγκεκριμένο χρόνιο πρόβλημα. Αποτέλεσε καρπό μόνο των παρατεταμένων και πολύ έντονων ειδικότερα κατά το 1924 αγώνων των Κερκυραίων αγροτών – οπότε και είχαν συλληφθεί τρία ηγετικά στελέχη της κερκυραϊκής Οργάνωσης του ΚΚΕ – σε συνδυασμό με την αποφασιστική και σθεναρή δράση που ανέπτυξε ο βουλευτής Κέρκυρας και συνεργαζόμενος επί μακρόν με τους κομμουνιστές πολιτευτής του Αγροτικού Κόμματος, κατοπινός πρωτομάχος του ΕΑΜ Κέρκυρας και μάλιστα το 1899 υποψήφιος συνδυασμό του Γεωργίου Ζαβιτζιάνου εναντίον των Θεοτοκικών, Ανδρέας Δενδρινός (1866-1946). Στην πραγματικότητα, ο Κ. Ζ. είχε προωθήσει ένα ψευδεπίγραφο αντίστοιχο Νομοθετικό Διάταγμα έντεκα χρόνια νωρίτερα, ενώ στη συνέχεια ωρυόταν πως με τις αλλαγές της νομοθεσίας του «απεμακρύνθησαν έντρομα τα κεφάλαια εκ της αγροτικής γης»!
Ιδού τι δεν ντράπηκε να υποστηρίζει για τον Κ. Ζ. και το ιδιώνυμο το βιβλίο αυτό σε σχετικό κεφάλαιο: «Κατά την περίοδο της υπουργίας του αντιμετωπίσθη δια της ψηφίσεως ειδικού νομοθετήματος ο εκ της ενταθείσης ανατρεπτικής δράσεως του ΚΚΕ κίνδυνος δια το καθεστώς και την ακεραιότητα της χώρας (…) Εις μακράν αγόρευσίν του περιέγραψεν τόσο τους αμέσους όσο και τους απωτέρους κινδύνους που ηπείλουν το Κράτος εκ της τακτικής του ΚΚΕ και υπερημύνθη μετά σθένους και αποφασιστικότητος των υπ’ αυτού προταθέντων μέτρων (…) Ενώ επροστατεύετο επαρκώς το κοινωνικόν καθεστώς, δεν εθίγοντο αι στοιχειώδεις ελευθερίαι του πολίτου και η ανθρωπίνη αξιοπρέπεια».
Όπως υποστήριζε με τα λόγια περίπου που ακολουθούν, ο Κ. Ζ., ως δημοκράτης που ήταν, δεν μπορούσε να σταυρώσει τα χέρια και ν’ αφήσει απροστάτευτη τη δημοκρατία και την πατρίδα! Εξεγέρθηκε η δημοκρατική του συνείδηση!
Επρόκειτο για μια εξόφθαλμη όσο και χοντροκομμένη προσπάθεια ωραιοποίησης του ρόλου και αναστήλωσης του πολιτικού Κέντρου στην Κέρκυρα, σε «εθνικόφρονα» βέβαια βάση, υποτίθεται σε αντιδιαστολή τόσο με τη Δεξιά όσο και με την Αριστερά, στις συνθήκες που ο εν λόγω πολιτικός χώρος, καθώς είχε «εξαφανιστεί» στο νησί επί Κατοχής, δεν διέθετε πια κανένα κύρος και αδυνατούσε να επιτελέσει τον «εναλλακτικό» πολιτικό ρόλο του. Και βρήκε πρότυπό του τον Κ.Ζ., φιλοτεχνώντας του ένα «πορτρέτο» που δεν είχε. Ήταν σαν ο χώρος αυτός να έδινε τα διαπιστευτήριά του στην αναστημένη μετά την ήττα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ τοπική οικονομική ελίτ – δεν άργησε να διαχωρίσει τη θέση του από τη Θεοτοκική Δεξιά και να αναλάβει τελικά ηγετικό ρόλο στο Κέντρο, ευθέως, ο μεγαλοβιομήχανος και κατοπινός «κεντρώος» υπουργός Θεόδωρος Δεσύλλας (1891-1968).
Κάπως έτσι και με την εύλογη «κατανόηση» της δεξιάς παράταξης προέκυψαν η απόδοση του ονόματος του Κ. Ζ. σε δρόμο και η κατασκευή και τοποθέτηση προτομής του – εικονίζεται πιο πάνω – σε πλατεία στην πόλη του νησιού.
Το βιβλίο που αναγόρευε σε δημοκρατική και προοδευτική την πολιτική του Κ. Ζ. δικαιολογούσε, σύμφωνα με το κλίμα της εποχής, ακόμη και τις στερνές – και πιο μαύρες – πολιτικές επιλογές του. Ήταν ένα ατυχές βιβλίο του σημαντικού κατά τα άλλα λόγιου Κ. Δαφνή.
Δεν χρειάζεται βέβαια να είναι κανείς με το ΚΚΕ για να πει έστω λίγες αλήθειες, όπως απέδειξε ένα βιβλίο της Όλγας Παχή για τον Κ. Ζ., με επαμφοτερίζοντες τόνους για εκείνον, έξι δεκαετίες αργότερα. Ο Κ. Ζ. δεν ήταν απλώς ένας πολιτικός όπως τόσοι και τόσοι που διαφωνούσε πολιτικά με τις κομμουνιστικές ιδέες και αντιδρούσε αναλόγως. «Έβγαζε» αυτό που λέμε, απαξιωτικά πια, αντικομμουνισμό.
«Ήταν βαθειά αντικομμουνιστής», σημείωσε η Κερκυραία φιλόλογος και ιστορική ερευνήτρια στο βιβλίο που εξέδωσε το 2011 για εκείνον. «Με κάθε ευκαιρία στρεφόταν κατά του κομμουνισμού». Έβλεπε «ηπιότητα των αρχών στην αντιμετώπιση των κομμουνιστών» στις απεργιακές εκδηλώσεις του εργαζόμενου λαού.
Η συγγραφέας τού απέδιδε «μεγάλη συντηρητικοποίηση». Εύστοχος ήταν νομίζουμε και ο τίτλος του βιβλίου: «Ο Κερκυραίος πολιτικός Κωνσταντίνος Ζαβιτζιάνος – Ένας προοδευτικός αγροτιστής ή ένας συντηρητικός μεγαλοκτηματίας;»
Από τον Βενιζέλο στον Μεταξά και στην Εθνική Τράπεζα επί ναζί
Λογικό κι επόμενο ήταν με όσα είχαν προηγηθεί, το απόγευμα της μαύρης 4ης Αυγούστου 1936 ο Κ. Ζ. να φωτογραφίζεται περιχαρής με τον – επίσης Επτανήσιο κατά τα άλλα – δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά και να εξαίρει την κήρυξη της φασιστικής δικτατορίας του.
Αμέσως ανακηρύχθηκε αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησής της, η οποία έμελλε να πλαισιωθεί στον οικονομικό τομέα ακόμη και από τέτοια στελέχη του αστικού καθεστώτος, όπως ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και υπουργός Οικονομίας της μεταξικής ομάδας Ανδρέας Χατζηκυριάκος, γόνος της συνδεδεμένης επιχειρηματικά και με την Κέρκυρα ομώνυμης μεγαλοαστικής οικογένειας. Χάρη στον Ε. Βενιζέλο ο Κερκυραίος πολιτικός ήταν μέχρι λίγο νωρίτερα αριστίνδην γερουσιαστής. Αλλά ήδη από το 1935 υποστήριζε ότι «θα λείψη η πολιτική ζωή» και ότι «η κατάστασις θα εξελιχθή ραγδαία». Σαν έτοιμος από καιρό, ανέλαβε τον ρόλο του «Νο 2» του μεταξικού καθεστώτος.
Υπηρέτησε ένθερμα τη δικτατορία και το κύμα διωγμών που αυτή εξαπέλυσε, αν και για λόγους διαφωνίας του με κάποια «ανορθόδοξα» οικονομικά μέτρα της, όπως είπε, στις αρχές του 1937 παραιτήθηκε από τα κυβερνητικά του αξιώματα. Οι βλέψεις του ήταν πάντα πολύ υψηλότερες από κάποιο υπουργικό αξίωμα. Το 1925, όταν είχε κηρύξει δικτατορία ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος (1878-1952), είχε αποδεχθεί να γίνει πρωθυπουργός. Έκανε πίσω την τελευταία στιγμή, καθώς μεταπείστηκε από βενιζελικούς φίλους του.
Από το 1924 έβαλλε κατά της ίδιας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με μένος, από αντιδραστική σκοπιά. Θεωρούσε τα αστικά κόμματα «αποσυντεθειμένους και σεσηπότας οργανισμούς», που επηρεάζονταν από τη σοσιαλιστική ιδεολογία και νόθευαν το οικονομικό «σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας», κάνοντας παραχωρήσεις σε λαϊκά στρώματα ανάλογα με τις πιέσεις που αυτά ασκούσαν. Εξέδωσε τότε στην Κέρκυρα ένα φυλλάδιο για τις θέσεις του στο ζήτημα της μοναρχίας και της έκπτωτης βασιλικής δυναστείας, με τον τίτλο «Αγόρευσις επί της επερωτήσεως επί του διατάγματος περί κατοχυρώσεως του νέου δημοκρατικού καθεστώτος».
Δεν ήταν απλώς υπέρ μιας συνταγματικής μοναρχίας, αλλά υπέρ ενός «Ανωτάτου Άρχοντος», είτε κληρονομικού μονάρχη είτε προέδρου με λαϊκό έρεισμα, που θα υποσκέλιζε τη Βουλή, καθώς και υπέρ ενός πολιτικού συστήματος όπου θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο η Εκκλησία και ο Στρατός. Τασσόταν, επίσης, υπέρ της δημιουργίας «μονίμων πολιτικών καταστάσεων», διότι «άνευ αυτών είναι αδύνατον να ευημερήση» η «οικονομική δραστηριότητα» των κεφαλαιούχων. Η κυβέρνηση της χώρας έπρεπε, κατ’ αυτόν, να είναι ανεξάρτητη από τη Βουλή, να διορίζεται από τον «Ανώτατο Άρχοντα» και να υπόκειται σε λογοδοσία μόνον έναντι αυτού. Ο ρόλος του αστικού κράτους δεν έπρεπε να είναι «η εκπλήρωσις των επιθυμιών και της θελήσεως των πολλών», αλλά «η λήψις μέτρων ισότητος και δικαιοσύνης» τέτοιου χαρακτήρα, που μπορεί να συνέδραμαν κάποτε «τους ανίσχυρους, εναντίον των βιαιοτήτων και των αυθαιρεσιών των ισχυρών», αλλά δεν θα «διαταράσσουν» το κοινωνικό status quo. Χρειαζόταν «ενίσχυσις της εκτελεστικής εξουσίας» για την επιβολή της συνεργασίας των τάξεων.
Εξεγειρόταν η «δημοκρατική συνείδηση» του Κ. Ζ. με τον εκπεσμό κατ’ αυτόν να μπορούν με τις οργανώσεις τους να επηρεάζουν μέλη της Βουλής ή της κυβέρνησης, είτε πολύ περισσότερο να συνεργάζονται και με το ΚΚΕ, κλάδοι εργαζομένων όπως «σιδηροδρομικοί, εργάτες φωταερίου, ηλεκτροτεχνίτες, φορτοεκφορτωτές, αρτοποιοί, τροχιοδρομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι», επιδιώκοντας μέσω των συνδικάτων τους την «λήψιν μέτρων σοσιαλιστικού χαρακτήρος». Παρέλειπε φυσικά οτιδήποτε σχετικό με τη σύμφυση κράτους – επιχειρηματιών και τα σχετικά βιομηχανικά και άλλα λόμπι. Ήταν «ακίνδυνο όταν ψήφιζαν λίγοι», έλεγε, αλλά το δικαίωμα της καθολικής ψήφου και η «νέα κοινωνικοοικονομική σύνθεσις» άλλαξαν τα πράγματα και υπήρχε ανάγκη «λήψεως νέων μέτρων». Σχετική ομιλία του στο θέατρο «Κεντρικόν» στην Αθήνα, το 1933, την κυκλοφόρησε σε φυλλάδιο εμετικά αντιδημοκρατικού και αντεργατικού ταξικού περιεχομένου, με τον τίτλο «Η χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού». Έβλεπε «βαθέως» στον λαό «το πνεύμα της δυσπιστίας και της εξεγέρσεως εναντίον της δημοσίας εξουσίας». Ως αιτίες των υποχωρήσεων των κυβερνήσεων απέναντι σε λαϊκά αιτήματα ή και των προσπαθειών τους να ενσωματώσουν στο σύστημα τις λαϊκές οργανώσεις θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση και το ότι «το εκ των άκρων αριστερών μικρόβιον μετεδόθη εις τας αστικάς λεγομένας κυβερνήσεις».
Στη συνέχεια, όταν η μπότα του ναζισμού πατούσε την Αθήνα, δεν είχε πρόβλημα να αναλάβει συνδιοικητής και τελικά διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, για δύο σχεδόν χρόνια, σε σύμπνοια βέβαια με τις προδοτικές ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου, όταν η αστική τάξη στη μεγάλη της πλειονότητα είτε «την έκανε» για το εξωτερικό αφήνοντας τον λαό στο έλεος των ναζί, είτε έκρινε συμφέρον το να συνεργαστεί ποικιλοτρόπως μαζί τους, είτε και υποκίνησε αντιΕΑΜικές «αντιστασιακές» οργανώσεις που συνεργάζονταν με γερμανόδουλα τάγματα, με τον νου στις μεταπολεμικές εσωτερικές εξελίξεις. Είχε μακρόχρονους δεσμούς με το τραπεζικό κεφάλαιο, ενώ παλαιότερα ξιφουλκούσε κατά των μεμονωμένων τοκογλύφων της Κέρκυρας, χαρακτηρίζοντάς τους «όρνεα». Όπως αναμενόταν, μετά τον πόλεμο η οικονομική και πολιτική ελίτ ύψωσε «τείχος προστασίας» στις κατοχικές διοικήσεις της Εθνικής Τράπεζας, παρά τη ληστεία που είχε και αυτή υποστεί, εξαίροντας τη στάση τους και επαινώντας τους για «φιλοπατρία». Αυτή τη φορά ο ίδιος δεν κυκλοφόρησε κάποιο φυλλάδιο για τα γεγονότα αυτά και τα πεπραγμένα του.
Το 1946 και το 1947, στο περιθώριο πια της πολιτικής ζωής, σχεδόν ως απόβλητος, ο Κ. Ζ. εξέδωσε δίτομο έργο για την περίοδο που συνδέθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή, με τίτλο «Αι αναμνήσεις του εκ της ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως την έζησε (1914-1922)», με διάφορα στοιχεία και για τον ρόλο άλλων Κερκυραίων αξιωματούχων της περιόδου.
Με ισχυρισμούς του τύπου «είχαμε το ατύχημα να έχουμε ένα Βασιλέα που θέλει να κάμη τον πρωθυπουργό και ένα πρωθυπουργό που θέλει να κάμη τον Βασιλέα», αθώωνε την ιθύνουσα τάξη για τον κερδοσκοπικό τυχοδιωκτισμό της.
Δύο χρόνια αργότερα, ενώ το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης παρέμενε διεθνώς στα ύψη για τη νίκη της επί του ναζισμού, η οποία αποδιδόταν από πολλούς στην ανωτερότητα του οικονομικοκοινωνικού συστήματος που εξέφραζε αυτή η πρώτη και αναπόφευκτα δυσχερής απόπειρα στην ανθρώπινη ιστορία για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, κυκλοφόρησε στην Αθήνα ένα νέο βιβλίο του, με τίτλο «Η χρεοκοπία του κεφαλαιοκρατισμού και του σοσιαλισμού και το νεοφιλελεύθερον οικονομικόν σύστημα». Αυτή ήταν η τελευταία «υπηρεσία» που προσέφερε στον ελληνικό καπιταλισμό, στις συνθήκες της ταξικής ένοπλης εγχώριας σύγκρουσης. Ήταν, επίσης, με «άλλοθι» άσφαιρες αναφορές «κατά της κεφαλαιοκρατίας» και ασαφείς θέσεις υπέρ ενός δήθεν διαφορετικού «νεοφιλελεύθερου» υποδείγματος κοινωνικής οργάνωσης, υποτίθεται «στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου», μια ανεπιτυχής απόπειρα να συσκοτιστεί η ταξική και αντιδραστική θέση των ιδεολογημάτων και της πολιτικής που εξέφραζε.
Ολόκληρο σχεδόν το βιβλίο ήταν μια παραποίηση των σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών ιδεών και της κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα και διεθνώς, διανθισμένη με συγχύσεις για την ταξική ουσία των κρατικών ρυθμίσεων, με καλλιέργεια αυταπατών, αλλά και με απροκάλυπτον κοινωνικό ρατσισμό και προσφυγή σε αντιεπιστημονικές και ανορθολογικές αν όχι και φασιστικές θεωρίες, ενώ αποκήρυσσε τον ναζιστικό και μουσολινικό φασισμό. Πρέσβευε μια «νέα» πολιτική «καρότου και μαστιγίου», θα μπορούσε να πει κανείς, για την υποταγή και την ενσωμάτωση των εργαζομένων στο εκμεταλλευτικό σύστημα στις μεταπολεμικές κοινωνικές συνθήκες, με αναφορές σε μέτρα όπως «συμμετοχή στα κέρδη» για «δικαιότερη κατανομή» του πλούτου και περιορισμό των κραυγαλέων και «επικίνδυνων» ανισοτήτων, εν ονόματι παρόμοιων μέτρων που δοκιμάζονταν σε άλλες χώρες υπό την πίεση του εργατικού – λαϊκού κινήματος.
«Συνεργασία, ουχί πάλην των τάξεων» διακήρυσσε, θεωρώντας ωφέλιμη τόσο την ταξική διαίρεση της κοινωνίας όσο και τη λειτουργία επιχειρηματικών καρτέλ – ακόμη και μεταξύ των αλευροβιομηχάνων – για τον έλεγχο της αγοράς και την αποφυγή οικονομικών κρίσεων.
Για να θεμελιώσει τη δικαιολόγηση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος επικαλούνταν «νόμους της φύσεως», προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως «οι υγιείς, οι οικονόμοι, οι εύμορφοι και δραστήριοι θα κατισχύουν πάντοτε απέναντι των ασθενών, των οκνηρών και των ανοήτων, και από κοινωνικής και από οικονομικής απόψεως». Τάχα γι’ αυτό «έχομε το παλάτι αλλά έχομε και το καλύβι» και «τινές εκ των εν τη κοινωνία βιούντων θα βρίσκωνται εις την κεφαλήν της κοινωνικής κλίμακος και άλλοι εις το βάθος αυτής». Είναι και «επιθυμητή η ανισότης», όπως και «η τάξις επιλέκτων (elites)», υποστήριζε. Η αρχαία Σπάρτη ήταν κατ’ αυτόν «σοσιαλιστική».
Όσο για τη θέση του για τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων για τη διεκδίκηση των δικαίων τους ήταν ξεκάθαρα αρνητικός: «Δεν είμαι εξ εκείνων που ενθουσιάζει ο συνδικαλισμός». Πρέσβευε ένα κράτος «καταδικάζον την πάλην των τάξεων (…), αποκρούον με όλην του την δύναμιν την πάλην των τάξεων». Ήλπιζε πως το Σύνταγμα και οι νόμοι θα προσαρμοσθούν έτσι ώστε «αι εν τη κοινωνία δρώσαι συνδικαλιστικαί δυνάμεις θα τεθούν υπό εξουσίαν (…), μεταρρυθμιζόμεναι, εξυγιαινόμεναι και καταλλήλως ποδηγετούμεναι». Πάλι τότε ήταν απαραίτητη, κατ’ αυτόν, «η λήψις μέτρων όπως με περιορισμόν έστω των ακράτων ελευθεριών εξασφαλισθή η άμυνα του Κράτους κατά πάσης επαναστατικής απειλής». Ήταν επιβεβλημένη και η «απόλυτος απαγόρευσις» του συνδικαλισμού των δημοσίων υπαλλήλων. Έπρεπε «αι απεριόριστοι ελευθερίαι να περιορισθούν» και μαζί να επέλθει «περιορισμός των δικαιωμάτων του Κοινοβουλίου».
Διακήρυσσε: «Το σύστημά μας, δια των αρχών που υποστηρίζει και επί των οποίων στηρίζεται, προσφέρει εις το κοινωνικόν σύνολον (…) υπηρεσίαν αληθινά σημαντικήν. Και αύτη γίνεται δια της δημιουργίας οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των εν τη αυτή κοινωνία βιούντων πολιτών (…) Αι ανισότητες αύται είναι απαραίτητοι δια την τεχνικήν, οικονομικήν και γενικώτερον την όλην κοινωνικήν πρόοδον (…) και εκ της φύσεώς των επιβάλλονται».
Τέλος, ζητούσε να κριθεί δίκαια.
Η τελετή της κηδείας του, το 1951, έγινε στην Αθήνα δημοσία δαπάνη. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα για την ταφή με στρατιωτικό αεροπλάνο.
Θα μπορούσε λοιπόν να το πει κανείς κι έτσι: Ο Κ. Ζ. δεν ήταν άλλος σε πολιτικό επίπεδο παρά «φτυστός» ο ελληνικός καπιταλισμός του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, «έξω από τα δόντια».
Αφτιασίδωτος.
Φωναχτά τις μύχιες σκέψεις της αστικής τάξης εξέφραζε, συχνά. Χωρίς μασημένα λόγια και περιστροφές. Χωρίς μάσκες.
Εξέφρασε συχνά με τόλμη όπως θα έλεγαν ίσως κάποιοι, ή με κυνισμό, όπως θα υποστήριζαν άλλοι, τα «πιστεύω» του. Στάθηκε μαχητής της κοινωνικής τάξης του.
Ο σοσιαλδημοκράτης κορυφαίος Επτανήσιος συνταγματολόγος του καιρού μας Νίκος Αλιβιζάτος εξήγησε στις μέρες μας, με κεφαλονίτικη καθαρότητα, το τι σήμανε εκείνος ο αντιλαϊκός νόμος του τέλους της δεκαετίας του 1920: «Χωρίς να φτάνει ως τη ρητή απαγόρευση της λειτουργίας του ΚΚΕ, το Ιδιώνυμο του 1929 υπήρξε εξίσου αυστηρό σε σχέση με τις “αντιανατρεπτικές” διατάξεις άλλων ευρωπαϊκών νομοθεσιών στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Αυτό το έκτακτο νομοθετικό οπλοστάσιο στράφηκε, κατά πρώτο λόγο, κατά της επέκτασης του εργατικού κινήματος. Πάνω από το 60% των ατόμων που καταδικάστηκαν από το 1929 ως το 1937 για εγκλήματα κατά της ασφαλείας του Κράτους και με το Ιδιώνυμο, ανήκε στην εργατική τάξη».
Πράγματι – πιο πάνω φωτογραφία στον Γάιο των Παξών το 1930 από το αρχείο του Άκη Βιδινιώτη – εργάτες και συνδικαλιστές ήταν ο κύριος όγκος των εκτοπισμένων τότε και στους Παξούς.
Στοιχεία για όσα βίωσε το νησί εκείνα τα χρόνια διέσωσε ο ιστοριοδίφης και πρώην υπεύθυνος των Αρχείων Νομού Κέρκυρας, Γιάννης Δόικας, σε μελέτη του με τον τίτλο «Εξόριστοι στους Παξούς».
Εκεί βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο γιατρός Γεώργιος Ανδριόπουλος και ο πολιτικός Στέλιος Σκλάβαινας (1907-1944), ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου το 1932, που εκτελέστηκε από τους ναζί στην Καισαριανή. Σώθηκαν λίγα ονόματα άλλων αγωνιστών, όπως οι Αρ. Σάββας, Κλ. Χλουτζαίος, Α. Βασιλειάδης, Γερ. Γερολυμάτος. Εκτοπίστηκαν εκεί για λίγο και κομμουνιστές από το κερκυραϊκό χωριό Άγιοι Δέκα. Με την κατηγορία ότι παρέβη το ιδιώνυμο διότι προπαγάνδιζε υπέρ του κομμουνισμού τιμωρήθηκε εξάλλου τότε με φυλάκιση πρώτα εκεί και αργότερα στην Ήπειρο ο – εικονιζόμενος πιο πάνω – Παξινός κομμουνιστής Σπύρος Γραμματικός (1903-1988).
Όπως ήταν φυσικό, κάποιοι δεν άντεξαν και δήλωσαν «μετάνοια». Οι πιο πολλοί, όμως, δεν «το έβαζαν κάτω», ούτε όταν για επιπλέον τιμωρία από εκεί – όπου και οι Άγγλοι έστελναν αγωνιστές τα χρόνια της αγγλοκρατίας στα Επτάνησα – τους μετέφεραν πολύ πιο μακριά και σε συνθήκες μεγαλύτερης απομόνωσης, χαμηλά στο Ιόνιο. Σ’ ένα άλλο νησί, όπου οι Άγγλοι έστελναν συχνά τους πιο ανυπότακτους Επτανήσιους Ριζοσπάστες. Στα Κύθηρα.
Σύμφωνα με τον Γρηγόρη Δαφνή, άλλωστε, «θα ήτο δύσκολον να λεχθή ότι η θέσπισις του Ιδιωνύμου συνέτεινεν εις την ανάσχεσιν του κομμουνισμού. Εκλογικώς συνέβη το αντίθετον». Όπως εξηγούσε στο βιβλίο του που προαναφέραμε, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932, «μετά την εφαρμογήν του Ιδιωνύμου επί τρία και πλέον έτη», το ΚΚΕ έλαβε 5% περίπου, ενισχύοντας τις δυνάμεις του, ενώ στις εκλογές που ακολούθησαν τον Ιανουάριο του 1933 έλαβε το 7%, «ελθόν τέταρτον κόμμα».
Επαληθεύτηκε τελικά αυτό που είχε πει ο έγκλειστος από τη μεταξική δικτατορία στις φυλακές της Κέρκυρας – πριν παραδοθεί από τους διώκτες του στους ναζί και μεταφερθεί στο Νταχάου όταν ο Κ. Ζ. σε αρμονία με τις υποτελείς στους ναζί κυβερνήσεις των Αθηνών διοικούσε την Εθνική Τράπεζα για λογαριασμό της αστικής τάξης – ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης (1903-1973): «Το κουκουέδικο πέρασε πολλές αντάρες και μπόρες, όμως να το ξεριζώσει κανείς δεν μπόρεσε γιατί αυτό θα σήμαινε να ξεριζώσει τον ίδιο το λαό».
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΡΦΗΣ